Οι δρόμοι του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και του Κωνσταντίνου Σημίτη διασταυρώθηκαν την περίοδο που ο δεύτερος ήταν «πανίσχυρος» πρωθυπουργός. Ο μεν εκπροσωπούσε τον κόσμο της πίστης στον Χριστό, της παράδοσης, και ο φλογερός πατριωτικός λόγος του συγκλόνιζε τις ψυχές των Ελλήνων. Ο δε αυτοσυστηνόταν ως «εκσυγχρονιστής». Ο Σημίτης ήταν διεθνιστής. Κράδαινε με τόση αγαλλίαση τα πρώτα ευρώ που έκανε ανάληψη από το ΑΤΜ, μόλις έβαλε τη χώρα (δίχως να τη ρωτήσει) στην ευρωζώνη, ώστε θα έλεγε κάποιος ότι αυτά τα χαρτονομίσματα ήταν τα δικά του σύμβολα της πίστεως.
Συγκρούστηκαν την εποχή που ο πρωθυπουργός αποφάσισε να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες. Ο Σημίτης φάνηκε να «επικρατεί». Το θρήσκευμα διεγράφη.
Η προπαγανδιστική μηχανή παραγωγής «κυρίαρχης άποψης» στάθηκε πάντα στο πλευρό του Σημίτη. Και την εποχή των ταυτοτήτων, αλλά και στα μετέπειτα χρόνια. Και στη θανή του πρωθυπουργού των Ιμίων, η συστημική ενημέρωση και η πολιτική σκηνή πρωτοστάτησαν. Παρουσίασαν το γεγονός ως μια ιστορικών διαστάσεων απώλεια για τη χώρα και το έθνος, και αποπειράθηκαν να πείσουν το κοινό για το ασύγκριτα μεγάλο… εκτόπισμα του εκδημήσαντος πολιτικού.
Ο λαός δεν συμμερίστηκε την άποψη. Δεν πείστηκε από την προπαγάνδα. Δεν πήγε στην κηδεία του Σημίτη. Απείχε. Αδιάψευστος μάρτυρας, η εικόνα. Στις φωτογραφίες βλέπουμε τον μικρό αριθμό ατόμων που πήγαν να αποχαιρετήσουν τον πολιτικό.
Στην κηδεία του Χριστοδούλου, του «ηττημένου» από τον Σημίτη ιεράρχη, γέμισαν οι δρόμοι με μυριάδες πιστούς που θέλησαν να δουν για τελευταία φορά τον Αρχιεπίσκοπο τον οποίο θαύμασαν και αγάπησαν πολύ. Χαρακτηριστικές είναι οι φωτογραφίες που ελήφθησαν την ημέρα της κηδείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.
Οι εικόνες προοικονομούν το ιστορικό αποτύπωμα που αφήνουν πίσω τους οι δύο προσωπικότητες. Ο λαός, τελικά, στο τέλος της διαδρομής, ξέρει να ξεχωρίζει το σημαντικό από την ασημαντότητα.