Η ελληνική παραγωγή δημιουργήθηκε την άνοιξη του 2017, με βασικό στόχο να αφυπνίσει το πολιτικό σύστημα, τους φορείς, αλλά και την κοινή γνώμη για την αξία και την συμβολή της μεταποιητικής βιομηχανίας τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στην κοινωνία.
Η βιομηχανική παραγωγή στην χώρα μας συνεχίζει να αντιμετωπίζει δυσκολίες και αδυνατεί να αναπτυχθεί όπως θα έπρεπε. Κι αυτό συμβαίνει σε μια ΚΡΙΣΙΜΗ περίοδο σαν την σημερινή, όταν οι ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ευρωπαϊκές χώρες έχουν θέσει την βιομηχανία στο επίκεντρο των πολιτικών τους.
Γιατί δυστυχώς, η γενικότερα επικρατούσα αντίληψη για την παραγωγή αγαθών στην χώρα μας δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά, παρ’ ότι η βιομηχανία στήριξε αξιοσημείωτα την οικονομία στις πρόσφατες κρίσεις και στην περίοδο της πανδημίας. Κι αυτό το ζει καθημερινά ο παραγωγικός κόσμος της χώρας.
Αναγνωρίζουμε ότι γίνονται προσπάθειες. Αλλά ενώ έχουμε μείνει πίσω από χώρες που κάποτε υστερούσαν σε σύγκριση με μας, δεν φαίνεται να δρομολογούνται –στον βαθμό που χρειάζεται– οι ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ αλλαγές για να αποκτήσουμε έναν ισχυρό πυλώνα μεταποίησης, όπως έχουν χτίσει οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Έναν ισχυρό και κρίσιμο πυλώνα από τον οποίο φυσικά αντλούν σημαντικούς πόρους και στηρίζουν και τα δημοσιονομικά τους και το επίπεδο ζωής των πολιτών τους.
Είναι παράδοξο το ότι ο τομέας της οικονομίας, ο οποίος έχει τις μεγαλύτερες συγκριτικά προοπτικές για να μεγαλώσει και να στηρίξει το εθνικό εισόδημα, η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΓΑΘΩΝ, είτε τις περισσότερες φορές δεν αναφέρεται καθόλου στον δημόσιο διάλογο είτε παρουσιάζεται τελευταίος και χωρίς ουσιαστική προτεραιότητα στις εθνικές στρατηγικές. Και μιλάμε για δεκάδες διακριτούς κλάδους μεταποίησης.
Η χώρα μας εμφανίζεται –εκ του αποτελέσματος– να μην έχει πιστέψει ακόμα στην αναγκαία εθνική στροφή προς την ενίσχυση της παραγωγής, και δη της εξωστρεφούς παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών.
Η τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ παρουσιάζει την θέση της χώρας μας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε ὅ,τι αφορά δείκτες, μεγέθη και επιδόσεις της παραγωγικής δραστηριότητας και επίσης παρουσιάζει τις βασικές τάσεις στην ελληνική μεταποίηση.
Θα ήθελα να σταθώ σε 2 σημεία της τα οποία είναι ενδεικτικά:
1ον – Στο γεγονός ότι η παραγωγικότητα της εργασίας ή καλύτερα η κατά ΚΕΦΑΛΗΝ παραγωγικότητα είναι πολύ χαμηλή στην χώρα μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο δείκτης αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με την εργατικότητα ή με την αποδοτικότητα των εργαζομένων. Στην ουσία δείχνει τον χαμηλό βαθμό της βιομηχανικής έντασης, της παρουσίας γραμμών παραγωγής, της βιομηχανικής εγκατεστημένης ισχύος. Η χώρα μας έχει ιδιαίτερα χαμηλή επίδοση σ’ αυτόν τον δείκτη, και αυτό δείχνει ότι το μέγεθος της βιομηχανίας της είναι μικρό αλλά και πιθανότατα ότι το μείγμα της μεταποιητικής δραστηριότητας κλίνει προς ελαφρότερες μορφές μεταποίησης, με μικρότερη παραγωγικότητα.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι η διαφορά της κατά κεφαλήν παραγωγικότητας μεταξύ της χώρας μας και του ευρωπαϊκού μέσου όρου διευρύνεται ξεκάθαρα την τελευταία δεκαετία.
Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε την εξέλιξη του δείκτη αυτού και στις άλλες χώρες, αλλά το προφανές είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να γίνει περισσότερο βιομηχανική, γιατί συνεχίζει να χάνει το τραίνο! Η Ευρώπη και ο κόσμος στρέφονται στην Ε-ΠΑ-ΝΑ-ΒΙΟ-ΜΗ-ΧΑ-ΝΙ-ΣΗ.
