Πως θα φαινόταν αν σήμερα μαθαίναμε ότι ο τάδε Υπουργός κάλεσε σε μονομαχία τον δείνα Βουλευτή; Δεν θέλω να αναφερθώ στα «ζωντανά» και τις «αναλύσεις» των «ειδικών» στους τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά σίγουρα θα μας ξάφνιαζε, θα προξενούσε μεγάλη εντύπωση.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Θα βάζαμε στη λέξη «μονομαχία» εισαγωγικά και στο νου θα μας ερχόταν μια έντονη πολιτική αντιπαράθεση, οι αντεγκλήσεις, οι φραστικοί διαπληκτισμοί στη Βουλή ή ακόμα και στα τηλεοπτικά παράθυρα. Κι όμως, υπήρξε εποχή που ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Παλαιότερα η λέξη μονομαχία δεν είχε εισαγωγικά και σήμαινε μάχη με όπλα μεταξύ δύο μόνο αντιπάλων πολλές φορές μέχρι θανάτου.
Οι μονομαχίες βασίζονταν κατ’ αρχάς σε έναν «Κώδικα Τιμής» με σκοπό όχι την τιμωρία του αντιπάλου, όσο την αποκατάσταση της τιμής του θιγέντος, ο οποίος μάλιστα ήταν πρόθυμος να διακινδυνεύσει τη ζωή του για τον σκοπό αυτό. Αυτός ήταν και ο λόγος που η παράδοση της μονομαχίας περιοριζόταν αρχικά στα αρσενικά μέλη της αριστοκρατίας.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ήδη από τις αρχές του 13ου αιώνα είχε ξεκινήσει η εφαρμογή νομοθεσίας που τις απαγόρευε, ήταν μόλις στις αρχές του 17ου αιώνα και κυρίως στα μέσα του 19ου και τις αρχές του 20ού, που πέρασαν στο περιθώριο. Και αυτό δεν οφειλόταν στη νομοθεσία αλλά στην κοινωνική κατακραυγή. Μέχρι τότε, όμως, η μονομαχία αποτελούσε συνήθη πρακτική επίλυσης διαφορών μεταξύ ανδρών, πολλές φορές μάλιστα μεταξύ πολιτικών.
Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι, το 1804, ο πρώην υπουργός Οικονομικών των Η.Π.Α., Αλεξάντερ Χάμιλτον, τραυματίσθηκε θανάσιμα σε μονομαχία από τον εν ενεργεία αντιπρόεδρο, Ααρών Μπαρ, ενώ ο έβδομος Πρόεδρος των Η.Π.Α., Άντριου Τζάκσον, πριν εκλεγεί, είχε μονομαχήσει τουλάχιστον δύο φορές.
Ή ότι ο Αβραάμ Λίνκολν λίγο έλειψε να εμπλακεί σε μονομαχία το 1842. Ή ακόμα ότι ο Πρόεδρος της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλιέντε, μονομάχησε, με συνάδελφό του πολιτικό το 1952 και ο πρώτος Γερμανός καγκελάριος, Όττο φον Μπίσμαρκ συμμετείχε σε τουλάχιστον πενήντα αναμετρήσεις;
Στη Γαλλία, η τελευταία μονομαχία μεταξύ πολιτικών, του επικεφαλής της Ομάδας των Σοσιαλιστών και μελλοντικού υπουργού του Φρανσουά Μιτεράν, Γκαστόν Ντεφέρ και του βουλευτή του Γκωλικού κόμματος Ρενέ Ριμπιέρ, διαδραματίσθηκε την 21η Απριλίου 1967.
Πως καταγράφονται χρονολογικά οι μονομαχίες
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1386 και με πρόεδρο της έδρας τον Arnold de Corbie (λόγω απουσίας του βασιλιά), το ανώτατο δικαστήριο του Παρισιού ανακοίνωσε ενώπιον των αντιδίκων ότι κάνει δεκτό το αίτημα για μονομαχία μέχρι θανάτου του ιππότη Jeans de Carrouges με τον Άρχοντα Jacques Le Gris ορίζοντας ως τόπο διεξαγωγής την αρένα του μοναστηριού Saint Martin des Champs στο Παρίσι και ως χρόνο διεξαγωγής την 27η Νοεμβρίου.
