Ο ηθοποιός και πρώην Survivor, Γιώργος Κοψιδάς, μίλησε στο EOK WebRadio (το διαδικτυακό ραδιόφωνο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης) για την αγάπη του στο μπάσκετ, το οποίο συνεχίζει ως χόμπι, μιας και ποτέ δεν το άφησε.
Αναλυτικά όσα είπε:
Για το αν νιώθει ηθοποιός με το μπάσκετ μέσα του ή μπασκετμπολίστας με την καλλιτεχνική φύση μέσα του: «Δεν ξέρω τι ακριβώς είμαι. Έχω περάσει παραπάνω απ’ τη μισή ζωή μου στο μπάσκετ. Μάλλον είμαι μπασκετμπολίστας που έχω καλλιτεχνική φύση. Έχω φτάσει στα 49 και ακόμα παίζω μπάσκετ, δε σταματάει αυτό. Επειδή είμαι αθλητής γενικά στην ψυχή, πάω γυμναστήριο, κάνω πιλάτες, αλλά τα ψιλοβαριέμαι, ενώ το μπάσκετ είναι παιχνίδι και είναι ομαδικό, οπότε θα παίζω όσο αντέχουν τα πόδια μου, γιατί μού δίνει χαρά».
Για το αν νιώθει ότι έχει κουραστεί να παίζει μπάσκετ: «Όχι, ποτέ. Ακόμα και αν είμαι κουρασμένος ή έχω ψιλοτραυματισμούς, μου δίνει πολλή χαρά. Παίζω σε τρία διαφορετικά πρωταθλήματα (ερασιτεχνικού χαρακτήρα), στα οποία είμαι σε όλα πρώτος σκόρερ. Παίζουν και τα τρία την ίδια μέρα, οπότε διαλέγω πού θα πάω. Υπάρχουν και βδομάδες που παίζω τρεις αγώνες σε μια μέρα, πράγμα πολύ κουραστικό. Για να πω την αλήθεια, πιο πολλά πρωταθλήματα σηκώνω τώρα, παρά όταν έπαιζα κανονικά. Ξέρω να προστατεύω το σώμα μου, ξέρω να “κλέβω”, ξέρω τι πρέπει να δώσω. Παίζω περισσότερο με την εμπειρία μου, παρά με τη δύναμη».
Για το πώς μπήκε το «μικρόβιο» του μπάσκετ μέσα του: «Ξεκίνησε απ’ τα 13 μου. Με πήγε ο πατέρας μου στον Τυφώνα, έκανα μια προπόνηση και μου άρεσε το μπάσκετ. Την επόμενη μέρα μιλούσε ο πατέρας μου με έναν φίλο του και εκείνος του είπε “Γιατί το πήγες στον Τυφώνα το παιδί, φέρ’ το στον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας που είναι οργανωμένοι και έχουν ακαδημίες”. Έτσι, την επόμενη μέρα πήγα στον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας και γράφτηκα εκεί. Άρχισε να μου αρέσει το μπάσκετ. Τότε είχαμε μια ομάδα στα μίνι όπου ήταν απίθανη η “φουρνιά”. Ήμασταν συμπαίκτες με τον Μιχάλη Κακιούζη και είχαμε πάρει το πρωτάθλημα αήττητοι. Η μικρότερη διαφορά που είχαμε κερδίσει ήταν οι 26 πόντοι».
Για το πώς προέκυψε η ηθοποιία: «Όλο ξεκίνησε μέσα απ’ το μπάσκετ. Εγώ δεν το είχα σκεφτεί ποτέ στη ζωή μου, ήμουν πάντα πολύ ντροπαλός, εσωστρεφής και συνεσταλμένος. Στα 25 μου έπαιζα στον Πανελευσινιακό στη Β’ Εθνική, όπου είχα έναν συμπαίκτη, τον Παναγιώτη Μαρκόπουλο, που έκανε κάτι διαφημιστικά. Του είπα να πάει την ομάδα μας σε μια διαφημιστική εταιρεία για να κάνουμε ένα βίντεο. Πήγαμε όλοι μαζί, κάναμε το βίντεο και μετά μάς πήραν τον καθένα ξεχωριστά για το αρχείο τους. Σιγά-σιγά γινόντουσαν συνεχώς διαφημιστικά και μου έλεγαν να πάω να σπουδάσω ηθοποιός, γιατί το ‘χω. Αν και δεν το σκεφτόμουν, άρχισε να μου αρέσει η όλη φάση με τα γυρίσματα των διαφημιστικών. Στα 28 μου δούλευα σε μια εταιρεία με πυροσβεστήρες που είχε πολύ κουβάλημα και το βράδυ έπαιζα στον Αργοναύτη Ραφήνας στη Γ’ Εθνική. Είχα πει κάποια στιγμή ότι θα μείνω μια χρονιά εκτός να κάνω θεραπείες, να ξεκουραστώ και παράλληλα θα κάνω μαθήματα υποκριτικής για να δω πώς είναι, πολύ δοκιμαστικά. Έτσι ξεκίνησε, μου άρεσε πάρα πολύ, το ερωτεύτηκα και ήρθαν όλα πάρα πολύ γρήγορα. Απ’ τα 28 μέχρι τα 33 μου είχα σταματήσει τελείως το μπάσκετ, γιατί είχα πέσει “με τα μούτρα” στην υποκριτική».
Για τα επόμενα πλάνα του: «Δεν κάνω κάτι αυτή την περίοδο. Προς το τέλος του χρόνου ή Γενάρη του 2025 θα με δείτε στο Netflix. Έχω κάνει ένα πολιτικό δράμα, λεγάτοι “The girl from Oslo”. Υπάρχει η πρώτη σεζόν ήδη, εμείς κάναμε τη 2η σεζόν. Γυρίστηκε στην Αθήνα. Είμαι πολύ ευγνώμων και χαρούμενος που συμμετείχα. Είμαι ο βασικός κακός της σειράς. Ανυπομονώ να βγει για να το δω κι εγώ, μου έχουν στείλει υλικό και είναι πάρα πολύ ωραίο, πολύ κινηματογραφικό. Υπάρχουν συζητήσεις και για διάφορα καινούργια πράγματα, αλλά δεν έχει κλείσει κάτι ακόμα».