Η φοβερή ιαχή του σημερινού τίτλου είναι το ρητορικό ερώτημα που έκανε ο Κώστας Σημίτης στα εγκαίνια του λιμένος Ηγουμενίτσης τον Σεπτέμβριο του 2003. Ο Κώστας Σημίτης αναμφίβολα θα μείνει στην ελληνική Ιστορία. Το δικαιούται. Ωστόσο, κάτι μας λέει, ίσως κάτι που αιωρείται στον φθινοπωρινό αγέρα με τον ανυπόφορο, ζεστό νοτιά, ίσως μια απροσδιόριστη διαίσθηση, ίσως το κληρονομικό χάρισμα που αποκτήσαμε με τα Ιμια, το Χρηματιστήριο και τον Οτσαλάν, ότι τα κεφάλαια που θα φιλοξενούν την περιγραφή του… καθεστώτος Σημίτη (όπως προσφυώς το χαρακτήρισε ο αείμνηστος Βαγγέλης Γιαννόπουλος) δεν θα είναι ευάερα και ευήλια αλλά κάπως σκοτεινά, σαν μουχλιασμένο ημιυπόγειο στην οδό Γερανίου, που ζέχνει ταγκίλα, εγκατάλειψη και κλεισούρα.
Ομως, όπως και να τον περιγράφει η κακιόσα η Ιστορία τον Σημίτη, εμείς τον αγαπάμε. Ο άνθρωπος αυτός απέδειξε ότι και στην Ελλάδα λειτουργεί το αμερικάνικο όνειρο: ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ μπορεί να γίνει πρόεδρος. Ε, λοιπόν, ο ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ στην Ελλάδα έγινε πρόεδρος της Πασοκάρας και πρωθυπουργός. Κι ας σκότωνε, συχνά πυκνά, τη γλώσσα του Ομήρου, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, του Αρχιλόχου και της Σαπφούς, τα ελληνικά. Και τα σκότωνε ο Σημίτης με το… μακέτο του και τα διαστρικά, σχεδόν εξωγήινα σαρδάμ του και δημιούργησε ό,τι σημαντικότερο μπορεί να κάνει πολιτικός: θεσμό, συνήθεια, άγραφο νόμο! Στην Ελλάδα έγινε άγραφος νόμος της Κεντροαριστεράς να δολοφονούνται τα ελληνικά. Τον εφήρμοσε πιστά ο ΓΑΠ (ή Τζέφρι Παπάντρεος ή ΓΑΠ ή Γιωργάκης).
Και τώρα τα βλέμματα πέφτουν πάνω στους (όχι και τόσο εμφανώς) γυμνασμένους ώμους του Κασσελάκη. Ο,τι κι αν γίνει στις ήδη προβληματικές σχέσεις του με τον ακροαριστερό, εξαρχειακό και ταβλαδοριανό ΣΥΡΙΖΑ, ο Στέφανος Κασσελάκης έχει τόση ογκώδη άγνοια της ελληνικής γλώσσης, ώστε είμεθα σχεδόν βέβαιοι ότι θα γίνει πρωθυπουργός!
Να ’ναι καλά το παλικάρι. Μαζί με τον Τσίπρα καταφέρνει έναν άθλο που δεν θα μπορούσαν να τον διανοηθούν ούτε οι μαχητές των Εθνικών Οργανώσεων κατά τα έτη 1944-1949: διαλύει, ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ, την ελληνόφωνη άκρα Αριστερά.