Αυτή ήταν η τελευταία δικαστική απόφαση δια μονομαχίας που ενέκρινε το Γαλλικό κοινοβούλιο. Έκτοτε έγιναν πολλές αιτήσεις όμως απορρίφθηκαν όλες. Οι δικαστικές μονομαχίες φυσικά δεν σταμάτησαν. Συνέχισαν να γίνονται σε άλλα μέρη της Γαλλίας όπου η δικαιοδοσία του Κοινοβουλίου δεν είχε ισχύ. Ο άνθρωπος δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητά την δικαιοσύνη μέσω του αίματος…
Μόλις 47 χρόνια πριν, ήταν που στη Γαλλία καταγράφεται η τελευταία μονομαχία τιμής. Η συγκεκριμένη μονομαχία έγινε ανάμεσα στο Δήμαρχο της Μασσαλίας Gaston Deffere και ενός άλλου Γάλλου πολιτικού του René Ribière.
Ήταν 20 Απριλίου του 1967 όταν μετά από μια έντονη δημόσια συζήτηση γεμάτη ένταση, ο Gaston Deffere σηκώθηκε από τη θέση του και μίλησε υβριστικά προς τον René Ribière.
Η μονομαχία έγινε την 21η Απριλίου 1967.
Ο Gaston Deffere δέχτηκε ένα τρύπημα που τον τραυμάτισε ελαφρά και απέτισε να συνεχίσει την μονομαχία, μετά όμως το δεύτερο τραυματισμό του από τον René Ribière και την παρέμβαση του παρισταμένου επιβλέποντα, ο Gaston Deffere αποδέχτηκε την ήτα του. Η μονομαχία έλαβε τέλος και η παρεξήγηση έληξε.
Οι θυελλώδεις συνεδριάσεις στην Ελλάδα
Και στην Ελλάδα, όμως, η μονομαχία αποτέλεσε τρόπο με τον οποίο οι άνδρες έλυναν τις διαφορές τους, ακόμη και οι πολιτικοί, που υποτίθεται (!) ότι είχαν άλλα εργαλεία, όπως ο διάλογος. Οι θυελλώδεις συνεδριάσεις που γνώρισε η Βουλή των Ελλήνων ήδη από τον 19ο αιώνα είναι τόσες, ώστε συνιστούν αυτόνομο και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον κεφάλαιο της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας.
«Κοινοβουλευτικά» ξυλοκοπήματα, ραβδομαχίες, αντεγκλήσεις, βαρύτατες ύβρεις και βίαιες εκκενώσεις των θεωρείων από τους ευζώνους ήταν φαινόμενα που κατέγραφαν συχνά-πυκνά οι εφημερίδες της εποχής.
Ωστόσο, οι κόντρες και οι διαξιφισμοί στη Βουλή, δεν είχαν πάντα αναίμακτη κατάληξη. Και αυτό οφείλεται στο «έθιμο» που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή κοινωνική ζωή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα: Τη Μονομαχία.
Στην Ελλάδα, η αντίληψη της αποκατάστασης της… τιμής δια της μονομαχίας είχε διαδοθεί κυρίως στα «σαλόνια» και μεταξύ των στρατιωτικών προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Και οι πολιτικοί συνήθιζαν να επιλύουν τις «ιδεολογικές» τους διαφορές μονομαχώντας. Πρωταγωνιστές μάλιστα μίας εξ αυτών υπήρξε πρώην πρωθυπουργός και ο επικεφαλής του τρίτου σε δύναμη κόμματος της Βουλής!
Ας δούμε λοιπόν το «έθιμο» της μονομαχίας στην ελληνική πολιτική ιστορία. Βέβαια, όπως συνέβαινε συχνά, η Ελλάδα είχε πρωτοπορήσει και σε αυτό, αν θυμηθούμε την κλήση σε μονομαχία του Αχιλλέα προς τον Έκτορα κατά τον Τρωϊκό Πόλεμο.
