Το έγκλημα στα Τέμπη δεν παραγράφεται ούτε από την κοινωνία ούτε από τη Δικαιοσύνη ούτε -πάνω απ’ όλους- από τις ματωμένες καρδιές των οικογενειών, που έχασαν μέλη τους σε αυτό το μακελειό.
Η αλληλεγγύη των Ελλήνων για τα θύματα και τις οικογένειές τους έχει μετουσιωθεί σε ενεργή στήριξη του αιτήματος για κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας, καθώς και για την αναθεώρηση του Συντάγματος και την ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, όταν προκύπτει ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων.
Μέχρι τη στιγμή που συντάσσεται το παρόν, έχουν συλλεχθεί 1.021.026 υπογραφές που ζητούν την παύση του ακαταδίωκτου των βουλευτών και των υπουργών. Οι πολίτες εκφράζουν με ηχηρό τρόπο αυτό το αίτημα, επειδή οι μέχρι τώρα χειρισμοί της κυβέρνησης δείχνουν ότι θέλει να κουκουλώσει το θέμα και να αφήσει στο απυρόβλητο τα πολιτικά πρόσωπα.
Η αίσθηση της κοινωνίας για την απόπειρα της κυβέρνησης να συγκαλύψει την αλήθεια για τα Τέμπη ενισχύεται και από το μπάζωμα του χώρου του δυστυχήματος και από τα ψέματα που αποδείχθηκε ότι έλεγε ο Γιώργος Γεραπετρίτης, όταν λειτούργησε ως μεταβατικός υπουργός Μεταφορών, και από εκείνα που η «δημοκρατία» απέδειξε ότι έλεγε ο Κώστας Καραμανλής.
Ο κ. Γεραπετρίτης ισχυριζόταν ότι εκείνο το μοιραίο βράδυ λειτουργούσε η τηλεδιοίκηση στη Λάρισα και πως ο σταθμάρχης μπορούσε να κάνει την αυτόματη χάραξη δρομολογίου. Οι εργαζόμενοι στον ΟΣΕ τον διέψευσαν. Ο κ. Καραμανλής έλεγε πως δεν είχε ενημέρωση για κίνδυνο δυστυχήματος στον ΟΣΕ. Η εφημερίδα μας, όμως, έφερε στο φως της δημοσιότητας έγγραφο του 2021, στο οποίο ο τότε διευθύνων σύμβουλος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, Φίλιππος Τσαλίδης, προειδοποιούσε τον Καραμανλή ότι είναι «ορατός ο κίνδυνος να υπάρξει ένα συμβάν μεγίστης σοβαρότητας».
Και τώρα, ο κ. Καραμανλής με την άθλια ανακοίνωση που δημοσιοποίησε, αντί να ζητήσει συγγνώμη από τον λαό, προβαίνει σε εκδήλωση αυτοθαυμασμού επειδή «η προσωπική μου οδύνη και η συναίσθηση της πολιτικής ευθύνης με οδήγησαν εκείνη την ημέρα στην άμεση παραίτηση».
Γι’ αυτό είναι απολύτως δικαιολογημένο και θεμιτό το παλλαϊκό αίτημα για κατάργηση του ακαταδίωκτου των βουλευτών.