Οφείλω να σας ομολογήσω πως, παρότι κατά καιρούς εκκλησιάζομαι, ποτέ δεν υπήρξα αυτό που λέμε «άνθρωπος της Εκκλησίας». Δεν είχα συχνά πάρε-δώσε με ιερείς, πρωτοσυγκέλους, ηγουμένους και μητροπολίτες – ούτε καν πνευματικό δεν αξιώθηκα να βρω, ίσως γιατί δεν έχω τύψεις για αυτά που γράφω.
Βεβαίως, ανέκαθεν είχα απόλυτη επίγνωση της εθνικής συνεισφοράς της Ορθοδοξίας στη νεότερη ιστορία μας. Χωρίς τους «παπάδες», που συχνά κάποιοι μνημονεύουν με υποτιμητική χροιά, η χώρα μας θα ήταν πολύ διαφορετική σήμερα. Ισως να μιλούσαμε και μια άλλη γλώσσα…
Πάντα, επίσης, στεκόμουν με δέος απέναντι σε εμβληματικές μορφές της Ιεραρχίας, ιδιαίτερα στους ήρωες που θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα. Με συγκλόνιζε η περίπτωση του Χρυσοστόμου της Σμύρνης που προτίμησε να μείνει μέχρι τέλους στις επάλξεις προκειμένου να υπερασπιστεί το ποίμνιό του, αντί να διαλέξει τον δρόμο της εύκολης απόδρασης, όπως ο ασυνείδητος «πολιτικός κομισάριος» της εποχής Αριστείδης Στεργιάδης.
Με συνέπαιρναν και άλλες ιερατικές μορφές, που για τους αγώνες του έθνους, μαζί με τον σταυρό, ζώστηκαν και τα φυσεκλίκια, όπως ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Οι δεσποτάδες εκείνης της εποχής δεν αστειεύονταν. Κι όταν ερχόταν η ώρα να υπηρετήσουν την Ελλάδα αγνοούσαν θεούς και δαίμονες. Δεν έδιναν δεκάρα για τις «συστάσεις μετριοπάθειας» του κατευναστικού κράτους των Αθηνών, όπως εκείνοι οι υπέροχοι τρεις μητροπολίτες που κήρυξαν τη βορειοηπειρωτική αυτονομία, εν πλήρη… ανυπακοή προς τις διαταγές του Βενιζέλου.
Ενας άλλος Ελληνας Αρχιεπίσκοπος, μυθική μορφή και αυτός, αρνήθηκε να ορκίσει τη δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου, χλευάζοντας τον Γερμανό αξιωματικό που επιχείρησε με απειλές να τον μεταπείσει.
Στη μεταπολεμική περίοδο, όμως, τα εθνικά ανακλαστικά της Εκκλησίας άρχισαν να αμβλύνονται. Οπως άλλωστε ολόκληρου του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της κοινωνίας.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Τελευταία αναλαμπή υπήρξε ο αλησμόνητος Σεβαστιανός, που δυστυχώς «έφυγε» νωρίς, και βεβαίως ο μακαριστός Χριστόδουλος, που αν ήταν σήμερα κοντά μας πολλά από τα δεινά της χώρας θα είχαν αποφευχθεί.
Η σχέση μου με την Εκκλησία ως προς το ιερατικό της σχήμα, όχι ως προς τη διαχρονική έννοια της Ορθοδοξίας, ψυχράθηκε απότομα όταν κατέστη εμφανής η δραματική ομηρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και διερράγη οριστικά όταν βρέθηκε Ελληνας Αρχιεπίσκοπος που αποδέχτηκε να… μεταθέσει (άκουσον άκουσον) την ώρα της Ανάστασης του Κυρίου, με κυβερνητική εντολή, εν μέσω της πανδημικής υστερίας.
Είχα απογοητευθεί πλήρως, μέχρι που πολύ πρόσφατα διαπίστωσα ότι υπάρχουν θύλακες αντίστασης και στην Εκκλησία. Η αρχή έγινε με τον μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου, Αμφιλόχιο. Αυτός ο πύρινος δεσπότης, που τιμά τα ράσα του, υποκατέστησε το ελληνικό κράτος και διέσωσε την τιμή της χώρας, λέγοντας αυτά που έπρεπε να ακούσει ο αναιδής Γερμανός πρόεδρος στη μαρτυρική Κάντανο.
Προσέξτε: η επίσκεψη, ειδικά σε αυτόν τον τόπο θυσίας, όπου οι Γερμανοί είχαν την έμπνευση να ορθώσουν και πινακίδες, εν είδει Φαρ Ουέστ, εξηγώντας γιατί «τον έσβησαν από τον χάρτη», ήταν από μόνη της μια κορυφαία πρόκληση. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού είχε υποστεί την ψυχρολουσία μέσα στο ίδιο της το σπίτι, απέφυγε να παραστεί, και οι εκπρόσωποι των τοπικών Αρχών, που έπρεπε να έχουν κηρύξει τον κύριο Σταϊνμάιερ «ανεπιθύμητο», αρκέστηκαν σε κάτι φληναφήματα, με την εξαίρεση ίσως του περιφερειάρχη Σταύρου Αρναουτάκη, ο οποίος τουλάχιστον αρνήθηκε να του φορέσουν διακριτικό «βραχιολάκι» οι «φουσκωτοί» της γερμανικής πρεσβείας. Την παρτίδα έσωσε ο Αμφιλόχιος, που μίλησε εκτός προγράμματος, απευθύνοντας κήρυγμα μετά την επιμνημόσυνη δέηση, και κατακεραύνωσε τον εμβρόντητο Γερμανό πρόεδρο, θυμίζοντας τον βρόμικο ρόλο της χώρας του την περίοδο των Μνημονίων.
Η «θεόσταλτη» παρέμβαση του Αμφιλοχίου, που προβλήθηκε πρωτοσέλιδα από τη «δημοκρατία», δημιούργησε κεκτημένη ταχύτητα και συμπαρέσυρε ολόκληρη την Ιερά Σύνοδο της Μεγαλονήσου, η οποία με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Ευγενίου Β’ όχι μόνο τον συνεχάρη, αλλά ανακοίνωσε και πρόγραμμα δράσης για τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων.
Λίγα 24ωρα νωρίτερα παρουσίαζα το βιβλίο μου «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια», που πραγματεύεται το ίδιο αντικείμενο, στην Αρτα, με κεντρικό ομιλητή τον Προκόπη Παυλόπουλο. Ο τοπικός μητροπολίτης, ένας μοντέρνος ιεράρχης με επικοινωνιακό χάρισμα, μόλις 57 ετών, πήρε τον λόγο και δεν μάσησε τα λόγια του. Χωρίς να γνωρίζει την πρωτοβουλία της Ιεράς Συνόδου Κρήτης, μίλησε ανοιχτά για την υποχρέωση καταβολής των αποζημιώσεων και τόνισε με νόημα ότι «οι Ελληνες ξέρουν να συγχωρούν, αλλά όχι να ξεχνούν…».
Πιο πρόσφατα, την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου, στη Πάτρα, έμεινα ενεός ακούγοντας τον αντίστοιχο χαιρετισμό ενός άλλου ιεράρχη, του μητροπολίτη Πατρών, Χρυσοστόμου, στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του πολυχώρου «Royal», όπου παρουσιαζόταν το «Γιαβόλ», αυτή τη φορά με κεντρικό ομιλητή τον Κώστα Καραμανλή. Μιλώντας από στήθους, ο Χρυσόστομος καθήλωσε το ακροατήριο με δέκα κουβέντες που σπάνε κόκαλα. Ξέρετε τι είπε ο μητροπολίτης της Πάτρας; Είπε ότι «είναι χρέος μας να διατρανώσουμε μια αλήθεια: πως δεν έληξε καθόλου το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, ούτε μπορούμε να το ξεχάσουμε και να συμπεριφερόμαστε με υποτέλεια»!
«Δεν έχουμε το δικαίωμα» συνέχισε «ούτε ως Πολιτεία ούτε ως Εκκλησία να σταματήσουμε να διεκδικούμε το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις. Το χρωστάμε σε εκείνους που μαρτύρησαν. Στους πατέρες μας, που πότισαν με το αίμα τους τα Καλάβρυτα. Το χρωστάμε στα μαρτυρικά χωριά, σε εκείνους που έπεσαν άδικα από τα χέρια των Γερμανών και έβαψαν με το αίμα τους το χώμα της πατρίδος. Το χρωστάμε στις μαυροφορεμένες χήρες και μονάδες των Καλαβρύτων, και σε όλες εκείνες τις γυναίκες που έσκαβαν με τα νύχια τους για να θάψουν τα λείψανα των δικών τους ανθρώπων. Το χρωστάμε και σε εκείνους που θα ‘ρθουν, όπως λέει ο Παλαμάς».
Κι αμέσως μετά ο Χρυσόστομος έριξε τη «βόμβα», θυμίζοντας ότι οι ίδιοι ολετήρες μάς έριξαν στα νύχια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και υποφέραμε όσα υποφέραμε.
Ε, λοιπόν, αυτά τα απλά και ξεκάθαρα λόγια δεν τα έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια από εν ενεργεία Ελληνα πολιτικό. Τα είπε ένας φωτισμένος μητροπολίτης, που ξεκαθάρισε από την αρχή ότι θα μιλήσει «πατριωτικά».
Δυσκολεύομαι να σας μεταφέρω τη συγκίνηση που ένιωσα εκείνη την ώρα να ακούω έναν ιεράρχη με φλόγα να υποκαθιστά τη βουβή Πολιτεία των Αθηνών. Γιατί κατάλαβα ότι υπάρχει ελπίδα. Υπάρχουν δεσποτάδες και σήμερα που δεν φοβούνται και δεν λογαριάζουν το κράτος των Αθηνών. Μια νεότερη γενιά μητροπολιτών που, εκτός από μόρφωση, ευρυμάθεια και επικοινωνιακό χάρισμα, διαθέτει και εθνικά ανακλαστικά. Εύγε, λοιπόν, σε αυτούς που τιμούν τα ράσα τους, δείχνοντας ότι σε μία περίοδο αφόρητης εθνικής κατάπτωσης η Ορθοδοξία μπορεί να αποτελεί διέξοδο.
Το πρόβλημα είναι ο αρχιεπίσκοπος. Γνωστό στη Μαλακάσα και τον Αυλώνα που ήταν καθηγητής ότι ήταν κομμουνιστής.
τον κώνωπα και καταπίνοντας την κάμηλον, ήτοι με συλλαλητήρια κατά των … ταυτοτήτων(!) αλλά “μούγκα στη στρούγκα” για τα ομόφυλα, άραγε “η Ορθοδοξία μπορεί να αποτελεί διέξοδο”;