Η συναρπαστική ιστορία του παλιού, αγνού ποδοσφαίρου των δεκαετιών του ’70 και του ’80 αναβιώνει μέσα από τις βιωματικές ιστορίες και τη δημοσιογραφική έρευνα του Γιάννη Αλεξίου σε ένα βιβλίο με τίτλο «Το Ποδόσφαιρο που Αγαπήσαμε – Στα Τρία Κόρνερ, Πέναλτυ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ογδοο. «Η νοσταλγία για το ποδόσφαιρο των δεκαετιών του 1970 και του 1980, που ανήκουν στη σφαίρα της νεότητάς μου, ήταν η ιδέα για τη δημιουργία του.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Επίσης, το να αποδώσω φόρο τιμής σε όλους τους ποδοσφαιριστές της εποχής εκείνης, τα παιδικά ποδοσφαιρικά ινδάλματα που έπαιζαν για τη φανέλα και έγραψαν ιστορία, έως ότου το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό, αλλά και όσους ξέφυγαν από αυτή την κατάσταση και δοξάστηκαν, με έμπνευση πάντα από το ποδόσφαιρο της αλάνας» εξηγεί στην «Espresso» ο συγγραφέας, ο οποίος έχει υπογράψει δύο ακόμη βιβλία, το ένα με θέμα τα βινύλια και το άλλο για το ελληνικό ροκ.
«Είχα να διαχειριστώ ένα πλούσιο και σπάνιο υλικό, που η τελική επιλογή ήταν πονοκέφαλος, ωστόσο ευχάριστος. Ως δημοσιογράφος, κατά κύριο λόγο έχω έναν δικό μου τρόπο να συγκεντρώνω υλικό για θέματα που με ενδιαφέρουν και αγαπώ, που ωριμάζει στον χρόνο, μέσα από έρευνα, συνεντεύξεις και επικοινωνία με απλούς ανθρώπους που έχουν βιώματα γύρω από τα ενδιαφέροντά μου. Δεν έχω προγραμματισμό και δεν δουλεύω στοχευμένα, παρά μόνο όταν φτάσω στο τελικό στάδιο. Ο,τι κάνω είναι από μεράκι και αγάπη για το αντικείμενο. Ετσι, ολοκληρώνω φέτος μια τριλογία εκδόσεων με πολύ αγαπημένα θέματα, που είναι το βινύλιο, το ελληνικό ροκ και το ποδόσφαιρο» συνεχίζει.
Οσο για τις δυσκολίες που συνάντησε μέχρι να υλοποιήσει το τελευταίο του εκδοτικό εγχείρημα; «Η διαχείριση του χρόνου, καθώς το βιβλίο αυτό γεννήθηκε στην πιο δύσκολη και στενάχωρη περίοδο της ζωής μου, αλλά αποτέλεσε φάρο ελπίδας και ανταμοιβής της προσπάθειάς μου. Η απώλεια των γονιών μου μέσα σε δέκα μέρες το φετινό Πάσχα, όταν το βιβλίο ήταν στο τελικό στάδιο, που είναι και η πιο επίπονη κατάσταση, αλλά και μια παρατεταμένη περίοδος που προηγήθηκε, με πολλές δυσκολίες, κι ενώ γραφόταν. Η παιδική ηλικία, το ποδόσφαιρο στους ελεύθερους χώρους και οι ποδοσφαιρικές μνήμες, που αποτελούν τη βάση του βιβλίου μου, αποτέλεσαν μια δημιουργική έμπνευση για μένα» εξομολογείται.
Η πρώτη φορά που ο Γιάννης Αλεξίου βρέθηκε στο γήπεδο ήταν σε ηλικία 5 ετών, όταν τον πήρε μαζί του ο θείος του, ο οποίος ήταν τότε ο γυμναστής του νεαρού επίσης Θωμά Μαύρου. «Εβλεπα έναν μακρυμάλλη αδύνατο να μπαινοβγαίνει στο ισόγειο της διώροφης μονοκατοικίας μας, όπου ο αδερφός της μητέρας μας, ο Γιώργος Νικολάου, γνωστός έως σήμερα ως Γιωργούλης -πρωταθλητής τότε της άρσης βαρών-, γύμναζε με βάρη τον νεαρό Θωμά. Ενας παίκτης-φαινόμενο, που στα 16,5 του χρόνια βρέθηκε να παίζει μαζί με τα έως τότε ποδοσφαιρικά του ινδάλματα, όπως ο Δέδες και ο Σκρέκης, στην πανίσχυρη πρώτη ομάδα του Πανιωνίου, που είχε τερματίσει δεύτερη στο πρωτάθλημα, χάνοντ’ας το στις λεπτομέρειες από την ΑΕΚ, το 1971. Ο Μαύρος έγινε αφορμή να μου πει μια μέρα ο θείος μου: “Πάμε να δούμε τον Θωμά, που παίζει μπάλα;” Ετσι βρέθηκα στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης ανάμεσα σε χιλιάδες κόσμο, στην πρεμιέρα της σεζόν 1972-73, στον νικηφόρο αγώνα 1-0 επί της νεοφώτιστης τότε Λάρισας. Αισθάνθηκα τόσο όμορφα μέσα στον κόσμο, οικεία με την ατμόσφαιρα, και πλέον του ζητούσα να πηγαίνουμε συνέχεια στο γήπεδο» θυμάται με νοσταλγία ο δημοσιογράφος.
Για τον ίδιο οι μεγαλύτεροι ποδοσφαιρικοί ήρωες των 70s και των 80s ήταν «αυτοί που μετουσίωσαν το ταλέντο τους στην αλάνα την κατάλληλη στιγμή και έκαναν το όνειρό τους πραγματικότητα παίζοντας ποδόσφαιρο σε μεγαλύτερο επίπεδο και γράφοντας το όνομά τους με φωτεινά γράμματα στους συλλόγους που αγωνίστηκαν, ανεξάρτητα με την κατηγορία που έπαιξαν, και έως σήμερα μνημονεύονται από τους φιλάθλους. Τα περισσότερα ήταν φτωχόπαιδα σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν αδιέξοδο για τα πιτσιρικάδες που δεν είχαν πολλές επιλογές διασκέδασης. Από τις αλάνες βγήκαν όλοι οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές, ο Σαραβάκος, ο Μαύρος, ο Αναστόπουλος και τόσοι άλλοι, που έφτασαν ψηλά. Ενδεικτικά αναφέρω αυτούς που ξεχώρισαν από το μαγικό τετράγωνο Νέας Σμύρνης, Καλλιθέας, Παλαιού Φαλήρου, Αμφιθέας και περιχώρων, που έβγαλε ίσως τους περισσότερους μπαλαδόρους στους οποίους αναφέρομαι στο βιβλίο μου, μέσα από άγνωστες βιωματικές -και όχι μόνο- λεπτομέρειες. Το απόλυτο δικό μου ποδοσφαιρικό ίνδαλμα είναι ο Θωμάς Μαύρος. Επίσης, μεγάλη αδυναμία έχω στον Νόνι Λίμα. Στις αλάνες το παρατσούκλι μου ήταν Τζο Τζόρνταν, από τον Σκοτσέζο γκολτζή της Μάντστεστερ Γιουνάιτεντ».
Οπως αποκαλύπτει, μάλιστα, στη συνέχεια της κουβέντας μας, ο ίδιος βίωσε «από μέσα» το οπαδικό κίνημα στην Ελλάδα, ενώ μία φορά αισθάνθηκε έντονα τον κίνδυνο της οπαδικής βίας. «Το οπαδικό κίνημα, για το οποίο υπάρχει στις σελίδες του βιβλίου μια μεγάλη έρευνά μου, γεννήθηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 1980, μαζί με την επίσημη μετάβαση του ποδοσφαίρου στον επαγγελματισμό. Εγώ το έζησα “από μέσα”, καθώς, όταν ήσουν στον φανατικό πυρήνα οπαδών μιας ομάδας, ήταν τότε αναπόφευκτο, χωρίς βέβαια να έχω σχέση με όσους προκαλούσαν διάφορα. Ο χουλιγκανισμός ήταν ξενόφερτος, ένα κίνημα μιμητισμού από την Αγγλία όπου γεννήθηκε. Πάντως, δεν είχε καμία σχέση με όσα συμβαίνουν τώρα στα γήπεδα, όπου το οπαδικό κίνημα έχει πια ξεφύγει εδώ και χρόνια, περνώντας σε ένα επίπεδο διαφορετικό, χωρίς όρια, άκρως επικίνδυνο, έως φονικό. Κι εγώ κινδύνευσα μια φορά και σώθηκα από θαύμα, ας πούμε, σε ένα βαγόνι τρένου ύστερα από αγώνα Ολυμπιακού – Πανιωνίου, όταν ο όχλος της μάζας έδειξε ένα ανυποψίαστο παιδί που δεν είχε σχέση με το γήπεδο το οποίο μαχαίρωσαν, ενώ εγώ καθόμουν με έναν φίλο ακριβώς δίπλα του» αναφέρει, σοκάροντας με την περιγραφή του.
Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας με τον Γιάννη Αλεξίου, τον ρωτάμε γιατί, κατά τη γνώμη του, οι Ελληνες αγαπούν τόσο πολύ το ποδόσφαιρο. «Είναι το αδιαπραγμάτευτο κομμάτι της νιότης τους, και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ!» απαντά εκείνος με το χέρι στην καρδιά, δίνοντάς μας ραντεβού στις 18 Νοεμβρίου στον Ιανό, όπου θα λάβει χώρα η επόμενη παρουσίαση του βιβλίου «Το Ποδόσφαιρο που Αγαπήσαμε – Στα Τρία Κόρνερ, Πέναλτυ».
Πηγή: Espresso