Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να καταστήσει απόρρητα τα στοιχεία για τις κρατικές επιδοτήσεις προς επιχειρήσεις αποκαλύπτει τη διπλή στόχευση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: αφενός την προετοιμασία για πιθανούς εμπορικούς πολέμους και αφετέρου την προστασία των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων του στενού του κύκλου.
Ο υπουργός Βιομηχανίας και Τεχνολογίας, Μεχμέτ Φατίχ Κατζίρ, αιτιολόγησε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι η δημοσιοποίηση αυτών των στοιχείων θα μπορούσε να επιτρέψει σε άλλες χώρες να επιβάλουν δασμούς ή περιορισμούς στα τουρκικά προϊόντα, επικαλούμενες αθέμιτο ανταγωνισμό. Σε μια περίοδο αυξανόμενου διεθνούς προστατευτισμού, η Τουρκία επιχειρεί να προστατεύσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της και να αποτρέψει πιθανά αντίποινα.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική μυστικότητας εγείρει σοβαρές ανησυχίες. Πρώτον, η κίνηση ενισχύει τη δυσπιστία προς την Τουρκία από τους διεθνείς εμπορικούς της εταίρους, ιδίως την ΕΕ, που διατηρεί αυστηρούς κανονισμούς για τις κρατικές ενισχύσεις. Αν οι επιδοτήσεις θεωρηθούν μη συμβατές με το διεθνές δίκαιο, η Τουρκία κινδυνεύει να βρεθεί στο στόχαστρο εμπορικών κυρώσεων και αντισταθμιστικών μέτρων, κάτι που θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά την οικονομία της. Παράλληλα, η απόφαση αυτή πλήττει και τη φήμη της χώρας ως αξιόπιστου εμπορικού και επενδυτικού εταίρου, αποθαρρύνοντας ξένες επενδύσεις.
Η έλλειψη διαφάνειας έχει και εσωτερικές συνέπειες. Οι κρατικές επιδοτήσεις, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, φαίνεται να ευνοούν κυρίως επιχειρηματίες που συνδέονται στενά με το κόμμα του Ερντογάν. Ο κατασκευαστικός τομέας, για παράδειγμα, έχει επωφεληθεί δυσανάλογα από κρατικά κίνητρα, με τις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου να ανήκουν στον στενό κύκλο του Τούρκου προέδρου. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις έχουν κατηγορηθεί για διαφθορά και μη τήρηση των όρων επιδοτήσεων, χωρίς να λογοδοτούν λόγω της πολιτικής τους προστασίας.
Συχνά, οι επιδοτήσεις φαίνεται να ευνοούν επιχειρήσεις ή άτομα με πολιτικές διασυνδέσεις, ιδιαίτερα εκείνους που συνδέονται στενά με το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Προέδρου Ερντογάν και τον ακροδεξιό σύμμαχό του, το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP). Αυτό έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια στη διανομή των κρατικών επιδοτήσεων.
Για παράδειγμα, μεταξύ 2010 και 2024, πέντε κατασκευαστικές εταιρείες — οι Cengiz, Kolin, Limak, Makyol και Kalyon — έλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών επιδοτήσεων με τη μορφή φοροαπαλλαγών, σύμφωνα με επίσημα δεδομένα. Ο Πρόεδρος Ερντογάν φέρεται να είναι σιωπηλός εταίρος ή ο πραγματικός ιδιοκτήτης ορισμένων από αυτές τις εταιρείες, όπως αποκαλύφθηκε από έρευνες διαφθοράς το 2013. Οι σημαντικές χρηματοδοτήσεις μέσω κρατικών επιδοτήσεων προς αυτές τις εταιρείες έχουν εγείρει σοβαρές ανησυχίες για συγκρούσεις συμφερόντων και πιθανή κατάχρηση δημόσιων πόρων.
Η κυβέρνηση Ερντογάν έχει επίσης κατηγορηθεί ότι δίνει προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμα οφέλη, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας κατά την έναρξη έργων που χρηματοδοτούνται μέσω επιδοτήσεων, αντί να επικεντρώνεται σε μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτή η προσέγγιση θεωρείται στρατηγική για την προβολή άμεσων επιτυχιών κατά τη διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών, αντί για την προώθηση μίας διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης.
Η μυστικότητα στην κατανομή των επιδοτήσεων υπονομεύει τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη των πολιτών, ενώ παράλληλα ενισχύει την εικόνα μιας κυβέρνησης που βάζει τα συμφέροντα του στενού της περιβάλλοντος πάνω από την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Παρά τις δικαιολογίες για προετοιμασία σε εμπορικούς πολέμους, η πολιτική αυτή φαίνεται να εξυπηρετεί περισσότερο τη συγκέντρωση εξουσίας και πλούτου στα χέρια λίγων. Στο τέλος, η στρατηγική αυτή όχι μόνο κινδυνεύει να απομονώσει την Τουρκία διεθνώς, αλλά και να εντείνει τη διαφθορά και τις ανισότητες στο εσωτερικό της.