Σφίγγει το δημοσιονομικό «λουρί» από το 2025 η Ευρώπη, καθώς έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια επιστρέφουν οι αυστηροί κανόνες για το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Το νέο πλαίσιο έλαβε και την τυπική έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στην πράξη, δεν αλλάζουν οι στόχοι του υφιστάμενου πλαισίου, που προβλέπουν «ταβάνι» στο έλλειμμα στο 3% και ανώτατο όριο χρέος στο 60% του ΑΕΠ, ωστόσο επέρχονται σημαντικές αλλαγές, όπως, για παράδειγμα, στο πως θα πρέπει να μειώνεται το δημόσιο χρέος για κάθε χώρα, αλλά και ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα τίθενται με βάση τις δαπάνες και όχι το δημοσιονομικό ισοζύγιο.
Το νέο πλαίσιο προβλέπει πως τα έσοδα της κάθε χρονιάς θα επηρεάζουν τις παροχές των επόμενων ετών. Στην ουσία, ακόμα και αν ο Προϋπολογισμός υπερβαίνει τους στόχους, δεν θα εξαντλούνται όλα τα διαθέσιμα επιπλέον κονδύλια σε παροχές. Ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργείται θα αφήνει χρήματα για τις επόμενες χρονιές, ενώ θα πρέπει να υπάρχουν και κονδύλια για έκτακτες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, είναι οι φυσικές καταστροφές.
«Κλειδί» οι δαπάνες
Τον πλέον σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του Προϋπολογισμού και της δημοσιονομικής πολιτικής θα παίζει από το 2025 ο δείκτης δαπανών, δηλαδή το πόσο θα δαπανά κάθε χρόνο η χώρα μας για να μειώνει σταθερά το δημόσιο χρέος της.
Σύμφωνα με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, τα κράτη με χρέος πάνω από 90% (όπως η Ελλάδα) θα πρέπει να πετυχαίνουν μείωση 1%, ενώ εκείνα με δημόσιο χρέος μεταξύ 60% και 90% θα πρέπει να μειώνουν το χρέος τους κατ’ ελάχιστο 0,5%. Αν ίσχυαν και το 2025 οι σημερινοί δημοσιονομικοί κανόνες, τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος της κατά 4% με 5%.
Ειδικές συστάσεις
Η Κομισιόν στο τέλος Ιουνίου θα ανακοινώσει τις ειδικές συστάσεις για κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά για τη δημοσιονομική πολιτική το 2025. Εκεί θα τεθεί και το πλαφόν για την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών, που δεν θα μπορεί να ξεπερνά ένα ορισμένο ποσοστό, που πιθανότατα θα είναι κοντά στο 3%. Ρόλο-κλειδί, όμως, θα παίζει το βάθος της εξυγίανσης, το οποίο θα κλιμακώνεται είτε ανοδικά στην πάροδο των τετραετών προγραμμάτων είτε θα βαίνει μειούμενο.
Στην περίπτωση που η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών είναι μικρότερη από το πλαφόν, μόνο τότε θα δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος για νέες παροχές σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο ρυθμός αύξηση των δαπανών είναι πάνω από το πλαφόν, θα αφαιρείται δημοσιονομικός χώρος από τα επόμενα έτη.
Παράλληλα, μειώνονται και οι ελάχιστες απαιτήσεις για περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Για την Ελλάδα το ανώτατο όριο του ελλείμματος από 0,5%-0,7% σήμερα, με τους νέους κανόνες διαμορφώνεται στο 1,5 % του ΑΕΠ. Ωστόσο, ακόμα και μια μικρή απόκλιση της τάξεως του 0,3% κάθε χρόνο ή 0,6% σε επίπεδο τετραετίας, η χώρα θα μπορεί να μπαίνει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Δηλαδή, η χώρα θα μπορεί να μπαίνει σε… περιπέτειες ακόμα και αν το έλλειμμα ξεφύγει κατά 300.000.000-400.000.000 ευρώ τον χρόνο.
Φοροελαφρύνσεις και παροχές μόνο με ισοδύναμα μέτρα
Σήμερα οι πρωτογενείς δαπάνες στη χώρα μας ανέρχονται στα 100 δισ. ευρώ. Οπως εξηγούσαν κυβερνητικά στελέχη, το νέο πλαίσιο επιτρέπει την ανακοίνωση νέων παρεμβάσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις μόνο αν χρηματοδοτείται από την αντίστοιχη των εσόδων.
Στην περίπτωση, για παράδειγμα, που προχωρήσει ο σχεδιασμός για την επαναφορά της «13ης σύνταξης», η οποία κοστίζει 3 δισ. ευρώ τον χρόνο, ή την επαναφορά του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο, που το ζητά η αξιωματική αντιπολίτευση και κοστίζει 2,2 δισ. ευρώ τον χρόνο, όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής προ ημερών, και η κυβέρνηση έχει καλύψει τον χώρο της αύξησης των πρωτογενών δαπανών, θα πρέπει είτε να κόψει ισόποσα δαπάνες από άλλους τομείς είτε να βρεθούν ισοδύναμα μέτρα ύψους 3 δισ. ευρώ από την πλευρά της φορολογίας.
Ετσι, τέτοιου είδους μέτρα, με σημαντικό δημοσιονομικό αποτύπωμα, θα μπορούν να εφαρμοστούν μόνο στην περίπτωση που το κράτος δεν έχει καλύτερο το πλαφόν στις πρωτογενείς δαπάνες του.
Για την εξεύρεση, πάντως, νέων επιπλέον πόρων για τα κρατικά ταμεία, το οικονομικό επιτελείο στρέφεται στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Τα στοιχεία από την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών οδηγούν στη σταθερή μείωση του κενού ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, το κενό ΦΠΑ ήταν 23,9% το 2019, το 2021 ανήλθε στο 17,8% και ο στόχος είναι ως το 2027, με την περαιτέρω επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την εφαρμογή των παρεμβάσεων για τη φοροδιαφυγή, να μειωθεί στο 9%.
Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της Κομισιόν προβλέπει, επίσης, πως το κάθε κράτος-μέλος θα πρέπει να εκπονεί έναν Προϋπολογισμό 4ετίας, με τη δυνατότητα για επιπλέον τρία έτη, της οποίας δεν πρόκειται να κάνει χρήση η Ελλάδα. Αυτός ο Προϋπολογισμός θα αποτελεί το «Ευαγγέλιο» για το υπουργείο Οικονομικών, καθώς θα πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένους στόχους.