Παρά το κατά καιρούς ενδιαφέρον, μόλις πριν από λίγους μήνες άρχισε η προσπάθεια καταγραφής της δημόσιας περιουσίας, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο, το οποίο παραμένει θολό από το 1828 και μετά
• Του ΜΠΑΜΠΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ – Εφημερίδα «Έλληνας Αγρότης»
Οσοι ασχολούνται διαχρονικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, εκτός των άλλων, εστιάζουν στην καταγραφή των εκτάσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και τους δήμους, στην έλλειψη ζωνών για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον πρωτογενή τομέα και τη δημιουργία μιας τράπεζας γης, που θα συμβάλλει στην αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης.
Παρά το κατά καιρούς ενδιαφέρον, μόλις πριν από λίγους μήνες άρχισε η προσπάθεια καταγραφής της δημόσιας περιουσίας, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο, το οποίο παραμένει θολό από το 1828 και μετά.
Οσο και αν φαίνεται περίεργο, στις 22/3/2024 άρχισαν να λειτουργούν στο gov.gr επτά ψηφιακές υπηρεσίες της ακίνητης περιουσίας, που αναρτήθηκαν ώστε να ξεκαθαρίσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Αυτή η χαώδης κατάσταση λειτουργεί αρνητικά ως προς την οργάνωση της παραγωγής και κυρίως τη στήριξη νέων αγροτών ή και ομάδων παραγωγών, σε μια περίοδο που η γεωργία και η κτηνοτροφία έχουν περάσει στην ψηφιακή εποχή και στηρίζονται στις μεγάλες εκτάσεις.
Τις μεγαλύτερες εκτάσεις τις έχει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το οποίο τις νοικιάζει σε κάποιους παραγωγούς, αλλά τις περισσότερες σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Δωρεάν παραχωρήσεις εκτάσεων δεν γίνονται, κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνητρο για τους νέους αγρότες.
Ο νόμος του 2012
Μια πρώτη προσπάθεια έγινε με νόμο του 2012 να διατεθούν πάνω από 200.000 στρέμματα δημόσιας αγροτικής γης έναντι ετήσιου συμβολικού τμήματος, έως 5 ευρώ ανά στρέμμα, από την εαρινή καλλιεργητική περίοδο σε ανέργους κατ’ επάγγελμα αγρότες ή σε όσους ανήκουν σε αγροτικούς συνεταιρισμούς και σε νέους αποφοίτους γεωτεχνικών σχολών.
Τότε, είχε αποφασιστεί να αναδιανεμηθούν 207.449 στρέμματα σε 13 περιφερειακές ενότητες σε όλη την Ελλάδα, βάσει μοριοδότησης και κοινωνικών κριτηρίων. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται στη Θεσπρωτία, στην Ηλεία, στο Κιλκίς, στη Θεσσαλονίκη και την Ημαθία. Το σχέδιο δεν φαίνεται να είχε αποτελέσματα και λόγω γραφειοκρατίας.
Παρά τις τότε καλές προθέσεις, η κατάσταση παραμένει χαώδης. Κανείς σήμερα δεν γνωρίζει συνολικά ποιες είναι οι εκτάσεις κάθε υπουργείου και φορέα, ποιες χρήσεις γης επιτρέπονται, πόσες είναι ξερικές ή ποτιστικές και πόσες από αυτές είναι βοσκότοποι. Η κατάσταση είναι ακόμα πιο τραγική, αν αναλογιστεί κάποιος ότι πολλές από αυτές τις εκτάσεις είναι καταπατημένες, με θολό ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Στους δημόσιους φορείς που είναι ιδιοκτήτες θα πρέπει να προστεθούν και οι δήμοι, οι οποίοι διαθέτουν κτήματα για διάφορες χρήσεις με μόνα κριτήρια το ύψος του ενοικίου και όχι τις ανάγκες των νέων αγροτών.
Περίπου 1.800.000 στρέμματα!
Από τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης προκύπτει ότι διαχειρίζεται μέσω της αρμόδιας Διεύθυνσης Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας, σε συνεργασία με τις περιφέρειες και τις αποκεντρωμένες διοικήσεις της χώρας, περισσότερα από 120.000 ακίνητα. Το συνολικό εμβαδόν αυτών είναι περίπου 1.800.000 στρέμματα.
