Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης από τα δικά του λόγια

«Ο Μάρκο Πόλο (περ. 1254 ή 1256 - 8 Ιανουαρίου 1324) ήταν Βενετός έμπορος και εξερευνητής, τα ταξίδια του οποίου καταγράφηκαν στο βιβλίο «Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο», όπου περιγράφονται από τον ίδιο όλα όσα είδε και έζησε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Κεντρική Ασία και την Κίνα. Έμαθε για το εμπόριο κατά τη διάρκεια των ετών που ο πατέρας του, Νίκολο, και ο θείος του, Μαφέο, ταξίδευαν στην Ασία όπου και συνάντησαν τον Κουμπλάι Χαν. Το 1269 επέστρεψαν στη Βενετία και είδαν για πρώτη φορά τον Μάρκο. Οι τρεις τους ξεκίνησαν για ένα επικό ταξίδι στην Ασία και επέστρεψαν μετά από 24 χρόνια οπότε και βρήκαν τη Βενετία να βρίσκεται σε πόλεμο με τη Γένοβα. Ο Μάρκο Πόλο φυλακίστηκε και υπαγόρευσε τις ιστορίες του στον συγκρατούμενό του. Αφέθηκε ελεύθερος το 1299 και έγινε ένας πλούσιος έμπορος, παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Πέθανε το 1324 και θάφτηκε στο Σαν Λορέντζο.»

Must Read

Τι κοινό μπορεί να έχουν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Μάρκο Πόλο;

Τι σχέση μπορεί να έχει ένας έμπορος, περιηγητής και συγγραφέας του 13ου αιώνα με έναν πολιτικό του 20ου; Μια ομοιότητα που θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, κάποιος να επισημάνει είναι ότι και οι δύο επέλεξαν να γράψουν τις ”αυτοβιογραφίες”- απομνημονεύματά τους  δια χειρός άλλου. Ο Μάρκο Πόλο χρησιμοποίησε την ”πέννα” του Ρουστιτσέλο ντα Πίζα ενώ ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης του Αλέξη Παπαχελά. Ανεξάρτητα από το χέρι που έγραψε τις ”αφηγήσεις” του Μάρκο Πόλο και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη δεν παύουν να είναι αποκλειστικά αφηγήματα. Αν στην περίπτωση του πρώτου ήταν η ανάγκη που τον οδήγησε να χρησιμοποιήσει την γραφίδα του συγκρατούμενου του, Ρουστιτσέλο ντα Πίζα, η επιλογή του δεύτερου μάλλον είχε στόχο να απομακρύνει τη σκέψη του αναγνώστη από αυτό που πραγματικά είναι το ”Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ”. Ένα προσωπικό πολιτικό αφήγημα, μια πολιτική αυτοβιογραφία. Γι’ αυτό ο Κ.Μ. δεν υπαγόρευσε σε μια γραμματέα τα πολιτικά του απομνημονεύματα αλλά στον Παπαχελά. Αν και ο Α.Π. ξεκαθαρίζει ήδη από τον πρόλογο του 1ου τόμου ότι: ”Δύο εξηγήσεις για το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Δεν είναι κανονική ιστορική έρευνα, δεν αποτελεί προϊόν διασταυρώσεων, αρχειακής αναζήτησης κλπ. Είναι η εξιστόρηση, οι κρίσεις, τα συμπεράσματα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για την ελληνική πολιτική Ιστορία μισού και παραπάνω αιώνα” είναι βέβαιο ότι κάποιοι, λιγότερο ενήμεροι, θα το θεωρήσουν ιστορία.

Όμως ο Α.Π. ξεκαθαρίζει και κάτι ακόμα πιο σημαντικό στον πρόλογο. Καθιστά σαφή τον λόγο για τον οποίο ο Κ.Μ. επέλεξε, αν και η ιστορία του και η πολιτική του διαδρομή ήταν διαρκώς στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στις οθόνες των τηλεοράσεων, να καταθέσει την δική του μαρτυρία για την συμμετοχή του στα δρώμενα. Γράφει συγκεκριμένα: ”Νομίζω ότι αυτό που μας έδεσε στην πορεία ήταν η δική του επιμονή να γράψει την ιστορία του ενόσω βρισκόταν στη ζωή και να αποκαταστήσει την υστεροφημία του…”! Ώστε αυτός ήταν ο στόχος της υπαγορευμένης πολιτικής αυτοβιογραφίας του Κ.Μ. ”να γράψει την ιστορία του […] και να αποκαταστήσει την υστεροφημία του…”! Ήταν όμως αυτός ο μοναδικός ή έστω ο κύριος στόχος του Κ.Μ.;

Αν και το ιδιαίτερα έντονο ενδιαφέρον μου για την ιστορία και την πολιτική – καθώς και ο δια βίου προβληματισμός και η εμπλοκή μου με τα πολιτικό/κοινωνικά δρώμενα- συμπορευόταν φυσιολογικά και αναπόδραστα με την σχετική βιβλιοφιλία, δεν με ενδιέφεραν ποτέ οι αυτοβιογραφίες. Έτσι, αν και ο πρώτος τόμος του ”Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ” κυκλοφόρησε το 2017, μόλις το 2023 και μετά από ερεθίσματα περιέργειας που μου προκάλεσαν κάποια δημοσιεύματα αποφάσισα να προμηθευτώ το δίτομο έργο. Η ανάγνωση των πρώτων κεφαλαίων μου δημιούργησε τέτοια αίσθηση που την σχολίασα στο f/b με το αρχαίο ”κρείττον το σιγάν”. Η εντύπωση ότι ο Κ.Μ. μάλλον εκτίθεται περισσότερο παρά αποκαθιστά την φήμη του όχι μόνο δεν με εγκατέλειψε με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης και των δύο τόμων αλλά επιβεβαιώθηκε. Ο Κ.Μ. εκτίθεται ”με τα δικά του λόγια” και αντί να αποκαθιστά την υστεροφημία του την επιδεινώνει. Αλλά τότε γιατί το έκανε, θα αναρωτηθεί κάποιος. Δεν είχε απόλυτο έλεγχο και συναίσθηση των αφηγημάτων του;

Ο Α.Π. το διαψεύδει κατηγορηματικά. Γράφει συγκεκριμένα: ”η αυτοπειθαρχία του ήταν εντυπωσιακή […] οι απαντήσεις για διάφορα «καυτά» ζητήματα ήταν σχεδόν προκατασκευασμένες”! Επομένως ποιος ήταν ο κύριος στόχος του Κ.Μ. αφού, στην ουσία, κάθε άλλο παρά ”αποκαθιστά την υστεροφημία του”; Τι μπορεί να επεδίωκε διακινδυνεύοντας, με τις έωλες εξηγήσεις και τις ενοχοποιητικές αναφορές του σε γεγονότα στα οποία είχε πρωταγωνιστήσει, να του αποδοθεί δικαίως, από την ιστορία, το ”κρείττον το σιγάν”; Οι συνεντεύξεις-αφηγήματα δεν δόθηκαν πρόχειρα. Ήταν προσχεδιασμένες και εκτυλίχθηκαν από το 2007 έως τον Αύγουστο του 2014. Προφανώς ήταν προμελετημένες και ασφαλώς πρέπει να έχει δίκιο ο Α.Π. όταν διαπιστώνει ότι ”οι απαντήσεις για διάφορα «καυτά» ζητήματα ήταν σχεδόν προκατασκευασμένες”. Μόνο που, ίσως, αντί για το ”σχεδόν ” θα ταίριαζε το ”απόλυτα”.

Στον πρόλογο του 2ου τόμου ο Α.Π. αποκαλύπτει, ίσως άθελά του, τον απώτερο στόχο της ”πολιτικής αυτοβιογραφίας” του Κ.Μ.. Σημειώνει συγκεκριμένα: ”Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πόσο ψυχρά και σχεδόν αποστασιοποιημένα αντιμετωπίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον άνθρωπο που ήταν ο προσωπικός και σκληρότερος πολιτικός αντίπαλός του. Χρησιμοποιεί σκληρούς όρους και αφήνει αιχμηρά υπονοούμενα, αλλά μοιάζει να θέλει να «κλείσει τα βιβλία» μαζί του. Αντιθέτως, είναι το πάθος και η ένταση που χαρακτηρίζουν τις αναφορές του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή”! Το ”πάθος και η ένταση” εναντίον εκείνου που τον ανέσυρε από το οριστικό πολιτικό περιθώριο και έδωσε την δυνατότητα σε εκείνον και τους απογόνους του να αναγεννηθούν πολιτικά είναι ηθικά απαράδεκτο και λογικά αναιτιολόγητο. Η μόνη ερμηνεία που απομένει είναι οι προσωπικές-οικογενειακές του σκοπιμότητες. Η ήττα της Μπακογιάννη από τον Σαμαρά, παρά την συντριπτική υπεροχή της Ντόρας στο στελεχιακό δυναμικό της Ν.Δ. πρέπει να υπήρξε τραυματική οδηγώντας ταυτόχρονα τον Κ.Μ. στο συμπέρασμα ότι για να επικρατήσουν πολιτικά οι απόγονοί του στην παράταξη έπρεπε να αποδομηθεί ο Καραμανλισμός. Έπρεπε, πάση θυσία, να αποδομηθεί η προσωπικότητα του ιδρυτή της παράταξης, να υποβαθμιστεί το έργο του, να κολακευθούν οι αμφισβητίες του στο χώρο των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Δεξιάς.

Στον πρόλογο του 2ου τόμου ο Α.Π. εκτιμά ότι ο Κ.Μ. είναι ”πλήρως απελευθερωμένος” αφού ”Είχε κάνει τους λογαριασμούς του με την Ιστορία και τον ενδιέφερε να κερδίσει τη μάχη της υστεροφημίας”. Όμως οι ”εξομολογήσεις” του Κ.Μ. τον διαψεύδουν. Όχι μόνο δεν είναι ”πλήρως απελευθερωμένος” αλλά δείχνει να είναι στρατευμένος με πάθος και ένταση σε νέα σταυροφορία. Οι ”λογαριασμοί με την ιστορία” και την υστεροφημία θα έπρεπε να αφορούν κυρίως τα γεγονότα του 1965, την αποστασία και την πολιτική εκτροπή η οποία οδήγησε στην χούντα και στην καταστροφή της Κύπρου. Οι λογαριασμοί αυτοί αφορούν τους πρωταγωνιστές εκείνων των γεγονότων, δηλαδή τον ίδιο, τα στελέχη της Ένωσης Κέντρου και τα Ανάκτορα. Δεν αφορούν τον Καραμανλή προς τον οποίο κατευθύνεται το ”πάθος και η ένταση” που διαπιστώνει ο Α.Π.. Η μόνη λογική εξήγηση είναι η σκοπιμότητα και η εξυπηρέτηση ανομολόγητων των προσωπικών-οικογενειακών του στόχων. Προφανώς προϋπήρχε και το στοιχείο του φθόνου. Δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεχθεί το γεγονός ότι ένα αγροτόπαιδο από μια κωμόπολη της Μακεδονίας σε λιγότερο από μισό αιώνα (1946-1995) κέρδισε πέντε εκλογικές αναμετρήσεις (’56, ’58, ’61, ’74, ’77), διατέλεσε πρωθυπουργός 14 χρόνια και Π.τ.Δ. άλλα 10! Παρά το γεγονός ότι αυτά τα 49 χρόνια τα 11 τα πέρασε αυτοεξόριστος στο Παρίσι λόγω της αντιδημοκρατικής, ανέντιμης και καιροσκοπικής εκστρατείας του ”Ανένδοτου” στην οποία, όπως και ο ίδιος ο Κ.Μ. επαίρεται, είχε πρωταγωνιστήσει. Προφανώς επίσης δεν του συγχωρούσε και το γεγονός ότι, κατά παράκληση του Γ. Παπανδρέου, έφερε από την Αμερική τον ”αερόλιθο” που του πήρε από το στόμα την μισοφαγωμένη μπουκιά. Την ηγεσία των επιγόνων του Βενιζέλου, οι οποίοι σαν τους επίγονους του Μ. Αλεξάνδρου τρώγονταν και αλληλοεξοντώνονταν γύρω από την πίττα της εξουσίας.

Ένα ”λάθος” προδιαγεγραμμένο.

Ο Κ.Μ. εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής σε ηλικία 28 ετών το 1946. Ήταν οι πρώτες εκλογές μετά την κατοχή και από αυτές απείχε το ΕΑΜ(ΚΚΕ). Αν και ο ίδιος λέει ότι μπήκε στην πολιτική ”κατά λάθος” είναι δεδομένο ότι μόνο αυτό δεν έγινε. Ο πατέρας του Κυριάκος και ο θείος του Αριστομένης –οι δύο γιοί της Κατίγκως Βενιζέλου-Μητσοτάκη, αδελφής του Ελευθερίου- είχαν πεθάνει. Υπήρξαν και οι δύο βουλευτές και υπουργοί με το κόμμα των Φιλελευθέρων του θείου τους. Αν και ισχυρίζεται ότι: ”μετά από πίεση μπήκα στον συνδυασμό και βγήκα βουλευτής κατά λάθος, χωρίς να το ζητήσω και χωρίς να το θέλω” συμπληρώνοντας, προς επίρρωσιν της υποτιθέμενης απροθυμίας του, πως ”έκανα εκλογές χωρίς να έχω πολιτικό κοστούμι να φορέσω”!  Έτσι, υποκύπτοντας στις οικογενειακές ”πιέσεις”, έκανε εκλογές ”φορώντας τη στολή του Έλληνα ανθυπασπιστή, διότι δεν είχαμε ονομαστεί ακόμα ανθυπολοχαγοί και φορούσα μάλιστα πηλήκιο χωρίς στέμμα”! Ποπολάρος και επαναστάτης. Φυσικά, αν και ”απρόθυμος” δίχως να περιαυτολογεί δηλώνει: ”Ήμουν ο καινούριος, ο επαναστάτης”.

Φυσικά η εκλογή έγινε με την σημαία του κόμματος των φιλελευθέρων στο οποίο ”αφεντικό” ήταν ο θείος του Σοφοκλής Βενιζέλος. Στις εκλογές του 1946 το κόμμα Εθνική Πολιτική Ένωσις του οποίου ηγείται ο Βενιζέλος συγκέντρωσε το 19,68% των ψήφων εκλέγοντας 68 βουλευτές. Ο Μητσοτάκης αφηγείται: ”Ήρθα τέταρτος, επειδή απείχε το ΕΑΜ. […] Εάν το ΕΑΜ είχε λάβει μέρος στις εκλογές, εγώ δεν θα ήμουν βουλευτής”. Το παλιό κόμμα των φιλελευθέρων είχε κατέβει διασπασμένο(Σοφούλης 14,39% και Ζέρβας 5,98%) στις εκλογές. Το ίδιο και σε μεγαλύτερη έκταση έγινε και στις εκλογές του 1950 παρά το γεγονός ότι εν τω μεταξύ είχε πεθάνει ο Σοφούλης.

Στις εκλογές του 1950 τα τρία κύρια κόμματα των ”επιγόνων” του Βενιζέλου εκπροσωπούμενα από τους Σ. Βενιζέλο, Ν. Πλαστήρα και Γ. Παπανδρέου συγκέντρωσαν αντίστοιχα 17,24% το πρώτο, 16,44% το δεύτερο και 10,67% το τρίτο. Ενώ ο Πλαστήρας ”Ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο ο Σοφοκλής μπορούσε να τον κάνει ό,τι θέλει […] τον υποτιμήσαμε και ο Πλαστήρας στις εκλογές που έγιναν κυριολεκτικά σάρωσε”. Ο πληθυντικός, ”τον υποτιμήσαμε”  δείχνει ότι νεαρός ακόμα Μητσοτάκης μετείχε, μαζί με τον θείο Σοφοκλή, στις αποφάσεις. Ως ενδεικτική της πίστης και της ”απίστευτης πειθαρχίας” που είχε ο Πλαστήρας απέναντι στην οικογένεια Βενιζέλου  ήταν η ικανοποίηση του αιτήματος της χήρας του εφοπλιστή Κυριάκου Βενιζέλου(γιού του Ελευθερίου) να κάνει τον γιό της Λευτέρη βουλευτή(1952) αν και κατά τον Μητσοτάκη ”δεν έκανε για την πολιτική, ο άνθρωπος”. Ο αδελφός του Λευτέρη, Νικήτας Βενιζέλος, εκλέχτηκε βουλευτής της ΕΔΗΚ(1974, 1977) και της ΠΟΛΑΝ(1993). Δεν ήθελε πολλά-πολλά με τον εξάδελφο.

Η μετριοφροσύνη είναι απούσα στο δίτομο πολιτικό ”αφήγημα”. Αφηγείται ο Κ.Μ. για τις εκλογές του 1950: ”Σάρωσα, κυριολεκτικά σάρωσα. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος έκανε και το θανάσιμο λάθος, […] έκοψε τον Πολύχρονη Πολυχρονίδη και τον Μανώλη Μπακλατζή, δύο πολύ δημοφιλείς πολιτικούς”. Εντελώς συμπτωματικά φυσικά κόπηκαν οι δημοφιλείς από τον θείο Σοφοκλή και το αποτέλεσμα ήταν ότι: ”Βγάλαμε τελικά δύο βουλευτές μετά κόπου, ο Πλαστήρας έβγαλε δύο βουλευτές από τη πρώτη κατανομή, και τους δύο που είχε κόψει ο Σοφοκλής, τον Πολυχρονίδη και τον Μπακλατζή”. Τα, περίπου 2,5 χρόνια, που οι ”επίγονοι” του Βενιζέλου ταλαιπωρούσαν την χώρα με τις άμετρες φιλοδοξίες και τις ίντριγκες που δικαιώνουν απόλυτα το Καραμανλή που δήλωνε στις εκλογές του 1956: ”οι αντίπαλοί μου δεν μπορούν να σας δώσουν κυβέρνηση, γιατί μισούνται μεταξύ τους περισσότερο απ’ ό,τι μισούν εμένα”(Κ. Καραμανλής, αδημοσίευτη συνέντευξη στον Β. Βασιλείου). Τέσσερις κυβερνήσεις σχημάτισε ο Σοφοκλής και δύο ο Πλαστήρας. Η δε πασαρέλες των υπουργών θυμίζουν το ”κόσμος πάει κι έρχεται”. Στις κυβερνήσεις του Σ. Βενιζέλου ο Κ.Μ. διατελεί υφυπουργός οικονομικών για εννέα μήνες.

Ο ίδιος δηλώνει: ”Τον Φεβρουάριο του 1951 έγινα υφυπουργός των Οικονομικών, αλλά ήμουν παντοδύναμος υφυπουργός των Οικονομικών” όχι επειδή ήταν ο Σοφοκλής πρωθυπουργός, μην είστε καχύποπτοι, αλλά ”διότι είχα υπουργό τον Μαύρο, ο οποίος ήταν αναποφάσιστος άνθρωπος δεν έπαιρνε αποφάσεις και ήταν φοβητσιάρης”, έτσι ”εγώ ουσιαστικά διηύθυνα το υπουργείο”. Επειδή ”Εκείνη την εποχή εγώ ήμουν λιγάκι άγριος […] αρνήθηκα να ράψω φράκο και σμόκιν” αλλά ”όταν τέλειωσε η θητεία μου και έφυγα από υφυπουργός, πήγα στο Λονδίνο, έραψα φράκο, έραψα σμόκιν  […] και όταν παντρεύτηκα τη Μαρίκα (1953) και μας καλούσαν στο παλάτι, είχα το ωραιότερο φράκο της Αθήνας”! Δεν πρέπει να υπάρχουν όμως παρανοήσεις για τις σχέσεις με το Παλάτι. Το δηλώνει απερίφραστα ”Το επαναλαμβάνω, δεν είχα σχέση με το Παλάτι. Όπως σου είπα, έκανα τις εκλογές φορώντας τη στολή του Έλληνα ανθυπασπιστή και το πηλήκιο χωρίς στέμμα, δεν είχα φορέσει στέμμα”. Φυσικά όταν ήταν το 1940(κατά την διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά), στην σχολή εφέδρων αξιωματικών, σίγουρα φορούσε στέμμα. Η επιμονή του σε αυτό το σημείο ενδεχομένως έχει έναν διττό στόχο. Πρώτον να υπογραμμίσει την ”επαναστατική” του φύση εκείνης της εποχής και δεύτερον να απαλύνει τις όποιες υπόνοιες συνέδεαν την αποστασία του 1965 με σχέσεις εξάρτησης από τα Ανάκτορα.

Οι σχέσεις με έναν από τους πιο σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες εκείνης της εποχής έχουν ενδιαφέρον. Ο Κ.Μ. δηλώνει: ”Ο Μποδοσάκης ήταν φίλος μου, με αγαπούσε, ήταν παλιός βενιζελικός, άνθρωπος της οικογένειας. […] Κάθε πρωί μαζευόμασταν στο σπίτι του Βενιζέλου, στη Νεοφύτου Βάμβα, και κουβεντιάζαμε. Ήταν και ο Μποδοσάκης εκεί…”! Ο Μποδοσάκης λοιπόν συμμετείχε στον ”πρωινό καφέ” της οικογενειακής ηγεσίας του κόμματος των Φιλελευθέρων. Τον Πρόδρομο Μποδοσάκη τον συναντάμε και αργότερα όταν κατά τα χρόνια της πολιτικής ανυπαρξίας, σύμφωνα με τον Παπαχελά, ”Από το 1974 έως το 1977 ο Μητσοτάκης διατηρεί τις επαφές του με τον «πιστό πυρήνα των ψηφοφόρων που δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. Αυτοί ήταν το σταθερό μου αποκούμπι». Βασικός του υποστηρικτής ο μεγάλος επιχειρηματίας Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης, τον οποίο γνώρισε στα πρώτα του βήματα στην πολιτική”. Η εξήγηση για τον ”πιστό πυρήνα των ψηφοφόρων που δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. Αυτοί ήταν το σταθερό μου αποκούμπι” δίνεται όταν δηλώνει ότι: ”Κάναμε ρουσφέτια, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. […] Εγώ, ας πούμε, το 1951, έκανα τα περισσότερα ρουσφέτια, διότι εκείνη την εποχή εγώ έγραφα τους νόμους, ο ίδιος. Έχω εκδώσει νόμους πολλούς και σημαντικούς. […] Και φυσικά διόριζα. Διόριζα όσους ήθελα. Είχα άνεση να διορίσω. Ακόμη και επί κυβερνήσεως Ενώσεως Κέντρου κάναμε διορισμούς”. Σύμφωνα με τον Κ.Μ. ”είναι παρεξηγημένη έννοια και το ρουσφέτι” αφού όποιος” φροντίζει για έναν φουκαρά, να του βρει μία θέση στο δημόσιο, δεν κάνει κανένα έγκλημα. ” αν και ”Με την έννοια της ισότητας είναι απαράδεκτο, δεν υπάρχει αμφιβολία.”! Αλλά με την ισότητα θα ασχολούμαστε τώρα; Τι νόημα έχει η ισότητα όταν υπάρχει η ”δημοκρατία” της οικογένειας και της εξουσίας;

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι αφηγήσεις για τις σχέσεις με το συγκρότημα Λαμπράκη και τον εκδότη Πάνο Κόκκα που υπήρξε πρωταγωνιστής τόσο στον ”Ανένδοτο” όσο και στην καταστροφική τετραετία 1963-1967. Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη ”Ο Λαμπράκης ήταν ενεργός πολιτικός παράγων όταν το ’46 έγιναν εκλογές και μπήκα εγώ στη Βουλή. […] Εγώ ήμουν συγγενής με την οικογένεια Βενιζέλου, στενός συγγενής και από τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν πρώτος του ανιψιός, και από τη μητέρα μου, που ήταν δεύτερη ανιψιά του. Ήμουν βενιζελικός, φιλελεύθερος. […] Ο Λαμπράκης με φώναξε τότε στην Εδουάρδου Λω που ήταν το γραφείο του και μου είπε: “Παιδί μου, είμαι της οικογένειας, ό,τι θέλεις από μένα να σε βοηθήσω. Όμως υπό έναν όρον, ότι θα κόψεις τις σχέσεις σου με τον Πάνο Κόκκα”. Εγώ του απάντησα: “Κύριε Λαμπράκη, εγώ τον Κόκκα δεν τον διάλεξα τώρα, τον είχα φίλο από το πανεπιστήμιο και εγώ τους φίλους μου δεν τούς εγκαταλείπω”.”! Σύμφωνα με τον Παπαχελά, όταν ο Χρήστος Λαμπράκης έχει διαδεχθεί τον πατέρα του, ”ο Μητσοτάκης θα αφήσει αιχμές για την περίοδο της Κατοχής”. Συγκεκριμένα θα δηλώσει: ”Α, δύο τρεις φορές του το έχω θυμίσει του Λαμπράκη. Του έχω θυμίσει ότι την περίοδο της γερμανικής κατοχής, συνηλλάγη με τον Goerring, συνέστησε εταιρεία μαζί του και έβγαλε από κοινού την εφημερίδα. Δεν είχα ποτέ δυσκολία να το πω. Βέβαια τώρα έχω πάψει να το θυμάμαι”!

Ένας ανυπόμονος δελφίνος.

Ας αναλογιστούμε τα πολιτικά δεδομένα του 1951. Το Λαϊκό κόμμα υπό τον Τσαλδάρη είχε απαξιωθεί. Μετά το 55,12% των εκλογών του ’46 είχε κατακρημνισθεί στο 18,80% στις εκλογές του ’50(5/3/1950). Οι πολιτικοί επίγονοι του Βενιζέλου ήταν κυρίαρχοι αλλά διασπασμένοι. Κανένας δεν  είχε το ηγετικό ανάστημα για να επικρατήσει. Είχαν και οι τρείς διατελέσει πρωθυπουργοί δίχως ιδιαίτερη διάκριση. Τα Ανάκτορα ευνοούσαν, για δικούς τους λόγους, την ύπαρξη κυβερνήσεων από αυτόν τον πολιτικό χώρο. Μετά τις εκλογές του ’50 ο Πλαστήρας έγινε πρωθυπουργός. Αυτή την λύση υποστήριξε ο Παπανδρέου αλλά και ο Μητσοτάκης. Σύμφωνα με μαρτυρία του τελευταίου ο Παπανδρέου υποστήριξε ότι ο Πλαστήρας ”δεν κάνει για τίποτε άλλο”! Όχι ότι ήταν κατάλληλος για πρωθυπουργός, αλλά δεν έκανε για τίποτε άλλο. Αλλά ”ο Σοφοκλής είχε ενοχληθεί, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα διασπασμένο Κέντρο με τρία τουλάχιστον κομμάτια. Στη συνέχεια, βέβαια, διασπάστηκε σε πολλά περισσότερα”. Η κυβέρνηση άντεξε 4 μήνες και στην συνέχεια ακολούθησαν κυβερνήσεις με πρωθυπουργό τον Βενιζέλο και συμμετοχή Παπανδρέου-Τσαλδάρη.  Είναι φυσικό, σε αυτό το σκηνικό ο Κ.Μ. να ανυπομονεί και να ”ράβει φράκο” πιστεύοντας ότι σύντομα θα έρθει η δική του ώρα.

