Δεν έχει υπάρξει άλλο προηγούμενο, ο ίδιος άνθρωπος να έχει «φωτογραφηθεί» ως αρχηγός της 17 Νοέμβρη και παράλληλα να έχει συζητηθεί για Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μοναδική εξαίρεση είναι ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, που πέθανε σε ηλικία 89 ετών.
- του Βασίλη Γαλούπη
Είχε κάμποσες ιδιότητες, όμως το γράψιμο ήταν η ταυτότητά του, εκεί έβρισκε ανακούφιση. Τα πιο σημαντικά βιβλία του είναι πολιτικά, αφού η ίδια η ζωή και η καθημερινότητα του Βασιλικού καθορίστηκαν από την πολιτική.
Η πρώτη ύλη του Βασιλικού ήταν το κοινωνικό και πολιτικό σύμπαν της Ελλάδας. Έγραψε το διάσημο «Ζ», βασισμένο στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963. Το βιβλίο έγινε best seller και μια σπουδαία ταινία, με σκηνοθέτη τον Κώστα Γαβρά.
Ο Βασιλικός κατάφερε να γράψει την ιστορία με τέτοιον τρόπο, που είχε διεθνή πολιτικό αντίκτυπο. Από Αργεντινή μέχρι Λίβανο, ο κόσμος ένιωσε ότι όσα περιέγραφε θα μπορούσαν να είχαν συμβεί κι εκεί. Όταν το βιβλίο μεταφέρθηκε στο σινεμά, το 1969, η ταινία ήταν απαγορευμένη στην Ελλάδα. Πρώτη φορά παίχτηκε το 1975 και ξεσήκωσε σάλο. Σε λιγότερο από τέσσερις εβδομάδες 350.000 Έλληνες είδαν το «Z», έγραφαν τότε οι «New York Times».
Μιλώντας στα «Νέα» το 2018, ο Βασιλικός εξιστόρησε πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με την υπόθεση Λαμπράκη. «Το έγκλημα έγινε 200 μέτρα απόσταση από το πατρικό μου σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Γνώριζα την περιοχή και μερικές φάτσες μικροπωλητών της Στοάς Μοδιάνο, που τους αναγνώρισα στις φωτογραφίες των εφημερίδων ως “τραμπούκους”. Ο φίλος μου Δημήτρης Δεσποτίδης είχε ιδρύσει με τον Θόδωρο Μαλικιώση το εκδοτικό Θεμέλιο. Μου έφερε σε φωτοτυπία 30 κούτες με το προανακριτικό υλικό. Ποτέ δεν τον ρώτησα πώς το απέκτησε κι ούτε εκείνος ποτέ μου το είπε».
Το βιβλίο εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1966. Ο Γαβράς το διάβασε στο αεροπλάνο τον Απρίλιο του 1967. Αποφάσισε να το γυρίσει ταινία, απορρίπτοντας την προηγούμενη πρόταση που είχε σχεδόν αποδεχτεί για τον «Νονό» με τον Μάρλον Μπράντο».
«Σήμερα το παρακράτος είναι εντός Βουλής. Τότε ήταν εκτός. Γι’ αυτό και λεγόταν “παρα-κράτος”. Τώρα είναι εντός του κράτους» είχε σχολιάσει ο Βασιλικός.
Έζησε χρόνια στο εξωτερικό, «γιατί δεν μπορούσα να ζήσω στον τόπο μου σαν γραφιάς. Και με πέτυχε στο εξωτερικό η δικτατορία, όπου και παρέμεινα μετά την πτώση της, επειδή είχα ξεμάθει να ζω στην πατρίδα μου. Ομως, ως συγγραφέας δεν έγραψα ποτέ σε άλλη γλώσσα ή για άλλη χώρα».
Ο Βασιλικός ήταν προληπτικός: «Ποτέ μου δεν σταματάω στο 13, πάντα προχωράω στο 14» έλεγε. Στη μνήμη όλων έχει εντυπωθεί η φιγούρα του με το μόνιμο καπέλο. «Το έκανα σήμα κατατεθέν μου, διότι είμαι έτσι περισσότερο αναγνωρίσιμος και όταν πάω σε μια δημόσια υπηρεσία ή στη λαϊκή, με εξυπηρετούν καλύτερα. Η αλήθεια είναι πως έχω φτάσει στο σημείο, όταν δεν θέλω να με αναγνωρίζουν, να μην το φοράω».
Το καπέλο δεν ξεκίνησε ως ιδιοτροπία: «Μικρός, στα 13 με 14 μου, στην Καβάλα είχα κολλήσει ψωρίαση και έπεφταν τα μαλλιά μου. Με πήγαν στη Δράμα και με ακτινοβολίες σταμάτησε. Φαίνεται πως από τότε μου έμεινε ένα κόμπλεξ».
Όταν έγραψε το «Κ», το βιβλίο του για το σκάνδαλο Κοσκωτά, οι σχέσεις του Βασιλικού με την οικογένεια Παπανδρέου διαταράχτηκαν. Σε βιβλίο του, που αποτελούσε ημερολόγιο, χαρακτήρισε έμμεσα το ΠΑΣΟΚ σαν «το πιο αντιπνευματικό κόμμα από συστάσεως του Ελληνικού Κοινοβουλίου», μέσα στις μυλόπετρες του οποίου «συνθλίφτηκε η γλυκιά Μελίνα».
Το 2002 ο μεγάλος συγγραφέας ένιωσε μια πρωτοφανή πίεση. Τότε κυκλοφόρησε σε πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους -μεταξύ κουτσομπολιού και «πληροφόρησης»- ότι αυτός ήταν ο «εγκέφαλος» της 17 Νοέμβρη. Ο ίδιος ο Βασιλικός είχε εξιστορήσει σε συνέντευξή του το 2003 πώς τελικά ξεκίνησε η αβάσιμη φήμη:
«Eγώ, όπως οι απατημένοι σύζυγοι, το έμαθα τελευταίος. Μια μέρα με πλησίασε ένας κύριος στο αεροπλάνο, πριν από οχτώ – εννιά μήνες, μου συστήθηκε και μου είπε ότι ένα πολιτικό πρόσωπο της συντηρητικής παράταξης, ένας απ’ τους αρχηγούς, είχε πει ότι εγώ ήμουν ο αρχηγός της 17 Nοέμβρη. “Aλλά”, μου λέει, “εγώ δεν το πιστεύω”. Eγώ γέλασα, βέβαια. Περνάει ο καιρός κι αρχίζει να βουίζει όλη η Αθήνα. Όταν, στις 29 Iουνίου 2002, έσκασε η βόμβα στα χέρια του Ξηρού, αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες ότι με συνέλαβαν. Είδα και τη φωτογραφία μου πρωτοσέλιδη σε περιοδικό!»
Και συνέχισε ο Βασιλικός: «Τελικά, η όλη ιστορία ξεκίνησε επειδή οι Aμερικανοί, παρακινημένοι από έναν σύμβουλο του Κωνσταντίνου Mητσοτάκη, έβαλαν τα βιβλία μου στο κομπιούτερ για να τα συγκρίνουν με τις προκηρύξεις και να βρούνε κοινές λέξεις. Από το ’92 δούλευαν πάνω στα βιβλία μου».
Τελευταία φορά που συναντήθηκε με τον Κώστα Γαβρά ήταν τον Σεπτέμβριο 2021 στη Μητρόπολη Αθηνών, στο λαϊκό προσκύνημα για τον Μίκη Θεοδωράκη. Αν και το όνομά του είχε συζητηθεί ακόμα και για την Προεδρία της Δημοκρατίας κατά καιρούς, ο ίδιος δεν φάνηκε να ξεπέρασε ποτέ τη «λάσπη» περί 17Ν: «Το γεγονός και μόνο πως υπήρξαν κάποτε υποψίες για μένα, αρκεί για μια μεγάλη ταλαιπωρία, την οποία δεν έχω καμία διάθεση να υποστώ. Γι’ αυτό και δεν ξαναπήγα από τότε στην Αμερική»…
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1933 στην Καβάλα. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ και σκηνοθεσία τηλεόρασης στη δραματική σχολή του Γέιλ. Υπήρξε σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, συγγραφέας, αναπληρωτής γενικός διευθυντής στην ΕΡΤ1 (1981-1984), δημοτικός σύμβουλος Δήμου Αθηναίων (1994-1996), πρέσβης εκ Προσωπικοτήτων της Ελλάδας στην UNESCO (1996-2004), πρόεδρος της Εταιρίας Συγγραφέων (2001-2005). Στις εκλογές του 2019 τοποθετήθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Ελληνας συγγραφέας, μετά τους Καζαντζάκη, Ρίτσο, Καβάφη. Βιβλία του έχουν εκδοθεί και στη γραφή Μπράιγ. Συνολικά, έγραψε πάνω από 110 βιβλία.
Δείτε επίσης:
- Την Δευτέρα η κηδεία του Βασίλη Βασιλικού
- Η απόφαση της ΕΣΗΕΑ για να τιμήσει τη μνήμη του Βασίλη Βασιλικού
- Ο πολιτικός κόσμος αποχαιρετά τον εμβληματικό συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό