Ανησυχητικά μεγάλες διαστάσεις έχει λάβει το τελευταίο διάστημα η διασπορά της ψώρας στην Βρετανία, την ώρα που παρατηρείται τεράστια έλλειψη στα φάρμακα. Οι γιατροί κάνουν λόγο για μία «εφιαλτική» κατάσταση που απειλεί σοβαρά τη δημόσια υγεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την εβδομάδα 27 Νοεμβρίου – 4 Δεκεμβρίου 2023 αναφέρθηκαν 484 κρούσματα ψώρας από 500 οικογενειακούς ιατρούς σε Αγγλία και Ουαλία. Την αντίστοιχη εβδομάδα του 2022 όμως είχαν αναφερθεί μόλις 94 περιστατικά.
Ως εκ τούτου, η κατάσταση έχει θορυβήσει τους γιατρούς. «Προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία το γεγονός ότι η ψώρα εξαπλώνεται στις μονάδες φροντίδας, τις φοιτητικές εστίες και άλλους χώρους μαζικής διαβίωσης», δήλωσε ο Dr. Mabs Chowdhury, ομότιμος καθηγητής Δερματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ και πρόεδρος της Βρετανικής Εταιρείας Δερματολογίας (BAD) και συνέχισε:
«Οι συνθήκες αυτές δυσχεραίνουν πολύ την αντιμετώπισή της. Ακόμα και ένας ασθενής να μην θεραπευθεί πλήρως, μπορεί να ξαναμολύνει όλους τους άλλους. Δεδομένων των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε στην κοινωνική φροντίδα και τις ελλείψεις σε θεραπείες, οι οργανισμοί δημόσιας Υγείας πρέπει να προετοιμαστούν για πολλαπλά κρούσματα στις μονάδες φροντίδας».
«Έχει μεγάλη σημασία η γρήγορη θεραπεία των ασθενών»
Η ψώρα αντιμετωπίζεται συνήθως με τοπική επάλειψη αντιψωρικών παρασιτοκτόνων σκευασμάτων. Ωστόσο, τα πιο σοβαρά περιστατικά μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με ειδικό φάρμακο που λαμβάνεται από το στόμα.
«Η ψώρα δεν είναι από μόνη της σοβαρή πάθηση. Ωστόσο είναι πάρα πολύ ενοχλητική και επηρεάζει την ποιότητα ζωής των πασχόντων. Επομένως έχει μεγάλη σημασία η γρήγορη θεραπεία των ασθενών», δήλωσε απ΄την πλευρά της, η καθηγήτρια Kamila Hawthorne, πρόεδρος του Βασιλικού Κολλεγίου Οικογενειακών Ιατρών (RCGP) και συμπλήρωσε:
«Από τον περασμένο Ιούλιο, όμως, βλέπουμε ολοένα περισσότερα κρούσματα – πολύ περισσότερα απ’ ό,τι ο μέσος όρος της τελευταίας πενταετίας. Αυτό είναι ιδιαιτέρως εμφανές στη βόρεια Αγγλία. Στα τέλη Νοεμβρίου τα κρούσματα εκεί ήταν διπλάσια από τον μέσο όρο της εποχής. Έφταναν στα 3 ανά 100.000 πληθυσμού».