Την ώρα που στο Λος Άντζελες έχουν φτάσει τους 24 επιβεβαιωμένους νεκρούς από την πύρινη λαίλαπα που σαρώνει μία από τις πλουσιότερες γωνιές του πλανήτη, στην Αθήνα συνεχίζεται η δίκη σε δεύτερο βαθμό για τους 104 νεκρούς από τη δασική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής, με τους συγγενείς τους να εξακολουθούν να ελπίζουν σε κάποια μορφή δικαίωσης.
Σήμερα, Τρίτη 14/1, ήταν η σειρά του τέως υπαρχηγού της Πυροσβεστικής Βασίλη Ματθαιόπουλου να καταθέσει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, με τον απόστρατο, πλέον, κατηγορούμενο, που σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε σε εκτιτέα ποινή πέντε ετών για θανάτους εννέα ανθρώπων στη θάλασσα, να αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη για τη διαχείριση της φονικής πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική.
Στην απολογία του, ο Β. Ματθαιόπουλος επέρριψε ευθύνες στον τότε αρχηγό και συγκατηγορούμενο του, Ιωάννη Τερζούδη, και άλλους -τότε- επιχειρησιακούς επικεφαλής, υποστηρίζοντας πως «ασκούσα τον διοικητικό έλεγχο στο ΕΣΚΕ, τον πειθαρχικό έλεγχο, αξιολογήσεις προσωπικού. Για το επιχειρησιακό μέρος υπήρχαν ειδικές υπηρεσιακές διαταγές».
Ξεκινώντας την απολογία του, ο κατηγορούμενος εξέφρασε τη θλίψη του για τους τραυματίες και τους πληγέντες της πυρκαγιάς και τα συλλυπητήρια του στους συγγενείς των 104 νεκρών. Συγκρίνοντας τη μορφολογία της περιοχής της Κινέτας, όπου είχε γίνει απομάκρυνση πολιτών νωρίτερα την επίμαχη ημέρα, με εκείνη στη φωτιά στο Νταού που κατέβηκε στο Μάτι, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι στην πρώτη περίπτωση, λόγω της παλαιάς και της Νέας Εθνικής οδού και της μεγάλης έκτασης της παραλίας, ήταν εφικτή η ασφαλής μετακίνηση κατοίκων.
Αντίθετα, όπως είπε «στη φωτιά στο Νταού είχαμε μόνο τη Μαραθώνος με πλάτος 20 μέτρα και πεύκα που σε πολλά σημεία οι κορυφές τους, είτε έσμιγαν, είτε ήταν πολύ κοντά. Δεν ξέρω τι θα γινόταν, εάν θα είχαμε ή όχι περισσότερα θύματα. Που θα πηγαίναμε όλον αυτόν τον κόσμο, μήπως είχαμε περισσότερα θύματα;». Τόνισε, ωστόσο, ότι δεν ήταν δική του αρμοδιότητα να διατάξει οργανωμένη απομάκρυνση, αλλά ευθύνη του αξιωματικού του πεδίου.
Για την επίμαχη ημέρα, όπου ο δείκτης επικινδυνότητας πυρκαγιάς ήταν στο 4, ο κατηγορούμενος είπε πως από το πρωί έγιναν συσκέψεις παρουσία του αρχηγού και όλων των αρμοδίων και πως παρών στο ΕΣΚΕ ήταν και ο τότε υπουργός Νίκος Τόσκας, αλλά και ο Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας, Ιωάννης Καπάκης.
Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, ενημερώθηκε για την έναρξη της φωτιάς στο Νταού, από τον συγκατηγορούμενο του, Ιωάννη Φωστιέρη. Αμέσως έγινε κινητοποίηση, όπως είπε, και ακολούθησαν συνεχείς επαφές του με τους αρμόδιους για την άμεση μετάβαση δυνάμεων στο συμβάν. Όπως τόνισε, δεν ήταν στην αρμοδιότητα του (ούτε) τα εναέρια μέσα: «Η διαχείριση των εναέριων μέσων ήταν από την έγκριση του αρχηγού. Ο υπαρχηγός δεν έχει καμία μορφή αρμοδιότητας στη διαχείριση των εναέριων μέσων. Όταν ήμουν αρχηγός, μόνο εγώ έκρινα πότε θα πετάξουν τα εναέρια».
Σε ότι αφορά στη μη κινητοποίηση των πλωτών σκαφών της Πυροσβεστικής και τις βάρκες της ΕΜΑΚ για τη διάσωση ανθρώπων που ήταν επί ώρες μέσα στη θάλασσα, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τις φλόγες, ο Β. Ματθαιόπουλος ανέφερε ότι «η υπηρεσία στεγάζεται στον πέμπτο λιμενικό σταθμό με έδρα το λιμάνι του Πειραιά και είναι για την πυροπροστασία λιμανιού. Είναι υπηρεσία εκτός επιφυλακής. Δεν γνώριζα εάν είναι στελεχωμένα. Αν παίρναμε όλα τα πυροσβεστικά πλοιάρια, ίσως να μη λειτουργούσε το λιμάνι. Το πολύ να μπορούσε να φύγει ένα. Ο πλεύσιμος χρόνος για την επίμαχη περιοχή είναι γύρω στις τρεισήμισι ώρες. Οπότε θα έφταναν πολύ αργά… Οι βάρκες της ΕΜΑΚ χρησιμοποιούνται σε στάσιμα νερά, μετά από πλημμύρες, σε νερά δηλαδή χωρίς κυματισμό. Επιπλέον, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας».
Τόνισε δε ότι ο ίδιος έμαθε ότι βρίσκονται άνθρωποι στη θάλασσα στις οκτώμιση το βράδυ και ότι «δεν μου ζήτησαν πλοιάρια… Ούτε το Λιμενικό, ούτε κάποιος από τους επικεφαλής».
Απαντώντας σε ερώτηση από έδρας, ο κατηγορούμενος είπε πως υπήρχε τότε μια πιλοτική εφαρμογή drone, τα οποία, ωστόσο, όταν επιχειρούν εναέρια πυροσβεστικά, δεν ενδείκνυνται. «Βλέπουμε τι έγινε αυτές τις ημέρες στην Καλλιφόρνια. Άκουσα ότι συγκρούστηκε drone με εναέριο μέσο και ευτυχώς κατάφερε και προσγειώθηκε. Όπως άκουσα στις ειδήσεις η υπηρεσία εναέριων μέσων είπε ότι πτήση drone κατά τη διάρκεια της φωτιάς είναι επικίνδυνη», ανέφερε σχετικά.
Αναφερόμενος δε στην εκτροπή του ελικοπτέρου που ήταν στο Νταού, για να πάει στην φωτιά στα Διυλιστήρια Κορίνθου, ο κατηγορούμενος επέρριψε ευθύνες στον πρώην Αρχηγό της Πυροσβεστικης: «Δεν μπορούμε να πάρουμε εναέριο μέσο από την περιοχή που επιχειρεί (και να το στείλουμε σε άλλη). Εγώ εάν ήμουν αρχηγός, δεν θα το έπαιρνα. Είναι ανήκουστο να λέει ο Τερζούδης, ότι “αφού ήξερε ο Ματθαιόπουλος, να πάει να το πει στον Υπουργό“. Τι θα μπορούσα να πω εγώ στον υπουργό; Ότι είναι λάθος; Εντολή του κ. Τερζούδη είναι. Έγιναν κάποια τηλεφωνήματα πως κινδύνευαν τα διυλιστήρια και έτσι προέκυψε η εκτροπή».
Η Εισαγγελέας υπέβαλλε πολλές ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, μεταξύ άλλων και για τη διάρθρωση των χώρων του ΕΣΚΕ, θέλοντας να μάθει αν υπήρχε αίθουσα, ως θάλαμος επιχειρήσεων, που να παρευρίσκονταν όλοι οι αρμόδιοι αξιωματικοί, ώστε να ανταλλάσσουν πληροφορίες από τους υφισταμένους τους και να προχωρούν σε σχεδιασμό. Ο κατηγορούμενος απάντησε αρχικά πως εκείνη την ημέρα ήταν ο καθένας στο γραφείο του, με τον τότε υπουργό να βρίσκεται στο γραφείο του αρχηγού. Στη συνέχεια έδειξε φωτογραφία όπου απεικονίζονται οι επιτελικοί, τραβηγμένη ενόσω καίει η φωτιά στην Κινέτα και πριν ξεσπάσει η φωτιά στο Νταού Πεντέλης.
Κατηγορούμενος: Είναι τραβηγμένη στις 15.55, είμαστε όλοι μπροστά στην οθόνη…
Εισαγγελέας: Αυτή η φωτογραφία γιατί τραβήχτηκε;
Κατηγορούμενος: Δεν ξέρω γιατί τραβήχτηκε
Εισαγγελέας: Αναμνηστική; Τώρα θα γίνω κακιά: Ο κόσμος καιγόταν και εσείς βγάζατε φωτογραφίες;
Η εισαγγελική ερώτηση προκάλεσε αντίδραση του κοινού που χειροκροτώντας φώναζε «μπράβο» στην εισαγγελική λειτουργό. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως την φωτογραφία «μπορεί να την τράβηξε κάποιος δημοσιογράφος».
Δείτε επίσης:
- Συνεχίζεται η δίκη για την τραγωδία στο Μάτι: «Όσο ζω θα με στοιχειώνει» είπε ο πρώην αρχηγός της Πυροσβεστικής
- Δίκη για το Μάτι: «Δεν έβαλα τη φωτιά» είπε ο ηλικιωμένος από την αυλή του οποίου ξεκίνησε η τραγωδία