Απέχθεια και αποστροφή, προκαλούσε και προκαλεί – στο άκουσμά του πλέον – ο νόμος ώστε να καταδικασθεί ο δράστης του σε θάνατο για ένα έγκλημα.
Όλα τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταργήσει την θανατική ποινή, αλλά συνεχίζει να εφαρμόζεται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, και πολλά κράτη του μουσουλμανικού κόσμου. Στην Ελλάδα, η θανατική ποινή καταργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1993.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Όμως, η εφαρμογή της θανατικής ποινής ή όχι αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που διχάζει κοινή γνώμη, πολιτικούς και νομικούς επιστήμονες.
Ειδικά την χρονική αυτή περίοδο, η θανατική ποινή τυγχάνει υποστήριξης από μια μεγάλη μερίδα πολιτών καθώς θεωρείται σύμβολο ασφάλειας αλλά και βέβαιος τρόπος περιστολής της εγκληματικότητας.
Αυτό όμως που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι το γεγονός πως η θανατική ποινή είναι μη αποτρέψιμη. Απόλυτες κρίσεις μπορεί να οδηγήσουν ανθρώπους να πληρώνουν για εγκλήματα που δεν διέπραξαν.
Έχουμε πλειάδα παραδειγμάτων για δικαστικές αποφάσεις που μετά από τις εκτελέσεις, αποδείχθηκε πως ήσαν λανθασμένες. Επίσης, δεν υπάρχουν και αξιόπιστες αποδείξεις που να δείχνουν ότι η θανατική ποινή αποτρέπει το έγκλημα πιο αποτελεσματικά απ’ ότι η ποινή φυλάκισης.
Η γκιλοτίνα
Οι ρίζες της χρονολογούνται από το Μεσαίωνα. Παρόμοιες μηχανές εκτέλεσης υπήρξαν αιώνες πριν τη γκιλοτίνα. Μια συσκευή αποκεφαλισμού με το όνομα «planke» χρησιμοποιήθηκε στη Γερμανία και τη Φλάνδρα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ενώ στην Αγγλία ένα τσεκούρι γνωστό ως Halifax Gibbet, ήταν αρκετά διαδεδομένο στην αρχαιότητα.
Οι εκτελέσεις γκιλοτίνας προσέλκυαν χιλιάδες θεατές Κατά τη διάρκεια της «βασιλείας του τρόμου» στα μέσα του 1790, χιλιάδες «εχθροί της γαλλικής επανάστασης» συνάντησαν το τέλος τους στη λεπίδα της λαιμητόμου.
Ορισμένα μέλη του κοινού αρχικά παραπονέθηκαν ότι η μηχανή ήταν πολύ γρήγορη και ακριβής, ωστόσο πριν την εκτέλεση, η διαδικασία είχε εξελιχθεί σε ψυχαγωγικό σόου. Οι άνθρωποι συνέρρεαν στην Place de la Revolution κατά κύματα για να παρακολουθήσουν το φρικιαστικό έργο της γκιλοτίνας με αμέτρητα τραγούδια, αστεία και ποιήματα.
Οι θεατές μπορούσαν να αγοράσουν αναμνηστικά, να διαβάσουν το πρόγραμμα με τον κατάλογο των θυμάτων, ή ακόμα και να τσιμπήσουν κάτι σε ένα κοντινό εστιατόριο με το όνομα «Το καμπαρέ της γκιλοτίνας». Η γοητεία της γκιλοτίνας άρχισε να φθίνει προς το τέλος του 18ου αιώνα, αλλά οι δημόσιοι αποκεφαλισμοί συνεχίστηκαν στη Γαλλία μέχρι το 1939.
Ήταν ένα δημοφιλές παιχνίδι για τα παιδιά Τα παιδιά συμμετείχαν συχνά σε εκτελέσεις με γκιλοτίνα και ορισμένα μπορούσαν ακόμη και να παίξουν με τη δική τους μινιατούρα γκιλοτίνα στο σπίτι. Γύρω στο 1790, το ύψους 70 εκ. αντίγραφο της γκιλοτίνας ήταν ένα δημοφιλές παιχνίδι στη Γαλλία.
Τα παιδιά χρησιμοποιούσαν τις πλήρως λειτουργικές γκιλοτίνες για να αποκεφαλίσουν κούκλες ή ακόμα και μικρά τρωκτικά. Μερικές πόλεις απαγόρευσαν τελικά τις γκιλοτίνες στα σπίτια, από φόβο ότι ήταν κακή επιρροή.
Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν φρικιαστικές μελέτες πάνω στα κεφάλια των καταδίκων Από την αρχή της χρήσης της, ξεκίνησε και η συζήτηση, κατά πόσο τα κεφάλια παραμένουν ζωντανά(!), μετά τον αποκεφαλισμό.
Το 1793, ένας βοηθός δήμιου χαστούκισε στο πρόσωπο ένα από τα κεφάλια των θυμάτων του και ισχυρίστηκε ότι οι θεατές μπορούσαν να δουν τα μάγουλά κατακόκκινα από θυμό. Οι γιατροί αργότερα ζήτησαν ο καταδικασμένος να προσπαθήσει να ανοιγοκλείσει ή να αφήσει το ένα μάτι ανοιχτό μετά την εκτέλεσή του, για να αποδείξουν ότι εξακολουθούσαν να ζουν.
Το 1880, ένας γιατρός, ο Dassy de Lignieres άντλησε μέσα στο κεφάλι ενός παιδιού που αποκεφαλίστηκε, αίμα, για να το φέρει πίσω στη ζωή και να μιλήσει. Τα άθλια πειράματα σε θύματα, σταμάτησαν τον 20ο αιώνα, αλλά μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι η δραστηριότητα του εγκεφάλου μπορεί να συνεχιστεί για περίπου τέσσερα δευτερόλεπτα μετά τον αποκεφαλισμό.
Για να δούμε όμως την ιστορία των εκτελέσεων και των δημίων στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό…
«ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΩΝ»
Η πρώτη, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822.
Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύοντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής.
Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων και βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων.
Στη δεύτερη Εθνοσυνέλευση, κρίθηκε επίσης απαραίτητο να υπάρξουν και νόμοι που άπτονται της απόδοσης δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό συγκροτήθηκε και μια επιτροπή για τη σύνταξη Ποινικού Κώδικα.
Όπως ονομάστηκε το «Απάνθισμα των εγκληματικών της δευτέρας των Ελλήνων Εθνικής Συνελεύσεως» ήταν ουσιαστικά ένα πρώτο εμπειρικό νομοθέτημα που προσπαθούσε να ικανοποιήσει ανάγκες της ζωής με έναν άμεσο τρόπο. Αργότερα, το 1834 ο ποινικός κώδικας τροποποιήθηκε από τον Γερμανό Νομικό Ludwing von Maurer, ο οποίος ήταν μέλος της τριμελούς βαυαρικής αντιβασιλείας του ανηλίκου Όθωνα.
Αυτός ο αναθεωρημένος και πιο ολοκληρωμένος Ποινικός Κώδικας τέθηκε σε ισχύ στις 19 Απριλίου 1834 και έμεινε σε ισχύ 116 χρόνια μέχρι το 1911 άρχισαν οι εργασίες για τη σύνταξη νέου Ποινικού Κώδικα, που συνεχίστηκαν επί τριάντα χρόνια και οδήγησαν στη διατύπωση του Ποινικού Κώδικα του 1950.
Το 1830
Αρχικά, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης και έπειτα λόγω της ήπιας στάσης του Καποδίστρια στα θέματα των ποινών, δεν φαίνεται να υπήρξαν πολλές επίσημες θανατικές εκτελέσεις. Σύμφωνα μάλιστα με την τότε εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος»), όπου δημοσιεύονταν – προς – παραδειγματισμό των πολλών – λεπτομέρειες από τις θανατικές εκτελέσεις, κατά την καποδιστριακή περίοδο 1828 – 1831 εντοπίζονται μόνο τρεις εκθέσεις εκτελέσεων (12.11.1828, 17.11.1830 και 31.12.1830).
Σε μια από τις εκθέσεις αυτές (17. 11.1830) πληροφορούμαστε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της εκτέλεσης:
Ο μελλοθάνατος είχε καταδικασθεί για «φονοπειρατία» τριών επιβατών σε πλοίο στο οποίο ο ίδιος ήταν «συντροφοναύτης». Μετά την απόρριψη της αίτησής του για χάρη, εγκλείσθηκε φρουρούμενος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καλαμάτας.
Εκεί πέρασε τη νύχτα του «εξομολογούμενος εις τον ιερέα τα αμαρτήματά του και προσευχόμενος αδιακόπως» έως το πρωί. Κατόπιν, και ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, ο κατάδικος οδηγήθηκε μέσα από την αγορά – εμφανής και εδώ η σημασία του παραδειγματισμού των πολλών! – στο χώρο της παλαιάς Μητρόπολης και των παλαιών μνημάτων, όπου και εκτελέσθηκε, επάνω στον ήδη έτοιμο τάφο του, από τρεις στρατιώτες που τον πυροβόλησαν στο κεφάλι.
Με τουφεκισμό, αλλά από εκτελεστικό απόσπασμα 12 ανδρών και με παρουσία πυκνότατου πλήθους, εκτελέσθηκε στις 10. 10.1831 το μεσημέρι στο φρούριο της Ακροναυπλίας (Ίτς Καλέ) και ο Γιωργάκης Μπεϊζαντές Μαυρομιχάλης, ο ένας δηλαδή από τους δολοφόνους του Ιωάννη Καποδίστρια.
Το 1833
Με την έλευση του Όθωνα και την εγκαθίδρυση – αρχικά – της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα, το 1833, η θανατική ποινή στην Ελλάδα αποκτά νέο «πρόσωπο», εκτελούμενη πλέον με λαιμητόμο. Σύμφωνα με τον Ποινικό Νόμο που θεσπίσθηκε το 1834 (άρθρο 5), «ο καταδικασθείς εις θάνατον αποκεφαλίζεται δια του λαιμητόμου», το δε σώμα του «ενταφιάζεται ησύχως και άνευ πομπής δια της Αστυνομίας».
Παράλληλα το 1833 έφθασε στο Ναύπλιο με πλοίο από τη Μασσαλία μια λαιμητόμος, η οποία είχε ήδη χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα στη Γαλλία.
Ο κόσμος στην Ελλάδα την ονόμασε «καρμανιόλα», μια ονομασία που συνδεόταν στη Γαλλία με το φερώνυμο ρούχο (κάτι σαν αμπέχονο, δηλαδή κοντό πανωφόρι) που φορούσαν οι Γάλλοι επαναστάτες («αβράκωτοι»), ιδίως κατά την περίοδο της «τρομοκρατίας» (1793-1794), και με το αντίστοιχο τραγούδι («Dansons la Carmagnole!…») που έλεγαν, χορεύοντας, όταν συνόδευαν τους μελλοθανάτους στη λαιμητόμο.
Μαζί με τη λαιμητόμο έφθασαν στο Ναύπλιο και δυο Γάλλοι δήμιοι, γνώστες του τρόπου λειτουργίας της. Όμως ύστερα από δυο χρόνια αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω του αρνητικού τρόπου με τον οποίο έγιναν δεκτοί, τόσο από το λαό που παρακολουθούσε τις εκτελέσεις (αποδοκιμασίες, λιθοβολισμοί) όσο και από τους μελλοθανάτους, οι οποίοι είχαν τότε την τάση να βιαιοπραγούν εναντίον των δημίων τους επάνω στο ικρίωμα.
Το Μπούρτζι
Σημειωτέον, η κύρια μορφή σοβαρής εγκληματικότητας εκείνη την εποχή ήταν η ληστεία η οποία όμως εκάστοτε εμφάνιζε ένα φιλολαϊκό – αντικαθεστωτικό χαρακτήρα και δημιουργούσε έτσι στον πληθυσμό αισθήματα θαυμασμού και συμπάθειας προς τους ληστές. Αυτό ίσως να αποτελεί εξήγηση και για τις αντιδράσεις του κόσμου εναντίον των δημίων εκείνη την περίοδο.
Σύμφωνα με στοιχεία ενός δυσεύρετου αγγλόφωνου έργου, δημοσιευμένου από τον Φρέντερικ Στρόνγκ (Frederick Strong) το 1842 με τίτλο «Η Ελλάδα ως Βασίλειο», προκύπτει ότι από τις 233 κακουργηματικές υποθέσεις που εκδίκασαν το 1838 τα ελληνικά Δικαστήρια Ενόρκων, οι 115 (49%) αφορούσαν συμμορίες ληστών (brigandage), οι 36 (15%) ληστείες (robbery) και οι 37 (16%) αντίσταση μετά φόνου (sedition and murder).
Με δεδομένο αυτό το ιδιόρρυθμο έως πολεμοχαρές κλίμα κατά της εξουσίας και των δημίων είναι προφανές ότι πολύ δύσκολα μπορούσαν να βρεθούν αντικαταστάτες στη θέση των απερχόμενων Γάλλων δημίων.
Γι’ αυτό και η τότε κυβέρνηση αναγκάσθηκε να προσλάβει επειγόντως ένα θανατοποινίτη Αλβανό ληστή, τον Χασάν Αρναούτ, του οποίου η εκτέλεση, σε αντάλλαγμα αυτών των «υπηρεσιών», ανεστάλη, όπως και ενός Αλγερινού βοηθού του.
Οι δυο δήμιοι, όπως και όσοι τους διαδέχθηκαν αργότερα, διέμεναν στο γνωστό ενετικό φρούριο Μπούρτζι (στα τουρκικά σημαίνει «ισχυρό»), που βρίσκεται λίγο έξω από την παραλία του Ναυπλίου.
Επειδή συνηθιζόταν οι εκτελέσεις να γίνονται, για λόγους παραδειγματισμού, στον τόπο όπου είχε διαπραχθεί αντίστοιχα το κάθε έγκλημα, οι δήμιοι μαζί με τη λαιμητόμο έπρεπε να μεταφέρονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και να εκπληρώνουν εκεί το έργο τους.
1850 – 1890
Έτσι, στην Αθήνα του 1854, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο αρχαιολόγος -Εντμόν Αμπού, η καρμανιόλα υψωνόταν στην είσοδο του σπηλαίου των Νυμφών(Αστεροσκοπείο) στην Αθήνα. Στο Πεδίον του Άρεως, έγινε στις 8.6.1870 η εκτέλεση των εναπομεινάντων ληστών που καταδικάσθηκαν για την περιβόητη σφαγή στο Δήλεσι.
Η «Σφαγή στο Δήλεσι» (ή «δράμα του Ωρωπού», όπως επίσης λέγεται) ήταν η σύλληψη, η ομηρία και τελικά η θανάτωση, από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες, ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών στις αρχές του Απριλίου του 1870 στο Δήλεσι.
Συνολικά συνελήφθησαν εννέα ληστές, οι οποίοι στη συνέχεια καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με λαιμητόμο. Το γεγονός αυτό είχε αντίκτυπο στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας, Αγγλίας και Ιταλίας, και οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη.
Στον Πειραιά το 1870, κατά τη μαρτυρία του Γκαστόν Νιεσάν (αρχαιολόγου), η λαιμητόμος στηνόταν σ’ ένα πλάτωμα λίγο πριν από την πόλη, κοντά στο νεκροταφείο, ενώ στο Λαύριο του 1882 οι εκτελέσεις γίνονταν συνήθως στην πλατεία Θορικού ή, μάλλον, στη θέση «Κυπριανός», όπου εντοπίσθηκε και πέτρινη βάση πάνω στην οποία πιθανόν να τοποθετούνταν η λαιμητόμος.
Μια μαρτυρία ακόμα:
Το Νοέμβριο του 1887 το πλοίο του πολεμικού ναυτικού «Ευρώτας» αναχωρεί από τον Πειραιά, με σκοπό να μεταφέρει τη λαιμητόμο και τους δήμιους από το Ναύπλιο, στα πλησιέστερα λιμάνια των περιοχών όπου θα γίνονταν εκτελέσεις. Και αυτοί οι προορισμοί της λαιμητόμου ήταν η Λάρισα, η Καλαμάτα, η Ιτέα, η Κέρκυρα, το Ληξούρι και τέλος ο Πειραιάς.
Ο αριθμός των καταδικασθέντων εκείνη τη χρονιά φτάνει στους πενήντα σε όλη την επικράτεια! Οι εκτελέσεις γίνονταν προγραμματισμένα σε όλη τη ν επικράτεια, καθώς τα δρομολόγια του πλοίου για μια μόνο εκτέλεση κόστιζαν. Στο συγκεκριμένο ταξίδι του οι Δήμιοι με το θανατηφόρο εξάρτημά τους, τη Λαιμητόμο, θα εκτελούσαν εννέα συνολικά καταδικασθέντες.
Σε αυτό το παράξενο ταξίδι ο «Ευρώτας» είχε ως τελευταίο σταθμό εκτελέσεων τον Πειραιά. Ύστερα λαιμητόμος και δήμιοι θα επέστρεφαν και πάλι στο Ναύπλιο. Στον Πειραιά ήταν προγραμματισμένη να γίνει τριπλή καρατόμηση! Πραγματικά, αφού ολοκλήρωσε την προγραμματισμένη περιοδεία, κατέπλευσε στον Πειραιά στις 16 Δεκεμβρίου του 1887 όπου άφησε πρώτα τη λαιμητόμο για να στηθεί στον Άγιο Διονύσιο.
Το πλοίο αναχώρησε αυθημερόν για την Αίγινα καθώς έπρεπε να μεταφέρει τους μελλοθανάτους από τις φυλακές της Αίγινας όπου κρατούνταν. Στον Πειραιά εκτελούνταν συνήθως οι ποινές για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη θάλασσα εντός ή εκτός χωρικών υδάτων αν επρόκειτο για πλοία με ελληνική σημαία.
Στις 17 Δεκεμβρίου οι κρατούμενοι ετοιμάζονταν να μεταφερθούν από τα ιδιαίτερα δωμάτια των φυλακών της Αίγινας όπου κρατούνται για τον Πειραιά. Πρόκειται για τους Μικ. Παρώδη ή Αγγελέτο, Νικόλαο Λεοντόπουλο ή Λέοντα και Μανώλη Βλαχοπαναγιώτη ή Αχλάδα. Με τον τελευταίο όμως δημιουργήθηκε πρόβλημα καθώς στεκούμενος στη θύρα του κελιού του, κρατώντας δύο μαχαίρια απειλούσε ότι θα σκοτώσει όποιον τον πλησίαζε.
«Δεν παραδίδομαι» έλεγε «τουφεκίστε με».
Η εκτέλεση δια τουφεκισμού αποτελούσε πάντα μόνιμο αίτημα των καταδικασμένων που τον προτιμούσαν συγκριτικά με τη λαιμητόμο. Τελικώς ο Βλαχοπαναγιώτης πείσθηκε ύστερα από διαπραγματεύσεις και παραδόθηκε.
Η μεταγωγή τελικώς αναβλήθηκε για την επομένη μέρα. Στις 18 Δεκεμβρίου, οι τρεις καταδικασμένοι μετήχθησαν τον Πειραιά. Επί του πλοίου υπήρχε και ένας ακόμα μελλοθάνατος ο Ξηραδάκης, η εκτέλεση του οποίου όμως θα γινόταν σε άλλο χρόνο στην Αθήνα.
Ο Λεοντόπουλος ήταν 36 ετών, με καταγωγή από την Άμφισσα Παρνασσίδας, ο Βλαχοπαναγιώτης 34 ετών από την Κυνουρία και ο Παρώδης 26 ετών με καταγωγή από την Άνδρο.
Όλοι τους είχαν καταδικασθεί σε θάνατο, διότι τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου του 1886, στη θάλασσα του Μαρμαρά, επιτέθηκαν κατά του αγκυροβολημένου ελληνικού πλοίου «Ποσειδών», όπου σκότωσαν τον κυβερνήτη του Μακρή, και άρπαξαν 19 χιλιάδες χρυσά φράγκα που είχε κρυμμένα κάτω από το μαξιλάρι του.
Στο δικαστήριο βασικός μάρτυρας κατηγορίας υπήρξε ο ναύτης του πλοίου Παλαιοκρασσάς, ο οποίος είχε δεχθεί πολλαπλές μαχαιριές, αλλά είχε καταφέρει να επιβιώσει.
Η τριάδα αυτών των πειρατών είχε δημιουργήσει τρομερή φήμη γύρω από το όνομά τους. Η σκληρότητά τους ήταν ιδιαίτερη ενώ σχεδόν πάντα ύστερα από τις πράξεις τους επιδίδονταν σε άκρατη οινοποσία. Άλλωστε σε τέτοια κατάσταση τους συνέλαβαν αργότερα σε ταβέρνα της Κωνσταντινούπολης. Αφού οδηγήθηκαν στην ελληνική προξενική αρχή, ομολόγησαν τα εγκλήματά τους.
Στις 4 μ.μ. ο «Ευρώτας» εισήλθε στο λιμάνι του Πειραιά και καθώς η είδηση είχε διαδοθεί στην πόλη, λέμβοι πολλοί ανέμεναν την άφιξη του πλοίου, ενώ κατά μήκος της παραλίας περίεργοι και μη είχαν σχηματίσει μια ανθρώπινη γραμμή μεγάλους μήκους.
Ο Κυβερνήτης του «Ευρώτα» Πλωτάρχης Μπούμπουλης και ο ύπαρχος Κριεζής επέτρεψαν την άνοδο στο πλοίο μόνο σε δημοσιογράφους.
Οι τρεις καταδικασμένοι κάπνιζαν διαρκώς. Ο Παρώδης ήταν ο μόνος από τους τρεις που ήταν ομιλητικός. Κι αυτό, διότι ήθελε να πει τον πόνο του σε όσους τον πλησίαζαν. Και ο πόνος του δεν ήταν η επικείμενη εκτέλεσή του αλλά η απόρριψη και εγκατάλειψη εκ μέρους της γυναίκας του, της Φραντζέσκας, που τον εγκατέλειψε.
Δεν τον επισκέφθηκε ούτε μια φορά στις φυλακές της Αίγινας να τον δει. Απογοητευμένος καθώς ήταν με τη συμπεριφορά της, έγραψε μια επιστολή που της έλεγε ότι είχε κρυμμένα χρήματα από τις ληστείες.
Μόνο τότε εκείνη πήγε να τον συναντήσει κι έτσι ο Παρώδης βεβαιώθηκε ότι παρακινήθηκε από τη φιλοχρηματία της και όχι από αισθήματα προς το πρόσωπό του. Ο Παρώδης ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Παρότι πολύ νεότερός της την είχε νυμφευθεί και η μελαχρινή και ζωηρά Φραντζέσκα απολάμβανε τα χρήματα προϊόν της πειρατείας του, ωστόσο μόλις συνελήφθη τον εγκατέλειψε και αυτό κόστισε πολύ στον τρομερό πειρατή.
Το Ατμόπλοιο Ευρώτας
Στο πλοίο ύστερα από τους δημοσιογράφους ανέβηκε ο ιερέας για την καθιερωμένη εξομολόγηση. Σε διπλανή καμπίνα βρίσκονταν οι Δήμιοι οι οποίοι όπως και η λαιμητόμος είχαν μόνιμη έδρα στο Ναύπλιο. Το όνομα του ενός ήταν Τελώνης και του δευτέρου Αμοιραδάκης.
Ο Τελώνης κυκλοφορούσε πάντοτε με μια ρόμπα έχοντας δύο σκυλιά να τον συνοδεύουν, τον Οσμάν και την Ελπίδα. Ο Αμοιραδάκης εμφανιζόταν έχοντας μια γάτα στα πόδια του.
Όταν τους συνάντησαν οι δημοσιογράφοι εκείνοι τους είπαν:
«Ας ευχηθούμε αυτή η εκτέλεση να είναι η τελευταία στη θητεία μας. Ο νόμος τους καταδικάζει και εμείς είμαστε τα όργανά του. Όλοι οι άνθρωποι κάνουν σφάλματα. Ξέρουμε και παπά που έκανε κακούργημα».
Η εκτέλεση είχε κανονιστεί να γίνει στις 19.30, ώρα που περίπου ο ήλιος έδυε, ώστε οι καταδικασμένοι να αντικρίσουν την δύση για τελευταία φορά. Συνήθως οι εκτελέσεις γίνονταν ώρες ανατολής ή δύσης ώστε οι καταδικασμένοι να βλέπουν για τελευταία φορά την ανατολή ή την δύση του ηλίου.