Όταν ο Βασιλιάς προκήρυξε εκλογές(30/7/1951) εμφανίστηκε δυναμικά στο προσκήνιο ένας νέος παράγοντας, ο Αλέξανδρος Παπάγος. Ο Παύλος έδωσε εντολή στον Θρασύβουλο Τσακαλώτο να τον συλλάβει, εντολή που δεν εκτελέστηκε τελικά. Στις νέες εκλογές του ‘51(9/9/1951) οι τρεις σχηματισμοί του Κέντρου υπό τους Βενιζέλο, Πλαστήρα, Παπανδρέου λαμβάνουν αντίστοιχα 19,04%, 23,49% και 2,10% ενώ ο ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ του Παπάγου ήρθε πρώτος με 36,53%. Τα κόμματα του Κέντρου σχημάτισαν πάλι κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα. Αλλά όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια από τις εξελίξεις η εμφάνιση του Παπάγου αποτέλεσε την πρώτη ανατροπή στους όποιους αρχηγικούς σχεδιασμούς του Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, παρά την απόλυτη πλειοψηφία που είχαν τα δύο κόμματα του Κέντρου, κατέρρευσε σε ένα χρόνο. Στις νέες εκλογές(16/11/1952) ο ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ του Παπάγου θριαμβεύει. Με ποσοστό 49,22% κερδίζει τις 247 έδρες από τις 300 της Βουλής. Ο Παπανδρέου, για να εκλεγεί, έχει κατέβει με τον ΣΥΝΑΓΕΡΓΜΟ. Κάποιοι μάλιστα αποδίδουν σε αυτόν τη γνωστή φράση ”Τι Πλαστήρας τι Παπάγος”!

Από το ένα μέρος η ”χρεωκοπία” της τριανδρίας του Κέντρου(Πλαστήρας, Βενιζέλος, Παπανδρέου) και από την άλλη η μεγάλη τους ηλικία αλλά και η επίσης μεγάλη ηλικία του Παπάγου άφηνε μεγάλα περιθώρια στις φιλοδοξίες του Κ.Μ. να αναπτυχθούν και να θεριέψουν. Είναι απολύτως φυσιολογικό να θεωρεί ότι ο δρόμος για την ηγεσία του Κέντρου είναι ορθάνοιχτος. Ο Πλαστήρας πεθαίνει(26/7/1953), ο Παπανδρέου είναι ”όπου φυσάει ο άνεμος” και οι πολιτικές ”μετοχές” του έχουν σχεδόν μηδενιστεί και τέλος ο θείος Σοφοκλής, αν και επικεφαλής της οικογένειας, είναι ανεπαρκής πολιτικά. Ο Κ.Μ. έχει χτίσει συστηματικά τους πυλώνες της εξουσίας δίχως να αμφισβητεί ανοιχτά την οικογενειακή ιεραρχία. Έχει άριστες σχέσεις με ”έναν άνθρωπο της οικογένειας” τον Πρόδρομο Μποδοσάκη και έχει ”δική” εφημερίδα. Κάθε βράδυ πήγαινε στα γραφεία της Ελευθερίας, εκεί ”όπου μαζευόταν το επιτελείο… Κουβεντιάζαμε τα θέματα της επόμενης ημέρας και οι δημοσιογράφοι προετοίμαζαν το φύλλο. Για να αποφασιστεί τι θα γράψουν, γινόταν μία μεγάλη συζήτηση όπου λάβαιναν μέρος όλοι, κι εγώ μαζί, μόνος από τα απέξω ήμουν εγώ. Εκεί απεφασίζετο τι κύριο άρθρο θα γραφεί”! Οικογένεια, χρήμα, τύπος. Τρίπτυχο εγγυημένης επιτυχίας.

Ο Παπάγος πεθαίνει(4/10/55) λίγο πριν συμπληρωθεί τριετία από τις εκλογές. Όλοι υπολόγιζαν ότι η μάχη της διαδοχής θα οδηγήσει τον ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ αν όχι στην πλήρη αποσύνθεση, τουλάχιστον στην μεγάλη φθορά. Επικρατέστεροι υποψήφιοι δύο διακεκριμένοι και έμπειροι πολιτικοί. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Στέφανος Στεφανόπουλος. Αιφνιδιάζοντας τους πάντες ο Παύλος αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ανεξάρτητα από τους, άγνωστους μέχρι σήμερα, λόγους που τον οδήγησαν σε αυτήν την επιλογή οι εξελίξεις τον δικαίωσαν. Αποδείχθηκε η καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα πέραν πάσης αμφιβολίας. Εντός δύο ημερών η κυβέρνησή παίρνει πανηγυρικά ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή. Τα 2/3(200 βουλευτές) της Βουλής την υπερψηφίζουν, η σταθερή διακυβέρνηση και η ”χρυσή” περίοδος για την οικονομία προχωρούν. Αυτή είναι η δεύτερη ανατροπή των σχεδίων του Κ.Μ. στην πορεία για την εξουσία.

Η ανατροπή δεν ”καταπίνεται” εύκολα.

Ο Κ.Μ. παραδέχεται ότι η επιλογή ”του βασιλιά ήταν μεν μέσα στα τυπικά όρια του Συντάγματος” θεωρεί όμως ότι ήταν τραβηγμένη και αναζητά κίνητρα και υποκινητές στα Ανάκτορα και τους Αμερικάνους. Αν και ο ίδιος δηλώνει ότι: ”Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, το είπα από την αρχή και πάντοτε το λέω, ο Καραμανλής ήταν ο καλύτερος της γενιάς του. Η Δεξιά δεν είχε καλύτερο, ήταν το καλύτερο άλογο για να τρέξει στην κούρσα και για την Ελλάδα ασφαλώς ο καλύτερος πρωθυπουργός, εφόσον θα είχαμε πρωθυπουργό της Δεξιάς” εξακολουθεί να αναζητά ύποπτους και ευτελείς λόγους για την επιλογή του Βασιλιά. Πάλι καλά που παραδέχεται ότι δεν παραβιάστηκε το Σύνταγμα και ότι ο Καραμανλής ήταν ”για την Ελλάδα ασφαλώς ο καλύτερος πρωθυπουργός” έστω και αν θέτει τον περιορισμό ”εφόσον θα είχαμε πρωθυπουργό της Δεξιάς”. Αλλά με 250 βουλευτές η Δεξιά φυσικά και θα είχαμε Δεξιό πρωθυπουργό. Η εποχή που Ανάκτορα και ξένος παράγων ανέτρεπε τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες διορίζοντας ”Κεντρώους” πρωθυπουργούς είχε παρέλθει. Τουλάχιστον προς το παρόν. Εκτός αυτού οι Κεντρώοι της εποχής είχαν δοκιμαστεί και βρέθηκαν ”λιποβαρείς”. Οι Βενιζέλος και Παπανδρέου είχαν αποδείξει ότι δεν διέθεταν τα αναγκαία προσόντα για να κρατήσουν το τιμόνι της χώρας. Η Ελλάδα λοιπόν είχε τον πρωθυπουργό που χρειαζόταν.

Δοθέντος ότι ο ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ είχε συντριπτική πλειοψηφία στην Βουλή, η θητεία της οποίας έληγε σε ένα μόλις χρόνο, αλλά και της αναγνώρισης ότι ο Καραμανλής ήταν ”για την Ελλάδα ασφαλώς ο καλύτερος πρωθυπουργός” το φυσιολογικό θα ήταν η αντιπολίτευση να κάνει ότι της όριζε το Σύνταγμα. Όχι να σχεδιάζει πως θα ρίξει πάλι την χώρα στον φαύλο κύκλο της ακυβερνησίας από τον οποίο την είχε βγάλει ο Παπάγος. Αντί γι’ αυτό σύμφωνα με τον Α. Παπαχελά ”Ο Μητσοτάκης, μαζί με άλλα στελέχη, προσπαθούν να βρουν τρόπους να δημιουργήσουν προβλήματα στον νέο ηγέτη της Δεξιάς”. Προσπαθούν να βρουν τρόπους να ανατρέψουν τον Καραμανλή. Ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι ο Γ. Μπακατσέλος ”ήταν απο την πρώτη στιγμή κατηγορηματικός και έδινε μάχη μαζί μου να χτυπήσουμε τον Καραμανλή από την αρχή, να μην τον αφήσουμε να ριζώσει”! Συνεχίζοντας λέει: ”Εγώ τότε σκέφτηκα ορισμένες κινήσεις που θα μπορούσαν να δώσουν θανάσιμο πλήγμα στον Καραμανλή […] Εγώ, μαζί με τον Γεώργιο Μπακατσέλο, ψάχναμε τι να κάνουμε για να εμποδίσουμε τον Καραμανλή να φτάσει στις εκλογές και να κερδίσει.”.

