Όποιος γράφει τους λόγους του Κυριάκου Μητσοτάκη πρέπει να αρχίσει να πληρώνει -και όχι να πληρώνεται- για τη δουλειά που κάνει
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
O κ. Μητσοτάκης είπε σε ομιλία του το εξής: «Με οδηγό τη φιλοπατρία των αγωνιστών, με αγώνα σκληρό, μετατρέψαμε μια μικρή οθωμανική επαρχία σε ένα κράτος-πρότυπο της Βαλκανικής».
Άραγε, οι ήρωες του ’21 αντιμετώπιζαν την Ελλάδα σαν μια «μικρή οθωμανική επαρχία»; Η απάντηση είναι αρνητική. Οι αγωνιστές της Εθνεγερσίας θεωρούσαν ότι παρέλαβαν από τους προγόνους μας μια αυτοκρατορική κληρονομιά, την οποία όφειλαν να διεκδικήσουν.
Ας δούμε ενδεικτικά την άποψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπως καταγράφεται στον διάλογο που είχε με τον Αγγλο ναύαρχο Χάμιλτον, που του πρότεινε κάποιον «συμβιβασμό» με τους Τούρκους.
Διαβάζουμε στο βιβλίο «Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα» («Τερτσέτη Απαντα», εκδόσεις Χρ. Γιοβάνης, τόμος Γ’, σελ. 179): «Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ᾿ ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος.
»Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦτον μὲ ἕνα λαόν, ὁποὺ ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθεῖ, παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήσει τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαόν, ἀλλ᾿ ὡς σκλάβους. Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: “πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει”. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι: “Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά.
» Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε· ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα”. Μὲ εἶπε: “Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;” – “Ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά”. Ἔτζι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον».