Στις μεγάλες διεθνείς κρίσεις που εκδηλώνονται σε αλλεπάλληλα επεισόδια, με δυσδιάκριτα όρια ευθυνών των αντιμαχομένων (το περίφημο «ποιος ήρξατο χειρών αδίκων»), και ιδιαίτερα όταν αυτές προκύπτουν από χρονίζουσες διενέξεις που περιέχουν στοιχεία θρησκευτικού ή φυλετικού μίσους, δημόσιες τοποθετήσεις του τύπου «είμαστε μ’ αυτόν» ή «είμαστε με τον άλλον» δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Πολύ περισσότερο όταν αυτές οι τοποθετήσεις εκφέρονται με χουλιγκανικό ύφος από πολιτικούς τυχοδιώκτες, όπως ο Αδωνις Γεωργιάδης, που μέχρι προχθές ήταν σφοδρός επικριτής της μίας πλευράς, της πασιφανώς ισχυρότερης, αλλά σήμερα ξεσπαθώνει υπέρ της, με κραυγές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και προφανή στόχο να εξιλεωθεί για τον -καταγεγραμμένο στο παρελθόν- αντισημιτισμό του.
Στην περίπλοκη εξίσωση του Μεσανατολικού, η θέση της Ελλάδας είναι εξαιρετικά ευαίσθητη. Και σίγουρα οι ιδιοτελείς φιλοϊσραηλινές κραυγές ενός εν ενεργεία υπουργού δεν βοηθούν τα συμφέροντα του τόπου, ούτε διευκολύνουν τις δύσκολες ισορροπίες που οφείλει να τηρήσει η ελληνική εξωτερική πολιτική.
Ξεκινώ από αυτό, γιατί ο κύριος πρωθυπουργός, που υποτίθεται σκαμπάζει από διεθνή διπλωματία, όφειλε να έχει ανακαλέσει στην τάξη με τη δέουσα αυστηρότητα τον λαλίστατο υπουργό του, εξηγώντας του ότι η στρατιωτική αντιπαράθεση του Ισραήλ με την παρ’ ολίγον πυρηνική δύναμη του Ιράν δεν είναι ποδοσφαιρικό ματς για να ανεβάζει κάθε φαιδρός που διαθέτει κυβερνητική ιδιότητα την παπάτζα του στο Χ. Εχουμε και έναν εμπορικό στόλο που ήδη βάλλεται και δεν έχει λόγο να εισπράξει τη μήνη της άλλης πλευράς από τις ανοησίες ενός (ελάχιστα πειστικού) κόλακα του Ισραήλ.
Επί της ουσίας τώρα: οφείλει να πάρει η Ελλάδα επίσημη θέση στη μεσανατολική κρίση; Θεωρητικό θα μου πείτε το ερώτημα, γιατί είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα του Μητσοτάκη θα πάρει όποια θέση υπαγορεύσουν η θεία Ούρσουλα και το ιερατείο των Βρυξελλών.
Ας υποθέσουμε όμως ότι μιλάμε για ένα ανεξάρτητο κράτος, με στοιχειώδη διπλωματικό αυτοπροσδιορισμό. Επαναφέροντας το ερώτημα υπό αυτές τις προϋποθέσεις κανονικότητας, θα σας έλεγα ότι προκύπτουν πολλές διαφορετικές απαντήσεις, αναλόγως των κριτηρίων που αποφασίζουμε να θέσουμε. Αλλη απάντηση θα έδινε η μακιαβελική σχολή της διπλωματίας, που προτάσσει τον πολιτικό κυνισμό στον βωμό του εθνικού συμφέροντος, και άλλη η σχολή που ενσωματώνει τις αξίες του ανθρωπισμού και της ηθικής στις διεθνείς σχέσεις.
Ασφαλώς και οι δύο πλευρές έχουν επιχειρήματα, και μάλιστα απολύτως βάσιμα. Το Ισραήλ είναι σήμερα αντίπαλος του δικού μας υπαρξιακού και προαιώνιου εχθρού, της Τουρκίας. Αυτή η αντιπαλότητα, μάλιστα, που στις μέρες μας ενισχύεται από ρητορικές εξάρσεις, θα μπορούσε να έχει μετουσιωθεί σε ένα είδος «στρατηγικής σχέσης» Αθήνας – Τελ Αβίβ που, θεωρητικά τουλάχιστον, θα προσέφερε πλεονεκτήματα θωράκισης έναντι της τουρκικής απειλής.
Δυστυχώς, παραμένει στο επίπεδο μιας «φιλικής συνεργασίας», χωρίς βάθος και ιδιαίτερο περιεχόμενο. Το «στρατηγικό άνοιγμα» στο Ισραήλ, που πρώτος επιχείρησε ο αείμνηστος Γεράσιμος Αρσένης, διακόπηκε απότομα χάρη στις φιλοπαλαιστινιακές ιδεοληψίες των Ανδρέα Παπανδρέου και Κάρολου Παπούλια, που, αντικειμενικά κρινόμενες, δεν προσέφεραν κάποιο ουσιαστικό όφελος στην ελληνική πλευρά, πέραν μιας ατμόσφαιρας συγκατάβασης προς την πατρίδα μας από τον αραβικό κόσμο.
Η διμερής προσέγγιση, παρά τη θεωρητικά θετική προδιάθεση των κυβερνήσεων Σαμαρά, Τσίπρα και Μητσοτάκη, παρέμεινε μετέωρη, χωρίς εγγυήσεις στρατηγικής συμπόρευσης στο στρατιωτικό πεδίο, αφού αυτό, σύμφωνα με την οπτική του Ισραήλ, θα έθετε ως προϋπόθεση και τη συμπόρευση στο πολιτικό πεδίο (με την επίσημη αναγνώριση π.χ. της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του εβραϊκού κράτους).
Οι Ισραηλινοί μάς θεωρούν σήμερα έναν μικρομεσαίας δυναμικότητας διστακτικό και ολίγον… φοβικό φίλο, παρότι οι σχέσεις των δύο λαών είναι σε άριστο επίπεδο και τα επίπεδα αντισημιτικών προκαταλήψεων στην Ελλάδα ανιχνεύονται σε αμελητέο επίπεδο, εις πείσμα των ισχυρισμών διαφόρων επαγγελματιών του σιωνισμού και των εξαπτέρυγών τους.
Εμείς, αντιστοίχως, διατηρούμε επιφυλάξεις (μάλλον δικαιολογημένες) για τον συγκυριακό χαρακτήρα της τουρκοϊσραηλινής «έχθρας», που θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να εξαλειφθεί εν μια νυκτί.
Το Ισραήλ υποδύεται σήμερα τον σύγχρονο σταυροφόρο και το στρατιωτικό ανάχωμα του ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού -τον οποίο μοιράζεται η πατρίδα μας- έναντι της σύγχρονης ισλαμικής λαίλαπας. Οι μέθοδοι όμως που χρησιμοποιεί ως «προληπτική άμυνα» είναι αδίστακτες και σε μεγάλο βαθμό απάνθρωπες, προσομοιάζοντας σε ναζιστικής εμπνεύσεως τακτικές «μαζικής εξόντωσης» του αντιπάλου. Με μία ουσιαστική διαφορά: οι Ισραηλινοί έχουν ευθύς εξαρχής ξεκαθαρίσει ότι δεν θα διστάσουν να αντιμετωπίσουν με όλα τα μέσα όποιον τους απειλήσει. Οι ναζί εξόντωναν λαούς και έθνη χωρίς να απειλούνται στο ελάχιστο από αυτά.
Ασφαλώς και το Ισραήλ επιδίδεται σε κατάχρηση στρατιωτικής βίας, δυσανάλογα υπέρμετρης σε σχέση με την απειλή που αντιμετωπίζει. Αυτό, ωστόσο, είναι συνεπές με το διαχρονικό δόγμα υπεράσπισης της εδαφικής του ακεραιότητας από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε ως κράτος. Οι σημερινές ακρότητες δεν αποτελούν έκπληξη για όσους γνωρίζουν την ψυχοσύνθεση των Εβραίων, όπως διαμορφώθηκε μετά την τραυματική εμπειρία του Ολοκαυτώματος. Και ασφαλώς τα μεγάλης ισχύος προληπτικά ή «ανταποδοτικά» χτυπήματα, που κλιμακώνουν με εξαιρετικά επικίνδυνο τρόπο την αντιπαράθεση με το Ιράν, αλλά όχι μόνο, δεν είναι απόρροια της «ψυχοπάθειας» του Νετανιάχου. Αποφασίζονται σε συνθήκες μιας, μίνιμουμ έστω, εθνικής ομοψυχίας.
Οι Παλαιστίνιοι από την πλευρά τους διατηρούν το ηθικό πλεονέκτημα λόγω της εκδίωξης που υπέστησαν από τη γη τους, αλλά αποδεικνύονται εξίσου αδίστακτοι στην υιοθέτηση απάνθρωπων μεθόδων που παραπέμπουν ευθέως στην τυφλή τρομοκρατία. Και, υπό το πρίσμα μιας αντικειμενικής ή κατ’ άλλους κυνικής προσέγγισης, δεν αποτελούν ούτε «αδέλφια μας» ούτε φυσικούς μας συμμάχους, όπως οι Σέρβοι και οι Αρμένιοι. Το Ισλάμ επιπρόσθετα, ειδικά στη ριζοσπαστική του εκδοχή, είναι στοιχείο ακραίο και εντελώς ξένο, για να μην πω εχθρικό, προς τον ελληνικό πολιτισμό. Καλό είναι θυμόμαστε ότι ο μεγαλύτερος σύμμαχος του Χίτλερ στον αραβικό κόσμο ήταν ο ίδιος ο Μεγάλος Μουφτής της Ιερουσαλήμ…
Η εξίσωση επομένως του Μεσανατολικού, ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου αναφύεται η ισλαμική απειλή μέσω της λαθρομετανάστευσης, είναι περίπλοκη και πολυπαραγοντική. Οι έννοιες του δικαίου ή του αδίκου, του δικαιώματος στην αυτοάμυνα, της πολεμικής ηθικής και βεβαίως του ελληνικού εθνικού συμφέροντος στο αλγεβρικό άθροισμα μιας ξένης προς εμάς σύγκρουσης καθίστανται πολύ σχετικές. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η διαιώνιση ή η κλιμάκωση της κρίσης εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους κυρίως στο μέτωπο της λαθρομετανάστευσης, αλλά και έμμεσης εμπλοκής στις εχθροπραξίες (με πλήγματα στον ελληνικό εμπορικό στόλο, αντίποινα για χρήση στρατιωτικών εγκαταστάσεων στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, τρομοκρατικές ενέργειες σε ελληνικό έδαφος κ.λπ.).
Θα ήταν επομένως συνετό να σωπάσουν οι «χούλιγκαν» παντός είδους και να περιμένουμε για να διαπιστώσουμε που θα καταλήξει ο αναδυόμενος Αρμαγεδδών, τηρώντας διακριτικές αποστάσεις, φυλάσσοντας τα νώτα μας και προετοιμαζόμενοι για τα χειρότερα…
Σε πιο καθημερινό επίπεδο, η παλαιότερη τυφλή παλαιστινιολαγνεία φαίνεται σιγά σιγά να υποχωρεί μιας και οι συνθήκες αλλάζουν ριζικά. Εξαιρούνται βεβαίως οι οργανωμένες μειοψηφίες των ακτιβιστών που όμως έχουν ακόμα αρκετή δύναμη.
Η γενικότερη ανθεβραϊκή φιλολογία που παλαιότερα είχε πέραση σε αρκετό κόσμο, κι αυτή υποχωρεί. Αρκετοί δεξιόφρονες πολιτικοί ανακαλούν παλαιότερες θέσεις τους περί Εβραίων, σε Ελλάδα και Ευρώπη. Εξαιρούνται πάλι κάποιοι περιθωριακοί.
Τα πράγματα αλλάζουν, άγνωστο πώς θα εξελιχθούν, υπάρχει πάντως και η αθόρυβη αποτελεσματικότητα.