Τέσσερα χρόνια χρειάστηκε να περιμένουν οι ιδιοκτήτες επαγγελματικών ακινήτων για να πληροφορηθούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι τα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια για τις διαφορές τους με το Δημόσιο, που είχε αναλάβει επί κορονοϊού να καλύπτει τα μισθώματα για όσους ενοικιαστές αδυνατούσαν λόγω Covid-19 να τα καταβάλουν.
Αυτό αποφάσισε το Δ΄ τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας, με την υπ’ αριθμόν 626/2024 7μ απόφασή του, που έκρινε ότι αρμόδια για να επιλύσουν τις δικαστικές διαμάχες για τα μισθώματα Covid-19, που ανακύπτουν μεταξύ ιδιοκτητών ακινήτων και Δημοσίου, είναι τα πολιτικά δικαστήρια και όχι το ΣτΕ. Η υπόθεση των μισθωμάτων καταστημάτων και άλλων επαγγελματικών χώρων που είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους με απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, λόγω Covid-19, ήταν ένα από τα θέματα που είχαν προκαλέσει δυνατές αναταράξεις τότε.
Με νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών του Covid-19 είχε αποφασιστεί η μερική ή ολική απαλλαγή των ενοικιαστών από την υποχρέωσή τους για καταβολή του μισθώματος στους ιδιοκτήτες – εκμισθωτές των ακινήτων. Ως γνωστόν, προκειμένου να μετριαστούν οι δυσμενείς για τους ιδιοκτήτες συνέπειες, το Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το ίδιο τμήμα των ενοικίων, με αντίστοιχες προς τους ιδιοκτήτες των ακινήτων χρηματικές παροχές. Στο μεταξύ προέκυψαν διαφορές και διαφωνίες για την καταβολή των μισθωμάτων μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιοκτητών ακινήτων που προσέφυγαν στο ΣτΕ.
Τέσσερα χρόνια μετά το Δ΄ τμήμα του ανώτατου δικαστηρίου, με την υπ’ αριθμόν 626/2024 7μ απόφασή του, έκρινε ότι αρμόδια για να επιλύσουν τις δικαστικές διαμάχες για τα μισθώματα Covid-19 που ανακύπτουν μεταξύ ιδιοκτητών ακινήτων και Δημοσίου είναι τα πολιτικά δικαστήρια και όχι το ΣτΕ.
Oπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «…δεν είναι πράξεις άσκησης δημόσιας εξουσίας ούτε επιχειρούνται για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, η δε σχετική υποχρέωση του Δημοσίου, ως αναλαβόντος την ευθύνη του μισθωτή, εντάσσεται στον ενοχικό δεσμό της σύμβασης μίσθωσης από τον οποίο αντλεί και τη φύση της. Κατά συνέπεια, οι διαφορές που ανακύπτουν από τη δικαστική αμφισβήτηση των ανωτέρω πράξεων (ή παραλείψεων), όπως η ένδικη διαφορά, είναι ιδιωτικές, υπαγόμενες, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων».