Πονοκέφαλο αποτελούν σε κάθε κυβέρνηση τα έσοδα και ο τρόπος είσπραξής τους! «Συμβάλλοντας» λοιπόν στην εξεύρεση λύσεων, προτείνουμε αφιλοκερδώς εποικοδομητικές ιδέες. Μια καλή ιδέα θα ήταν για παράδειγμα, είτε ένας φόρος περιττών κιλών, είτε –ακόμα καλύτερα – ένας φόρος για κάθε προεκλογική υπόσχεση που δεν τηρείται…
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Οι προτάσεις μας βέβαια έχουν να κάνουν με τους πραγματικούς φόρους οι οποίοι επιβλήθηκαν κατά το παρελθόν, σε ανάλογες… δύσκολες στιγμές!
Δείτε επίσης: Η ιστορία των πρώτων προϋπολογισμών της επανάστασης του 1821
Η φορολογία ξεκίνησε από την αρχαιότητα ως υποχρέωση ανθρώπων να καταβάλλουν αντικείμενα ή προϊόντα αξίας σε άρχοντες ή κράτη. Συνήθως σε κάθε περιοχή υπήρχε ένας άρχοντας με στρατιωτική, πολιτική εξουσία ή ήταν απλά ένας γαιοκτήμονας στον οποίο αποδίδονταν οι εισφορές, και αυτός με τη σειρά του τις έστελνε στην ανώτατη κρατική αρχή.
Να σημειωθεί, ότι σχεδόν ταυτόχρονα με τη φορολογία αναπτύχθηκε και το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, ώστε να δημιουργηθούν ειδικές «υπηρεσίες» συλλογής φόρων για την εξασφάλιση της είσπραξης των φόρων και τον ακριβή υπολογισμό του κάθε φόρου. Αυτές οι «υπηρεσίες» ταυτόχρονα μπορούσαν να επιδικάσουν ποινές σε φοροφυγάδες.
Αν λοιπόν σας φάνηκε περίεργος ο φόρος της «πίτας με γύρο», πως θα σας φαινόταν να πληρώνατε για τα παράθυρα του σπιτιού σας, για τον αριθμό των καπέλων που έχετε στη ντουλάπα σας ή ακόμη και για… τη γενειάδα σας; Στην προσπάθεια, λοιπόν, να βοηθήσουμε όλοι μαζί την ανοικοδόμηση της οικονομίας, ψάξαμε και βρήκαμε τους πιο παράξενους φόρους, που έχουν επιβληθεί ανά τον κόσμο.
Ο φόρος της γενειάδας
Στην παγκόσμια ιστορία, αυτός ο φόρος κάνει την εμφάνισή του τουλάχιστον δύο φορές. Η πρώτη είναι στην Αγγλία του 16ου αιώνα, επί βασιλείας Ερρίκου του 7ου. Ο βασιλιάς, ο οποίος ήταν ο ίδιος γενειοφόρος, αποφάσισε να επιβάλει φόρο σε κάθε πολίτη που ήταν αξύριστος, με το ύψος της εισφοράς να καθορίζεται από την κοινωνική του θέση.
Η δεύτερη περίπτωση παρατηρείται στη Ρωσία, στα χρόνια του τσάρου Πέτρου Α’. Ο άρχων θεωρούσε πως οι συνήθειες των υπηκόων του δεν συμβάδιζαν με αυτές των «πολιτισμένων» Δυτικών. Μία από αυτές τις συνήθειες ήταν κι η δημοφιλής στους άνδρες, γενειάδα. Προκειμένου να «συνετίσει» τους πολίτες, φορολόγησε το 1705 τη γενειάδα. Σήμερα, θα μπορούσε με την επιβολή τέτοιου φόρου, να καλύψει μεγάλες τρύπες στην οικονομία
Δηλώστε τα χρήματα από την διακίνηση ναρκωτικών
Αν φαίνεται ακατόρθωτο για μια κυβέρνηση να πείσει τους πολίτες να δηλώνουν όλα τα εισοδήματα τους στην εφορία, φανταστείτε πόσο τρελό είναι να τους λέει να δηλώσουν τα χρήματα που κέρδισαν από διακίνηση ναρκωτικών.
