Ξεκίνησα τη δημοσιογραφία από το λεγόμενο «διπλωματικό ρεπορτάζ», οπότε τα χάλια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είχα την ευκαιρία να τα ζήσω από πρώτο χέρι τα τελευταία 30 χρόνια. Δεν θυμάμαι ποτέ όμως τόσο πολλούς πρέσβεις επί τιμή να ασκούν δημόσια κριτική στην κυβερνητική πολιτική και να προειδοποιούν ότι βαδίζουμε σε λάθος δρόμο. Οτι ξεφτιλιζόμαστε κυνηγώντας, για παράδειγμα, τους Σκοπιανούς από πίσω να εφαρμόσουν μια συμφωνία που εμείς -υποτίθεται- κρίνουμε βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Παλιές καραβάνες της διπλωματίας, όπως ο Δημήτρης Καραϊτίδης, ο Λευτέρης Καραγιάννης, ο Βασίλης Μπορνόβας, ο Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος και ο Γιώργος Αϋφαντής, με τεράστια εμπειρία στις πλάτες τους, νιώθουν την ανάγκη να τοποθετηθούν για τα συνεχή στραβοπατήματα στα εθνικά θέματα. Και αυτό λέει πολλά. Γιατί οι πρέσβεις, ακόμη και μετά την αποστρατεία τους, είναι συνήθως φειδωλοί στα σχόλια για τους χειρισμούς των πολιτικών.
Την ώρα, ωστόσο, που η παλαιότερη φουρνιά διπλωματών έχει «απασφαλίσει» με τις διαδοχικές υποχωρήσεις, κάποιοι άλλοι εν ενεργεία υποδύονται με προθυμία τους εντολοδόχους του κυρίου Μητσοτάκη, ο οποίος πλέον ασκεί προσωπική στρατηγική στα εθνικά θέματα, εξυπηρετώντας επιδιώξεις τρίτων.
Το είδος αυτό του «ευπειθούς υπαλλήλου», του γλείφτη υποτακτικού δηλαδή, που πλειοδοτεί σε επινοήσεις ενδοτισμού για να γίνει αρεστός στους πολιτικούς προϊσταμένους, πάντα ανιχνευόταν στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών – ας μην κοροϊδευόμαστε.
Ανθρωπάκια που δεν τολμούν να πουν τη γνώμη τους ή να προτείνουν λύσεις που εμπεριέχουν πολιτικό ρίσκο, επειδή φοβούνται τη δυσμένεια του «κυρίου υπουργού» και την πιθανή μετάθεση σε ένα δύσκολο πόστο. Και, από την άλλη, «πρόθυμοι» για… όλες τις δουλειές. Ετοιμοι να υπηρετήσουν την νέα τάξη πραγμάτων και να φανούν αρεστοί σε ξένες διπλωματικές αποστολές, όπως εκείνος ο ανεκδιήγητος πρόξενος που έσπευσε στη Μαριούπολη όχι για να διασφαλίσει την τύχη του ελληνικού πληθυσμού, αλλά για να απεγκλωβίσει τους «χαφιέδες» του ΟΑΣΕ, που έδιναν πληροφορίες για τη διάταξη των ρωσικών δυνάμεων στους Ουκρανούς.
Το μικρόβιο της υποτέλειας
Στις μέρες μας, το μικρόβιο του ενδοτισμού και της υποτέλειας, που έχει για τα καλά παρεισφρήσει στα κοινοβουλευτικά έδρανα της χώρας, μεταφέρεται πλέον και στους διαδρόμους του υπουργείου Εξωτερικών μέσα από ένα πανίσχυρο γυναικείο δίδυμο: την υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και την επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού Αννα Μαρία Μπούρα. Κοινό μυστικό είναι ότι η πρώτη επέβαλε τη δεύτερη. Γιατί έχουν την ίδια ακριβώς διπλωματική αντίληψη – της «μικράς, εντίμου και υπάκουης» ευρωπαϊκής αποικίας, που δεν πρέπει να έχει φιλοδοξίες και αξιώσεις μεγαλύτερες από το μπόι της.
Το δόγμα λοιπόν του «καρπαζοεισπράκτορα» των Βαλκανίων, που ξεδιπλώθηκε με μοναδική μαεστρία από τον πρωθυπουργό τις προηγούμενες ημέρες, εκπονείται, προετοιμάζεται και προσαρμόζεται στις λεπτομέρειές του από αυτές τις δύο κυρίες. Η κυρία Μπούρα επιμελείται κυρίως τον φάκελο των Ελληνοτουρκικών υπό την επιστασία της κυρίας Παπαδοπούλου, ενώ η τελευταία διατηρεί και την αρμοδιότητα για τα ζητήματα των Δυτικών Βαλκανίων και τις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Ο Γεραπετρίτης ασχολείται μόνο με ζητήματα πρωτοκόλλου. Ξέρετε, υποκλίσεις, χοροεσπερίδες και τα συναφή.
Οι δύο κυρίες
Από αυστηρά διπλωματική σκοπιά, αυτές οι δύο κυρίες ευθύνονται για όσα κωμικοτραγικά ζήσαμε τις τελευταίες μέρες. Και οι ευθύνες, όταν φτάνουν στις παρυφές της εθνικής μειοδοσίας, δεν είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα – να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Η κυρία Παπαδοπούλου έχει χρηματίσει επικεφαλής της πρεσβείας μας στα Τίρανα.
