Το βράδυ της περασμένης Τρίτης δειπνήσαμε οικογενειακώς στο εξαιρετικό Σενάριο της Κομοτηνής, λίγα μέτρα από την κεντρική πλατεία, με τους αδελφούς Βασίλη και Σταύρο Τσανίδη. Φίλοι! Είχα σχεδόν 30 χρόνια να τους δω, αλλά τους αγαπώ σαν χθες.
Ο Βασίλης, διακεκριμένος οδοντίατρος της πόλης με μεταπτυχιακές σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ο Σταύρος πασίγνωστος διεθνής διαιτητής μπάσκετ της Ευρωλίγκας και των ελληνικών διοργανώσεων, συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος της ΕΤΒΑ τώρα. Ισχυρές προσωπικότητες και οι δύο, αχώριστοι, από ένα σημείο και μετά τη συζήτηση μονοπώλησε εξαιτίας των ερωτήσεών μου ο Σταύρος.
Ο οποίος είναι ένας άνθρωπος «γεγονός». Οταν μιλά σε καθηλώνει. Ευρείας μόρφωσης, προοδευτικών αντιλήψεων, με λατρεία στον Μποτσέλι και στο Αγιον Ορος, αστείρευτος, με μύησε στην τεχνική της διαιτησίας, στα χαρίσματα των μεγάλων προπονητών και προέδρων του μπάσκετ που γνώρισε στη συναρπαστική θητεία ΤΟΥ στα παρκέ.
Αφού πρώτα με άφησε σύξυλο, αποκαλύπτοντάς μου ότι έγινε διαιτητής από μια σύμπτωση και ενώ προηγουμένως, ως παίκτης ομάδας μπάσκετ, είχε… δείρει έναν διαιτητή, με ξενάγησε στη μεγάλη εξίσωση: στο πώς διευθύνεται ένας αγώνας μπάσκετ, ο οποίος είναι κάθε φορά «μο-να-δι-κός», όπως μου λέει, τονίζοντας εμφατικά κάθε συλλαβή.
Το οποίο σημαίνει ότι πριν από κάθε αγώνα μελετούσε στο βίντεο εξαντλητικά τα συστήματα με τα οποία έπαιζε κάθε ομάδα, τη μενταλιτέ των προπονητών τους, την ποιότητα των φιλάθλων τους, ενώ μισή ώρα πριν από την έναρξη έμπαινε στο γήπεδο για να… μυρίσει την ατμόσφαιρα. Κοιτούσε ακόμη και τη διάθεση των παικτών.
Λίγο πριν αρχίσει το μοιραίο ματς της Νέας Σμύρνης, ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς μιλούσε έντονα στα σερβικά στη σύζυγο του και δεν ήταν σε καλή διάθεση. Γνώριζε ακόμη και τα γούρια των προπονητών. Μου απαρίθμησε και τα τέσσερα γούρια του Γιάννη Ιωαννίδη, το κυριότερο των οποίων ήταν ότι είχε πάντοτε στη δεξιά πλευρά του σακακιού του (που του… παρέδωσε μετά το διάσημο σφύριγμα στην αψιμαχία Τζον Κόρφα – Γουόλτερ Μπέρι) ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό για τα δεδομένα της εποχής.
Ηταν γούρι του «ξανθού» αυτό, και ο Σταύρος το έμαθε μετά. Και, βεβαίως, το σημαντικότερο, όπως μου εξήγησε, ήταν να αφήνει το παιχνίδι να παίζεται και όχι να τα σφυρίζει όλα και να το καταστρέφει. Αυτή ήταν η ουσία.
Γι’ αυτό και πριν από τον αγώνα ο αποκαλούμενος και «Ζορό της διαιτησίας» από τους συναδέλφους του (λόγω του θεατρικού τρόπου με τον οποίο καταλόγιζε εσκεμμένα φάουλ και τεχνικές ποινές, σαν να πυροβολούσε) πάντοτε δειπνούσε με τον συνάδελφό του δεύτερο διαιτητή και μελετούσαν το παιχνίδι – ποιος θα παρακολουθεί πού πηγαίνει μπάλα και ποιος θα παρακολουθεί πώς παίζουν οι παίκτες χωρίς την μπάλα.
Οπως μου εξήγησε ο Σταύρος, η διαιτησία είναι μια επιστήμη στην οποία πρέπει να εξελίσσεσαι, καθώς δύο άνθρωποι είναι βασικοί παράγοντες σε μια μεγάλη εξίσωση μεταξύ 10 παικτών, δύο προπονητών, δύο πάγκων, δύο προέδρων και χιλιάδων φιλάθλων στις εξέδρες και τις τηλεοράσεις. Μου ομολόγησε ότι η σύζυγός του Χριστίνα, την οποία του γνώρισε ο φίλος μου, πρόεδρος του ΓΑΣ Κομοτηνή στο μπάσκετ Στεπάν Ματεοσιάν, στο θρυλικό Ηχοδρόμιο, του πέρασε την αντίληψη ότι μπορεί να παίρνει τις ίδιες αποφάσεις με πιο διπλωματικό και λιγότερο θεατρικό και επιθετικό τρόπο.
Οση ώρα άκουγα τον Σταύρο Τσανίδη να μου ξεδιπλώνει μερικές από τις αναμνήσεις του στη διαιτησία αναλογιζόμουν ότι αυτό που άκουγα δεν ήταν μάθημα διαιτησίας, αλλά μάθημα ηγεσίας. Ηγεσία είναι η διαχείριση και η διοίκηση ανθρώπινων ψυχών. Για να στέκεσαι και να επιβάλλεσαι ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους μέσα σε συνθήκες έντασης, χωρίς να επηρεάζεσαι, στην ουσία πρέπει να ηγείσαι.
Σκεφτόμουν λοιπόν, καθώς εκείνες τις μέρες είχε αρχίσει και το σίριαλ Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί σε έναν σωρό τομείς στον δημόσιο βίο, από τη διαιτησία, το μπάσκετ, τον πολιτισμό, τα μέσα ενημέρωσης, τον εθελοντισμό και βεβαίως την πολιτική, αυτοί που φεύγουν και αποσύρονται δεν αντικαθίστανται. Διότι δεν αντικαθίστανται.
Η προηγούμενη γενιά έφερε την Ελλάδα σε αυτό το σημείο, με τα καλά της και με τα κακά της. Την έφερε, όμως. Είχε ένα ειδικό βάρος, στο οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει διαδοχή. Ποιος είναι ο διάδοχος του Γκάλη και του Γιαννάκη, του Σπανούλη, του Παπαλουκά και του Διαμαντίδη στο μπάσκετ; Παίκτες υπάρχουν καλοί, προσωπικότητες όμως που να θυσιάζουν τα καλοκαίρια τους για την Εθνική Ελλάδος, για την πατρίδα, όπως φάνηκε και από την περίπτωση Αντετοκούνμπο, υπάρχουν;
Ποιος είναι ο διάδοχος -για να πάμε στον εθελοντισμό- της Μαριάννας Βαρδινογιάννη, η οποία με την «Ελπίδα» έσωσε 4.000 ζωές παιδιών που έπασχαν από καρκίνο και κατάφερε να σηκώνει από τον καναπέ τις πλούσιες κυρίες για να τρέχουν για την αλληλεγγύη; Ποια είναι η διάδοχος της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα στον πολιτισμό, η οποία ακόμα και τις Κυριακές βρισκόταν στην Εθνική Πινακοθήκη για να συμμετέχει και να παρακολουθεί από κοντά τις ξεναγήσεις;
Ποιος είναι ο διάδοχος του -έστω αμφιλεγόμενου- Χρήστου Λαμπράκη στον τομέα των εντύπων, στον οποίο δημιούργησε μια πολιτιστική αυτοκρατορία με τεράστια επιρροή; Αυτός που έχει τώρα στην ιδιοκτησία του τον οργανισμό του; Ποιος από μας είναι ο διάδοχος της Ελένης Βλάχου, του Χρήστου Πασαλάρη, του Αλέκου Λιδωρίκη, του Λέοντα Καραπαναγιώτη, του Σοφιανού Χρυσοστομίδη, του Γιάννη Βούλτεψη και τόσων άλλων μεγάλων της δημοσιογραφίας;
Και, βεβαίως, ποιοι είναι σήμερα οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη; Οσο τα σκεφτόμουν αυτά απολαμβάνοντας τη διήγηση του Σταύρου, παρατήρησα ότι ο αδερφός του Βασίλης ήθελε να πει κάτι. Πράγματι. Λες και ήμασταν συνεννοημένοι.
Εξέφρασε τη στεναχώρια του και την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι ορισμένες εμβληματικές προσωπικότητες της πόλης της Κομοτηνής, άνδρες και γυναίκες, δεν αναπληρώθηκαν από νεότερους. Του είχα έτοιμη την απάντηση: γενικό το κακό. Και του απαρίθμησα όλα τα ονόματα τα οποία παρέθεσα ανωτέρω. Κάτι που του απάλυνε, όπως μου εξήγησε, τη στεναχώρια του.
Το γιατί αυτοί που φεύγουν δεν αντικαθίστανται από ισάξιους, αλλά συνήθως (όχι πάντοτε) από κατώτερους, εξηγείται. Πρώτον, το εκπαιδευτικό σύστημα της μετριοκρατίας δεν παράγει ηγέτες και δεν ευνοεί την ηγεσία. Δεύτερον, έχουν φτηνύνει τα αξιώματα. Δεν χρειάζεται κόπος για να τα κατακτήσεις. Ιδρώτας. Μόχθος. Αποδείξεις. Αρκούν οι νταβατζήδες, εγχώριοι και διεθνείς. Τρίτον, έχει καταλυθεί η έννοια της ιεραρχίας. Παραβιάζεται η φύση. Για αυτό βασιλεύουν οι μονόφθαλμοι ψηφιακοί ηγέτες.
Ερχεσαι στα 35 σου από το πουθενά, χωρίς ούτε μία μέρα θητεία στον δημόσιο βίο, και θες να γίνεις απευθείας αρχηγός, χωρίς να έχεις γίνει προηγουμένως στρατιώτης, λοχαγός, συνταγματάρχης, υποστράτηγος.
Ο Σταύρος ανέβηκε σιγά σιγά από τη στιγμή που συναντήθηκε έξω, λίγα μέτρα από το κουρείο του, με τον τότε πρόεδρο των διαιτητών της Ροδόπης Δημήτρη Παπαθεοδώρου και αποφάσισε να ακούσει την παρακίνηση της μητέρας του να παρακολουθήσει τα σεμινάρια διαιτησίας, αντί να βλέπει από το πρωί μέχρι το βράδυ αγώνες του Μουντιάλ. Διέσχισε όλη την έρημο. Βήμα βήμα.
Ανέβηκε την ιεραρχία για να γνωρίσει την καθολική καταξίωση και να τον καλούν σε ομαδική κλήση στο Viber από τα σεμινάρια της ομοσπονδίας στη Λιουμπλιάνα σήμερα, ως γκουρού, οι εν ενεργεία διαιτητές με υπομονή. Και χωρίς βιασύνη. Για να δικαιώσει τη ρήση ενός ανώνυμου, άγνωστου στο ευρύ κοινό ταξιτζή του νησιού μου, του αείμνηστου Μίλτου, ο οποίος όταν οδηγούσε τη σούπερ Σεβρολέτ του με 40 χλμ. απαντούσε στους πελάτες του που διαμαρτύρονταν ότι «πάω αργά γιατί βιάζομαι». Αυτό είναι το μάθημα της ηγεσίας: «Πάω αργά γιατί βιάζομαι. Πάω αργά γιατί αγαπώ την αξιοκρατία. Πάω αργά γιατί δεν θέλω να ανεβαίνω σε χρόνο ρεκόρ κορυφές από τις οποίες θα πέσω ζαλισμένος σε λίγα δευτερόλεπτα».
Δείτε την τύχη του νεαρού πρώην καγκελαρίου Κουρτς στην Αυστρία και της νεαρής πρωθυπουργού Σάνα Μάριν στη Φινλανδία. «Πάω αργά γιατί θέλω να στερεωθώ». Και τεράστια σημασία στο μάθημα αυτό της ηγεσίας έχουν η εκπαίδευση και η οικογένεια.
Το γεγονός ότι όλοι οι μεγάλοι θυμούνται τα ονόματα των καθηγητών τους στο δημοτικό σχολείο, στο γυμνάσιο και το λύκειο σημαίνει ότι κάποτε είχαμε μέσα σε κάθε σχολική τάξη ηγέτες που παρήγαν ηγεσία. Τώρα; Ενα πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε το πρόβλημα.
Αν και ο Σταύρος ήταν διαιτητής, θα τον αποκαλέσω όπως τον προσφώνησε στο κατευόδιο ο ιδιοκτήτης του ρεστοράν Σενάριο: «κόουτς»! Κόουτς, σ’ ευχαριστώ για το μάθημα.