Το να είσαι κόρη ενός από τους σπουδαιότερους λαϊκούς μουσικοσυνθέτες όλων των εποχών, και μάλιστα όλοι να «συνωμοτούν» ότι ο μπαρμπα–Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε ο πιο καλόκαρδος στο καλλιτεχνικό στερέωμα, είναι το σημαντικότερο προτέρημα.
- Από τον
Νίκο Νικόλιζα
Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση του δικαστικού συμπαραστάτη στην υπόθεση της μεγάλης λαϊκής ερμηνεύτριας Καίτης Γκρέυ, η Χρύσα Παπαϊωάννου ήταν ένας από τους βασικούς μάρτυρες, η οποία, ακόμα και με πατερίτσες λόγω κινητικών προβλημάτων, βρέθηκε στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων για να υπερασπιστεί την επιστήθια φίλη της.
Σήμερα η ίδια, κάνοντας έναν απολογισμό ζωής στη μνήμη του πολυαγαπημένου της πατέρα, ανοίγει την καρδιά της και μιλάει για όσα έζησε στο πλευρό του, αλλά και όσα εκείνος πρόλαβε να της εκμυστηρευτεί πριν φύγει από τη ζωή, ξαφνικά από τροχαίο. Θυμάται με παράπονο τα λόγια που της είχε πει ο πατέρας της για τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη φιλία που είχαν οικογενειακώς με την Πόλυ Πάνου και την Καίτη Γκρέυ, την κουμπαριά τους με τον Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά και την «αναποδιά» της μεγάλης Σωτηρίας Μπέλλου…
Κόρη του μεγάλου Γιάννη Παπαϊωάννου. Από πού κατάγεστε;
Από το Κέμλιν της Μικράς Ασίας. Η μαμά ήταν από τη Χίο. Δυστυχώς, δεν έχω καταφέρει να πάω ακόμη στα ιερά χώματα καταγωγής του πατέρα μου. Εχω όμως αποφασίσει κάποια στιγμή να πάω εκεί. Ηταν το μεγάλο όνειρο του μπαμπά μου, να επιστρέψουμε εκεί, γιατί έχουμε περιουσία. Είχαμε 11 ακίνητα εκεί και δεν ξέρουμε πού βρίσκεται. Μέχρι πριν από κάποια χρόνια, που ζούσε ο καπετάνιος σύζυγός μου και είχε πάει στο λιμάνι του Κέμλιν, το πατρικό μας σπίτι ήταν όρθιο. Ευελπιστώ να πατήσω τα χώματα που είχε πατήσει και ο πατέρας μου!
Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις που έχετε από τα παιδικά σας χρόνια, δίπλα στον διάσημο πατέρα σας;
Θυμάμαι τη μαμά Ευδοξία πάρα πολύ αυστηρή και έναν μπαμπά σαν από ζυμάρι μαλακό, που ό,τι θέλαμε τον κάναμε. Αν δεν ήταν η μάνα να μας φρενάρει… Ημασταν τρία αδέλφια, με άριστες σχέσεις μεταξύ μας, αλλά και πολύ αγαπημένη και δεμένη οικογένεια!
Μέσα στο σπίτι ο μπαμπάς τραγουδούσε; Επαιζε μπουζούκι;
Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ούτε τραγουδούσε ούτε έπαιζε. Θυμάμαι απλά, όταν σχόλαγε από τα κέντρα, ερχόταν, καθόταν στο γραφειάκι του κι έπαιζε κάποια τραγούδια για να μην τα ξεχάσει. Κατέγραφε όλες τις εμπνεύσεις του σε ένα μπομπινόφωνο για να μην τις ξεχάσει.
Ποια τραγούδια δικά του λάτρευε;
Δυστυχώς, δεν είχα προλάβει να κάνω τέτοιες συζητήσεις μαζί του. Οταν σκοτώθηκε, ήμουν μόλις 19 ετών και έγιναν όλα τόσο απρόσμενα. Θυμάμαι που απέφευγε να αναφέρεται συχνά σε όσα έζησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Μου έλεγε μόνο για εκείνη την περίοδο: «Πολύς πόνος, πολύ αίμα, πολύ δάκρυ και φωτιά».