Επομένως, γνωρίζει τις κουτοπόνηρες αλβανικές πρακτικές απέξω και ανακατωτά. Κι όμως, ήταν εκείνη που είχε ενστάσεις για τη συμμετοχή του Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ., προκειμένου να μη «θυμώσουν» οι Αλβανοί. Είναι η ίδια που εισηγήθηκε (ως αντάλλαγμα;) διολίσθηση της ελληνικής θέσης για το Κοσσυφοπέδιο από το «καταψηφίζουμε» στο «απέχουμε», και φυσικά είναι εκείνη που έδωσε το πράσινο φως για το εθνικιστικό πανηγύρι του Ράμα στο Γαλάτσι. Ενα πανηγύρι που εξελίχθηκε σε φιέστα του UCK με Κοσοβάρους στην καρδιά της Αθήνας.
Αυτό το τελευταίο αποτελεί ασυγχώρητο ατόπημα για ανώτερη Ελληνίδα διπλωμάτη που έχει υπηρετήσει στα Τίρανα. Είναι αδύνατον να μην ήξερε η κυρία Παπαδοπούλου ποιος θα οργάνωνε την ομιλία του Ράμα. Ποιος θα έφερνε τα πούλμαν και θα συντόνιζε τις μετακινήσεις σε ρόλο «συγκεντρωσιάρχη». Και αυτός δεν ήταν άλλος από έναν κατ’ όνομα συνάδελφο της κυρίας Παπαδοπούλου, τον επικεφαλής του «γραφείου συνδέσμου του Κοσόβου στην Αθήνα» που υποδύεται τον διπλωμάτη, αλλά είναι σίγουρα κάτι άλλο.
Δεν χρειάζεται να είσαι μάντης για να προβλέψεις τι ακριβώς ήθελε να κάνει ο Ράμα στην Αθήνα. Να προκαλέσει ήθελε, διαβεβαιώνοντας τους συμπατριώτες του ότι πλέον αυτοί είναι τα αφεντικά στην Ελλάδα. Η εκδήλωση δεν είχε καμία σχέση με προεκλογική ομιλία. Γι’ αυτό και πουθενά, μα πουθενά, δεν υπήρχε μια σημαία ή ένα σήμα έστω του αλβανικού σοσιαλιστικού κόμματος. Οι μοναδικές σημαίες που κυμάτιζαν ήταν οι κόκκινες, με τον δικέφαλο αετό της Σκιπερίας. Και, δυστυχώς, ήταν πολλές.
Από την πλευρά της, η κυρία Μπούρα ήταν αυτή που είχε την ευθύνη για την προετοιμασία της επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Αγκυρα. Αντί να εισηγηθεί την ακύρωσή της έπειτα από μια σειρά σκόπιμων προκλήσεων που στόχο είχαν να γελοιοποιήσουν τον Μητσοτάκη, όπως η διδασκαλία της «Γαλάζιας Πατρίδας» στα τουρκικά σχολεία και η μετατροπή ενός ακόμη χριστιανικού μνημείου σε τζαμί, ήταν εκείνη που επέμενε να πραγματοποιηθεί το ταξίδι. Και έστησε τον Ελληνα πρωθυπουργό σαν ατζέντη του Ισραήλ. Μόνο για τη Χαμάς είχε αποφασιστική θέση, μη τυχόν και τον παρεξηγήσουν οι Αμερικανοί. Για όλα τα υπόλοιπα που αφορούν την πατρίδα μας, τη Κύπρο, τη Θράκη, το Αιγαίο, μασούσε τα λόγια του. Και, στο τέλος, κατάπιε όλες τις προκλήσεις αμάσητες.
Η κυρία Μπούρα έχει ευθύνη που δημοσιεύτηκε προκαταβολικά συνέντευξη του Τούρκου πρωθυπουργού σε «πρόθυμη» ελληνική εφημερίδα, οριοθετώντας την ατζέντα της συνάντησης, χωρίς να φροντίσει να υπάρξει ανάλογη συνέντευξη του Μητσοτάκη σε τουρκικό μέσο. Αντ’ αυτού, λίγες ώρες πριν από τη συνάντηση με τον Ερντογάν, ανέβηκε στο επίσημο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της γείτονος, το περιβόητο Anadolu, ένα εμπρηστικό άρθρο του ψευδομουφτή της Ξάνθης, που διεκτραγωδούσε τα… δεινοπαθήματα των Τούρκων στη Θράκη. Η πρόκληση ήταν εμφανής. Αλλά η κυρία Μπούρα δεν την είδε.
Και παρέμεινε στην εισήγηση «χαμηλών τόνων» για το Μειονοτικό, με αναφορές στην ελληνική μειονότητα, η οποία, πέραν κάποιων εκατοντάδων ηρωικών ομογενών, δεν υφίσταται. Εκτός αν εννοεί ο κ. Μητσοτάκης ως Ελληνες της Κωνσταντινούπολης κάποιους περίεργους επιχειρηματίες, που πηγαινοέρχονται μεταξύ Λονδίνου και Πόλης σε απόλυτη διαπλοκή με την (πέριξ του Ερντογάν) τουρκική οικονομική ολιγαρχία και το Φανάρι.
Η κυρία Μπούρα, τέλος, φέρει ευθύνες που στο επίσημο γεύμα παρακάθισε σαν γλάστρα και ο Βαρθολομαίος, νομιμοποιώντας ντε φάκτο τις αθλιότητες των Τούρκων με τα μνημεία της Ορθοδοξίας.
Ασφαλώς, οι αποφάσεις και οι επιλογές βαρύνουν πρωτίστως εκείνους τους πολιτικούς που τις κάνουν. Αλλά, όταν οι λεγόμενοι «υπηρεσιακοί» πλειοδοτούν στο ξεπούλημα, σημαίνει ότι το σαράκι του ενδοτισμού ή της εθελοδουλίας (όπως θέλετε πείτε το) έχει διαποτίσει για τα καλά και τον κρατικό μηχανισμό…