Και μπορεί τις περισσότερες φορές τα αναίμακτα αποτελέσματα των μονομαχιών να μην ικανοποιούσαν τα βάρβαρα ένστικτα της εποχής, ωστόσο οι μονομαχίες εξακολουθούσαν να προκαλούν έντονο ενδιαφέρον μονοπωλώντας μάλιστα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, πόσο μάλιστα αν οι μονομάχοι ήταν πολιτικοί…
Ήταν Ιανουάριος του 1872, όταν ο εγγονός της Λασκαρίνας Πινότση, της γνωστής μας Μπουμπουλίνας, πλωτάρχης Γεώργιος Μπούμπουλης, κάλεσε σε μονομαχία τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη.
Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία απ’ άκρου εις άκρον της μικρής ακόμη ελληνικής πρωτεύουσας και αποτέλεσε το πρώτο θέμα συζήτησης στα καφενεία. Λίγες ημέρες νωρίτερα ο 45χρονος πλωτάρχης είχε αναλάβει Υπουργός Ναυτικών στην Κυβέρνηση Συμμαχίας που είχαν σχηματίσει δύο θανάσιμοι αντίπαλοι, ο Δημήτριος Βούλγαρης και ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Ο Δηλιγιάννης έσπευσε να αρθρογραφήσει στον Τύπο τονίζοντας πως δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει Υπουργός Ναυτικών κάποιος ο οποίος είχε επισήμως χρεοκοπήσει ρίχνοντας «κανόνι».
Ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε! Ο γνωστός για τα ξεσπάσματα και την παλικαριά του Μπούμπουλης απαίτησε να ξεπλυθεί αμέσως η προσβολή με αίμα. Έστειλε λοιπόν δύο γνωστούς αξιωματικούς στον Δηλιγιάννη για να ζητήσουν εξηγήσεις και να του απευθύνουν –σύμφωνα με τους τύπους – επίσημη πρόσκληση σε μονομαχία.
Ο Δηλιγιάννης όμως πέρασε στην αντεπίθεση και από την επομένη άρχισε να δημοσιεύει σειρά δικαστικών εγγράφων που αποδείκνυαν τα λεγόμενά του. Αυτό εξόργισε περισσότερο τον Μπούμπουλη. Όπως ήταν αναμενόμενο, το θέμα και οι «γαργαλιστικές» λεπτομέρειές του παρέμειναν στην επικαιρότητα πολλές εβδομάδες.
Στη διαμάχη δεν άργησε να εμπλακεί το μισό υπουργικό συμβούλιο και οι πιο έγκριτοι νομικοί της εποχής. Εξάλλου ποιος θα τολμούσε να αδιαφορήσει μπροστά στην ασυγκράτητη οργή του βουλευτή Σπετσών και Σύρου, Γεωργίου Μπούμπουλη, ο οποίος τελικά υπηρέτησε επτά φορές Υπουργός Ναυτικών;
Στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία έχει καταγραφεί και η ξεχωριστή μονομαχία του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου με τον κατοπινό πέντε φορές πρωθυπουργό, έστω για πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα, Δημήτριο Ράλλη, στο Γουδί, το 1893.
Ξεχωριστή, γιατί όταν τελικά δόθηκε από τους μάρτυρες το σύνθημα στους μονομάχους να πυροβολήσουν… «μπαμ ηκούσθη στον αέρα, πλην τα βόλια πήγαν πέρα!!!».
Ο Δημήτριος Ράλλης, αν και γιός υπουργού με φιλοβασιλικό προσανατολισμό, είχε έντονη αντιμοναρχική δράση κατά του Όθωνα.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο Παρίσι, επέστρεψε και πολιτεύθηκε στο πλευρό του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος τον διόρισε υπουργό. Αργότερα όμως ο Ράλλης ίδρυσε δική του παράταξη, το «Τρίτο κόμμα».
Το Φεβρουάριο του 1892 ο βασιλιάς Γεώργιος έδωσε εντολή στο κόμμα του να σχηματίσει κυβέρνηση. Αποδέκτης όμως δεν ήταν ο Ράλλης αλλά ο βουλευτής, Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, ο οποίος αποδεχόμενος την πρόταση, προκάλεσε την σκληρή εσωκομματική αντιπαράθεση των δύο ανδρών.
Ο Ράλλης παίρνοντας το ζήτημα προσωπικά χαρακτήρισε την κυβέρνηση Κωνσταντόπουλου «αυλικοφωλιά» ενώ δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να του ασκεί έντονη κριτική. Το Νοέμβριο του 1893 ήρθε η μοιραία σύγκρουση στη Βουλή. Ευρισκόμενοι σε λεκτικό αδιέξοδο, οι δύο άντρες θεώρησαν πως μόνο η μονομαχία θα έδινε τέλος στην προσωπική τους αντιπαράθεση.
Η συνάντηση, που προκλήθηκε από τον Κωνσταντόπουλο, ορίστηκε στο Γουδί, στις 8:30 το πρωί της 19ης Νοεμβρίου 1893. Μάρτυρες, εκ μέρους του Κωνσταντόπουλου, οι συνταγματάρχες του πεζικού Γεώργιος Μαυρομιχάλης και Χρήστος Μπότσαρης. Από την πλευρά του Ράλλη, οι βουλευτές Γεώργιος Κρεστενίτης και Αριστόβουλος Μάνεσης.
Παρευρέθηκαν, επίσης, οι γιατροί Αμπελάς και Βελλίνης. Οι μονομάχοι, ευρισκόμενοι σε απόσταση 25 βημάτων και «δοθέντος του σημείου επυροβόλησαν αμφότεροι». Ουδείς, ωστόσο, βρήκε στόχο.
«Η βολή του κ. Κωνσταντόπουλου έλαθε του σκοπού, ο δε κ. Ράλλης, ως λέγεται, εκκένωσε το πιστόλιόν του εις τον αέρα. Η μονομαχία μετά τούτο εκηρύχθη περαιωμένη υπό των μαρτύρων (…) χωρίς να δώσωσι τας χείρας, ως είθισται εις τοιαύτας περιστάσεις», έγραφε την επόμενη μέρα σε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη. Έτσι, η μονομαχία έληξε αναίμακτα μη τηρώντας τον κανόνα της συμφιλίωσης, όπως προβλεπόταν.
Αυτή όμως δεν ήταν η μόνη φορά που ο Δημήτριος Ράλλης ελάμβανε μέρος σε μονομαχία. Με τον ίδιο τρόπο είχε λύσει και τις διαφορές του με τον βουλευτή της Λακωνίας, Λεωνίδα Πετροπουλάκη, τραυματίζοντάς τον στην ωμοπλάτη.
Το γεγονός μολονότι προκάλεσε παρέμβαση της Δικαιοσύνης οι δύο μονομάχοι, δεν εδιώχθησαν καλυπτόμενοι από την βουλευτική ασυλία.
Η διαδικασία, όμως, της αποκατάστασης της θιγείσης τιμής δεν έφθανε πάντα στο τέλος. Από τον Τύπο της εποχής μαθαίνουμε λοιπόν, ότι ο Κ. Κωνσταντόπουλος ήθελε να μονομαχήσει και με τον βουλευτή Αθανάσιο Ευταξία. Ακόμη, ότι ο βουλευτής Σύρου Σούτσος, αφού εξύβρισε μέσα στον δρόμο, στην οδό Σταδίου, χτύπησε με τη μαγκούρα του τον διευθυντή του Σιδηροδρόμου Αθηνών- Πειραιώς, Παρασκευαΐδη.
Η διένεξη έφτασε ενώπιον του διευθυντή της Αστυνομίας, του πρώτου αστυνομικού διευθυντή Αθηνών, γνωστού από τον διωγμό των τότε κουτσαβάκηδων στο κέντρο της Αθήνας, Δημητρίου Μπαϊρακτάρη.
Φθάνοντας, λοιπόν, στο γραφείο του οι Σούτσος και Παρασκευαΐδης, εκείνος «εγερθείς της θέσεώς του έκαμε σφοδράς παρατηρήσεις εις τον κ. Σούτσο και εξέφρασε την απορία του και την λύπην του ότι μεταξύ ανεπτυγμένων ανθρώπων, κατεχόντων επίσημον εν τη πολιτεία και τη κοινωνία θέσιν, συμβαίνουσι τοιαύται έκτροποι και ανοίκειοι πράξεις».
Με μονομαχία έλυσαν τις διαφορές τους, τον Φεβρουάριο 1904, ο Κωνσταντίνος Σμολένσκης, Υπουργός Στρατιωτικών, και ο Θεοδόσης Λυμπρίτης, βουλευτής Τυρνάβου και πρώην υπουργός στο ίδιο υπουργείο.
Αιτία; Και πάλι μια πολιτική αψιμαχία στη Βουλή. Στις 2 Φεβρουαρίου, λοιπόν, κατά τη συζήτηση νομοσχεδίου για στρατιωτικά θέματα η φραστική… εκτροπή του Λυμπρίτη που τόνισε ότι «οι κυβερνώντες ανοήτως αποστέλλουσι τους κληρωτούς εις την Σχολήν χωρίς προηγουμένως να τους δοκιμάσωσι», προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Σμολένσκη.
Ο «θιγείς» ζήτησε αμέσως εξηγήσεις, ενώ ο Λυμπρίτης δήλωσε «ότι διά της φράσεως «κυβερνώντες ανοήτως» δεν εσκόπει να προσβάλη τον κ. Σμολένσκην». Δυναμιτίζοντας, όμως, την εκτόνωση, έσπευσε να διευκρινίσει ότι «παρέσχε τας εξηγήσεις ουχί διότι επτοήθη» και πως είναι πρόθυμος «να αποδεχθή πάσαν πρόκλησιν».
Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έμεινε αναπάντητο. «Εγώ δεν προκαλώ αλλ’ αμυνόμενος θα σου στείλω τους μάρτυράς μου», απάντησε οργισμένος ο Σμολένσκης.
«Καλώς να έλθουν» αντέτεινε ο Λυμπρίτης. «Η στιχομυθία αύτη διεξαχθείσα μετά ταχύτητος επέφερε κατάπληξιν εν τη Βουλή. Ο κ. Σμολένσκης αναζητεί διά των οφθαλμών του τους κ.κ. Τσαμαδόν και Γρίβαν, τους οποίους δεικνύει ως μάρτυρας…».
Το θέμα έλαβε πολιτικές διαστάσεις με δηλώσεις του αρχηγού της αντιπολίτευσης Θεόδωρου Δηλιγιάννη, όχι όμως προς την κατεύθυνση της καταδίκης της πράξης. Μάλιστα το πρωτόκολλο της μονομαχίας συντάχθηκε στο ιδιαίτερο γραφείο του εφόρου της βιβλιοθήκης της Βουλής!
Οι δύο μονομάχοι συναντήθηκαν στο Μπραχάμι στις 8 το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου 1904. Παρόλο όμως ότι και οι δύο ήσαν πρώην στρατιωτικοί, ουδείς ευστόχησε, με αποτέλεσμα να δώσουν στο τέλος τα χέρια λύνοντας τη διαφορά τους…
Μια άλλη μονομαχία, αυτή των Στάικου – Φαρμακόπουλου όπως αναφέρει το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «ΣΚΡΙΠ» της 10ης Ιουνίου 1904, έγινε, εάν θέλαμε να τηρήσουμε τις σημερινές αναλογίες, σε ζωντανή σύνδεση, δηλαδή παρουσία δημοσιογράφου!
Ήταν η 8η Ιουνίου 1904, όταν με αφορμή τη συζήτηση νομοσχεδίου για την Παιδεία «συγκρούσθηκαν», αυτή τη φορά, ο βουλευτής Ναυπλίου, Νικόλαος Φαρμακόπουλος και ο βουλευτής Βάλτου Ιωάννης Στάικος. Αφορμή ήταν αναφορά του βουλευτή Ναυπλίας που ήταν και ιατρός, Θεόδωρου Φαρμακόπουλου, στο θέμα της ίδρυσης Δημοτικών Σχολείων, μεταξύ των οποίων και ένα στον Βάλτο.
-Όχι, εις τον Βάλτον δεν ιδρύθησαν. Κύριε Πρόεδρε, τον λόγον διά να αποδείξω ότι λέγει ψεύματα, διαμαρτυρήθηκε ο Στάικος.
-Σεις λέγετε ψεύματα διαφώνησε ο Ν. Φαρμακόπουλος, αδελφός του προηγούμενου.
-Εγώ; Θα σας κάμω να σιωπήσετε, απείλησε ο Στάικος.
-Μην τα λέτε εις εμέ αυτά, διότι σας ξέρω και με ξέρετε. Ενθυμείσθε εις το Ναύπλιον που εκρύβητε από κάτω από το μπιλλιάρδο επέμεινε ο Ν. Φαρμακόπουλος.
Σύμφωνα με τα διαδραματισθέντα, «ο κ. Στάικος κατόπιν βεβαιοί ότι κανέν Δημοτικόν Σχολείον δεν ωκοδομήθη εις τον Βάλτον και διαμαρτύρεται, διά τούτο, ίνα αποδείξη, λέγει ψεύστην τον κ. Φαρμακόπουλον και ίνα προκαλέση τον αδελφόν του κ. Ν. Φαρμακόπουλον να επαναλάβη όσα είπε καθαρά, διότι άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει το θάρρος να το είπη, δεν είναι άνθρωπος, είναι μουλάρι.
Ακολούθησε «θόρυβος και διαμαρτυρίαι εκ μέρους της αντιπολιτεύσεως, γενική δε κατάπληξις».
Μετά απ΄ όλα αυτά η δια της μονομαχίας αποκατάσταση της τάξης ήταν αναπόφευκτη. Η οποία, με τα σημερινά δεδομένα έγινε σε «ζωντανή» σύνδεση καθώς την παρακολούθησε τουλάχιστον ένας δημοσιογράφος από την εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», που κυκλοφόρησε στις 10 Ιουνίου 1904 με αναλυτικό πρωτοσέλιδο.
Σύμφωνα λοιπόν με το ρεπορτάζ, η μονομαχία διεξήχθη στην περιοχή Γουδή, λίγο μετά το Νοσοκομείο Παίδων, το απόγευμα της επομένης, δηλαδή στις 9 Ιουνίου 1904. Το αποτέλεσμά της ήταν ο τραυματισμός στο πόδι του Στάικου. Έτσι, όλοι ήταν ευχαριστημένοι! Ακόμα μάλιστα και ο τραυματίας,ο οποίος, προς έκπληξη όλων, δήλωσε:
«Σας βεβαιώ, κύριοι, ότι χαίρω υπερβολικά, διότι το αποτέλεσμα υπήρξεν αιματηρόν. Είχαμε πλέον καταντήσει μέσα εις την Βουλήν αηδία. Μπαμ, μπουμ εις τον αέρα και ετελείωνε». Και το ρεπορτάζ έκλεισε με δήλωση του αρχηγού της αντιπολίτευσης Θ. Δεληγιάννη:
«Δεν αμφέβαλλον, είπεν. Ο Νικόλαος Φαρμακόπουλος ήτο πάντοτε δεινός σκοπευτής». Η βουλευτική ασυλία, ωστόσο, είχε οδηγήσει την κατάσταση στο απροχώρητο. Σχεδόν κάθε φορά που δημιουργούνταν ένταση στη Βουλή, γυαλίζονταν τα όπλα και ετοιμάζονταν οι μάρτυρες της μονομαχίας. Όμως, τον Ιούνιο του 1904, το αποτέλεσμα είχε τραγική κατάληξη.
Ο θάνατος βουλευτή από σφαίρα υπουργού ξεσήκωσε σάλο και αποτέλεσε την αφορμή για να σταματήσει οριστικά το ανόητο έθιμο. Η μονομαχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του βουλευτή Τρικάλων, Κωνσταντίνου (Κόκκου) Χατζηπέτρου, ενώ η φονική σφαίρα είχε προέλθει από το όπλο του υπουργού Παιδείας, Σπυρίδωνος Στάη.
Ο Σπυρίδων Στάης, υπήρξε ένας λαμπρός πολιτικός, που όμως η ιστορία του κηλιδώθηκε από αυτό το τραγικό γεγονός που συνέβη στις 18 Ιουνίου 1904 όταν υπηρετούσε ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη.