Εκτός από τους περίεργους Πειραιώτες υπήρχε πολύς κόσμος από την Αθήνα που επίσης επιθυμούσε να δει την τριπλή εκτέλεση του Πειραιά.
Είχε κατακλύσει από νωρίς τα καφενεία της περιοχής ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που από την προηγούμενη νύχτα -μη βρίσκοντας κλίνες στα διάφορα ξενοδοχεία του Πειραιά καθώς όλα ήταν κατάμεστα- είχαν αναγκαστεί να μείνουν άυπνοι όλη τη νύχτα περιμένοντας στο χώρο πίσω από το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου. Εκεί όπου δηλαδή που είχε συναρμολογηθεί και ήταν έτοιμη να λειτουργήσει η απαίσια μηχανή.
Δύο ώρες πριν την εκτέλεση, στις πέντε το απόγευμα, υπολογιζόταν ότι ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί ξεπερνούσε τα 20 χιλιάδες άτομα!
Μεγάλο μέρος του είχε κατέβει από την Αθήνα πεζοπορώντας ή με το σιδηρόδρομο αλλά και με άμαξες. Κανείς ποτέ δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλο πλήθος σε εκτέλεση. Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν ότι ο αριθμός του κόσμου ξεπερνούσε ακόμα και τους αντίστοιχους απαγχονισμούς που γίνονταν στο Λονδίνο.
Στις 18.30 ώρα έφτασαν οι δήμιοι συνοδευόμενοι από χωροφύλακες. Η εμφάνισή τους συντάραξε το πλήθος. Ο ένας εκ των δύο δημίων, ο Τελώνης, ακολουθείτο από τον έναν από τους δύο σκύλους του και ήταν εμφανώς μεθυσμένος, ενώ ο άλλος ο Αμοιραδάκης καθόταν αδιάφορος. Κατά τις επτά και τέταρτο ακούστηκαν φωνές από τον κόσμο
– «Τους φέρνουν, τους φέρνουν» φώναζαν.
Φάνηκαν να έρχονται τρεις άμαξες συνοδεία έφιππων χωροφυλάκων. Οι κατάδικοι είχαν φτάσει ο καθένας σε ξεχωριστή άμαξα. Μόλις τους κατέβασαν από τις άμαξες ζήτησαν να κοινωνήσουν επί της προκυμαίας. Συνοδευόμενοι με έναν ιερέα και οι τρεις ξεκίνησαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν νεκρώσιμος ακολουθία. Φορούσαν σωφρονιστικό μανδύα με αποτέλεσμα τα χέρια τους να μην είναι ελεύθερα.
Καθένας ενώ ήταν όρθιος δενόταν πάνω σε μια όρθια σανίδα. Στη συνέχεια έπιαναν τη σανίδα και την ξάπλωναν πάνω στο μηχάνημα ώστε το κεφάλι του καταδίκου που εξείχε να εφαρμόζει στην υποδοχή της λαιμητόμου.
«Αδέλφια εγώ ποτέ το χέρι μου δεν το έβαψα με αίμα, ούτε έκλεψα. Πηγαίνω άδικα. Ας όψονται οι πατριώτες του συγχωρεμένου. Εγώ πήγαινα για λαθρεμπόριο μονάχα» είπε ο πρώτος που ήταν ο Βλαχοπαναγιώτης.
Μετά από αυτό οι δήμιοι τον ασπάστηκαν κατά την πρακτική τρεις και τέσσερις φορές και σπρώχνοντας τη σανίδα προς τη λαιμητόμο τον καρατόμησαν. Μετά τον Βλαχογιάννη προσήγαγαν τον Παρώδη. Ζήτησε λίγο νερό και του έδωσαν από το δοχείο το οποίο χρησιμοποιούσαν για να ξεπλύνουν τη λαιμητόμο.
«Αφήστε με μωρέ μάτια μου να μιλήσω δυο λόγια» είπε στους Δημίους ο Παρώδης. Αυτοί διαφώνησαν μεταξύ τους για το αν θα έπρεπε να τον αφήσουν να μιλήσει. Και ενώ οι δήμιοι μιλούσαν μεταξύ τους αυτός βρήκε την ευκαιρία να πει:
«Εγώ δεν πήγαινα με κακό σκοπό, αλλά με έφαγε η πλεονεξία. Τώρα εδώ που με έφεραν κόβομαι δικαίως, αυτό δε το κάνει ο νόμος για να παραδειγματιστείτε».
Αφού και αυτός καρατομήθηκε ακολούθησε ο τελευταίος που ήταν ο Λεοντόπουλος. Έδειξε πραγματικά ατάραχος μπροστά στη λαιμητόμο. Πριν ανέβει στο ικρίωμα μίλησε με τον εισαγγελέα που επέβλεπε τις εκτελέσεις, τον Γαλιάτσα, τον οποίο παρακάλεσε να μεριμνήσει για την τύχη της αδελφής του Ελένης που ήταν άπορη.
Όταν όλα τελείωσαν ανέβηκε κάποιος στο ικρίωμα που δήλωσε ιατρός ο οποίος άρπαξε μια εκ των κεφαλών από το καλάθι και αφού τη σήκωσε ψηλά, σε κοινή θέα, εστίασε πάνω της και οι γύρω από αυτόν τον άκουσαν να λέει «Κρίμα, κρίμα…».
Κατά τη διάλυση του πλήθους ακούστηκαν και ολίγα γιούχα κατά των δημίων που αναχωρούσαν. Οι συγγενείς του Βλαχοπαναγιώτη που ανέμεναν, παρέλαβαν το πτώμα και το έθαψαν εντός πολυτελούς φέρετρου. Τους άλλους τους μετέφεραν με το κάρο της δημαρχίας στο διπλανό κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου.
Όσο για τον Δήμιο Λάμπρο Τελώνη στις 21 Δεκεμβρίου του 1895 όταν γύρισε στο χωριό του στην Φθιώτιδα, περιφρονήθηκε από τους κατοίκους και ντροπιασμένος τριγυρνούσε μόνο. Προτίμησε να απαγχονιστεί με το σχοινί του κωδωνοστασίου. Έτσι ο άνθρωπος που είχε γίνει γνωστός σε όλη την Ελλάδα ως Δήμιος με καρμανιόλα έφτασε να απαγχονιστεί.
Δήμιοι του Ναυπλίου
Όταν για πρώτη φορά ήρθε στο Ναύπλιο η λαιμητόμος από την Μασσαλία, όπου κατασκευάστηκε, την συνόδευε κι ένας δήμιος. Ίσως γιατί έπρεπε να μάθει τον τρόπο λειτουργίας της σε Έλληνες που θα ανελάμβαναν αυτή την άχαρη και δύσκολη αποστολή. Έφυγε όμως γρήγορα από την πόλη μη αντέχοντας το μίσος με το οποίο τον αντιμετώπιζαν οι Ναυπλιώτες. Το θλιβερό καθήκον του εκτελεστή ανέλαβαν ντόπιοι.
Οι Δήμιοι, κατά κανόνα ήταν βαρυποινίτες καταδικασμένοι σε θάνατο που τα Δικαστήρια είχαν μετατρέψει την ποινή σε ισόβια κάθειρξη.
Αυτοί, ως κατάδικοι αλλά και επειδή ο κόσμος του Ναυπλίου δεν τους ήθελε ανάμεσά του, είχαν ως κατοικία τους το Μπούρτζι. Εκεί έγκλειστοι, έβγαιναν με την συνοδεία χωροφυλάκων μόνον όταν επρόκειτο να καρατομηθεί κάποιος κατάδικος.
Η λαιμητόμος ή carmagnole ή guillotine στηνόταν κάθε φορά που χρειαζόταν, στο περίφημο αλωνάκι του Παλαμηδιού, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, όπου και οι μελλοθάνατοι παρακολουθούσαν για τελευταία φορά την θεία λειτουργία.
Γνωστοί δήμιοι στο Μπούρτζι ήταν ο Ποριώτης Σοφράς, ο Κρητικός Αμοιραδάκης και ο Αργίτης Μπεκιάρης. Η αμοιβή τους ήταν 300 δραχμές το μήνα και 100 δραχμές για κάθε καρατόμηση. Τα λεφτά των δημίων θεωρούνταν ματωμένα, γι’ αυτό και η μάννα του Μπεκιάρη, μολονότι πάμπτωχη ξενοδούλευε για να ζήσει και ποτέ δεν δέχτηκε βοήθεια από τον γιο της.
Τα περισσότερα χρήματα διέθεταν οι δήμιοι για το φαγητό τους και τις μικροανάγκες τους, γιατί έπρεπε ότι χρειαζόντουσαν να τους το προμηθεύσει ο βαρκάρης της φρουράς, ο οποίος ήταν έμπιστος και μόνον αυτός είχε το δικαίωμα να μεταφέρει τα χρειώδη, χρεώνοντας τα κάθε φορά κατά την βούλησή του. Με γκιλοτίνα εκτελέστηκε και ο δολοφόνος του Πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο Κώστας Γερακάρης, το 1906.
Οι τελευταίοι δήμιοι στο Ναύπλιο, ήταν ο Ιωάννης Ζήσης από την Εύβοια και ο Κυριάκος Σωτηρόπουλος από την Μαντινεία. Τέλος, ο Αθανάσιος Αλεβιζόπουλος από την Μεσσηνία ήταν ίσως ο μοναδικός δήμιος που ήταν λιγότερο μισητός από τους Ναυπλιώτες και μάλιστα τον ανάγκασαν να βγάλει την φουστανέλα του και να ντυθεί φράγκικα.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, σε ένα αφήγημα του, το 1892 περιγράφει το Μπούρτζι σαν τη «χιλιόκαλλη σπηλιά», που έκρυβε τους τρεις δράκους, τους τρεις δήμιους. Τον Σοφρά, τον Αμοιραδάκη και τον Μπεκιάρη.
Ο Καρκαβίτσας υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στο Ναύπλιο, και είχε την δυνατότητα να επικοινωνήσει με τους δήμιους, τους οποίους είχε επισκεφτεί στον χώρο τους.
Η αναζήτηση δημίου
Η κυρία Φωτεινή Τομαή, ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών έχει δημοσιεύσει έγγραφο φακέλου του έτους 1834 που υπέγραφε ο τότε ΥΠΕΞ Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός µε ημερομηνία 10/22 Αυγούστου, απευθυνόμενος στον Έλληνα πρεσβευτή, διαπιστευμένο στην Υψηλή Πύλη Κωνσταντίνο Ζωγράφο, µε θέµα την αναζήτηση δηµίου!
Όπως προκύπτει από την ανάγνωσή του, ο ντόπιος δήµιος αδυνατούσε να χειρισθεί τον µηχανισµό που εισήχθη ως αντίγραφο από τη Γαλλία και χρειαζόταν γι’ αυτό να αναζητηθεί υποψήφιος στο εξωτερικό, κατά προτίμηση «από τη φυλή των ονοµαζοµένων Κατζιβέλων Τούρκων» που χρησιμοποιούσε η Υψηλή Πύλη.
Παρά τη χρήση της τουρκικής, κακώς οι Κατσίβελοι εθεωρούντο Τούρκοι. Πρόκειται για αθίγγανους Μουσουλµάνους που μετανάστευσαν από την Ινδία στον µμικρασιατικό χώρο και αρκετοί ζουν ακόµη στη Θράκη.
Ωστόσο έξι µήνες αργότερα ο Κ. Ζωγράφος, ο οποίος διαδέχθηκε τον προϊστάµενό του Ι. Ρίζο Νερουλό στο αξίωµα του υπουργού των Εξωτερικών, απαντούσε ότι «ουδείς κατάλληλος ανευρέθη» µεταξύ των υποψηφίων, που ως τότε εφήρµοζαν την διά του ξίφους λαιµητοµίαν, λόγω αδυναμίας συστροφής της κλείδας τους» (ΑΠ 82).
Το έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών
Προς τον κύριον Κ. Ζωγράφον, Πληρεξούσιον Υπουργόν της ΑΜ εις Κωνσταντινούπολιν
Η επί της ∆ικαιοσύνης Γραµµατεία της Επικρατείας µας αναφέρει ότι, επειδή ο προ καιρού διορισθείς κατά την Ελλάδα δήµιος είναι διόλου άπειρος εις την µεταχείρισιν του λαιµητόµου (sic) η Κυβέρνησις διέταξε να γίνη φροντίς προς εύρεσιν άλλου ικανωτέρου.
Αλλ’ αφού ως εκ των ερευνών τας οποίας έκαµε δεν µένει ελπίς ότι θέλη ευρεθή τοιούτος άλλος εντός του Κράτους, µας παρακαλεί να φροντίσωµεν περί της ευρέσεως ετέρου τινός ικανού εις τοιαύτην υπηρεσίαν έξωθεν του Κράτους.
Σας προσκαλούµεν λοιπόν να ερευνήσετε αυτόσε περί προµηθεύσεως τοιούτου τινός. Η φυλή µάλιστα των ονοµαζοµένων Κατζιβέλων Τούρκων, χορηγούσα συνήθως τους δηµίους εις την Οθωµανικήν Αρχήν, νοµίζω ότι δεν θέλει είναι δυσκολία (sic) να γενή εξ αυτών των Κατζιβέλων η προµήθεια του περί ου ο λόγος δηµίου.
Εν Ναυπλίω τη 10/22 Αυγούστου 1834
Η απαντητική επιστολή:
Προς την επί του Β. Οίκου και των Εξωτερικών Γραµµατεία της Επικρατείας
(Θέµα): Ότι δεν ευρέθη µεταξύ των Κατζιβέλων επιτήδειος δήµιος διά την διεύθυνσιν της λαιµητόµου.
∆εν ηδυνήθην να αποκριθώ προ της σήµερον εις την υπ’ αρ. 98 διαταγήν Σας, διότι επεδίωξα να πληροφορηθώ µετ’ ακριβείας περί του αποτελέσµατος των εξετάσεων και προσπαθειών όσας διέταξα, να γίνωσι µυστικώ τω τρόπω περί ευρέσεως δηµίου. Σας κοινοποιώ λοιπόν ότι ήδη όλαι απέβησαν µάταιαι.
Εζητήθη ο δήµιος µεταξύ των Κατζιβέλων. Τέσσαρες εξ αυτών µετερχόµενοι το έργον του δηµίου παρά διαφόρους παστάδες επαρουσιάσθησαν, αλλ’ όλοι οι Κατζίβελοι γυµνάζονται µόνον εις την διά ξίφους λαιµητοµίαν και οι τέσσαρες εξ αυτών ωµολόγησαν ότι η κλεις των δυσκόλως εµποιεί να γυµνασθή εις την κίνησιν και διεύθυνσιν µιας λαιµητόµου µηχανής, της οποίας ο µηχανισµός τοις εζητήθη κατά τον απλούστερον και συνοπτικώτερον τρόπον. Και οι τέσσαρες εξήγησαν µεγάλους δισταγµούς περί της επιτυχίας των. Ουδείς εξ αυτών εδέχθη την πρότασιν του να φανή εις την Ελλάδα.
Ο ευπειθέστατος Κ. Ζωγράφος Πέρα, τη 4/16 Φεβρουαρίου 1834
Ο αγριότερος των δημίων
Μεταξύ των «Ελλήνων δημίων αγριότερος υπήρξε ο Δηµήτριος Μπεκιάρης. Η ζωή του μία σειρά έγκληµάτων και ή πολιτεία του αίµα.… Οι Αργείοι µετά φρίκης ένθυμούνται ότι τό αιμοδιψές εκείνο τέρας ήτο συµπολίτης των. ‘Υψηλός, ογκώδης, µέ λαιμόν ταύρου, μέ µάτια αϊματώδη, πυρρόξανθος, είχε φωνή βαθειά, σπηλαιώδη.
Ο Μπεπιάρης ήτο ο μπελάς της Αργειακής άγοράς. Ως μανάβης, χασάπης, τυρέμπορος (του άρεσε ν’ αλλάζει επαγγέλµατα) διαρκώς εύρίσκετο είς διάστασιν με τούς συναδέλφους του, και τούς γείτονας του. Επήγαινες να ψωνίσης καί… σε έβριζε. Αν καί ήτο παντρεμένος, είχε δέ καί κορίτσι της παντρειάς επέμενε να κάνη καί τον Ερωτόκριτον. Παντρεµένες, χήρες, κορίτσια, όλες ενοχλούντο από τον ίδιόρρυθμον αύτόν γυναικοθήραν.
Τέλος, µια παντρεμένη έπεσε στα δίχτυα του. Ένα βράδυ ο Μπεκιάρης σκοτώνει τον σύζυγο τής έρωμένης του, κατόπιν ζωηράς φιλονικίας. Καταδικάζεται είς δεκαπενταετή φυλάκισιν και το “Αργος αναπνέει.
Εις την φυλακήν ο Μπεκιάρης συμπλέκεται καθηµερινώς µέ τούς άλλους καταδίκους καί τούς τρομοκρατεί διά τής αγριότητος καί τής σωματικής του υπεροχής. Του ύπολείπονται µόλις έξη µήνες δια ν’ άποφυλακισθή, καί όμως ύποβάλλει είς το ‘Υπουργείον της Δικαιοσύνης αϊτησιν ζητών να διορισθή “εις τήν θέσιν του κατά τήν ‘Ελλάδα δημίου». ‘Η αίτησίς του γίνεται δεκτή καί μετ’ ολίγας ήμερας ό Μπεκιάρης φιγουράρει κοντά είς τήν λαιµητόµον.
Είνε ντυµένος με κωμικήν φιλαρέσχειαν : κουστούµι. μπλέ μαραίν, γραβάτα µε καρφίτσα, καί στό κεφάλι σκουφίτσα μαύρη, κεντημένη γύρω-γύρω… µε χρυσό σειρήτι. Τόν φέρνει ισχυρά συνοδεία δια να τόν προφυλάξη άπό ενδεχομένην έπίθεσιν του πλήθους. ‘Ο κόσμος είς τήν διάβασίν του, κατ’ άρχάς µουρµουρίζει, έπειτα ξεσπά είς αποδοκιµασίας.
‘Ο Δήµιος τοξεύει εναντίον του πλήθους βλοσυρές µατιές καί δείχνει τίς γροθιές του. ‘Επειτα τρέχει είς την λαιµητόμον καί έν άναµονή τών θυμάτων του, διασκεδάζει άνεβάζων καί καταρρίπτων τόν πέλεκυν. Μία Αμερικανίς δημοσιογράφος – τυχαίως ευρεθείσα είς Ναύπλιον πρός έπίσκεψιν τών αρχαιοτήτων της Τίρυνθος – ζητεί άπό τόν Εισαγγελέα τήν άδειαν νά κουβεντιάση µε τόν Δήµιον, µέσω του διερµηνέως της.
‘Ο Μπεκιάρης βλέπει νά έρχεται πρός αύτόν γυναίκα καί στρίβει αυταρέσκως τό μουστάκι!
Είσθε εύχαριστημένος από τό έργον σας; έρωτά ή Αµερικανίς.
Και βέβαια είμαι! Τρακόσιες δραχµές τό μήνα και χώρια τα τυχερά.
-Τά τυχερά; Βέβαια… Εκατό δραχμές τό κεφάλι.
Και ή συνέντευξις διακόπτεται, διότι προσάγεται τό πρώτον ανθρώπινον σφάγιον. Ο Μπεκιάρης γαντζώνει τα δάχτυλά του έπάνω είς τόν κατάδικον, με πρωτοφανή ικανοποίησιν. Τό όνειρόν του να γίνει δήμιος είχε πραγµατοποιηθεί. Ωθεί τό θύμα πρός τήν λαιµητόµον… Μετά τήν καρατόµησιν, διορθώνει τα εξαρτήματα του μηχανήματος του, νομίζεις ότι θωπεύει τήν λαιμητόµον του.
Κομίζεται σιδηροδέσµιος ένας λήσταρχος ο Θύμιος Τσεκούρας. Αύτόν τόν γνωρίζει ό Μπεκιάρης, διότι έζησαν µαζί στό δεσµωτήριο του Παλαμηδίου. Ο λήσταρχος βαδίζει ευθετενής, αντικρίζει υπερηφάνως τόν Μπεκιάρην και βροντοφωνεί
Βρε σύ! Μπόγιας έγεινες; Φτούσου, παλιόσκυλλο
Και αποπειράται να τόν χτυπήση µε κουτουλιά. ‘Ο Δήµιος ένισχυόμενος από τόν βοηθόν του, τόν Αλεβιζόπουλον σύρει τόν Τσεκούραν είς τήν λαιµητόμον. Γίνεται πάλη και ή κεφαλή του άρχιληστού πέφτει είς τόν σάκων. Τό γεγονός άποθηριώνει τόν Δήμιον και επακόλουθούν σπηναί φρίκης µε τούς άλλους καταδίκους πού παραδίδονται είς τα χέρια του. Άλλα δεν θα περιγράψω τάς φοβεράς σκηνάς. Φαντάζομαι ότι θα εξαντλούσα τα νεύρα τών άναγνωστών μου…
Επί δώδεκα έτη έξήσκησε το πένθιµον έπάγγελµά του,ο Μπεκιάρης, απέκτησε περιουσίαν – διότι ήτο καί πολύ φιλάργυρος καί τέλος απεφάσισε να έπανέλθη είς τους κόλπους της κοινωνίας.
Παρητήθη, καί µέ το κομπόδεμά του είς τήν τσέπην έβγήκε από το Μπουρτζι καί έβάδισε προς τήν κεντρικήν πλατείαν του Ναυπλίου, τήν άλλοτε «Πλατείαν του Πλατάνου» καί νυν του Συντάγµατος. Μερικοί αξιωµατικοί, έντόπιοι, έπιναν τον καφφέν τους είς τήν σκιάν του ιστορικού δένδρου.
Ο Μπεκιάρης τους άνεγνώοισεν. Ήσαν έξ έκείνων μέ τούς οποίους είχε σχετισθεί κατά τάς Εκτελέσεις. ‘Επήγε νά τούς χαιρετήση. Οi άξιωµατικοί τόν άπεδίωξαν μέ βδελυγµίαν. Ο τέως Δήµιος έσκυψε τό κεφάλι καί έφυγε πρός τό ‘Αργος, σάν δαρµένος σκύλλος.
Ευρήκε τή γυναίκα του, τήν κόρη του, γηρασμένες πειά. ‘Αλλά καί αύτός ήτο σχεδόν γέρων…
ΕσκέφΘη νά έπιδοθή εκ νέου είς τό έμπόριον. Ανοιξε ταβέρναν, έχρέμασε μίαν κόκκινην σημαίαν είς τήν πόρταν – κατά τό έθιµα του τόπου – καί έπερίμενε τούς πελάτας.- Από δέν έπήγαινε κανείς. Ούτε καί αυτοί οι αλήται. Και ο αιµοσταγής κάπηλος έπινε µόνος του τό έμπόρευµά του.… ‘Ενα βράδυ, περνούσε απέξω ένα παιδάκι κρατώντας µπουκάλι. ‘Ο Μπεκιάρης τό είδε.
Για κρασί πας; Ελα να σού δώσω ένα, φτηνό και καλό.
Δέν έρχουµαι, είπε το αφελές παιδάκι, ο πατέρας µου λέει πως τα βαρέλια σου είνε γιομάτα αίμα…
Α, έτσι λέει ο πατέρας σου; &… ; έβρυχήθη ο τέως Δήμιος, στάσου
να σού δείξω έγώ!…
Και όρµησε να σκοτώση τό παιδί, τό οποίον έτράπη είς φυγήν κλαίον. ‘Η συνοικία άνεστατώ0η. Οι άντρες έπήραν όπλα και ρόπαλα και κατεδίωξαν τόν Μπεκιάρην. Η μέχρι της στιγµής εκείνης κάπως συγκρατουµένη οργή τής πόλεως έξέσπασε. Ο Μπεκιάρης, κοινή βοή διωκόµενος, κατέφυγε είς τόν Εισαγγελέα Ναυπλίου: Θέλω να…ξαναγίνω µπόγιας ! …είπε..