Το 2ο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ είναι οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ, δείκτης που στην μελέτη συσχετίζεται με χώρες που έχουν μέγεθος πληθυσμού συγκρίσιμο με αυτό της Ελλάδας. Παρά την σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, η χώρα μας εξακολουθεί να είναι τελευταία, και με σημαντική διαφορά.
Είμαστε δυστυχώς οι ουραγοί της Ευρώπης (στις εξαγωγές) ενώ φαίνεται πολύ καθαρά ότι οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες εκεί βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της οικονομίας τους. Είναι προφανές πως χρειαζόμαστε μια αλλαγή αντίληψης και έναν εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό γύρω απ’ τις εξαγωγές.
Η Ελληνική Παραγωγή είναι διαθέσιμη εφ’ όσον της ζητηθεί να συμβάλλει στην ποιοτική ανάλυση και εμβάθυνση ορισμένων αριθμητικών στοιχείων της μελέτης, για μην βγαίνουν εύκολα και βιαστικά συμπεράσματα.
Ένα σύνηθες βιαστικό συμπέρασμα, για παράδειγμα, είναι ότι ένας από τους βασικότερους λόγους της χαμηλής παραγωγικής ανάπτυξης είναι το μικρό μέγεθος των εταιρειών στην Ελλάδα. Δεν θεωρώ ότι εκεί βρίσκεται η άκρη του νήματος.
Κάτι που υποτιμάται ή και εν πολλοίς αγνοείται στο δημόσιο διάλογο: ότι η μεταποιητική δραστηριότητα έχει την ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ συνεισφορά στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών –μπροστά και από την ναυτιλία και από τις τουριστικές ταξιδιωτικές εισπράξεις. Κι αυτό, παρά την εκτεταμένη αποβιομηχάνιση των τελευταίων δεκαετιών.
Το στοιχείο αυτό καταρρίπτει άλλο ένα, τραγικό για μας στερεότυπο, ότι η χώρα δεν έχει βιομηχανία ή ότι δεν είναι κατάλληλη για βιομηχανία, κάτι που δυστυχώς επίσης έχει ακουστεί.
Όπως επίσης έχει τεθεί, –με ποια λογική δεν καταλαβαίνω– το ψευτοδίλημμα «βιομηχανία ή τουρισμός». Σκεφτείτε παρακαλώ την Ελβετία και την Πορτογαλία που μας ξεπερνούν και στα δύο.
Ας το ξεκαθαρίσουμε: Η βιομηχανία συμβάλλει στην ανθεκτικότητα μιας οικονομίας, στην αποκεντρωμένη ανάπτυξη, στην δημιουργία προοπτικών εξέλιξης και καριέρας για τους νέους, στον μετριασμό των ανισοτήτων και την διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής. Άμεσα δημιουργεί συνέργειες με τους άλλους τομείς της οικονομίας και ιδιαίτερα με το εμπόριο, τις μεταφορές, τις κατασκευές, με πολλές υπηρεσίες, ακόμα και με την παιδεία, προσφέροντας τους ΥΨΗΛΟΤΕΡΟΥΣ πολλαπλασιαστές απασχόλησης αλλά και οικονομικής δραστηριότητας.
Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει αυτά τα δεδομένα;
Η βιομηχανία-μεταποίηση είναι ένας τομέας που αποτελείται από πολλές διαφορετικές παραγωγικές δραστηριότητες, συχνά εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους.
Έτσι, σαν σύνολο, σταθεροποιεί την οικονομία γιατί η μεγάλη διαφοροποίηση που διαθέτει μειώνει το ρίσκο και δημιουργεί προϋποθέσεις για αναπτυξιακή σταθερότητα.
Κάποιοι αναρωτιούνται: «Μα τι θα παράξει η Ελλάδα»; Να τους υπενθυμίσουμε ότι οι διεθνείς και ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας είναι πραγματικά αχανείς και σε μέγεθος αλλά και σε φάσμα παραγομένων προϊόντων. Κυριολεκτικά, ὅ,τι βρίσκεται γύρω μας, αποτελείται από πρώτες ύλες, ημιπροϊόντα, εξαρτήματα, βοηθητικές ύλες και παράγεται από γραμμές παραγωγής που κι αυτές χρειάζονται αντίστοιχα πολλών ειδών προϊόντα για να λειτουργήσουν.
Πολύ σημαντική παράμετρος είναι και οι αλλαγές που βιώνουμε στο διεθνές περιβάλλον. Σε μια εποχή μεγάλων γεωπολιτικών αναταράξεων, βλέπουμε όλα τα γεωπολιτικά μπλοκ να στρέφονται ξανά στην βιομηχανία. Το βλέπουμε στις ΗΠΑ, όπου με γενναία κίνητρα προωθείται η επαναβιομηχάνιση, το βλέπουμε και στην Ευρώπη, όπου παρά τις δυσκολίες στις κοινές αποφάσεις, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υιοθετούν μέτρα για την στήριξη της βιομηχανίας τους.
Η ελληνική βιομηχανία έχει πετύχει πολλά μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Το παρόν παραγωγικό οικοσύστημα δείχνει ότι η χώρα και έχει τις δυνατότητες και επί πλέον διαθέτει μια αυξανόμενη διασπορά στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, αρκετών μάλιστα με τεχνολογική ένταση.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις:
- Προχώρησαν δυναμικά στην μετάβαση προς «πράσινες» διαδικασίες παραγωγής, κυρίως στην χρήση καυσίμων και ενέργειας αλλά και πρώτων υλών.
- Αύξησαν την συνεργασία και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους, μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων με αμοιβαία οφέλη για τις δυο πλευρές.
- Και επένδυσαν σοβαρά στην εξέλιξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων με θετικά αποτελέσματα όχι μόνον στην προσωπική παραγωγικότητα αλλά και στις αποδοχές.
Το να αποφασίσει η χώρα να εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο αύξησης της παραγωγής αγαθών δεν είναι κάτι ουτοπικό ούτε μια δυνατότητα που ανήκει στο παρελθόν. Είναι μια απόλυτα ρεαλιστική στρατηγική, την οποία όλοι πλέον ακολουθούν.
Πιστεύω ότι η πρώτη συνθήκη για να αλλάξει κάτι είναι ο ειλικρινής διάλογος και η συνεννόηση με τον παραγωγικό κόσμο. Να διαμορφώσουμε μια μακρόπνοη βιομηχανική στρατηγική που θα εστιάζει στα κρίσιμα θέματα που απασχολούν την βιομηχανία και επιδρούν αρνητικά στην ανταγωνιστικότητά της: το μη μισθολογικό κόστος, το δυσμενές φορολογικό καθεστώς για τις βιομηχανικές επενδύσεις, το ενεργειακό κόστος, η ανεπάρκεια χρηματοδοτικών εργαλείων υποστήριξης επενδύσεων, θέματα κατάρτισης και επανακατάρτισης ανθρώπινου δυναμικού και φυσικά κίνητρα συνδεόμενα με την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, αντίστοιχα με αυτά που θεσπίζονται και υλοποιούνται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Γι’ αυτό θεωρούμε σημαντική την σύσταση Υπουργείου Βιομηχανίας. Γιατί ο παραγωγικός κόσμος χρειάζεται έναν βασικό συνομιλητή που θα έχει την ευθύνη τουλάχιστον για τα βασικά ζητήματα που επιδρούν στην λειτουργία και την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας. Έχουμε εξαιρετική συνεργασία με τον Υπουργό Ανάπτυξης Κ. Σκρέκα, και γίνονται βήματα. Αλλά για πολλά νευραλγικής σημασίας θέματα για μας, όπως το ενεργειακό κόστος, τα επενδυτικά κίνητρα, οι αδειοδοτήσεις, τα θέματα ανθρώπινου δυναμικού και άλλα, πρέπει να απευθυνόμαστε αλλού. Και τελικά, την συνολική ευθύνη για την βιομηχανία, για τα προβλήματα αλλά και για τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται ώστε να αναπτυχθεί, δεν την έχει κανείς.
Κλείνοντας θέλω να επαναλάβω ότι η ενίσχυση της βιομηχανίας μεταποίησης μικρού και μεγάλου μεγέθους είναι η πιο σημαντική προοπτική, για να αυξηθεί η παραγωγή πλούτου στην χώρα μας. Επίσης το να αποφασίσει να μπει η χώρα σε έναν ενάρετο κύκλο αύξησης της παραγωγής αγαθών, δεν είναι ουτοπικό, δεν είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Είναι το μέλλον μας!!! Είναι μια απόλυτα ρεαλιστική στρατηγική. Είναι η στρατηγική, που πλέον ακολουθούν οι περισσότερες οικονομίες του κόσμου.