Οταν έφυγε από τη Μικρασία με τους δικούς του, τι πήρε;
Ζούσαν η μάνα του και η γιαγιά του. Ο πατέρας του δεν ζούσε. Επειδή ο παππούς εργαζόταν σε καράβια, η οικογένεια είχε το προνόμιο να πάρει κάποια βαριά πράγματα από το σπίτι. Είχαν φορτώσει έπιπλα και ρουχισμό, και στα χέρια της η γιαγιά είχε μόνο τις εικόνες μέσα σε μια μαξιλαροθήκη και τα χρυσαφικά της. Εχουν διασωθεί επίσης τα συμβόλαια των σπιτιών που είχε η οικογένειά μας από την Τουρκία. Αυτά μόνο έφτασαν στην Ελλάδα! Ο πατέρας μου τότε ήταν μόλις εννιά ετών!
Θα διεκδικήσετε την περιουσία σας πίσω;
Το ψάχνω πάνω από 30 χρόνια. Ηταν και η μόνη επιθυμία του πατέρα μου, να πάρουμε πίσω την περιουσία μας. Γιατί, από μια ζωή πολύ εύπορη που είχε εκεί όλος ο Ελληνισμός, η γιαγιά μου αναγκάστηκε να πουλάει τα χρυσαφικά της και ο μπαμπάς μου από πολύ μικρός να μπει στο μεροκάματο για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Το μπουζούκι πώς το έμαθε;
Ο μπαμπάς έκανε μαθήματα μουσικής στην Κίο της Μικράς Ασίας. Εκεί δίπλα ήταν μια οικογένεια που του μάθαινε μαντολίνο. Το μαντολίνο το αποδεχόταν η γιαγιά. Μια μέρα, λοιπόν, στην ταβέρνα του Γκινόπουλου έχουν στείλει ένα γραμμόφωνο από την Αμερική και τον δίσκο του Χαλκιά «Το μινόρε του τεκέ». Μόλις ακούει την πενιά του μπουζουκιού, τρελαίνεται, μαζεύει χρήματα και πάει και αγοράζει το πρώτο του μπουζούκι. Μόλις όμως πηγαίνει στο σπίτι, η γιαγιά τον διώχνει. «Αυτό είναι όργανο για αλήτες και για τεκέδες. Κι εσύ κι αυτό έξω από το σπίτι. Αν δεν το διώξεις, μην ξαναπατήσεις στο σπίτι» του λέει. Ο καημένος ο πατέρας μου πήγε σε ενός γείτονα το σπίτι και το έκρυψε και πήγε και μάθαινε εκεί μπουζούκι. Συμπτωματικά τον εγγονό του γείτονα τον συνάντησα σε ένα εξοχικό που ενοικίαζα. Οταν μου είπε όλη την ιστορία, γίναμε αχώριστοι φίλοι!
Ποιος τον πίστεψε πρώτος για τις απίστευτες συνθέσεις του;
Τότε είχε γράψει μια καντάδα, τη «Φαληριώτισσα», που την τραγουδούσαν παντού. Υπήρχε λοιπόν κάποιος ονόματι Γρυπάρης στη γειτονιά, ο οποίος τον πήγε στην Columbia για να το ηχογραφήσει. Οταν ειδοποίησαν λοιπόν τον πατέρα μου να το ηχογραφήσει, είχε πάρει εργολαβία για χτίσιμο και σοβάντισμα τη μάντρα του Ιπποδρόμου. Μέσα στους ασβέστες λοιπόν, όπως ήταν, με τα παλιά ρούχα, πήγε και ηχογράφησε το τραγούδι αυτό. Μόλις πήγε τα πρώτα λεφτά στο σπίτι, η μάνα του έκλαιγε και του έλεγε: «Δεν θέλω, γιε μου, να ηχογραφείς, γιατί το μηχάνημα θα σου πάρει τη φωνή και δεν θα μπορείς να μιλήσεις μετά».
Ποιοι καλλιτέχνες έρχονταν σπίτι σας για να τους γράψει ο μπαρμπα-Γιάννης;
Ολοι σχεδόν. Από τον Καζαντζίδη με τη Μαρινέλλα και τον Νίκο Ξανθόπουλο, μέχρι τη Μάρθα Βούρτση, την Καίτη Γκρέυ, την Πόλυ Πάνου, τη Ρίτα Σακελλαρίου. Λίγοι όμως παρέμειναν φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του πατέρα μου. Οι περισσότεροι, μόλις ακούστηκαν και έκαναν όνομα, μετά εξαφανίστηκαν.
Ποιοι έμειναν φίλοι εν τέλει;
Ο κουμπάρος μας, ο τραγουδιστής Νίκος Καλλέργης, ο Ηλίας Ποτοσίδης, ο ΟδυσσέαςΜοσχονάς, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Ρίτα Σακελλαρίου. Με την Γκρέυ ακόμα και μετά τον θάνατο του πατέρα μας, μέχρι και σήμερα, έχουμε μια φιλία και ένα δέσιμο. Δεν μας ξέχασε ποτέ ούτε την ξεχάσαμε. Παρόλο που αυτή φιλία είχε και τα πάνω της και τα κάτω της. Ομως την τιμάμε και την αγαπάμε, γιατί η Καίτη αγάπησε και τίμησε κυρίως τον πατέρα μας!
Μόνο αυτοί; Ο Καζαντζίδης δεν καθιερώθηκε με το τραγούδι «Βαλίτσες» που του έδωσε;
Γι’ αυτό και είχε πικραθεί πάρα πολύ και έκλαιγε με όσα του είπε ο Καζαντζίδης, όταν ο πατέρας μου του έδωσε κάποια τραγούδια να ηχογραφήσει και ο Στέλιος του είπε: «Τα τραγούδια σου δεν κάνουν για μένα, μπαρμπα-Γιάννη». Αυτό το λέω πρώτη φορά. Του το είπε ο Στέλιος, όταν έγινε φίρμα. Αυτό ήταν και το μεγάλο του παράπονο. Το καλλιτεχνικό στερέωμα όλο πάσχει από την ίδια ασθένεια: την αμνησία και την αχαριστία. Μάλιστα, όταν πέθανε η γιαγιά μου (μάνα του πατέρα μου), και ο πατέρας μου ήταν στην Αμερική, έστειλε του Στέλιου ένα τραγούδι που αναφερόταν στη μάνα. Ο Στέλιος δεν του απάντησε καν. Λίγο καιρό αργότερα έβγαλε ένα δικό του τραγούδι για τη δική του μάνα, την κυρα-Γεσθημανή. Ο Στέλιος ήταν πολύ ευγενής στον λόγο του. Οταν όμως του είπα κάποια στιγμή «θα θέλατε να πείτε ένα τραγούδι για τον πατέρα μου, που έχουν γράψει δύο φίλοι, το “Καληνύχτα, μπαρμπα-Γιάννη”», η απάντηση ήταν: «Δεν έχει νόημα να τραγουδήσω εγώ, Χρύσα, για τον πατέρα σου. Εχω τραγουδήσει». Και ήταν μεγάλη μου τιμή που το είπαν δύο τεράστιοι καλλιτέχνες, ο Πασχάλης Τερζής και ο Αντώνης Βαρδής!
Ο καπετάν Ανδρέας Ζέππος, που ο μπαμπάς σας τον έκανε τραγούδι, υπήρξε αληθινή ιστορία και τον γνώρισες…
Φυσικά. Ο καπετάν Ανδρέας είχε φτιάξει και ένα αυτοσχέδιο μπιμπερό για τις κούκλες που παίζαμε με τη φίλη μου μικρά κοριτσάκια. Κάποια στιγμή θα πρέπει να αναγνωριστεί η προσφορά του Ζέππου στην Κατοχή, ο οποίος ψάρευε τόνους ψάρια και τα έδινε σε φτωχές οικογένειες του πολέμου για να μην πεθάνουν από την πείνα. Ο μπαμπάς μου δούλευε στο καΐκι του Ζέππου και μέσα σε αυτό έμαθε ψάρεμα!
Με την Μπέλλου τι σχέσεις είχε ο πατέρας;
Ο μπαμπάς είχε καλές σχέσεις με όλους. Ωστόσο η Μπέλλου ήταν ένας αψυχολόγητος άνθρωπος. Οταν νοσηλευόταν σε μια κλινική κι εκείνος πήγαινε και της έδινε χρήματα, τσιγάρα και φαγητό, η Μπέλλου έλεγε τα καλύτερα. Οταν σκοτώθηκε ο μπαμπάς και έκαναν ένα αφιέρωμα στον πατέρα μου στη Γιορτή του Ούζου, είχε έρθει και η Μπέλλου να τραγουδήσει. Την άκουγαν λοιπόν να βρίζει τον πατέρα μου χωρίς λόγο. Ηταν παράξενο ον η Μπέλλου, αλλά τεράστια ως καλλιτέχνις!