Και ό απόβλητος τής κοινωνίας έπανέλαβε τό έργον του. Πράγµα όμως περίεργον : ‘Ο Μπεκιάρης άρχισε νά γίνεται ήπιώτερος, νά μένη συλλογισμένος, νά µή θέλει νά ομιλή µέ τήν φρουράν. Κάποια µεταβολή…είχε…συντελεσθεί…είς τήν ψυχήν του.
Τό έβλεπε κανείς και κατά τας εκτελέσεις, όπου έφέρετο µαλακά προς τούς καταδίκους. Τέλος άρχισε να γίνεται και… ζωόφιλος. Έτρεφε ένα καναρίνι και ολόκληρο κοπάδι κουνελιών, τά οποία έτρύπωναν μέσα εις τα λαγούµια του µικρού Ενετικού Φρουρίου.
Περι τών κουνελιών του Δηµίου έγραψε κάποτε και ο επισκεφθείς τον Δήµιον έγκριτος λόγιος κ. Μπάµπης ‘Αννινος δηµοσιογράφος τότε.
Μετά τον δάνατον του Μπεκιάρη τήν θέσιν του Δημίου έλαβε ο έπί έτη βοηθός του Αθανάσιος ‘Αλεβιζόπουλος, Μεσσήνιος τήν καταγωγήν, 45 έτών, κοντόσωμος καί µωροφιλόδοξος. Εις τάς πρώτας έκτελέσεις ένεφανίσ0η µέ φουστανέλλαν καί χρυσοκέντητη φέρµελη, σειόµενος καί λιγυζόµενος.
Τό πλήθος του έκαµε άσχηµη ύποδοχή καί είς τήν δευτέραν έµφάνισίν του, ο ‘Αλεβιζόπουλος έθεάθη μέ μαύρα ρούχα. ‘Ο Εϊσαγγελεύς τον είχε αναγκάσει τα παραιτηθή τής έθνικής ένδυµασίας.
Κατά τήν έν Καλάμαις θανατικήν έκτέλεσιν του Λάκωνος Φτυχιάκου, όστις είχε δολοφονήσει ένα τόν έγκριτοτέρων ίατρών τής πόλεως, συνέβη η ακόλουθος σκηνή : Ο Φτυχιάκος άνελθών επί του ικριώματος έζήτησε συγγνώμην, άλλα τό πλήθος είς τας επανειληµµένας επικλήσεις του έσιώπα. Τότε ό Αλεβιζόπουλος, αποταθείς έν όργή πρός τό σκληρόν πλήθος, έφώναξε: Συχωρείστε τον, βρε χριστιανοί! Είστε χειρότεροι από µένα; Και τότε µόνον ήκούσθησαν µερικοί ψίθυροι αφέσεως αµαρτιών.
Ο Αλεβιζόπουλος ήτο ό καρατοµήσας τον περίφηµων δολοφόνον τών Πατρών και τής Σύρου Νικ. Πετιμεζαν, Ισχυρίζετο δε ότι ο κατάδικος έπαθε συγκοπήν της καρδίας όλίγον πρό τής μοιραίας στιγµής.
Τήν τελευταίαν στιγµήν έγώ του: είπα: «Νικολάκη, πε τώρα δυό λόγια στον κόσμο. Αλλά που!… Εκείνος ήτανε ψόφιος.
Ο Αλεβιζόπουλος ήτο φιλόµουσος. Οι παραπλέοντες το επιθαλάσσιον φρούριον του Ναυπλιακού λιμένος άκουγαν τόν Μεσσήνιον δήμιον να τραγουδή κλέφτικα τραγούδια συνοδεύων αύτά µε το µπουζούκι.
Εις τάς επάλξεις έθεατο συνοδευόμενος από τό σκυλλί
του – ένα ώραιότατον κανίς είς το όποίον είχε έκµάθει διάφορα παιγνίδια.
(Πηγή: Δημοσίευση για τον Δημήτριο Μπεκιάρη και τα … κατορθώματά του από την εφημερίδα “ΑΡΓΟΛΙΣ” στις 12/05/1886)
Η «καριέρα» του Χασάν Αρναούτ
Τα προβλήματα άρχισαν κυριολεκτικά από την ημέρα της ορκωμοσίας του, στις 22 Οκτωβρίου 1834. Αν και μουσουλμάνος, ο Χασάν Αρναούτ έβαλε το χέρι του στο Ευαγγέλιο και ενώπιον του υπουργού Δικαιοσύνης ορκίστηκε υπακοή στους νόμους και το βασιλιά. Στο τέλος μάλιστα έκανε και το σταυρό του!
Το γεγονός αυτό εξόργισε πολλούς καθώς θεωρήθηκε ιεροσυλία, προκαλώντας δυσμενείς αντιδράσεις. Μέχρι και το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τα ’βαλε με τον αγράμματο δήμιο και τον υπουργό, επειδή ένας αλλόθρησκος ορκίστηκε χριστιανικά και μάλιστα με την άδεια του επίσημου κράτους.
Τα πράγματα θα χειροτέρευαν λίγο αργότερα για τον Χασάν Αρναούτ, κατά την εκτέλεση τριών ληστών στο Άργος. Οι διαθέσεις του συγκεντρωμένου πλήθους ήταν και σε αυτή την περίπτωση ιδιαίτερα απειλητικές. Ο δήμιος βέβαια είχε αλλάξει, όχι όμως και τα συναισθήματα του λαού απέναντί του. Όντας άπειρος ακόμα στο χειρισμό της λαιμητόμου ο Χασάν Αρναούτ δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει έναν ακαριαίο θάνατο για τους τρεις ληστές, οι οποίοι δεινοπάθησαν μέχρι να ξεψυχήσουν.
Οι θεατές ξεσηκώθηκαν αποτροπιασμένοι και άρχισαν να πετάνε πέτρες στο δήμιο και τους χωροφύλακες που τον συνόδευαν. Ακολούθησε σφοδρή συμπλοκή και ο Χασάν Αρναούτ μόλις που γλίτωσε τη ζωή του. Η εχθρική στάση του πλήθους απέναντι στις αρχές οφειλόταν επίσης στη συμπάθεια που ένιωθαν πολλοί για τους ληστές, θεωρώντας τους περισσότερο αντάρτες εναντίον της βαυαρικής εξουσίας παρά κακοποιούς.
Γαλλία
Με το πνεύμα «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» να περιδινείται πάνω από το Παρίσι κατά τις πρώτες ημέρες της Γαλλικής Επανάστασης, ζητήθηκε από τον Δρ Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν λίγο πριν από την Εθνοσυνέλευση το 1789, να ασκήσει πιέσεις για ισότητα στο πιο απίθανο ζήτημα: τη θανατική ποινή.
Ο Παριζιάνος αναπληρωτής καθηγητής της ανατομίας υποστήριξε ότι ήταν άδικο για τους κοινούς εγκληματίες στη Γαλλία να εκτελούνται με βασανιστικές μεθόδους όπως κρέμασμα, κάψιμο στην πυρά και σπάσιμο της σπονδυλικής στήλης στον τροχο την ώρα που οι αριστοκράτες εγκληματίες είχαν το προνόμιο του γρήγορου αποκεφαλισμού, ιδιαίτερα αν οι δήμιοι είχαν ακονίσει καλά τα σπαθιά τους.
Σύμφωνα με τα ναζιστικά αρχεία, η γκιλοτίνα χρησιμοποιήθηκε στο Γ’ Ράιχ, για να εκτελεστούν 16.500 άτομα, μεταξύ 1933 και 1945 Ο Γκιγιοτέν, σαν σήμερα το 1789, παρακάλεσε τους βουλευτές συναδέλφους του να ακολουθήσουν ισότιμες αρχές και να υιοθετήσουν ένα πιο ανθρώπινο και δίκαιο σύστημα θανατικής ποινής σύμφωνα με το οποίο όλοι οι εγκληματίες, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, θα έπρεπε να αποκεφαλιστούν.
Η φαμίλια των Henri-Sanson έκανε τη «δουλειά» του για περισσότερο από 200 χρόνια…
Το 1791 η Εθνική Συνέλευση αποφάσισε ότι ο αποκεφαλισμός θα ήταν από δω και πέρα η μόνη νομική μορφή της θανατικής ποινής στη Γαλλία, ωστόσο ο δήμιος, Σαρλ Ανρί Σανσόν, ήξερε ότι αυτό θα παρουσίαζε πρακτικά προβλήματα.
Δήμιος τέταρτης γενιάς, ο Σανσόν ένιωθε τη θανατική ποινή ως οικογενειακή επιχείρηση. Προειδοποίησε την Εθνοσυνέλευση ότι ο αποκεφαλισμός με ξίφος ήταν ανακριβής, ενώ διέθετε μόνο δύο ξίφη, αφού τα υπόλοιπα είχαν σπάσει ή φθαρεί.
Η λύση βρέθηκε σε μια άλλη από τις ιδέες του Γκιγιοτέν: ένα μηχάνημα αποκεφαλισμού που θα εξασφάλιζε ταχύ και ελεήμων θάνατο. «Ο μηχανισμός πέφτει σαν αστραπή, το κεφάλι πετάγεται μακριά, ο άνθρωπος δεν υπάρχει πια» είπε ο Γκιγιοτέν στους συνεργάτες του.
Ο Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν, ήταν ο άνθρωπος που πρότεινε την ιδέα για το μηχάνημα αποκεφαλισμού, την γνωστή ως γκιλοτίνα. Και ενώ ο Γκιγιοτέν πρότεινε τη συσκευή, ο Δρ Αντουάν Λουί σχεδίασε το πρωτότυπο, το οποίο αρχικά πήρε το όνομά του “Louison” ή “Louisette.” O Μαρσέλ Σεβαλιέ (28 Φεβρουαρίου 1921 – 8 Οκτωβρίου 2008) ήταν ο τελευταίος δήμιος της Γαλλίας από το 1976 ως το 1981.
Έφερε τον επίσημο τίτλο Δήμιος της Γαλλικής Δημοκρατίας και Κύριος των Παρισίων (Monsieur de Paris). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εργάστηκε ως τυπογράφος.
Γεννήθηκε στο Μονρούζ του Οτ-ντε-Σέιν (Montrouge,Hauts-de-Seine) και διαδέχθηκε τον Αντρέ Ομπρέχτ, το 1976 στην υπηρεσία του εκτελεστή. Εργάστηκε ως τις 9 Οκτωβρίου 1981, οπότε και η θανατική ποινή καταργήθηκε στη Γαλλία, με διάταγμα του Φρανσουά Μιτεράν.
Η μέθοδος εκτέλεσης στην Γαλλία για τα πολιτικά αδικήματα ήταν ο αποκεφαλισμός με γκιλοτίνα την περίοδο 1791-1981 και για τα στρατιωτικά ο τουφεκισμός από εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο Σεβαλιέ είχε ξεκινήσει να εργάζεται ως δήμιος το 1958 και μέχρι τον επίσημο διορισμό του, την 1η Οκτωβρίου 1976, είχε ήδη εκτελέσει 40 άτομα. Ως επίσημος δήμιος του Γαλλικού Κράτους εκτέλεσε μόνο 2 άτομα και εκείνες ήταν οι τελευταίες εκτελέσεις θανατοποινιτών στην Γαλλία.
Μ. Βρετανία
Άλλος ένας δήμιος με μεγάλη οικογενειακή παράδοση στον χώρο, ο βρετανός εκτελεστής κληρονόμησε από τους επίσης δήμιους πατέρα και θείο του μια νέα μέθοδο απαγχονισμού, την οποία και έβαλε φυσικά σε λειτουργία με ικανοποιητικότατο τρόπο. Και στην πραγματικότητα ο Pierrepoint (Albert Pierrepoint) ήταν ο τελευταίος δήμιος της Βρετανίας που κρεμούσε τα θύματά του!
Ο τύπος έγινε διασημότητα κατά την περιπέτεια της Δίκης της Νυρεμβέργης, όταν στάλθηκε στη Γερμανία για να θανατώσει περισσότερους από 200 ναζί αξιωματούχους για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Μέχρι και κυβερνητική εύνοια απολάμβανε ο δήμιος για τον επαγγελματισμό και τα υψηλά στάνταρ που έφερε στο επάγγελμα, αν και το καλύτερο ήταν οι επιδόσεις του: από το 1932-1956, ο Pierrepoint έστειλε στον θάνατο κάπου 400 άντρες και 17 γυναίκες…
Άλλος ένας επίσημος -και τιτλούχος- εκτελεστής του Βρετανικού Στέμματος, ο Marwood δεν ήταν ακριβώς ο αγροίκος δήμιος της γειτονιάς σου. Κι αυτό γιατί σχεδίασε δικές του «ανθρωπιστικές» μεθόδους άμεσης εκτέλεσης, κάνοντάς τον έτσι τον πρώτο επιστήμονα εκτελεστή του κόσμου!
Κατά τη διάρκεια του ιρλανδικού ξεσηκωμού, έγινε γνωστός όταν σκότωσε 4 από τους ηγέτες του αντιβρετανικού κινήματος, ενώ το 1872 τελειοποίησε την παραδοσιακή τεχνική απαγχονισμού. Κι αν ο Marwood έμεινε περισσότερο γνωστός για τις φονικές του εφευρέσεις και το ανώδυνο των μεθόδων του παρά για τον αριθμό των εκτελέσεών του, αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν έστειλε στον άλλο κόσμο 176 κατάδικους σε μια καριέρα 9 ετών…
Οι πρακτικές του Richard Brandon έγιναν το απόλυτο ορόσημο με το οποίο θα συγκρίνονταν κατόπιν όλοι οι άλλοι εκτελεστές της οικουμένης! Ποιο ορόσημο ήταν αυτό; Μα το ανώδυνο και αστραπιαίο φυσικά, καθώς ο τύπος έγινε διασημότητα γιατί αποκεφάλιζε το θύμα του με ένα και μόνο ένα χτύπημα!
Αγαπημένος δήμιος τόσο του κοινού όσο και των καταδικασμένων σε θάνατο, ο ελαφροχέρης Brandon τελειοποίησε την τεχνική του προπονούμενος σε λαιμούς σκυλιών και γατιών επί δεκαετίες. Και βέβαια μιλάμε για τον εκτελεστή που έστειλε στον χαμό τον βασιλιά Κάρολο Α’ το 1649, σε μια εκτέλεση που αυτός και ο βοηθός του φορούσαν κουκούλες και ψεύτικα μούσια φοβούμενοι πολιτική αντίποινα…
Γνωστός ως «Κύριος της Δικαιοσύνης», ο Giovanni Battista Bugatti έμεινε κάτι σαν εθνικός ήρωας της Ιταλίας για τις 500 και πλέον παπικές εκτελέσεις του. Ταυτοχρόνως, κατέχει το ρεκόρ ως ο μακροβιότερος παπικός δήμιος όλων των εποχών, με τις επαγγελματικές του ημέρες να προσυπογράφουν με τα πλέον μελανά χρώματα το σκοτεινό άλλων εποχών.
Ακόμα και ο Λόρδος Βύρων άντλησε έμπνευση από τον Buggatti, όταν παρακολούθησε μία από τις ξακουστές θανατώσεις του για λογαριασμό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο τύπος έγινε τόσο διαβόητα γνωστός που όχι μόνο περιλήφθηκε σε κείμενα της ιταλικής λογοτεχνίας, αλλά έγινε και λαϊκός θρύλος, με τον οποίο συνήθιζαν να φοβερίζουν οι ιταλίδες μητέρες τα άτακτα παιδιά τους…
ΗΠΑ
Γνωστός ως «Αντιπρόσωπος του Θανάτου», ο Elliot ήταν ο αρχιδήμιος της Νέας Υόρκης και μια σημαίνουσα φιγούρα του αμερικανικού ποινικού συστήματος. Από το 1890 μέχρι και το τέλος της καριέρας του, ο Elliot «έψησε» στην ηλεκτρική του καρέκλα το 10% σχεδόν όλων των εκτελεσμένων αμερικανών τροφίμων!
Είναι υπεύθυνος για μια σειρά περίφημων εκτελέσεων, την ίδια στιγμή που εμπλούτισε τη σκέψη πάνω στις δημόσιες εκτελέσεις με τα γραπτά του. Και επειδή η ειρωνεία έχει πάντα τον τρόπο της, μετά τη συνταξιοδότησή του έγινε ένας από τους κύριους πολέμιους της θανατικής ποινής!