Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας προχώρησε την εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης, αποτελούμενη από εφοριακούς υπαλλήλους και λογιστή. Άπαντες δραστηριοποιούνταν σε διευκολύνσεις, πράξεις ή παραλείψεις διαδικασιών, εφοριακής αρμοδιότητας, όπως και σε εκβιάσεις επιχειρηματιών, προκειμένου να λαμβάνουν -παράνομα- χρηματικά ποσά…
Για την αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης πραγματοποιήθηκε αστυνομική επιχείρηση στη Κέρκυρα και συνελήφθησαν συνολικά 5 μέλη της, εκ των οποίων οι 4 εφοριακοί υπάλληλοι και ένας ιδιώτης λογιστής, ενώ στην δικογραφία συμπεριλαμβάνονται ακόμη 4 άτομα.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία -κατά περίπτωση- για εγκληματική οργάνωση, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, συνέργεια σε δωροληψία, παράβαση καθήκοντος και εκβίαση κατά συναυτουργία. Σύμφωνα δε με την ΕΛΑΣ, προηγήθηκε καταγγελία που αφορούσε την παράνομη δράση δύο υπαλλήλων Δ.Ο.Υ., οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους, απαιτούσαν από επιχειρηματία το χρηματικό ποσό των 60.000 ευρώ, ώστε να τακτοποιήσουν εκκρεμή υπόθεσή του.
Όπως επισημαίνεται στην σχετική ανακοίνωση «στο πλαίσιο της έρευνας, προέκυψε η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, με συνεχή δράση, συγκεκριμένη δομή και διακριτούς ρόλους, στην οποία συμμετείχαν υπάλληλοι της Δ.Ο.Υ. Κέρκυρας και ιδιώτης λογιστής. Ειδικότερα, όπως προέκυψε, τουλάχιστον από το Μάιο του 2024, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης προέβαιναν σε διευκολύνσεις, παραλείψεις ή πράξεις διαδικασιών εφοριακής αρμοδιότητας που αντίκειται στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα ως υπάλληλοι, καθώς και σε εκβιάσεις επιχειρηματιών, όπου εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους, απαιτούσαν χρηματικά ποσά ως αντίτιμο, ώστε να διεκπεραιωθούν φορολογικές τους εκκρεμότητες».
Η απαίτηση των χρημάτων γινόταν, κατά κύριο λόγο, μέσω ιδιώτη-λογιστή, μέλους της οργάνωσης, προκειμένου να μην έχουν άμεση επαφή τα μέλη-υπάλληλοι με τα θύματά τους, ενώ παράλληλα φρόντιζαν να λαμβάνουν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης τόσο κατά την δράση τους όσο και κατά τις μεταξύ τους επικοινωνίες. Κατά την ΕΛΑΣ «ο αρχηγός της οργάνωσης, ήταν υπεύθυνος για τον συντονισμό, την λήψη και τη διανομή στα υπόλοιπα μέλη των χρηματικών ποσών, ενώ δεν δίσταζε να απειλεί υπαλλήλους και λογιστές που τυχόν θα διέρρεαν τη δραστηριότητα της οργάνωσης. Παράλληλα, εξασφάλιζε κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με μεθόδους αντιπαρακολούθησης, προκείμενου τα επιχειρησιακά μέλη της οργάνωσης να αισθάνονται ακαταδίωκτα, κατά τους -κατ’ εντολή του- στοχευμένους ελέγχους που πραγματοποιούσαν».
Περαιτέρω, οι λοιποί εφοριακοί υπάλληλοι, ήταν απαραίτητοι για την λειτουργία της οργάνωσης, καθώς λόγω των καθηκόντων τους, είτε ασκούσαν άμεση εποπτεία και έλεγχο στους λοιπούς υπαλλήλους, καθορίζοντας έτσι την ταχύτητα και τον τρόπο διεκπεραίωσης των υποθέσεων ή διενεργούσαν επιτόπιους ελέγχους επιχειρήσεων κατόπιν εντολής του αρχηγικού μέλους.
Τέλος, ο λογιστής ήταν ενδιάμεσος μεταξύ των υπαλλήλων και των φορολογουμένων, επιφορτισμένος με την άμεση επαφή και επικοινωνία μεταξύ ελεγκτικής Αρχής και ελεγχομένων. Επίσης, σύμφωνα με τον ρόλο του, παραλάμβανε και παρέδιδε χρηματικά ποσά από τους φορολογούμενους, προς τους υπαλλήλους, εξασφαλίζοντας και ο ίδιος προνομιακή μεταχείριση των πελατών του από την Δ.Ο.Υ. Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, οχήματα, καθώς και από την κατοχή των κατηγορουμένων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
• 42.480 ευρώ συνολικά,
• 1.770 δολάρια
• κινητά τηλέφωνα, ατζέντα και φορολογικά έγγραφα.
Μέχρι στιγμής έχει διακριβωθεί ότι, από τα τέλη Μαΐου 2024, η εγκληματική οργάνωση εμπλέκεται σε 8 περιπτώσεις, ενώ διαπιστώθηκε ότι τα μέλη της απαίτησαν συνολικά, τουλάχιστον, το χρηματικό ποσό των 183.000 ευρώ και κατάφεραν να λάβουν, το χρηματικό ποσό των 38.000 ευρώ. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, όπου παραπέμφθηκαν σε ανακριτή και έλαβαν προθεσμία για να απολογηθούν.
Τους έδιναν την επιλογή που τους άρεσε.
,