Όλα ξεκίνησαν έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής, την Τετάρτη 16 Ιουνίου 1904, από φραστική επίθεση του βουλευτή Τρικάλων Αλέξανδρου Χατζηπέτρου, εναντίον του Στάη. Αιτία; Η μη εκλογή στη θέση του καθηγητή Ανατομίας τού φίλου τού Χατζηπέτρου, Κωνσταντίνου Μελισσηνού. Κατά τον ίδιο τον Στάη, ωστόσο, ο Χατζηπέτρος είχε εξοργισθεί διότι δεν του είχε κάνει κάποιο ρουσφέτι.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Χατζηπέτρου, από την άλλη, τού είχε ζητήσει να διορίσει έναν συγγενή του. Το διάταγμα όμως δεν το είχε υπογράψει ο βασιλιάς. Τον Στάη τον «έπνιγε» το δίκιο: «Τη μη υπογραφήν του Διατάγματος ο Χατζηπέτρος απέδιδε εις εμέ», διαμαρτυρόταν. Σύμφωνα με την «ΣΚΡΙΠ» «(…) ο Χατζηπέτρος ύβρισε βαρέως τον υπουργόν της Παιδείας, απευθυνόμενος προς άλλους βουλευτάς».
Ο Χατζηπέτρος, ωστόσο, διαβεβαίωνε ότι «ουδεμίαν ύβριν εξήνεγκε κατά του κ. Στάη», δήλωση η οποία κατά τον πρωθυπουργό Θεοτόκη αποτελούσε «πληρεστάτην ανάκλησιν».
Η μονομαχία, όμως, ήταν μονόδρομος. Τόπος; ο Ποδονίφτης, η σημερινή Νέα Χαλκηδόνα, πάνω από την οδό Αχαρνών, σ’ ένα χωράφι. Χρόνος; στις 5.30 τα ξημερώματα της 18ης Ιουνίου 1904. Ο Στάης έμπειρος και δεινός σκοπευτής βρήκε με την πρώτη, στην καρδιά τον μύωπα Χατζηπέτρο τραυματίζοντάς τον θανάσιμα.
Στη συνεδρίαση της Βουλής την ίδια μέρα, ο πρωθυπουργός Θεοτόκης ανήγγειλε το αποτέλεσμα της αιματηρής μονομαχίας, καθώς και την παραίτηση του Υπουργού που είχε υποβληθεί ήδη πριν το γεγονός. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Στάη να επανεκλεγεί αρκετές φορές βουλευτής και υπουργός το 1908 και το 1921.
«Με τέτοιους υπουργούς και με τέτοια- ας το πούμε και αυτό- κοινωνία, μπορεί κάθε Στάης να σκοτώνει όσους βαστάει η ψυχή του, αφού είναι βέβαιος πως δεν θα πάθει τίποτα ούτε ποινικώς ούτε κομματικώς» έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής ενώ ιδιαίτερα αυστηρή ήταν η «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη:
«Ο βασιλεύς έπρεπε να πάρει το μαστίγιον, εάν ήτο βασιλεύς τηρητής του Συντάγματος και των νόμων, εις χείρας του και να είπη εις τοιούτους συμβούλους του Στέμματος οίτινες παραβιάζουν αυτούς τους νόμους, μονομαχούν και σκοτώνουν ανθρώπους: -Είσθε κύριοι δια τας φυλακάς και όχι δια θέσιν υπουργών».
Μετά από την εξέλιξη αυτή και την αντίδραση της κοινής γνώμης, η Βουλή αποφάσισε την απαγόρευση των μονομαχιών επιβάλλοντας ποινές όχι μόνο για τους μονομάχους αλλά και για τους μάρτυρες. Και μπορεί βέβαια τον Μάρτιο του 1922, ο βουλευτής Αγαμέμνων Σλήμαν έπειτα από χαστούκια (!) που δέχτηκε μέσα στη Βουλή από τον συνάδελφό του Σπύρο Μερκούρη, να είχε ζητήσει την επαναφορά τους, ωστόσο το αίτημά του… απορρίφθηκε κλείνοντας αυτόν τον κύκλο του αίματος οριστικά.