Ολη η ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη είναι μία στιγμή: η σκηνή που καλεί τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Χρήστο Πυθαγόρα να τους ανακοινώσει ότι θα αποχωρήσει από τη δισκογραφία. Είχε ήδη προηγηθεί η ηχηρή αποχώρηση από τα κέντρα διασκεδάσεως το 1965, μετά το επεισόδιο με έναν μπράβο στην «Τριάνα του Χειλά», ένα θρυλικό κέντρο διασκεδάσεως στις Τζιτζιφιές.
Ο μπράβος, ενοχλημένος που ο Καζαντζίδης αρνήθηκε να του πληρώσει προστασία, μπήκε ένα βράδυ και με την απειλή όπλου τον υποχρέωσε να πει 22 φορές το «Ενας μάγκας στον Βοτανικό». Υστερα από αυτό ανακοίνωσε στη Μαρινέλλα την απόφασή του να μην τραγουδήσει ξανά για τους «νεοπλούσιους» και τους «σαμπανάκηδες».
Η δεύτερη φορά ήταν, όμως, κομβική. Καθοριστική. Αγανακτισμένος από τον τρόπο που λειτουργούσαν οι εταιρίες, πήρε των ομματιών του και αναχώρησε για τον Αγιο Κωνσταντίνο και τη βάρκα του.
Η απόφαση ήταν σκληρή – θα περπατούσε στον δρόμο της εξορίας και της σιωπής. Αγρια πράγματα αυτά για κάποιον που ανέπνεε μέσα στο τραγούδι. Επέβαλε ποινή και στον εαυτό του, όχι μόνο στην εταιρία του. Θέλει πολύ μεγάλη δύναμη για να απαρνηθείς την αγάπη των άλλων. «Το να απαρνείσαι την αγάπη των άλλων είναι η πιο μεγάλη μεταρρύθμιση» λέει ο Ρομπέρτο Μπενίνι σε μια ιταλική ταινία, υποδυόμενος τον αποφασιστικό δήμαρχο που θίγει τα κακώς κείμενα της πόλεώς του.
Ο Καζαντζίδης την απαρνήθηκε και αποφάσισε να διανύσει την προσωπική του έρημο για έναν απλό λόγο: γιατί δεν πληρούνταν οι όροι και οι προϋποθέσεις που έθετε στον εαυτό του για να ερμηνεύει τραγούδια. Η σκηνή με τον Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα είναι περίπου ροκ: αφού τους ανακοινώνει την απόφασή του να αποσυρθεί, τους ζητά να του γράψουν ένα τελευταίο τραγούδι που να κρατά ζωντανούς τους δεσμούς του με τα εκατομμύρια του κόσμου που τον αγάπησε και δάκρυζε στο άκουσμα των τραγουδιών του στον κολοφώνα της δόξας του.
«Να πω έτσι “αντίο” και να την κοπανήσω, να εξαφανιστώ» όπως τους είπε. Το τραγούδι αυτό ήταν το «Υπάρχω». Ενα αυθεντικό «λαϊκό» τραγούδι. Λαϊκό όχι με την έννοια της εξαιρετικής λαϊκής μουσικής που έγραψε ο Χρήστος. Λαϊκό για το σφρίγος του στίχου του Πυθαγόρα, με το οποίο απευθύνθηκε απευθείας με τη φωνή «καμπάνα» στον κόσμο του. Χωρίς ενδιάμεσους. «Υπάρχω κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω/σκλάβα τη ζωή σου θα ‘χω/κι ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς. (…) Υπάρχω, στη χαρά σου και στη λύπη, η μορφή μου δεν θα σου λείπει/κι ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχαστώ».
Το ηχογράφησε και έριξε αυλαία. Ο αναχωρητισμός, ως μέθοδος διεκδίκησης του δικαίου και αναγνώρισης της αξίας κάποιου, είναι μεγάλη υπόθεση. Απαιτεί σφριγηλή ψυχή για να διαχειριστείς τις συνέπειες της αποχώρησης και τη μεγάλη αναμονή, με την πίστη ότι κάποτε θα δικαιωθείς. Απαιτεί απεραντοσύνη εντός σου για να έχεις τη δύναμη να φεύγεις όταν δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις, με τους όρους που επιθυμείς. Εντεκα ολόκληρα χρόνια, αιώνας για έναν καλλιτέχνη, από το 1976 έως και το 1987, κράτησε η αυτοεξορία του. Η πορεία στην προσωπική του έρημο. Επρεπε να είναι πολύ θωρακισμένος ψυχικά για να αντέξει τέτοια ταλαιπωρία. Ηταν. Η ζωή του όλη ήταν. Ο πατέρας του τού είχε πει: «Δεν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο ένα νέο ζευγάρι παπούτσια». Το ίδιο είπε και στη Μαρινέλλα, όταν του ζήτησε νέο τραπέζι για το σπίτι «παράγκα» του Αγίου Κωνσταντίνου: «Δεν θα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο ένα καινούργιο τραπέζι». Ο Καζαντζίδης είχε σπονδυλική στήλη. Δεν ήταν κυρτός. Κι αν ήταν «κλαψιάρης», καλά έκανε. Μεσουράνησε στην εποχή των δακρύων. Ολη η Ελλάδα έκλαιγε τη φτώχεια της. Τι να κάνει; Να κλαίνε οι άλλοι και να γελά αυτός;
Η ζωή τον δικαίωσε. Οχι μόνο γιατί γύρισε στη δισκογραφία το 1987, αλλά γιατί μέχρι το 2001, που έφυγε από τη ζωή, τον γνώρισε μία ακόμη γενιά. Και μέσα από τις επιτυχίες του δίδαξε στους Ελληνες την ηγεσία στη ζωή. Το γεγονός ότι τρέχει ο κόσμος στους κινηματογράφους σήμερα, 24 χρόνια μετά τον θάνατό του, και υπολογίζεται ότι τα εισιτήρια θα πλησιάσουν το 1 εκατομμύριο είναι το μέτρο της μνήμης και του εκτοπίσματος. Στο τέλος κάθε προβολής, ο κόσμος ξεσπά σε χειροκροτήματα. «Αγάπη μετά θάνατον» ονομάζεται αυτό. Και όσοι αναζητούν τον ορισμό του μεγάλου και του σπουδαίου ας αναρωτηθούν αν θα τους χειροκροτούν και αυτούς τα πλήθη, 25 χρόνια μετά τον θάνατό τους.
Κατά τούτο, η ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη είναι βαθιά πολιτική και ιδεολογική. Οχι απλώς βιογραφική. Είναι επίσης μια ταινία ηθών – ηθογραφική. Περνούν μέσα από την εξαιρετική σκηνοθεσία του Τσεμπερόπουλου τα έθιμα των Ποντίων, η προσφυγιά, ο σεβασμός στο πρόσωπο της μητέρας, η πίστη στον Θεό με τον σταυρό στο τραπέζι, η λογική της παρέας, ακόμη και οι κώδικες της νύχτας.
Η ταινία «Υπάρχω», στην οποία πρωταγωνιστούν ο αυθεντικός Χρήστος Μάστορας (κάτι ξέρει από αντιξοότητες στην προσφυγιά) και η γλυκύτατη Κλέλια Ρένεση, είναι μια συμπαραγωγή την οποία χρηματοδότησε -και εύγε του- ο επιχειρηματίας Δημήτρης Μελισσανίδης. Ο οποίος επίσης έφυγε από την ΑΕΚ, τον ύμνο της οποίας έγραψε ο Στέλιος στο απόγειό του. Είχε κότσια κι αυτός – Πόντιος. Εύγε του, γιατί έτσι θα περάσει ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας μας στις επόμενες γενιές. Είναι τίμια ταινία, γιατί δεν αγιοποιεί τον Καζαντζίδη και σκιαγραφεί όλες τις παραξενιές του στις σχέσεις του, χωρίς να εξαιρεί την εξάρτησή του από την επιρροή της μητέρας του Γεσθημανής.
Μαθαίνει επίσης στις επόμενες γενιές ότι ο Καζαντζίδης εισήγαγε την ιδεολογία του «λαϊκού καπιταλισμού», απαιτώντας ποσοστά από τις εισπράξεις, όπως έκανε και ο Φορντ με τους εργαζομένους του. Ολες οι επόμενες γενές τραγουδιστών χρωστούν σε αυτόν τον άνθρωπο τις καλύτερες αμοιβές τους.
Δεν θα προσέθετε στην ταινία η αφιέρωση πολλών σκηνών από το παρασκήνιο της διαμάχης του με τον Μίνωα Μάτσα, και γι’ αυτό απεφεύχθη. Τα δικαιώματα των τραγουδιών του Στέλιου ανήκουν άλλωστε, κατ’ ουσίαν, στην παλιά MINOS και η αναβίωση της διαμάχης δεν θα επέτρεπε τη μετάδοσή τους.
Αν έλειψε κάτι από την ταινία, ήταν ένα εμβληματικό τραγούδι του Στέλιου σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μουσική του Απόστολου Καλδάρα, που ακόμη και σήμερα εκφράζει αυθεντικά εκατομμύρια Ελληνες και Ελληνίδες, διότι μοιάζει και με ιδεολογική διακήρυξη:
«Ποιος θα μου δώσει δύναμη
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω,
να φτιάξω όμορφες καρδιές,
μεγάλες και πονετικές,
τις σκάρτες να πετάξω.
Να σου δώσω μια να σπάσεις,
αχ, βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε».
Παράλειψις…