Συνεχίζοντας ο Μητσοτάκης γίνεται περισσότερο απολαυστικός: ”Εγώ τότε σκέφτηκα ότι πρέπει οπωσδήποτε να προκαλέσουμε αναπληρωματική εκλογή στην Αθήνα […] και σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε αναπληρωματικές εκλογές, μόνον εάν παραιτούμασταν εμείς οι βουλευτές της Κρήτης […] θα γινόταν αναπληρωματική εκλογή στην Κρήτη και στην Αθήνα υποχρεωτικά. Στη μεν Κρήτη θα κάναμε έναν εκλογικό περίπατο και θα ξαναβγαίναμε οι ίδιοι, στη δε Αθήνα θα δίναμε τη μάχη, και του είπα του Σοφοκλή: “Στην Αθήνα θα κατεβείς εσύ υποψήφιος”.”! Όλα σίγουρα, εγγυημένα ”θα ξαναβγαίναμε οι ίδιοι”. Η επιβεβαιωμένη νοοτροπία των επιγόνων του Ε. Βενιζέλου. Επειδή ο θείος Σοφοκλής ”ήθελε και δεν ήθελε, […] μου λέει “Ο άλλος ποιος θα είναι;”, του λέω “Ο Γιώργος ο Καρτάλης”. […] Παίρνω τον Καρτάλη και του λέω “Γιώργο, καιρός είναι να σοβαρευτείς, να αφήσεις τις μαλακίες  περί μετώπων και πράσινα άλογα […] θα σου προτείνω μία λύση που είναι κίνηση πολιτική μεγάλη”, και του εξηγώ τι προτείνω, μου λέει “Μ’ αφήνεις να το σκεφτώ ίσαμε αύριο;”, […] Πρωί πρωί με ξύπνησε ο Καρτάλης για να μου πει ότι δέχεται, του λέω λοιπόν του Σοφοκλή: Τώρα θα γίνει το εξής: […] Ο Καραμανλής θα βγει και θα πει τις προγραμματικές του δηλώσεις, εσύ είσαι δεύτερος μετά και δεν έχεις να βγάλεις κανέναν λόγο, θα πεις ότι κύριοι συνάδελφοι […] εάν νομίζει ο κ. Καραμανλής ότι μπορεί με την εύνοια να στεριώσει ως πρωθυπουργός […] τον προκαλούμε αυτή την ώρα σε αναμέτρηση ενώπιον του λαού των Αθηνών. Ιδού κ. πρόεδρε οι παραιτήσεις μας”. Τότε θα ήταν υποχρεωμένος […]να σταματήσει τις συζητήσεις, να προκηρύξει εκλογές και ο Καραμανλής ήταν πεθαμένος, γιατί δεν είχε καμία ελπίδα να γλιτώσει.”! Αλλά ο θείος, τουλάχιστον σ’ αυτήν την περίπτωση, αποδεικνύεται λιγότερο πολιτικός τυχοδιώκτης από τον ανεψιό και τελικά υπαναχωρεί. Έτσι η ”μεγάλη πολιτική κίνηση” δεν υλοποιείται, ο Καραμανλής παραμένει πρωθυπουργός, και οι διάφορες ”φυλές” των Φιλελευθέρων προετοιμάζονται διαγκωνιζόμενες για την επόμενη μάχη.

Ο Καραμανλής αντί να περιμένει να ολοκληρωθούν οι ίντριγκες των αντιπάλων του και προτιμώντας πάντα τις καθαρές λύσεις δημιουργεί ένα νέο κόμμα την ΕΡΕ και προχωρά στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Αντιμετωπίζει ένα ”Μέτωπο” στο οποίο συνασπίζονται ανενδοίαστα φιλελεύθεροι, ακροδεξιοί, κομμουνιστές. Το βολικό πρόσχημα-δικαιολογία για την σύμπτυξη αυτού του μετώπου είναι ο νέος εκλογικός νόμος. Είναι ενδεικτική για τους αντιπάλους του Καραμανλή η καταγραφή του Κ.Μ. ”δεν υπήρχε και ενιαία ηγεσία. Ο Παπανδρέου είχε εκλεγεί με τον Παπάγο […] εμφανιζόταν ως αρχηγός του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Σοφοκλής ήταν αρχηγός των Φιλελευθέρων, το κόμμα του Πλαστήρα το διεκδικούσαν ο Σάββας Παπαπολίτης, ο οποίος ήταν τρομερός στα παρασκήνια […] ο Καρτάλης δίπλα του, […] είχε και αυτός ηγετικές φιλοδοξίες. Από κει και πέρα υπήρχαν άλλοι μικροί πολιτικοί αρχηγοί και η Αριστερά, το ΚΚΕ”! Για τον Κ.Μ. πρόκειται ”τον πιο φαύλο εκλογικό νόμο που έχει γνωρίσει η Ελλάδα ” και αποτελεί ”μία από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας” του Καραμανλή. Είναι όμως έτσι ή πρόκειται για μια βολική δικαιολογία που την στηρίζει το εκλογικό αποτέλεσμα; Οι εκλογές πραγματοποιούνται στις 19/2/1956 και σε αυτές η ΕΡΕ συγκεντρώνει το 47,38% των ψήφων -έναντι 49,22% που είχε λάβει το 1952 ο ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ- παρά τις αποχωρήσεις μεγάλου αριθμού βουλευτών. Εκλέγει 165 βουλευτές. Απέναντι στην ΕΡΕ η ΔΕ με ποσοστό 48,15% εκλέγει 132 βουλευτές.

Οι αιτιάσεις για δήθεν ιδιοτελείς μεθοδεύσεις του Καραμανλή είναι αστείες. Το πολιτικό τοπίο ήταν εντελώς ρευστό και δεν άφηνε περιθώρια για καιροσκοπισμούς. Το απέδειξε η ”εξαΰλωση” του Λαϊκού κόμματος από το 55,12% του ’46 σε 18,80% το ’50, σε 6,66% το ’51 και σε 1,05% το ’52. Το αποδείκνυε η ”κινούμενη άμμος” των κομμάτων του Κέντρου. Όντας πρωθυπουργός μόνον ένα μήνα ο Καραμανλής όταν ψήφισε τον νέο εκλογικό νόμο σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρτογραφήσει το εκλογικό τοπίο. Αυτό που έκανε ήταν να προωθήσει έναν νόμο που ευνοούσε την σταθερότητα που είχε ανάγκη ο τόπος δίχως να στραγγαλίζει την μειοψηφία όπως έκανε ο προηγούμενος νόμος που είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση του Κέντρου υπό την ηγεσία Πλαστήρα. Να θυμίσουμε ότι με αυτόν τον νόμο ο ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ με 49,22% είχε πάρει 250 έδρες ενώ η ΕΔΑ με 9,55% καμία! Ο Κ.Μ. ισχυρίζεται ότι ο ίδιος ήταν κατά του μετώπου: ”Τότε είναι που έγινε εκείνο το οποίο εγώ από την αρχή θεώρησα μεγάλο λάθος. Η αντιπολίτευση -για να αντιμετωπίσει αυτόν τον εκλογικό νόμο και το πραξικόπημα που είχαμε πει, την επιλογή του Καραμανλή από τον βασιλέα, την προετοιμασία του Καραμανλή να γίνει πρωθυπουργός με τη βοήθεια όλων- επέλεξε το μέτωπο. Υπέρ του μετώπου από την πρώτη ώρα τάχτηκε ο Γ. Παπανδρέου. Δεν είχε κανένα πρόβλημα, και από την ώρα που τον αναγνωρίσαμε ως αρχηγό του μετώπου και κατά συνέπεια μελλοντικό πρωθυπουργό, δεν είχε πού να δει τέτοια χαρά”. Από τον Παπάγο στο μέτωπο ο Παπανδρέου, μια καρέκλα δρόμος. Συνεχίζοντας ο Κ.Μ. δηλώνει ότι: ”Το πλέον κωμικό της ιστορίας είναι ότι οι πρώτοι οι οποίοι πήγαν στο μέτωπο ήταν οι ακροδεξιοί, ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης φερ’ ειπείν, ο Θανάσης Τσαλδάρης, ο ναύαρχος Σακελλαρίου, ο Μανιαδάκης” ενώ προσήλθαν και οι συνοδοιπόροι, όπως τους χαρακτηρίζει, Καρτάλης και Σβώλος. Τις διαπραγματεύσεις με την ΕΔΑ(ΚΚΕ) είχε αναλάβει ο Παπανδρέου ο οποίος είπε στον Μητσοτάκη: “Αγαπητέ μου Κώστα, πετύχαμε”. Αυτό που θεωρούσε επιτυχία ο Παπανδρέου ήταν, κατά τον Κ.Μ. πάντα, η εκχώρηση 80 εδρών στην ΕΔΑ. Ο Κ.Μ. ανέλαβε ο ίδιος την διαπραγμάτευση περιορίζοντες τις ”παροχές” στην ΕΔΑ(ΚΚΕ) στις 20 έδρες. Τα επτά(7) κόμματα που συγκροτούσαν το μέτωπο κέρδισαν στις εκλογές του Φεβρουαρίου τις εξής έδρες: Βενιζέλος 42, Παπανδρέου 28, Καρτάλης 19, ΕΔΑ 19, Παπαπολίτης 16, Μπαλτατζής 8 και Τσαλδάρης 3. Εύκολο να φανταστεί ο καθένας, έχοντας υπ’ όψιν και την προϊστορία τους, τι θα ακολουθούσε αν είχαν κερδίσει. Ο στόχος του Καραμανλή ήταν η κυβερνησιμότητα από ένα αστικό κόμμα δίχως να στραγγαλίζεται η αντιπροσώπευση της μειοψηφίας. Τα υπόλοιπα είναι βολικά παραμύθια.

Στο ”ίδιο έργο” θεατές.

Αφού απέτυχαν οι δύο προσπάθειες του ’55 και του ’56 να ανατρέψουν την πορεία του Καραμανλή  προς την πολιτική κυριαρχία οι ”φύλαρχοι” του Κέντρου επιδόθηκαν στον αγαπημένο τους άθλημα. Την διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας και την προσπάθεια συμμετοχής τους, με κάθε τίμημα, στην νομή της εξουσίας. Σύμφωνα με τον Κ.Μ. ”Ήταν μία δύσκολη εποχή για το Κέντρο, ήταν βαθύτατα διχασμένο, οι πληγές ήταν βαθιές και αληθινές. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε συνεργαστεί με τον Παπάγο, ήταν ουσιαστικά άχρηστος διότι για να βγει βουλευτής εγκατέλειψε την παράταξή του, ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε τα δικά του, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ντιλετάντης της πολιτικής όπως τον έλεγαν, αλλά ήταν με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω. Ήθελε και δεν ήθελε να πολιτευτεί”. Στον χώρο των φιλελευθέρων οι δύο επιζώντες ”οπλαρχηγοί” και τα πρωτοπαλίκαρά τους συζητούν και συνωμοτούν, γλυκοκοιτάζουν προς τον Καραμανλή, χαριεντίζονται με την ΕΔΑ(ΚΚΕ), σκάβουν ο ένας τον λάκκο του άλλου και τελικά πέφτουν μέσα μαζί. Ο Μητσοτάκης αποκαλύπτει έναν από τους φόβους τους: ”από τον καιρό που ο Γεώργιος ο Παπανδρέου πήγε με τον Παπάγο, ήμαστε βέβαιοι ότι θα μπορούσε να πάει και με τον Καραμανλή, ήταν πολύ ευκολότερο ”. Σε αντίθεση με τον ”πρόθυμο” Παπανδρέου ο Βενιζέλος ήθελε μεν συνεργασία αλλά όχι προσχώρηση στην ΕΡΕ: ”Κυβερνητική συνεργασία ναι, αυτή την ήθελε ο Βενιζέλος, όχι όμως προσχώρηση. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ Γεωργίου Παπανδρέου και Σοφοκλή Βενιζέλου ήταν ότι ο Βενιζέλος δεν σκέφτηκε ποτέ να προσχωρήσει στον Καραμανλή, αυτό δεν του το επέτρεπε η περηφάνια του. Ο Παπανδρέου και αυτός για συνεργασία πήγαινε, αλλά ήταν πολύ πιο εύκολος, πιο βολικός γιατί δεν είχε δική του πολιτική δύναμη”.

Τι να κάνουν λοιπόν ο Βενιζέλος και οι φιλελεύθεροί του για δελεάσουν τον Παπανδρέου, που υπήρχε φόβος να προσχωρήσει στον αντίπαλο, –αν υποτεθεί ότι ο Καραμανλής θα ενδιαφερόταν να προσθέσει προβλήματα στο κεφάλι του αποδεχόμενος τον Παπανδρέου στην ΕΡΕ- αποφάσισαν να τον ορίσουν αρχηγό: ”Όταν λοιπόν φώναξε ο Σοφοκλής τον Παπανδρέου να γίνει αρχηγός, υπήρχε ένα πρόβλημα πώς θα τον δεχόμασταν εμείς(;) τον Παπανδρέου και κυρίως πώς; θα τον δεχόμουν εγώ. […] Και έτσι έγινε ο Γεώργιος Παπανδρέου αρχηγός του κόμματος του Βενιζέλου, στη συνέχεια περάσαμε από μία φάση που ο Σοφοκλής ο Βενιζέλος επανήλθε και φτιάξαμε καινούργιο κόμμα, μεσολάβησε και μία περίοδος συναρχηγίας, μετά ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε φύγει και γύρισε, και μετά περάσαμε στη συναρχηγία και βρέθηκε το Κέντρο με δύο αρχηγούς, δύο συναρχηγούς στην κρίσιμη φάση του 1958”!!! Ο τραγέλαφος του Κέντρου είναι για γέλια και για κλάματα. Ήταν τραγικό ότι αυτό το ”συνονθύλευμα” ήταν το δεύτερο αστικό κόμμα της χώρας. Η κατάσταση όχι μόνο εξηγεί ότι είχε προηγηθεί την τριετία 1950-1952 αλλά και εξηγεί αυτά που ακολούθησαν όταν, κατά τον Κ.Μ. πάντα, ”το Παλάτι έδιωξε τον Καραμανλή”. Αλλά μέχρι τότε το ”Δελφινάριο” του Κέντρου θα ανεβάσει και άλλες επιθεωρήσεις.

Δύο χρόνια μετά τις εκλογές του ’56 διάφοροι κύκλοι απεργάζονται την πτώση Καραμανλή. Σε αυτούς περιλαμβάνεται η πρεσβεία των ΗΠΑ αλλά και κύκλοι των Ανακτόρων εν αγνοία του Βασιλιά Παύλου. Στις ”διεργασίες” συμμετέχει και ο Κ.Μ. παρέα με τον αυτοκόλλητο του, εκδότη της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, Π. Κόκκα. Αφηγείται ο Μητσοτάκης: ”Ο Παπαληγούρας ήταν πάντα το κύριο πρόσωπο της ανατροπής του Καραμανλή. Κατέβαινε κάτω στη Γλυφάδα. Η Γλυφάδα ήταν τότε μικρότερη, ένα εξοχικό προάστιο, εκείνος είχε μόλις ένα living room και ένα δωμάτιο, και θυμάμαι συζητούσαμε πώς θα γίνει να ρίξουμε τον Καραμανλή”! Συνεχίζοντας την αφήγηση δηλώνει: ”Υποτίθεται, λοιπόν, ότι συνωμοτούσαμε για να ρίξουμε τον Καραμανλή. Εγώ γνωρίζω ότι η Αμερικανική Πρεσβεία ήταν 100% πίσω από την ανατροπή του Καραμανλή. Ο Παπαληγούρας συνεννοείτο με τον Αμερικανό πρέσβη, ο οποίος τον ενθάρρυνε να ανατρέψει τον Καραμανλή. Το ζούσα εκείνη την εποχή, υπήρχαν επαφές του Παπαληγούρα με την Αμερικανική Πρεσβεία, καθαρές, ξεκάθαρες, δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να αμφισβητηθεί, το ότι οι Αμερικανοί ανέτρεψαν τον Καραμανλή”! Για την κρίση του 1958 αφορμή υπήρξε ο εκλογικός νόμος που προέβλεπε ενίσχυση των δύο πρώτων κομμάτων σε βάρος του τρίτου. Απολύτως λογικά η πρόβλεψη ήταν ότι η ΕΡΕ και το κόμμα των Φιλελευθέρων θα ήταν τα δύο ισχυρά κόμματα και η ΕΔΑ(ΚΚΕ) το τρίτο. Στόχος ήταν λοιπόν η αποδυνάμωση της Αριστεράς. Τον εκλογικό νόμο εκτός από την ΕΡΕ στήριζε και το κόμμα των φιλελευθέρων υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου.

Όμως, όπως αναφέρθηκε, διάφοροι κύκλοι αναζητούσαν αφορμή για να ρίξουν τον Καραμανλή. Την αφορμή αυτή τους την έδωσε ο νέος εκλογικός νόμος. Μετά την παραίτηση 15 βουλευτών της ΕΡΕ ο στόχος επιτυγχάνεται, ο Καραμανλής πέφτει. Αφηγείται ο Κ.Μ. ”Ο Κόκκας, εγώ και ο Παπαληγούρας κουβεντιάζαμε το θέμα· […]. Το περίεργο της ιστορίας είναι ότι αφού ο Καραμανλής έπεσε με την παρότρυνση των Αμερικανών […] ο βασιλεύς, λοιπόν, “σκοτώνει, εκτελεί” τους δεκαοκτώ που είχαν φύγει, δίνοντας στον Καραμανλή τη διάλυση της Βουλής. Θα με ρωτήσεις, τι άλλο μπορούσε να κάνει; Πάρα πολύ εύκολο ήταν να ακολουθήσει τη διαδικασία την οποία προβλέπει το Σύνταγμα και να πάει παρακάτω, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Σοφοκλής εκεί θα έπαιζε τον ρόλο του. Όλοι οι κεντρώοι θα ήσαν έτοιμοι να συνεργαστούμε με ένα μεγάλο κομμάτι της ΕΡΕ που ήταν διαθέσιμο και να ξεφύγουμε από την παντοκρατορία του Καραμανλή. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι λύσεις; υπήρχαν. […] Υπήρχε δυνατότητα, αν ο βασιλεύς ήθελε να ακολουθήσει μία διαδικασία, αυτή που προβλέπει το Σύνταγμα άλλωστε, να φωνάζει τον έναν μετά τον άλλο και να τους δίνει εντολές, 100% θα βρισκόταν λύση”. Εκεί λοιπόν τους χαλάει τη σούπα ”ο βασιλεύς, λοιπόν, […] δίνοντας στον Καραμανλή τη διάλυση της Βουλής”. Αν η διαδικασία που προτείνει ο Κ.Μ. σας θυμίζει το 1965, δεν κάνετε λάθος.

Η ”αποστασία” πέφτει στο κενό, ορίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση και προκηρύσσονται εκλογές. Ο εκλογικός νόμος ψηφίζεται στην διάρκεια της υπηρεσιακής διακυβέρνησης. Οι προβλέψεις, ως αναφορά το δεύτερο και το τρίτο κόμμα, ανατρέπονται. Το διαρκές μαλλιοτράβηγμα των ”επιγόνων” έχει απογοητεύσει τους ψηφοφόρους των Φιλελευθέρων. Επίσης η νομιμοποίηση που πρόσφεραν στο ΚΚΕ(ΕΔΑ) το 1956 έχει ”αθωώσει” την συνοδοιπορία. Επιπλέον έχει ωθήσει ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων να ρίξει ψήφο προειδοποιητικής ”νουθεσίας” στους ”καπετάνιους”. Η ΕΡΕ με ποσοστό 41,16%(171 έδρες) κερδίζει τις εκλογές. Ακολουθεί η ΕΔΑ(ΚΚΕ) με 24,42% και 79 έδρες εκ των οποίων οι 21 δηλώνουν συνεργαζόμενοι(”συνοδοιπόροι”). Το Κόμμα των Φιλελευθέρων με 20,67% και 36 έδρες πληρώνει τον λογαριασμό των ”καπετανάτων”. Ωστόσο, όπως θα φανεί στην συνέχεια, αυτό το αποτέλεσμα ήταν θείο δώρο για τους χρεωκοπημένους ”επιγόνους” του Βενιζέλου.

