Η γραφειοκρατία, η καχυποψία, αλλά και η άγνοια, είναι οι αιτίες που «φρενάρουν» τις κλινικές μελέτες στη χώρα μας, έναν τομέα που θα μπορούσε να ενισχύσει τα κρατικά ταμεία ως και με δύο δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Δυστυχώς, όμως, οι πολύμηνες καθυστερήσεις στις εγκρίσεις των αδειών, που ξεπερνούν ακόμα και τους επτά μήνες, αλλά και η άγνοια των διοικήσεων των νοσοκομείων, έχουν ως αποτέλεσμα σήμερα να γίνονται ελάχιστες έρευνες σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως το Βέλγιο, που έχει ίδιο πληθυσμό αλλά βάζει ετησίως στα ταμεία του 2.5 δισεκατομμύρια ευρώ!
Δείτε επίσης: Ενίσχυση των μικρομεσαίων ζητά ο πρόεδρος της Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ
Στη χώρα μας την περίοδο 2010-2018 κάθε χρόνο γίνονταν περίπου 160 κλινικές δοκιμές στις οποίες συμμετείχαν 5.000 ασθενείς. Συνολικά το συγκεκριμένο διάστημα έγιναν 825 κλινικές δοκιμές και συμμετείχαν περίπου 25.000 ασθενείς. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η Ελλάδα είναι ουραγός στην κλινική έρευνα με επενδύσεις μόνο 42.000.000 ευρώ ετησίως.
Καχυποψία
«Η έλλειψη γραφείων κλινικών μελετών και η καχυποψία των διοικητών των νοσοκομείων είναι ορισμένοι από τους παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξή τους στο ΕΣΥ» τόνισε ο Δημήτρης Μπούμπας, καθηγητής Παθολογίας – Ρευματολογίας και διευθυντής της Δ΄ Παθολογικής Κλινικής στο Αττικό Νοσοκομείο, σε συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ασθενών με Ρευματικά Νοσήματα «ΡευΜΑζην».
«Χωρίς την έρευνα, έχουμε μόνο εντυπώσεις και γνώμες και όχι δεδομένα, οπότε δεν ξέρουμε πού πατάμε και πού βρισκόμαστε. Τα κέρδη από τις κλινικές έρευνες επιστρέφουν στους ανθρώπους και την κοινωνία» τόνισε.
Η πρόεδρος της ΡευΜαζην Κατερίνα Κουτσογιάννη παρουσίασε τα αισιόδοξα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο περίπτερο της Ομοσπονδίας στην 84η ΔΕΘ, στην οποία συμμετείχαν 1.226 άτομα.
Το 72,6% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως γνωρίζουν τί είναι οι κλινικές μελέτες, το 55,9% ήταν θετικοί να συμμετάσχουν σε αυτές, ενώ 45,1% έθεσαν ως προϋποθέσεις την πλήρη εξασφάλιση της υγείας τους και 30,2% την επαρκή ενημέρωση. Το 93% συμφώνησαν ότι είναι σημαντική η συμμετοχή των ασθενών από το στάδιο του σχεδιασμού των κλινικών μελετών, ώστε να καλύπτονται πραγματικά οι ανάγκες τους