Καμπανάκι κινδύνου χτυπά το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου & Προλήψεως των Ασθενειών (ECDC), σχετικά με τα κρούσματα της γονόρροιας που αυξάνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανθεκτικότητα απέναντι στα αντιβιοτικά, που υπονομεύει τις προσπάθειες θεραπείας και ελέγχου της νόσου.
Πρόκειται για ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, με τις λοιμώξεις που προκαλεί το υπαίτιο βακτήριο (λέγεται Neisseria gonorrhoeae) να γίνονται ανθεκτικές σε ευρέως χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά, όπως η πενικιλίνη, η σιπροφλοξασίνη και η αζιθρομυκίνη. Πλέον το μικρόβιο αυτό μετατρέπεται σε «υπερβακτήριο» και το αντιβιοτικό κεφτριαξόνη (ceftriaxone) είναι το μοναδικό που έχει απομείνει για την αποτελεσματική αρχική μονοθεραπεία. Ύστερα συνιστώνται συνδυασμοί αντιβιοτικών.
Ωστόσο η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση είναι απαραίτητη για να αποφευχθούν τυχόν σοβαρές επιπλοκές της καθυστερημένης θεραπείας, όπως η υπογονιμότητα και η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου.
Η έκθεση του ECDC για την ανθεκτικότητα
Σε νέα έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα, το ECDC αναφέρει ότι το 2022 αναφέρθηκαν 70.881 επιβεβαιωμένα κρούσματα στα κράτη μέλη της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Ο αριθμός αυτός είναι κατά 48% υψηλότερος από τον αντίστοιχο του 2021.
Οι μικροβιακές αναλύσεις σε αρκετές χιλιάδες δείγματα από ασθενείς έδειξαν ότι η αντοχή του υπαίτιου βακτηρίου στην αζιθρομυκίνη αυξήθηκε σημαντικά. Το 25,6% των δειγμάτων ήταν ανθεκτικά στην αζιθρομυκίνη το 2022, ενώ μία χρονιά νωρίτερα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 14,2%. Ακόμη, το 65,9% των δειγμάτων ήταν το 2022 ανθεκτικά στην σιπροφλοξασίνη. Το αντίστοιχο ποσοστό του 2021 62,8%.
Στην Ελλάδα γονόρροια ανθεκτική στην αζιθρομυκίνη βρέθηκε στο 25% των δειγμάτων που εξετάστηκαν. Στο 66% των δειγμάτων, εξ άλλου, το βακτήριο ήταν ανθεκτικό και στην σιπροφλοξασίνη.
Ως εκ τούτου, οι επιστήμονες του ECDC κάνουν σαφές πως απαιτείται αυξημένη εγρήγορση. «Εάν γίνει και αυτό ανθεκτικό δεν θα υπάρχει κάτι να βοηθήσει τους ασθενείς, απειλώντας τη δημόσια υγεία», καταλήγει στην έκθεσή του.