Το μεγαλύτερο πρόβλημα μετά την ακρίβεια και τους καθηλωμένους μισθούς αποτελεί για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας η εύρεση προσιτής στέγης. Καθώς με την έναρξη της κρίσης από το 2009 και έπειτα παρατηρήθηκε η ταυτόχρονη καθίζηση των αμοιβών και των τιμών των ακινήτων, από το 2018 σημειώνεται μια παράλογα ανισόρροπη επαναφορά και των δύο, με συνέπεια όσοι δεν έχουν την τύχη να κληρονομούν ένα σπίτι κυριολεκτικά αδυνατούν να κάνουν τη δική τους οικογένεια.
- Από τον Σπύρο Γεράρδη
Εδώ και τουλάχιστον ενάμιση χρόνο, οι ειδικοί κάνουν λόγο για ξεκάθαρη στεγαστική κρίση, φαινόμενο του οποίου το μέγεθος αρνείται η κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε από το βήμα της Βουλής τον Φεβρουάριο ότι υπάρχει πρόβλημα, ωστόσο τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής όχι μόνο δεν το έλυσαν, αλλά ειδικότερα σε αρκετές περιπτώσεις επιλέχθηκαν παρεμβάσεις που απλά το μεταθέτουν γεωγραφικά, όπως είναι, για παράδειγμα, οι περιορισμοί στην Golden Visa.
Αυτό που βιώνουν εκατομμύρια συμπολίτες μας καθημερινά, δηλαδή το… σαφάρι για την εξασφάλιση μιας κατοικίας με λογικό κόστος, έχει αποτυπωθεί το τελευταίο διάστημα από μια σειρά από επίσημους φορείς, με την απαρίθμηση των δεδομένων να ζαλίζει.
Ειδικότερα, από το 2018 έως το 2023 η αύξηση των ενοικίων για ακίνητα κατάλληλα για οικογένειες (80-110 τ.μ. – 2 υ/δ) κυμαίνεται από 43,2% έως 52,1%. Για το ίδιο χρονικό διάστημα (2018-2023) η αύξηση των ενοικίων για ακίνητα κατάλληλα για νέους ή/και φοιτητές διαμορφώθηκε από 53% έως 63%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 74,2% των ενοικιαστών στη χώρα μας να δαπανά άνω του 40% του εισοδήματος για το κόστος στέγασης, σύμφωνα με τη Eurostat, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 21,2%. Επιπλέον, το 71,9% των Ελλήνων 18 έως 34 ετών ζει στο παιδικό του δωμάτιο και η χώρα μας κατέχει τη δεύτερη θέση στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε., σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή.
Για πολλές δεκαετίες το πρόβλημα κρυβόταν κάτω από το πολύ υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα, τάση που όμως και αυτή έχει αρχίσει να αντιστρέφεται. Συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα από το 2019 έως το 2022 το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες και ανήλθε στο 72,8%. Η μείωση αυτή αντιστοιχεί σε 102.695 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα το 2019 – Eurostat). Στη χώρα μας δεν έχει καταγραφεί μικρότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης από το 2005 έως και σήμερα, ακόμη και από τα δύσκολα χρόνια των Μνημονίων.
Αυτά τα δεδομένα σε ό,τι αφορά τα ακίνητα έρχονται να προστεθούν σε μια συνεχόμενη τάση μείωσης των πραγματικών εισοδημάτων των πολιτών από το 2019 και έπειτα. Αναλυτικά, το 26,3% των Ελλήνων βρίσκεται στο όριο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έρευνα του ΙΜΕ- ΓΣΕΒΕΕ, το 30,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε, με τον μέσο όρο της μείωσης στο 24,7%. Για το 60,6% των νοικοκυριών το εισόδημα δεν επαρκεί και περιορίζει τις δαπάνες του. Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη απόκλιση πραγματικού και ονομαστικού μισθού σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς το ελληνικό νοικοκυριό δαπανά το 20% του μισθού για βασικά είδη διατροφής, ενώ στην Ευρώπη ο μέσος όρος είναι 10%. Επιπλέον, οι Ελληνες, σύμφωνα με τη Eurostat, είχαν το πέμπτο χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα (9.520 ευρώ) το 2022 στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά τη Βουλγαρία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία.