Ένα τεράστιο σκάνδαλο συγκλονίζει τις τελευταίες ώρες την Καθολική Εκκλησία της Ελλάδος στο οποίο υπήρξε παρέμβαση από τον πρόεδρο της Αρχής για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος, πρώην αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Βουρλιώτη.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, η Αρχή προχώρησε σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων επιχειρηματιών-ιδιοκτητών νυκτερινών κέντρων στην Πελοπόννησο καθώς ήταν αποδέκτες μεγάλων χρηματικών ποσών από δύο ιερείς, υψηλά ιστάμενους στην ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος!
Δείτε βίντεο:
Ταυτόχρονα, διαβιβάστηκε το πόρισμα της Αρχής στις εισαγγελικές Αρχές της έδρας της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να ελέγξει για το κακούργημα της υπεξαίρεσης τους δύο ιερείς και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος τους ιδιώτες-επιχειρηματίες των νυχτερινών κέντρων. Μάλιστα, ο ένας εκ των επιχειρηματιών είχε και στο παρελθόν σοβαρή εμπλοκή με ποινικά κολάσιμες πράξεις.
Για τις ενέργειες του κ. Βουρλιώτη έχει ενημερωθεί και η έδρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Βατικανό.
Το χρονικό
Αναλυτικά, η Αρχή, στο πλαίσιο ελέγχου, εντόπισε ότι μεγάλα χρηματικά ποσά, που φτάνουν περίπου τα 3 εκατομμύρια ευρώ, «έφυγαν» από το ταμείο της Καθολικής Εκκλησίας και επενδύθηκαν σε νυκτερινά κέντρα. Αυτή η τακτική είχε ξεκινήσει πριν από οκτώ χρόνια.
Αρχικά, η Αρχή ενημερώθηκε από τις τράπεζες για «ύποπτες» κινήσεις μεγάλων χρηματικών ποσών και ξεκίνησε ενδελεχή έλεγχο προκειμένου να χαρτογραφήσει τη διαδρομή των χρημάτων και να εντοπίσει τον πραγματικό αριθμό των προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση.
Δείτε βίντεο:
Σύμφωνα με την έρευνα, προέκυψαν ενδείξεις για την τέλεση σοβαρών αξιοποίνων πράξεων, όπως της υπεξαίρεσης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα μαύρου χρήματος).
Η Αρχή διαπίστωσε ότι είχε υπεξαιρεθεί από το ταμείο της Καθολικής Εκκλησίας το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ και μετά αποκαλύφθηκαν οι ταυτότητες τόσο των δύο ιερέων όσο και των επιχειρηματιών νυχτερινών κέντρων.
Η τελευταία ύποπτη διακίνηση χρημάτων εντοπίστηκε πριν από λίγες ημέρες και αφορούσε το ποσό των 50.000 ευρώ.