Ειδικότερα, η Διεύθυνση Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας είναι αρμόδια για τη διαχείριση και την αξιοποίηση των ακινήτων κυριότητας Ελληνικού Δημοσίου που διαχειρίζεται το ΥΠΑΑΤ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4061/2012, με σκοπό την αύξηση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα, την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και την αξιοποίηση των ακινήτων για αναπτυξιακούς και κοινωφελείς σκοπούς.
Τα άλλα ακίνητα
Πέραν των αγροκτημάτων, περίπου άλλα 72.000 ακίνητα κτίρια και οικόπεδα «φιλέτα», μέχρι διαμερίσματα σε κάθε γωνιά της χώρας, παραμένουν μέχρι σήμερα αναξιοποίητα και χωρίς καταγραφή. Το πρόβλημα επιχείρησε να το προσεγγίσει το 2019 ο τότε υπουργός Οικονομικών Χ. Σταϊκούρας, ο οποίος μιλώντας στη Βουλή υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, πόσο σημαντικό είναι για τη χώρα να καταγραφεί και να αξιοποιηθεί η δημόσια ακίνητη περιουσία.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κ. Χατζηδάκης, επίσης μιλώντας στη Βουλή, είχε τονίσει ότι η «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας σημαίνει έσοδα για το Δημόσιο και ανάπτυξη για τη χώρα».
Τελικά για την καταγραφή και την αξιοποίηση των ακινήτων έγινε διεθνής διαγωνισμός για την ανάθεση του έργου σε εταιρία συμβούλων.
Μια λύση που δεν έρχεται εδώ και διακόσια χρόνια
Σχεδόν 200 χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους συγκροτήθηκε ομάδα εργασίας, με αντικείμενο έργο τη σύνταξη, την επεξεργασία και την προώθηση των αναγκαίων νομοθετικών ρυθμίσεων για τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου και της ακίνητης περιουσίας που διαχειρίζεται το ΥΠΑΑΤ. Η ειρωνεία είναι ότι η γη από την εποχή του Βυζαντίου μέχρι και τις ημέρες μας αλλάζει χέρια, αλλά ποτέ δεν καταλήγει στους πραγματικούς αγρότες.
Την περίοδο του Βυζαντίου, οι εκτάσεις ανήκαν στον αυτοκράτορα. Σε πολλές περιπτώσεις ο αυτοκράτορας παραχωρούσε την κυριότητα ορισμένων περιοχών κυρίως σε μονές με χρυσόβουλα διατάγματα και άλλων ειδών τίτλους. Το ζήτημα με τα χρυσόβουλα έχει απασχολήσει την ελληνική Δικαιοσύνη και την κοινωνία στο κοντινό παρελθόν και ως έναν βαθμό και τώρα.
Η πάλη μεταξύ γαιοκτημόνων μικροϊδιοκτητών και κεντρικής εξουσίας
Η πάλη μεταξύ γαιοκτημόνων μικροϊδιοκτητών και κεντρικής εξουσίας έφεραν την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την εμφάνιση των φεουδαρχών το 1204.
Η ιδιοκτησία των βυζαντινών εδαφών και των μικροϊδιοκτητών πέρασε στα ονόματα των φεουδαρχών.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σύμφωνα με το ιερό δίκαιο, όλη η γη ανήκε στον Θεό και στον κατά κόσμο εκπρόσωπό του, τον σουλτάνο, δηλαδή το κράτος.
Πέραν των κλήρων, οι ιδιοκτήτες των οποίων είχαν τη νομή και μόνο, υπήρχαν και δύο άλλες κατηγορίες εκτάσεων για τις οποίες υπήρχε πλήρης κυριότητα α) τα βακούφια, που αποτελούσαν τις αφιερωμένες γαίες στα μοναστήρια και στην Εκκλησία ή σε ευαγή ιδρύματα, και αποτελούσαν συνέχεια της πρακτικής, καθώς και σεβαστά δικαιώματα των χρυσόβουλων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και β) τα μούλκια, προερχόμενα από δωρεά του σουλτάνου σε ιδιώτες ως ανταμοιβή των υπηρεσιών τους.
Από την αρχή της Ελληνικής Επανάστασης κοινό αίτημα των αγωνιστών και του προσωρινού πολιτεύματος ήταν η αποκατάσταση των δικαίων, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής.
Οι μεγάλοι κοτζαμπάσηδες και οι εφοπλιστές επεδίωκαν την εκποίηση των εθνικών κτημάτων, για να δημιουργήσουν μεγάλες ιδιοκτησίες για τις οικογένειές τους.
Επίσης, έγιναν πολλές καταστρατηγήσεις των άρθρων των Εθνοσυνελεύσεων που αφορούσαν παράνομες και καταχρηστικές εκποιήσεις ή εκμισθώσεις των εθνικών κτημάτων.
Η προσαρμογή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, σύμφωνα με το γερμανικό πρότυπο
Το ελληνικό κράτος αμέσως μετά την ίδρυσή του προανήγγειλε την προσαρμογή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος σύμφωνα με τα πρότυπα χωρών της δυτικής Ευρώπης και εισήγαγε νεοελληνικό δίκαιο που είχε σαν πρότυπο το γερμανικό. Οι γαίες που ανήκαν στο οθωμανικό δημόσιο περιήλθαν μετά την ελληνική κατάκτηση στο Ελληνικό Δημόσιο. Το Δημόσιο κατέληξε να κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργουμένων εκτάσεων στην Πελοπόννησο και τη δυτική Στερεά Ελλάδα, όπως και τις μη καλλιεργούμενες, δάση και βοσκότοποι. Πρόκειται για τις ονομαζόμενες δημόσιες ή εθνικές γαίες.
Στις περιοχές της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας δεν ίσχυσε το δίκαιο της κατάκτησης των εδαφών από τους Οθωμανούς. Το δίκαιο των εδαφών αυτών ρυθμίστηκε με τις συνθήκες της ανεξαρτησίας της Ελλάδας (Συνθήκη Λονδίνου 6/6/1827, Συνθήκη Κωνσταντινουπόλεως 9/7/1932, πρωτόκολλα κ.λπ.) και στους δε Οθωμανούς ιδιώτες αναγνωρίστηκαν οι ιδιοκτησίες τους και το δικαίωμά τους να τις πουλήσουν.
Η κυβέρνηση του Καποδίστρια εξέτασε τη δυνατότητα της εξαγοράς των ιδιόκτητων οθωμανικών κτημάτων, η οποία δεν κατέστη δυνατή, λόγω της κωλυσιεργίας των Οθωμανών αξιωματούχων που αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Οι Οθωμανοί κάτοικοι της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας προτού αποχωρήσουν πούλησαν τελικά τις ιδιοκτησίες τους κατά πλήρη κυριότητα κυρίως σε πλούσιους Ελληνες του εξωτερικού και σε ορισμένους φιλέλληνες. Ετσι έχουμε τη δημιουργία τσιφλικιών και μεγάλων ιδιοκτησιών. Ενα παράδειγμα είναι το κτήμα του Νόελ Μπέκερ, στην Εύβοια, που απασχόλησε την κοινωνία της Εύβοιας το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970.
Τι εμπόδισε τη διανομή των εθνικών γαιών;
Ο πρώτος λόγος είναι ότι τα εθνικά κτήματα είχαν υποθηκευτεί ως εγγύηση του κεφαλαίου των πρώτων δανείων της ελληνικής κυβέρνησης το 1824 και το 1925, υπήρχε, δε, πάντα η σκέψη για τη χρησιμοποίησή τους στη σύναψη μελλοντικών δανείων, αλλά και για δημοσιονομικούς λόγους. Ενας δεύτερος λόγος είναι η απαγόρευση της εκποίησής τους από τις μεγάλες δυνάμεις, καθώς αυτά είχαν υποθηκευτεί για τη σύναψη των εθνικών δανείων.
Ενας τρίτος λόγος είναι οι αντιδράσεις των προεστών και αξιωματούχων της Επανάστασης, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις εθνικές γαίες παρακρατούσαν τους φόρους. Βαθμιαία οι εκτάσεις αυτές καταπατήθηκαν και μετατράπηκαν σε ιδιόκτητες.
Κάτι για τα ανταλλάξιμα κτήματα;
Για την συνθήκη της Λωζάνης;
Για την υδαμκ;
Για την 10η επιθεώρηση του υπουργείου οικονομικών;