Εξελίξεις υπάρχουν στην υπόθεση του θανάτου του φοιτητή από τα Σπάτα Νικόλα Ντουρτουρέκα στις 14 Ιουλίου 2022. Ο νεαρός είχε βρεθεί κρεμασμένος από την ντουλάπα του δωματίου του την νύχτα με την μεγαλύτερη πανσέληνο με σατανιστικά σημάδια να έχουν βρεθεί στο σαλόνι. Έχουν περάσει είκοσι μήνες από τον θάνατό του και το κουβάρι της υπόθεσης μοιάζει να είναι εξαιρετικά μπλεγμένο…
Για το περιστατικό υπήρξε παρέμβαση εισαγγελέα για να γίνει συμπληρωματική έρευνα μετά τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ». Στο πλαίσιο της διαδικασίας, η Εισαγγελία ζήτησε από την μητέρα να προσκομίσει χειρόγραφα του φοιτητή με αποκρυφιστικά σύμβολα και οδηγίες που παραπέμπουν σε τελετουργικό μαύρης μαγείας.
Η μητέρα έχει υποβάλλει μέσω του δικηγόρου της Άρη Παναγιωτόπουλου, μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου και αγνώστων δραστών. Ο πατέρας μέσω του δικηγόρου του έκαναν παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, με αίτημα συσχετισμού με την δικογραφία που έχει σχηματιστεί από την αστυνομία. Παράλληλα διόρισαν τεχνικό σύμβουλο, τον ειδικό ιατροδικαστή Χαράλαμπο Κούτση, ο οποίος αναμένεται να υποβάλλει την έκθεσή του. Οι ίδιοι θεωρούν πως στην έρευνα έχουν γίνει αστοχίες, παραλείψεις αλλά και καθυστερήσεις. Υποστηρίζουν ότι το παιδί τους δολοφονήθηκε και δεν αυτοκτόνησε όπως είπε αρχικά η αστυνομία.
Η εισαγγελία υποστηρίζει πως η λύση για τον θάνατό του βρίσκεται στο δωμάτιο του και στο σαλόνι όπου βρέθηκαν στοιχεία μαύρης μαγείας.
«Κάποιοι αλλοίωσαν τα στοιχεία στον τόπο…»
Ο πατέρας του άτυχου Νικόλα μίλησε για τις εξελίξεις στην Αγγελική Νικολούλη.
«Είμαι ικανοποιημένος, για την ώρα, με την εξέλιξη των πραγμάτων. Είναι μεγάλη επιτυχία του δικηγόρου μου και της κυρίας Νικολούλη που έδωσε το έναυσμα για να εξετάσει την υπόθεση η κυρία εισαγγελέας και να δώσει εντολή για νέες καταθέσεις. Έχω κληθεί και εγώ προκειμένου να βοηθήσω να διαλευκανθεί η υπόθεση. Όποιος το έκανε αυτό στον Νικόλα πρέπει να είναι γνωστός του και να ξέρει το σπίτι καλά.», λέει.
Ο ίδιος λέει πως αλλοιώθηκαν τα στοιχεία στον τόπο του μαρτυρίου του γιου του.
«Το κινητό του, το κομπιούτερ του, τα δαχτυλικά αποτυπώματα, το ποιοι ήταν μέσα, ποιοι άνοιξαν την πόρτα, ποιοι άγγιξαν την πόρτα, γιατί δεν ήρθε ιατροδικαστής επί τόπου, γιατί δεν απέκλεισαν τον χώρο για να γίνει ακριβής καταγραφή των στοιχείων. Αυτή η αλλοίωση εμένα με ενόχλησε και απορώ γιατί δεν τηρήθηκε το πρωτόκολλο σε αυτήν την υπόθεση.»
Η μητέρα είπε για την εισαγγελική παρέμβαση:
«Για εμένα αυτή η εξέλιξη είναι όχι μόνο θετική, σωτήρια θα έλεγα. Είναι δικαίωση, γιατί από την πρώτη στιγμή φωνάζω ότι είναι εγκληματική ενέργεια».
Η ίδια θυμάται τι συνέβη το βράδυ της 14ης Ιουλίου.
«Ήταν η ώρα 12 παρά τέταρτο, όταν με πήρε ο άλλος μου γιος ο Βασίλης για να μου πει ότι ο Νικόλας δεν ανοίγει το σπίτι και δεν ανταποκρίνεται στα χτυπήματα του. Εγώ ήμουν στην δουλειά μου στην Αρτέμιδα. Ρώτησα τον γιό μου αν το αμάξι του ήταν απέξω και μου απάντησε θετικά. Έκανα δεκαοχτώ κλήσεις στο κινητό του. Πήρα και στο σταθερό και εκεί δεν απάντησε κανένας. Ανησύχησα, σκέφτηκα μήπως του συνέβη κάτι. Την ώρα που μπήκα στο αμάξι, καθ’ οδόν για το σπίτι, πήρα τηλέφωνο την αστυνομία. Μου είπαν ότι πρέπει να πάρω έναν κλειδαρά για να μου ανοίξει. Όλα αυτά τα έκανα ενώ οδηγούσα. Πήρα και την πυροσβεστική και είπα τι συμβαίνει. Πήρα και το 166, είπα πως είναι ο γιος μου μέσα και ότι είχε ένα θέμα με την καρδιά του, αν του έχει συμβεί κάτι, πρέπει να τον πάμε σε νοσοκομείο. Οπότε τους πήρα όλους αυτούς μέχρι να φτάσω».
«Είχα πάρει ένα σκληρό μαχαίρι και προσπαθούσα να σπρώξω το κλειδί που ήταν από πίσω από την πόρτα για να ξεκλειδώσω. Αφού δεν το κατάφερα προσπάθησα να μπω από το παράθυρο της κουζίνας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.»
«Περίπου στις 12:30 ήρθε η αστυνομία και περίμεναν έξω από το σπίτι τον κλειδαρά. Κατά την μία και τέταρτο έφτασε ο κλειδαράς. Τον πήγα από την πόρτα της κουζίνας και κατάφερε να ανοίξει το παράθυρο και να ξεκλειδώσει. Εγώ περίμενα έξω από την κεντρική πόρτα της μεζονέτας να μου ανοίξει να μπω.»
«Κοίταξα στο μπάνιο αλλά δεν ήταν κανείς, πήγα να ανοίξω την πόρτα αλλά ήταν κλειδωμένη, χτύπησα και δεν απάντησε κανείς. Φώναξα να μου ανοίξει ο κλειδαράς, αλλά όταν είδα ότι καθυστερεί κλώτσησα την πόρτα και την άνοιξα.»
Όπως αναφέρει, το παράθυρο και η σίτα του δωματίου του ήταν μισάνοιχτα, πράγμα που της προξένησε ερωτήματα, αφού δεν συνήθιζε να το κάνει.
«Γυρνάω το κεφάλι μου, βλέπω ότι το κρεβάτι του ήταν άδειο. Με το που κάνω έτσι τον βλέπω κρεμασμένο στην ντουλάπα με τα χέρια του δεμένα πίσω».
Η ποδιά που φορούσε ο Νικόλας στα εργαστήρια της σχολής, κρέμεται τώρα στην ίδια θέση στην ντουλάπα.
«Προσπαθώ με αυτόν τον τρόπο να ζωντανέψω την μορφή του. Ίσως θέλω να ξεγελάσω τον εαυτό μου ότι μέσα εκεί μπορεί να τον δω. Όταν τον βρήκα ήταν στον αέρα. Τα ποδαράκια του είχαν μια ελαφριά κάμψη, που σημαίνει ότι δεν υπήρχε κάτι να πατήσει κάτω. Βέβαια είχε κάποια βιβλία σκόρπια, αλλά ήταν αυτά που διάβαζε, τα γαλλικά του. Δεν θα μπορούσε να τα βάλει κάποιος και να πατήσει. Του πιάνω το προσωπάκι και ήταν παγωμένος και εκείνη την ώρα έπαθα σοκ. Είχε ένα κορδόνι με τέσσερις κύκλους γύρω από τον λαιμό του και ο τέταρτος τον κράταγε από το πόμολο. Δεν θυμάμαι ποιος βοήθησε και τον κατεβάσαμε, μπορεί να ήταν και ο κλειδαράς. Τον παίρνω αγκαλιά και από το βάρος πέφτω στο κρεβάτι μαζί με το παιδί. Ήταν ο κλειδαράς εδώ και λέω κόψε μου τα σκοινιά. Τα κόβει με ένα κοπτάκι και του λέω «πρόσεξε μην τον κόψεις». Με το που λύνονται τα σκοινιά, πιάνω τον σφυγμό του. Εκείνη την ώρα μπαίνει άνθρωπος του ΕΚΑΒ και ένας αστυνομικός».
Σχετικά με τα σατανιστικά σημάδια είπε η γυναίκα:
«Το κινητό του ήταν πεσμένο εδώ, πάνω σε ένα πάπλωμα που είχαμε και ήταν κουβαριασμένο. Αφύσικο δηλαδή για αυτήν την εποχή. Παίρνω το κινητό στα χέρια μου, εκείνη τη στιγμή ήταν μπροστά οι αστυνομικοί και απλά κοιτούσαν. Είχε βάλει ένα μοτίβο που εγώ δεν το ήξερα, απλά πάτησα το κουμπί και είδα ότι είχε μια κλήση από το αφεντικό του, δεκαοχτώ κλήσεις από εμένα και πέντε κλήσεις από την κολλητή του φίλη και θεωρώ ότι αυτή κάτι γνωρίζει και δεν λέει. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι υπήρχαν δυο πράγματα που δεν ταίριαζαν στην εποχή. Πέρα από το πάπλωμα και ένα μπουφάν δικό μου μωβ. Απ’ ότι έμαθα μετά, το μωβ θεωρείται χρώμα σατανισμού. Και αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι στο μνήμα του είχα βρει λουλούδια μωβ και πετρούλες μωβ. Πεντάλφα για πρώτη φορά στο σπίτι μας είδα την επόμενη μέρα το πρωί.»
Όπως αναφέρει, τα πράγματα στο μπάνιο ήταν περίεργα πεσμένα στο πάτωμα, σαν κάποιος να έψαχνε κάτι.
«Το σενάριο της αυτοκτονίας το έχω αποκλείσει. Υπήρχε συρτάρι να πατήσει αν το ήθελε. Θεωρώ ότι ή κάποιος τον καθοδηγούσε να κάνει κάτι ή τον μάθαινε. Τον έβαζε σε κάποια μονοπάτια που τον έφεραν στο σημείο αυτό. Για εμένα είναι βέβαιο ότι υπήρχε παρουσία άλλου προσώπου μέσα στο δωμάτιο».
«Στην τραπεζαρία υπήρχαν μόνο δυο κόκκινες καρέκλες οι οποίες ήταν τοποθετημένες αντικριστά. Κάτι που δεν ήταν τις προηγούμενες μέρες. Υπήρχαν και περίεργα σημειώματα τα οποία είδα εκ των υστέρων. Δεν είχα ξαναδεί λιωμένα κεριά όπως αυτά που είχε πάνω στην τραπεζαρία. Κάποιος με αυτό που έκανε στον Νικόλα μου τον οδήγησε στον θάνατο.»
«Εγώ έφυγα κατά τις 6μιση από το σπίτι αλλά δεν ανέβηκα πάνω στα δωμάτια. Μιλήσαμε περίπου στις 9 παρά δέκα στο τηλέφωνο αλλά εκείνη την στιγμή ένιωσα σαν να του μιλούσε κάποιος και του αποσπούσε την προσοχή. Μετά κατέβηκε κάτω κατά τις 10 και τέταρτο στο σπίτι της μαμάς μου. Πρωινό δεν έφαγε και ανέβηκε πάλι πάνω. Η κλειδωμένη πόρτα και όλα τα άλλα που συνέβησαν, δεν τα έκανε αυτός. Ήταν χέρι ξένο.»
«Αυτός που το έκανε αυτό είναι εκεί έξω και κυκλοφορεί ανάμεσα στα παιδιά μας. Όσο ζω θα ψάχνω να τον βρω…», κατέληξε η μητέρα.
«Έπαθα σοκ με αυτό που είδα…»
Στην εκπομπή μίλησε και ο αδερφός του άτυχου φοιτητή που τον αντίκρισε νεκρό.
«Όταν μπήκα στο δωμάτιο, έπαθα σοκ. Δεν το περίμενα αυτό που είδα. Ήταν δεμένα τα χέρια του πίσω από την πλάτη και δεν ακουμπούσαν τα πόδια του στο έδαφος.»
Σχετικά με τις περίεργες συνήθειες του 19χρονου είπε:
«Έβρισκα μαύρα κεριά πολλές φορές μες στο σπίτι, είχε ζωγραφίσει μια πεντάλφα στον συναγερμό και τον είχα πετύχει στην τραπεζαρία στο σαλόνι να κάθεται μέσα στο σκοτάδι κάτω από το φως κεριών να κάνει κάτι και φοβήθηκα.»
Ο Νίκος του είχε μιλήσει για αυτά που έκανε και του είχε πει ότι είναι τρόπος «να προστατευτείς ή να τιμωρήσεις κάποιον…».
«Το είχα πει στην μητέρα μου αλλά κι εκείνη όπως κι εγώ σκέφτηκε ότι δεν είναι κάτι σπουδαίο», λέει χαρακτηριστικά.