Η ρωσική δικαιοσύνη απεφάνθη.
Ο πρώην πρωθυπουργός, Μιχαήλ Κασιάνοφ, χαρακτηρίστηκε ως «ξένος πράκτορας, ο οποίος έγινε πολέμιος του Κρεμλίνου και έφυγε από την Ρωσία, καταγγέλλοντας την εισβολή στην Ουκρανία».
Το όνομα του Κασιάνοφ, ο οποίος διετέλεσε ο πρώτος επικεφαλής της κυβέρνησης του Βλαντίμιρ Πούτιν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 συμπεριλαμβάνεται στο μητρώο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τους ξένους πράκτορες, Ένας όρος, ένας ατιμωτικός χαρακτηρισμός που θυμίζει τον εχθρό του λαού της σοβιετικής εποχής.
Το υπουργείο κατηγορεί τον Κασιάνοφ ότι ήταν «αντίθετος στην ειδική στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία» και ότι είναι «μέλος της ρωσικής αντιπολεμικής επιτροπής, οργάνωσης της οποίας οι δραστηριότητες αποσκοπούν να δυσφημίσουν την ρωσική εξωτερική και εσωτερική πολιτική». Η επιτροπή αυτή δημιουργήθηκε το 2022 στο εξωτερικό από Ρώσους διαφωνούντες, μεταξύ των οποίων και ο εξόριστος πρώην ολιγάρχης, Μιχαήλ Χοντορκόφσκι.
Τον Ιούνιο του 2022, ο Κασιάνοφ είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι δεν αναγνωρίζει πλέον τον Πούτιν, λέγοντας ότι ελπίζει πως η Ρωσία θα ξαναπάρει μια μέρα τον «δημοκρατικό δρόμο». Οι σχολιασμοί του ουδέποτε ήχησαν καλά στο Κρεμλίνο. Πριν την εισβολή στην Ουκρανία, ο Κασιάνοφ ηγείτο του Κόμματος Ελευθερίας του Λαού (PARNAS), ενός μικρού φιλελεύθερου κόμματος.
Να σημειωθεί πως το καθεστώς του ξένου πράκτορα επιβάλλεται σε πρόσωπα που υπόκεινται σε αυστηρούς διοικητικούς περιορισμούς, όπως ο τακτικός έλεγχος των πηγών χρηματοδότησής τους. Το Κρεμλίνο έχει κλιμακώσει τις προσπάθειες καταστολής κάθε επικριτικής φωνής.