Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να υπάρξει οικογένεια που θα ζούσε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια σε ένα σπίτι με ένα πτώμα, ακόμα κι αν αυτό είναι η σορός της κόρης της!
Τραγικό που γίνεται… τραγικότερο ότι ίσως το διάστημα να ήταν μεγαλύτερο εάν δεν μεσολαβούσε ένας ακόμα θάνατος, αυτή τη φορά του ανθρώπου που το είχε αποφασίσει και σχεδιάσει!
Βρισκόμαστε στα 1933. Στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Αριστοτέλους, στον αριθμό 70 σήμερα υπάρχει μια πολυκατοικία. Τότε υπήρχε ένα διώροφο σπίτι στο οποίο κατοικούσε η οικογένεια του δικηγόρου Ιωάννη Βογάσαρη. Με καταγωγή από τον Πύργο είχε έρθει στην Αθήνα και ανέλαβε νομικός σύμβουλος στη Λαϊκή Τράπεζα. Η οικογενειακή του ευτυχία συμβάδιζε με την επαγγελματική. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Θανάση και την Μιμίκα (κεντρική φωτογραφία).
Την ευτυχία της οικογένειας διέλυσε ο θάνατος της Μιμίκας, στα 16 της χρόνια από αδενοπάθεια το 1929. Όλοι έκλαψαν το κορίτσι που χάθηκε κι η οικογένεια κρατήθηκε μακριά από τον κόσμο.
Το 1933 έρχεται ένας ακόμα θάνατος. Ξαφνικός. Είναι του πατέρα.
Το ΔΣ της Τράπεζας αποφασίζει να καλύψει τα έξοδα της κηδείας σε μια ένδειξη σεβασμού για τα όσα είχε προσφέρει ο νομικός της σύμβουλος. Μόνο που οι εκπρόσωποι της Τράπεζας που πήγαν στο σπίτι παραξενεύτηκαν με την αντίδραση του γιου. Υποστήριζε ότι ο πατέρας του ταριχεύθηκε και δεν ήθελε να τους αποκαλύψει το που θα είναι η τελευταία του κατοικία.
Κι όμως ο Ιωάννης Βογάσαρης είχε κτίσει Μαυσωλείο στο Α’ Νεκροταφείο με τέσσερις κρύπτες για τα μέλη της οικογένειας του. Όλοι ήξεραν ότι εκεί βρίσκεται η σορός της Μιμίκας, της αγαπημένης του κόρης.
Το κουβάρι των αποκαλύψεων άρχισε να ξετυλίγεται όταν ο έφορος του Α’ Νεκροταφείου Γεωργακόπουλος πήγε στον οικογενειακό τάφο και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε σε αυτόν η σορός της Μιμίκας.
Η εφημερίδα «Ελεύθερος Άνθρωπος» δύο μέρες μετά τον θάνατο του Βογάσαρη κυκλοφορεί με ένα αποκλειστικό θέμα. Υποστηρίζει ότι η κόρη του δικηγόρου δεν είχε ταφεί, αλλά βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Είχε ταριχευθεί από τον καθηγητής της παθολογικής ανατομίας Μελησσινό. Του είχαν πει ότι ήθελαν να την θάψουν στον Πύργο, την ιδιαίτερη πατρίδα της οικογένειας κι έπρεπε να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση μέχρι τη ταφή.
Αυτός ήταν και ο λόγος που μετά την κηδεία η οικογένεια πήρε το φέρετρο.
Δύο χρόνια αργότερα η οικογένεια δημιούργησε το Μαυσωλείο. Μάλιστα ο πατέρας το επισκεπτόταν συχνά και άφηνε μερικά λουλούδια.
Και το σπίτι της οικογένειας όμως επισκεπτόταν ακόμα συχνότερα ένας ιερέας για α κάνει δέηση για την ανάπαυση της ψυχής του κοριτσιού.
Η σορός της Μαιμίκας, τελικά, βρισκόταν στο δωμάτιό της. Ήταν τοποθετημένη σε φέρετρο από μαόνι, είχε διάφανο κρύσταλλο στην μπροστινή όψη για να φαίνεται το πρόσωπο της και είχε κλείσει αεροστεγώς.
Το δημοσίευμα προκάλεσε την επέμβαση του εισαγγελέα Παπαθανασίου που διαπίστωσε αφού συμβουλεύτηκε τη σχετική νομοθεσία, ότι δεν υπήρχε παράπτωμα. Υπήρχε αδίκημα για ταφή νεκρού πριν περάσει το 24ωρο, ενώ δεν υπήρχε πρόβλεψη για κατακράτηση νεκρού εάν δεν συνέτρεχαν λόγοι δημόσιας υγείας! Το μόνο που μπορούσε να στοιχειοθετήσει ήταν πλημμέλημα. Ποιόν να κατηγορήσει όμως; Ο άνθρωπος που είχε αποφασίσει να κρατήσει την κόρη του σπίτι ήταν κι αυτός νεκρός!
Δεν είχε άλλη λύση από το να απευθυνθεί στην Αστυνομία. Ζήτησε από τον Διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Πολυχρονόπουλο να μεταπείσει την οικογένεια. Ο αστυνόμος Παξινός που αργότερα διακρίθηκε ως ειδικός σε θέματα Εθνικής Ασφάλειας επιστράτευσε όλη την πειθώ που διέθετε για να τους πείσει να μεταφέρουν το ταριχευμένο σώμα της Μιμίκας στην τελευταία της κατοικία. Ο γιός όμως της οικογένειας επέμενε ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται το σώμα της!
Όσο για το γεγονός ότι ταριχεύθηκε και ο πατέρας, από τον κορυφαίο ιατροδικαστή της εποχής Γεωργιάδη και τον συνεργάτη του Ηλιάκη που πληρώθηκαν με το εξωφρενικό – για την εποχή – ποσό των 20.000 δρχ. απάντησε ότι η κηδεία θα γίνει όταν θα ερχόταν από το Παρίσι ο αδελφός του νεκρού πατέρα του.
Ο Γιώργος Λυδίας από το «Ελληνικό Μέλλον» περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο τα όσα συνέβαιναν:
Με τα πολλά και την επέμβαση της μητέρας που είχε το ακλόνητο επιχείρημα ότι η η Μιμίκα θα έπρεπε να ταφεί δίπλα στον πατέρα της που τόσο αγαπούσε πείστηκε και ο γιος για να πάρει τέλος μια ιστορία που συγκλόνισε την Αθηναϊκή κοινωνία.