Κι όμως, οι οδηγίες για την συμπλήρωση της φορολογικής δήλωσης από την Αμερικανική IRS (Internal Revenue Service) επιμένουν ότι «παράνομο εισόδημα, όπως χρήματα από την διακίνηση παράνομων ναρκωτικών, πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στην φόρμα δήλωσης εισοδήματος 1040, γραμμή 21!!!»
Φόρος απελευθέρωσης σκλάβου – «Φιλιππινέζας»
Στην Αρχαία Ρώμη θεσπίστηκε ο φόρος απελευθέρωσης, ο οποίος ουσιαστικά απαιτούσε χρήματα από κάποιον που δεν ήταν πια σκλάβος. Σε μερικές περιπτώσεις επιβαλλόταν στους ιδιοκτήτες που αποφάσιζαν να απελευθερώσουν κάποιον, αλλά τις περισσότερες φορές το χρέος έπεφτε στον πρώην σκλάβο που έπρεπε να παραδώσει το 10% της τιμής που είχε σαν σκλάβος στην Ρώμη.
Φόρος για την εξουδετέρωση αντιπάλων
Ο Oliver Cromwell θέσπισε αυτόν τον φόρο το 1655 για τους ευγενείς που εξακολουθούσαν να υπάρχουν στην Αγγλία αφότου ανέλαβε την εξουσία. Ο Cromwell χρησιμοποίησε μερικά από τα χρήματα που εισέπραττε για να χρηματοδοτήσει την πολιτοφυλακή που πολεμούσε εναντίον των άλλων ευγενών.
Ο φόρος ύπαρξης
Στην Αγγλία του 14ου αιώνα, θεσπίστηκαν αρκετοί φόροι της κατηγορίας poll taxes (φόροι που πρέπει να πληρώσουν όλοι οι ενήλικες ανεξαρτήτως εισοδήματος), με κορυφαίο τον φόρο που έπρεπε να πληρώσει κάποιος επειδή απλά και μόνο ζούσε. Κάποιες διαμαρτυρίες ξέσπασαν, κάποιοι χωρικοί επαναστάτησαν και έτσι ξεκίνησε η ιδιαιτέρως καταστροφική «εξέγερση των χωρικών».
Ο φόρος του βραβείου Νόμπελ
Οι χρηματικές απολαβές από ένα βραβείο Νόμπελ φορολογούνται από την Αμερικανική IRS. Αυτό θα λέγαμε ότι ακούγεται λίγο παράδοξο, μιας και σύμφωνα με τα λόγια του Alfred Nobel, το βραβείο απονέμεται σε αυτούς που «έχουν προσφέρει το μέγιστο όφελος στο ανθρώπινο γένος».
Ωστόσο εκτός από τους Νομπελίστες, φορολογεί και τους κατόχους βραβείων Πούλιτζερ καθώς και άλλων χρηματικών επάθλων εκτός και αν δωρίσουν το βραβείο σε φιλανθρωπικό οργανισμό ή στην κυβέρνηση.
Ο φόρος των μεταναστών
Οι φόροι σε ξένους και μετανάστες δεν είναι καθόλου ασυνήθιστοι ακόμη και στον 20ο αιώνα. Ο Καναδάς ξεκίνησε να φορολογεί τους Κινέζους μετανάστες το 1885 και σταμάτησε το 1923. Ο τερματισμός του φόρου αυτού δεν οφείλεται στην ξαφνική αλλαγή συναισθημάτων απέναντι στους μετανάστες αλλά στην ολοκληρωτική απαγόρευση της εισόδου Κινέζων μεταναστών στην χώρα. Εδώ υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό…
Ο φόρος του τζακιού
Όταν ένας «μονάρχης» ξεμένει από χρήματα και έχει ήδη φορολογήσει την ακίνητη περιουσία, τότε το μόνο που του απομένει είναι να φορολογήσει τυχαία τμήματα κατασκευών.
Το πρόβλημα με τον φόρο που επιβλήθηκε στην Αγγλία του 1660, ήταν ότι έπληττε κυρίως τις κατώτερες τάξεις (όπως γίνεται συνήθως, κάτι που οδήγησε αρκετούς να κρύβουν τις καμινάδες τους. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1684, όταν ξέσπασε πυρκαγιά που κατέστρεψε 20 σπίτια και σκότωσε 4 άτομα και η οποία οφειλόταν στις προσπάθειες ενός φούρναρη να κάνει χρήση της καμινάδας ενός γειτονικού σπιτιού.
Ο φόρος με την ονομασία Danegeld
Η ιστορία είναι γεμάτη με δυσβάσταχτους φόρους που πλήρωναν κάποιες χώρες σε άλλες ώς συνέπεια της ήττας τους στο πεδίο της μάχης. Έναν τέτοιο φόρο αναγκάστηκαν να πληρώνουν οι Σάξονες στους Δανούς που είχε την ονομασία Danegeld, δηλαδή φόρος του να μην σκοτώθηκαν από τους Δανούς. Το εξευτελιστικό προνόμιο του να είναι ο πρώτος που πλήρωσε τον φόρο αυτό, είχε ο βασιλιάς Etheired «ο απροετοίμαστος».
Φόρος για το καπέλο
Μεταξύ του 1784 και του 1811 στη Μεγάλη Βρετανία, οι κάτοχοι καπέλων υποχρεούνταν να καταβάλουν φόρο. Όσο περισσότερα καπέλα διέθετε κάποιος, τόσο μεγαλύτερη έπρεπε να είναι η συνδρομή του στο κράτος.
Η βρετανική κυβέρνηση, θεσπίζοντας τον συγκεκριμένο φόρο, κινήθηκε με βάση την παραδοχή ότι όσο πλουσιότερος είναι κάποιος πολίτης, τόσο περισσότερα καπέλα θα έχει. Σήμερα θα μπορούσε για παράδειγμα να προσθέσεις και τα σκουφιά το χειμώνα ή τα καπελάκια ηλίου το καλοκαίρι.
Φόρος των παραθύρων
Την 31η Δεκεμβρίου του 1695, ο τότε βασιλιάς της Σκωτίας, Γουίλιαμ ο Γ’, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την χρηματοπιστωτική κρίση, εισήγαγε έναν φόρο που πολύ απλά μπορεί να μεταφραστεί ως «φόρος των παραθύρων».
Ο νόμος αυτός προέβλεπε την υποχρεωτική καταβολή 2 σελινίων για κάθε οικία, ενώ αν η οικία διέθετε 10-20 παράθυρα το ποσό ανέβαινε στα 4 σελίνια. Οι Σκωτσέζοι αντέδρασαν δυναμικά στο μέτρο αυτό, με τους φτωχούς να «χτίζουν» τα παράθυρα.
Φόρος ονόματος
Το 1982 στη Σουηδία θεσπίστηκε ο «νόμος ονόματος», σκοπός του οποίου ήταν αρχικά να εξαλειφθεί η χρήση «βασιλικών» ονομάτων από μη ευγενείς. Οι φορολογικές αρχές έπρεπε να επιβλέπουν και να εγκρίνουν τα ονόματα που σκόπευαν να δώσουν οι γονείς στα νεογέννητα παιδιά τους.
Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση ενός ζευγαριού που το 1991 ως αντίδραση στο συγκεκριμένο μέτρο, αποφάσισε να ονομάσει το παιδί του Brfxxccxxmnpcccclllmmnprxvclmnckssqlbb11116 (προφέρεται Άλμπιν). Όμως, όταν δεν κατάφεραν τελικά να πιστοποιήσουν το όνομα μέχρι τα πέμπτα γενέθλια του παιδιού, κλήθηκαν από δικαστήριο να καταβάλουν πρόστιμο 5.000 κορωνών.
Ο φόρος των σκύλων
Στη συνεδρίαση της Βουλής την 4η Ιουνίου 1899 ο τότε υπουργός των Οικονομικών, Ανάργυρος Σιμόπουλος (επί κυβερνήσεως Γεωργίου Θεοτόκη) έφερε προς συζήτηση νομοσχέδιο «περί φορολογίας των κυνών». Το σκεπτικό του ήταν διττό. Με την επιβολή του φόρου αυτού:
1) θα περιοριζόταν ο αριθμός των σκύλων και θα περιστελλόταν η λύσσα, απ’ την οποία προσβάλλονταν πολλοί. Οι κάτοχοι κυνών, για να τους εκδοθεί πιστοποιητικό ότι είχαν υποβληθεί σε φορολογία, θα δήλωναν τα σκυλιά τους στις αστυνομικές αρχές και με τον τρόπο αυτό θα λαμβάνονταν από την Αστυνομία μέτρα για την προφύλαξη των πολιτών από τη λύσσα.
2) Θα αυξάνονταν τα δημόσια έσοδα κι έτσι θα ήταν δυνατή η μείωση κάποιων άλλων φόρων που επιβάρυναν τις παραγωγικές τάξεις» .
Βέβαια, δεν ήταν Ελληνικής έμπνευσης το φορολογικό μέτρο, διότι ήδη προϋπήρχε στην Αγγλία που το είχε επιβάλει λόγω αναζήτησης χρημάτων για τον πόλεμο με τη Γαλλία.
Ο Φόρος αυξήθηκε σε όλα από σαπούνι, τσάι, καπνό, παράθυρα και δαντέλες – και πράγματι δεν σταμάτησε εκεί. Υπήρχε φόρος για τα άλογα κ.λπ αλλά κανένας από αυτούς τους φόρους δεν δημιούργησε την ίδια αναταραχή με την επιβολή φόρου για τα σκυλιά το 1796.
Εκείνοι που υποστήριξαν το νομοσχέδιο τόνισαν ότι τα σκυλιά κατοικίδιων ζώων ήταν πολυτέλεια και κατανάλωναν τροφή που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα για τη διατροφή των φτωχών.
Οι αντίπαλοι υποστήριξαν ότι η ανάγκη για πράγματα πέρα από τα βασικά – όπως ένα σκυλί – ήταν ένα σαφώς ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι τα κατοικίδια ζώα ήταν φίλοι τους, και η επιβολή φόρου σε αυτούς άλλαζε τη γλώσσα της φιλίας σε εκείνη της δουλείας και της υπηρεσίας.
Βέβαια η «ιδέα» ήταν Γαλλικής προέλευσης. Ο γαλλικός φόρος σκύλων προτάθηκε να αποθαρρύνει την κυριότητα του σκύλου ως μέσο ελέγχου της νόσου ( λύσσας ) και να αυξήσει τη διαθεσιμότητα τροφίμων.
Ο φόρος σκύλων παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1882
Το 1830, επιβλήθηκε φόρος στους ιδιοκτήτες σκύλων στο Βερολίνο, αξίας 3 ταλίρων. Ήταν ένα σημαντικό ποσό και το μέτρο είχε ως στόχο να μειώσει την εξάπλωση των ασθενειών, που προκαλούνταν από τα σκυλιά.
Τα έσοδα θα χρησιμοποιούνταν για να κατασκευαστούν πεζοδρόμια στην πόλη. Μέσα σε πέντε χρόνια, από το 1830 έως το 1835, ο πληθυσμός των σκύλων στο Βερολίνο μειώθηκε από 5.900 σε 3.300. Με το πέρασμα του χρόνου, η αγάπη των Βερολινέζων για τα τετράποδα επικράτησε και άρχισαν να αποδέχονται τον φόρο. Τα σπίτια γέμισαν πάλι με κατοικίδια και οι δρόμοι με πεζοδρόμια.
Όμως το 1926, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, ο φόρος αυξήθηκε δραματικά. Το Βερολίνο του μεσοπολέμου είχε ανάγκη τα έσοδα και πλέον οι ιδιοκτήτες σκύλων έπρεπε να καταβάλουν 60 μάρκα, ποσό που θα αντιστοιχούσε σήμερα σε περισσότερα από 500 ευρώ. Η αύξηση οδήγησε τους Βερολινέζους σε δύσκολες αποφάσεις. Μέσα σε τέσσερα χρόνια «εξαφανίστηκαν» 40 χιλιάδες σκύλοι».
Ο νόμος στην Ελλάδα (πού αλλού), αποδείχτηκε προβληματικός, δεδομένου ότι ήταν δυσχερής η διάκριση των σκύλων σε διάφορες κατηγορίες (πολυτελείας, ποιμενικούς, κ.ά.), ώστε να καθοριστεί το ύψος του φόρου που αναλογούσε στην καθεμιά από τις παραπάνω κατηγορίες.
Παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες του υπουργείου των Οικονομικών να γεμίσει τα κρατικά ταμεία με τη φορολόγηση των σκύλων, ο νόμος δεν απέδωσε τα αναμενόμενα έσοδα. Το ομολόγησε ο ίδιος ο «εμπνευστής» του Α. Σιμόπουλος στη συνεδρίαση της Βουλής τη 13η Φεβρουαρίου 1902.
Κάνοντας αποτίμηση των αποτελεσμάτων του είπε: «Η εφαρμογή του έσχε δύο αποτελέσματα: πρώτον, εξήγειρε πολλά παράπονα παράπονα κατά της διακρίσεως των κυνών εις τας διαφόρους κατηγορίας, τουτέστιν αν είναι πολυτελείας, αν είναι ποιμενικοί, αν είναι συνήθεις κλπ. Αλλ’ έσχε και αποτέλεσμα ταμιευτικόν ανάξιον λόγου. Κατά τα πρώτα έτη η πρόσοδος (= τα έσοδα) ανήλθεν εις το ποσόν των 60.000 δραχμών.
Βραδύτερον όμως, λόγω των πολλών εξαιρέσεων προς κατάπαυσιν των εγερθέντων παραπόνων, η εκ του φόρου τούτου πρόσοδος κατήλθεν εις 40.075 δρχ… Απέναντι του τόσον ευτελούς ποσού η περαιτέρω διατήρησις του τοιούτου φόρου αποβαίνει αδικαιολόγητος».
Είχε λοιπόν το θάρρος (κάτι που δεν συμβαίνει με τους τωρινούς υπουργούς) να αναγνωρίσει την αναποτελεσματικότητα του νόμου και να προτείνει την κατάργησή του. Γι’ αυτό κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο «περί καταργήσεως του φόρου των κυνών» και ζήτησε από το προεδρείο της να αναγραφεί στην ημερήσια διάταξη προς συζήτηση και παράλληλα να τυπωθεί και να διανεμηθεί στους βουλευτές, για να ενημερωθούν για το περιεχόμενό του
Το 1893 μπήκε φόρος για την καταδίωξη των αρουραίων και των ακρίδων. Ο νόμος ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ της 17ης Φεβρουαρίου 1893, επέβαλε στους δημότες προσωπική εργασία για την καταδίωξη των αρουραίων και των ακρίδων… Όποιος συμπλήρωνε τα 3 ημερομίσθια ανά έτος δεν υποχρεούταν σε περαιτέρω παροχή εργασίας.
Κάθε νόμος με υποχρεώσεις όμως έχει πάντα και τις εξαιρέσεις του…
«Εξαιρούνται της τοιαύτης υποχρεώσεως:
1) Οι κληρικοί
2) Οι υπηρετούντες έν τω ενεργώ στρατώ
3) Οι υπερβάντες το 70ον έτος της ηλικίας
4) Οι ένεκα – σωματικής ή διανοητικής νόσου ανίκανοι προς πάσαν εργασίαν.»
Όσοι αρνούνταν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους πλήρωναν το διπλάσιο πρόστιμο. Το πρόστιμο ήταν ίσο με το ποσό που αναλογούσε στα μη εκτελεσθέντα ημερομίσθια. Για την ταχύτερη καταδίωξη σε ορισμένες περιοχές, ο νόμος προέβλεπε την επιβολή φόρου. Μισό λεπτό ανά οκά για τις εξαγωγές στο εξωτερικό ή τις εσωτερικές μεταφορές δημητριακών καρπών και αλεύρων και τρία λεπτά ανά οκά για τον καπνό.
Στις 29 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους (1893) δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ αρ. 242/1893, ο νόμος με την κατάργηση του φόρου. Όμως ο νόμος για την καταδίωξη των αρουραίων και των ακρίδων συνέχισε να ισχύει χωρίς τις διατάξεις που επέβαλαν τον φόρο. Ακολούθησε μια τροποποίησή του το 1911 με το ΦΕΚ 150 της 21ης Ιουνίου.
Τα Ημερομίσθια από 3 αυξήθηκαν σε 10, ενώ το πρόστιμο για τους μη συμμετέχοντες ορίστηκε σε 4 δραχμές ανά ημέρα. Στις 27 Δεκεμβρίου του 1914, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ο νέος νόμος (νόμος 512 περί καταστροφής των αρουραίων και των ακρίδων) ο οποίος κατάργησε το νόμο του 1893.
Ο νέος νόμος επέβαλε πιο δραστικά μέτρα για την καταστροφή των αρουραίων και των ακρίδων (μέχρι και οι μαθητές 2 φόρες την εβδομάδα θα βοηθούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις).….
Φόρος εις τους αναχωρούντας εις το εξωτερικόν
Με το νομοθετικό διάταγμα της 20ης Ιουνίου 1926 από την κυβέρνηση του Θόδωρου Πάγκαλου επεβλήθη «Φόρος εις τους αναχωρούντας εις το εξωτερικόν» .Η δικτατορική Κυβέρνηση Θεόδωρου Πάγκαλου ανέλαβε στις 26 Ιουνίου 1925 και έμεινε στην εξουσία για 13 μήνες μέχρι τις 19 Ιουλίου 1926 και ο φόρος επιβάλλονταν σε όσους αναχωρούσαν προς το εξωτερικό από την 1η Απριλίου μέχρι της 1 Οκτωβρίου εκάστου έτους. Το πρώτο άρθρο του νομοθετικού διατάγματος καθόριζε και το ύψος του φόρου:
- 5 λίρες Αγγλίας για τους Άνδρες και τις Γυναίκες
- 10 λίρες για όσες Γυναίκες ταξίδευαν μόνες τους.
- 3 λίρες για παιδιά μέχρι την ηλικία των 14 ετών
Ο φόρος δεν μπορούσε να υπερβεί τις 15 λίρες σε περίπτωση που αναχωρούσε για το εξωτερικό όλη η Οικογένεια.
Το 1833 μπήκε ο φόρος των «μικρών ξύλινων δοχείων»
Επί Βασιλείας του Όθωνος επιβλήθηκε ( 18 (30) Μαΐου 1835 ) φόρος στα «Μικρά ξύλινα δοχεία». Η ανωτέρω απόφαση ήταν «συμπληρωματική/διευκρινιστική» στο διάταγμα « Περί υλοτομίας κανονισμός» ( ΦΕΚ 40/12-12-1833 ) που μεταξύ άλλων όριζε ότι:
«Άρθρ.8 Διά την εις τα δάση κοπείσαν και μη εξεργασθείσαν ξυλείαν, αδιαφόρως ας ήναι προσδιωρισμένη διά καύσιμον, διά ναυπηγίαν, τορνείαν, ή δι’ άλλην τινά χρείαν, λαμβάνει η Κυβέρνησις ως δικαίωμα υλοτομίας εικοσιπέντε τα εκατόν επί της τρέχουσης τιμής. Αν δε η ξυλεία ήναι εξεργασμένη, π.χ. εις καμάρια, μαδέρια, σανίδας, στεφάνια, πεταυρα, κτλ. Πληρόνει μόνον είκοσι τοις εκατόν».
Ενδιαφέρον έχει η σύγκριση ορισμένων σημείων ( τότε και τώρα ), όπως: Η επίκληση του «δημοσίου συμφέροντος» και των «περιβαλλοντολογικών λόγων»…