Κάπου εκεί εμφανίζεται και η πρώτη απόπειρα Μητσοτάκη για την ηγεσία. Ο ίδιος ισχυρίζεται: ”Εγώ τότε δεν πήγαινα για αρχηγός, έψαχνα για το ποιον μπορούμε να κάνουμε αρχηγό του Κέντρου, και είχα οριστικά καταλήξει στον Καρτάλη. Και ο Σοφοκλής το εδέχετο και ο Καρτάλης θα γινόταν με μαθηματική βεβαιότητα αρχηγός του Κέντρου – αφού καταφέραμε και κάναμε τον Παπανδρέου, τον Καρτάλη θα τον κάναμε απείρως ευκολότερα […] Ακόμη δεν είχε φανεί στον ορίζοντα ο Καρτάλης με δύναμη ως υποψήφιος, άλλωστε δεν μπορούσε να εκλέξει το Κόμμα των Φιλελευθέρων αρχηγό που δεν ήταν του Κόμματος του Φιλελευθέρων.”. Τελικά ήταν ο καλύτερος αλλά δεν μπορούσε να εκλεγεί αφού ”δεν ήταν του Κόμματος του Φιλελευθέρων”! Εκτός των άλλων υπήρχε και ένα αξεπέραστο εμπόδιο αφού ο Καρτάλης πέθανε νωρίς(27/9/1957)! Αλλά τότε ποιος θα γινόταν αρχηγός των Φιλελευθέρων; Αφηγείται ο Κ.Μ. ”Ο Γεώργιος Μαύρος είχε τις περισσότερες πιθανότητες, ήταν η εποχή του Γιώργου Μαύρου να βγει αρχηγός των Φιλελευθέρων και μπορούσε άνετα να βγει στο συνέδριο. Εγώ ήμουν ο δεύτερος και ήμουν αουτσάιντερ, δεν μπορούσα να μαζέψω σε καμία περίπτωση αυτούς που μπορούσε να μαζέψει ο Μαύρος”. Αλλά όπως είδαμε όταν το ’51 στην κυβέρνηση του Σοφοκλή ο Μαύρος ήταν υπουργός οικονομικών και ο Μητσοτάκης υφυπουργός ο τελευταίος αξιολογούσε: ”ήμουν παντοδύναμος υφυπουργός των Οικονομικών […] διότι είχα υπουργό τον Μαύρο, ο οποίος ήταν αναποφάσιστος άνθρωπος δεν έπαιρνε αποφάσεις και ήταν φοβητσιάρης […] εγώ ουσιαστικά διηύθυνα το υπουργείο”! Ο Μαύρος για υπουργός δεν έκανε, για αρχηγός έφτανε και περίσσευε. Ο ίδιος δεν βιαζόταν να γίνει αρχηγός, όπως δεν ήθελε να γίνει και βουλευτής, αλλά… διαβάστε και θαυμάστε: ”εγώ δεν είχα καθόλου τη μανία να γίνω αρχηγός. Με είχαν κατηγορήσει πολλές φορές ότι βιαζόμουν να γίνω αρχηγός, η πραγματικότητα είναι ότι δεν βιαζόμουνα […] Ήμαστε δύο υποψήφιοι, ο Μαύρος και εγώ”.

Αλλά η ”ιστορία” δεν τελειώνει με άνοιγμα σαμπάνιας: ”Εγώ τότε, με την άνεση που είχα πάντα, είδα τον Μαύρο και του είπα: “Ρε Γιώργο, εσύ είσαι ο πρώτος εγώ είμαι ο δεύτερος, σου προτείνω να συμφωνήσουμε, θα κάνουμε την ψηφοφορία, εσύ θα βγεις σίγουρα, εγώ θα έρθω δεύτερος και μόλις βγεις εσύ θα βγω στο βήμα και θα πω ότι ο Γεώργιος Μαύρος είναι αρχηγός των Φιλελευθέρων”. Η εκλογή του Μαύρου ήταν ”δεμένη στο παλούκι” και η ιστορία δεν είχε κακό λύκο, όμως: ”Ο Μαύρος φοβόταν και μου τα μάσησε, την άλλη μέρα δε το πρωί που θα πηγαίναμε για την ψηφοφορία βγήκε στο βήμα και είπε: “Κύριοι σύνεδροι, εγώ διαπιστώνω ότι οι απόντες αρχηγοί διευθύνουν το συνέδριο, και υπό αυτές τις προϋποθέσεις εγώ δεν δέχομαι να γίνω αρχηγός και σας παρακαλώ να μη με ψηφίσετε, διότι και αν με ψηφίσετε δεν θα δεχτώ” Φοβήθηκε.”! Τότε ο Κ.Μ. σύμφωνα πάντα με τη δική του αφήγηση μπήκε μπροστά εθελοντής: ”Μόλις το άκουσα αυτό, πετάχτηκα στο βήμα και λέω: “Εγώ, κύριοι συνάδελφοι, εν αντιθέσει με τον κύριο Μαύρο, είμαι υποψήφιος και σας παρακαλώ να κάνετε την ψηφοφορία”. Έγινε λοιπόν η ψηφοφορία, όπου εγώ πήρα το εν τρίτο των ψήφων και τα δύο τρίτα τα πήραν οι εναντίον και φυσικά δεν εξελέγη ο αρχηγός από το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ήμουν όμως ο ψηφισμένος από το ένα τρίτο αρχηγός[…] Δεν ήθελα να δώσω καθόλου την εντύπωση ότι αυτά που έκανα τα έκανα για ίδιον όφελος”. Αλλοίμονο, για μια εντύπωση ζούμε! ”Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε…”!

Κερδίζοντας τον πρώτο πολιτικό λαχνό.

Ας δούμε λίγο την ανθρωπογεωγραφία του Κέντρου μετά την ”νίλα” του 1958. Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη για τους δύο αρχηγούς των κεντρώων: ”Κυβερνητική συνεργασία ναι, αυτή την ήθελε ο Βενιζέλος, όχι όμως προσχώρηση. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ Γεωργίου Παπανδρέου και Σοφοκλή Βενιζέλου ήταν ότι ο Βενιζέλος δεν σκέφτηκε ποτέ να προσχωρήσει στον Καραμανλή, αυτό δεν του το επέτρεπε η περηφάνια του. Ο Παπανδρέου και αυτός για συνεργασία πήγαινε, αλλά ήταν πολύ πιο εύκολος, πιο βολικός γιατί δεν είχε δική του πολιτική δύναμη”. Ο Παπανδρέου είναι ήδη 70 ετών, και έχει βρεθεί λιποβαρής κατ’ επανάληψη. Επιπλέον ”δεν είχε δική του πολιτική δύναμη”, ένα νεύμα να του κάνει ο Καραμανλής θα πάει τρέχοντας στην ΕΡΕ. Ο Βενιζέλος θέλει και δεν θέλει την πολιτική, φεύγει και ξαναέρχεται, ψάχνεται για αρχηγό -μέχρι και τον αρχηγό της ”Χ” Γρίβα σκέπτεται αλλά ο ανεψιός Μητσοτάκης δεν είναι στο οπτικό του πεδίο(γιατί άραγε;)- και μόνο εμπόδιο για την προσχώρηση στην ΕΡΕ είναι η περηφάνια του που ”δεν του το επέτρεπε”. Αν νομίζετε ότι προτάσσουν το συμφέρον της χώρας και της κοινωνίας είσαστε γελασμένοι. Αυτά είναι από το άλλο παραμύθι, των προεκλογικών λόγων και των λαοσυνάξεων. Το παρελθόν έχει πείσει τους πάντες ότι μόνοι τους οι επίγονοι το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να βγάλει ο ένας τα μάτια του άλλου. Αλλά, στο κλίμα της εποχής, η χώρα χρειάζεται εθνική αστική αντιπολίτευση. Άρα οι άλλοι αναλαμβάνουν να κάνουν αυτό που τα καπετανάτα των επιγόνων δεν μπορούν από μόνα τους. Να στήσουν ένα δεύτερο εθνικό αστικό κόμμα στα πόδια του.

Την καλύτερη και γλαφυρότερη απεικόνιση της κατάστασης στο Κέντρο την δίνει ο ίδιος ο Μητσοτάκης: ”Περάσαμε από τη φάση των δέκα. Η ομάς των δέκα ήταν ό,τι καλύτερο, διότι είχα μαζέψει και τον Ράλλη και τον Παπαληγούρα από τη Δεξιά και τους καλύτερους πολιτικούς του Κέντρου. Αλλά ήταν μία ομάδα η οποία δεν μπορούσε να παίξει ρόλο στην πολιτική ζωή, γιατί δεν είχε αρχηγό. Λίγο πολύ όλοι όσοι ήμασταν εκεί μέσα θέλαμε να γίνουμε αρχηγοί, κανένας δεν ξεχώριζε. […] ήμασταν πολλοί αρχηγοί εκείνη την εποχή, […] Θέλω να πω δηλαδή ότι ήταν μία κουβέντα η οποία εσέρνετο γύρω γύρω, απασχολούσε, αλλά κανείς δεν αποφάσιζε, ο Μαύρος λόγω δειλίας, εγώ λόγω δισταγμών, καινούργιος ηγέτης δεν παρουσιαζόταν. […] Ο σκληρός πυρήνας όσων μιλούσαμε για το Κέντρο ήταν οι άνθρωποι γύρω από την Ελευθερία. Όλοι οι άλλοι παίζανε και από εδώ παίζανε και από εκεί, παίζανε σε εκατό ταμπλό. Είπαμε, λοιπόν, ποιον θα κάναμε τώρα αρχηγό και πώς θα ενώσουμε ξανά το Κέντρο. Αυτός ήταν ο καημός μας. Είχε μεσολαβήσει και ο Γρίβας, ο οποίος μάς επέστρεψε από την Κύπρο το 1959 και ήθελε να γίνει αρχηγός, του άρεσε η ιδέα να γίνει Παπάγος. Ο Σοφοκλής ο Βενιζέλος δεν θα πήγαινε ποτέ με τον Γρίβα, αλλά σ’ εμάς συνέστησε να πάμε. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος δεν έπαιζε τότε κανέναν ρόλο, ήταν, ωστόσο, απολύτως αντίθετος. Τότε ήταν που είπε για τον Γρίβα το περίφημο “Εδοξάσθη κρυπτόμενος και εξευτελίσθη εμφανιζόμενος”. Και θυμάμαι ότι είχα πάρει τον Μπακατσέλο, τον Αλλαμανή την παρέα τη στενή, και πήγαμε να δούμε τον Γρίβα, τότε που μας λέγανε ότι πρέπει να γίνει ο Γρίβας αρχηγός. Και πάθαμε τέτοιο σοκ όταν μιλήσαμε με τον Γρίβα, που εγώ γύρισα πίσω και είπα: “Μα οι άνθρωποι είναι τρελοί”. Είπα του Σοφοκλή: “Είσαι τρελός, αυτόν θα κάνετε αρχηγό; Αυτός δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται”. […] Τότε σκεφτήκαμε να χρησιμοποιήσουμε τον Παπανδρέου. Πρέπει να σας πω ότι κείνος που βοήθησε πάρα πολύ στη δημιουργία του Κέντρου και στην ενότητά του ήταν ο Αλέκος ο Μπαλτατζής, ο πρώτος ο οποίος με ουσιαστική δύναμη εδέχθη να πάμε σε νέο κόμμα. Ο δεύτερος ο οποίος προσεχώρησε στη σκέψη ήταν ο Σοφοκλής Βενιζέλος ο οποίος είχε απαυδήσει, είχε αρχίσει πλέον να εγκαταλείπει τα σχέδια και την ελπίδα να συνεργαστεί με τον Καραμανλή, να συνεργαστεί με τη Δεξιά. Είχε πάντοτε και την τάση της φυγής, είχαν περάσει και τα χρόνια, η υγεία του ήταν κλονισμένη, ο Σοφοκλής είχε μία τάση φυγής.[…] Και τότε εφτιάξαμε τον Παπανδρέου αρχηγό. Βέβαια, εκείνη την εποχή, αν γινόταν ένα γκάλοπ ο Γεώργιος Παπανδρέου ως αρχηγός δεν θα έπαιρνε, κατά τη γνώμη μου, ούτε 1%, ήταν τελείως ασυμπαθής στην κοινή γνώμη […]όταν επήγαμε και είπαμε του πεθερού μου, ο οποίος ήταν ένας απλός πολίτης αλλά της πιάτσας, ότι αποφασίσαμε να κάνουμε τον Παπανδρέου αρχηγό, μόνο που δεν μας έδειρε. Πήγατε, μας λέει, να δείτε το καφενείο τι λέει, πώς θα το κάνετε… ήταν έξαλλος, έξαλλος”.

Η διερεύνηση της λύσης Γρίβα(μεταξύ άλλων υπήρξε ιδρυτής και αρχηγός της ”Χ”) έγινε την Άνοιξη του 1961. Ο Α. Παπαχελάς γράφει: ”Οι διεργασίες για τη συσπείρωση των δυνάμεων του Κέντρου θα ολοκληρωθούν τον Σεπτέμβριο του 1961, παράλληλα με την αναγγελία της ημερομηνίας των εκλογών για τις 29 Οκτωβρίου 1961. Συγκεκριμένα, στις 19 Σεπτεμβρίου ο Γεώργιος Παπανδρέου θα αναγγείλει την ίδρυση της Ενώσεως Κέντρου (ΕΚ). Η Ένωσις Κέντρου ως ενιαίο Κόμμα αποτελεί συμμαχία πολλών παλιών αυτοτελών δυνάμεων του χώρου και διοικείται από οκταμελή επιτροπή, η οποία στελεχώνεται από τους Ε. Παπανδρέου, Στ. Κωστόπουλο (Κόμμα Φιλελευθέρων), Γ. Νόβα (Νέα Πολιτική Κίνηση), Αλ. Μπαλτατζή (Κόμμα Αγροτών-Εργαζομένων), Σ. Παπαπολίτη (Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου), Ηλ. Τσιριμώκο (Δημοκρατική Ένωση) και Π. Κατσώτα. Είναι μία χαλαρή συμμαχία πολιτικών που προέρχονται από ένα ευρύ προοδευτικό φάσμα (από τους κεντροαριστερούς έως τους φιλελεύθερους), αλλά είναι φίλα προσκείμενοι προς τα Ανάκτορα”. Για την ακρίβεια, όπως διαβάζουμε στην wikipedia: ”Στις 19 Σεπτεμβρίου 1961 ιδρύθηκε η Ένωσις Κέντρου με την ένωση πολλών κομμάτων του κέντρου και συγκεκριμένα από τα πρώην κόμματα: Κόμμα Φιλελευθέρων του Γεωργίου Παπανδρέου, Λαϊκόν Κοινωνικόν Κόμμα του Στέφανου Στεφανόπουλου, Κόμμα Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη, Προοδευτικόν Εργατοτεχνικόν Κόμμα του Παυσανία Κατσώτα, Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου του Σάββα Παπαπολίτη, Δημοκρατική Ένωσις του Ηλία Τσιριμώκου, Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ένωσις του Σοφοκλή Βενιζέλου, ένα μικρό δεξιό κόμμα του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη και το Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων (ΚΑΕ) υπό τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή. Η Ένωση Κέντρου διοικούνταν από οκταμελή επιτροπή της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Γεώργιος Παπανδρέου”. Τώρα κατά πόσον οι Σ. Στεφανόπουλος, Σ. Μαρκεζίνης και Θ. Τουρκοβασίλης ”προέρχονται από ένα ευρύ προοδευτικό φάσμα (από τους κεντροαριστερούς έως τους φιλελεύθερους)” είναι ένα ερώτημα στο οποίο η απάντηση είναι γνωστή.

Η Ένωση Κέντρου διοικούνταν από οκταμελή επιτροπή της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Προφανώς κανένας, ούτε οι ίδιοι, δεν πίστευε ότι αυτό το συνονθύλευμα μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές. Αφηγείται ο Κ.Μ. ”Ο Καραμανλής ήταν ο αντίπαλος, να εξηγούμαστε. Δεξιά σήμαινε Καραμανλή, χωρίς τον Καραμανλή η Δεξιά δεν-είχε καμιά τύχη. Και γι’ αυτό και εμείς συγκεντρώναμε την πολιτική μας εναντίον του αντιπάλου. Ο Καραμανλής, βέβαια, δεν έδινε πολλούς στόχους· δεν ήταν εύκολος αντίπαλος – κάθε άλλο, ήταν δύσκολος αντίπαλος. […] Πάντως εμείς φτιάξαμε την Ένωση Κέντρου με αρχηγό τον Παπανδρέου, και το μαγαζί άρχισε σιγά – σιγά να δουλεύει”. Αλλά το ”μαγαζί” που είχε στηθεί εκ του προχείρου και ρεφενέ είχε το κάζο των εκλογών του 1958 με το μέρος του. Συνεχίζει την αφήγηση ο Κ.Μ. ”Ήταν σαφές ότι το σοκ που είχε υποστεί στις εκλογές του 1958 η κυβερνώσα παράταξη, ολόκληρη η κεντροδεξιά παράταξη -γιατί και το Κέντρο δεν υπέστη απλώς σοκ, υπέστη δεινή συντριβή- ήταν μεγάλο. Και βέβαια, όλοι σκεφτόντουσαν ότι δεν έπρεπε ποτέ να επαναληφθεί αυτό το προηγούμενο. Ωρίμασε εις τους ιθύνοντας -αναφέρομαι ευρύτερα όχι μόνο στον πολιτικό κόσμο αλλά και στο Παλάτι, […] η άποψη ότι έπρεπε να παρέμβουμε για να μην ξαναέρθει δεύτερο κόμμα η ΕΔΑ, […] αλλά βέβαια όλος ο κόσμος ήξερε -είχαμε άλλωστε πρόσφατα και πικρή εμπειρία- ότι ΕΔΑ ίσον Κομμουνιστικό Κόμμα· και το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί τη μία φορά για λόγους τακτικής να παριστάνει το αρνί, αλλά μπορεί θαυμάσια να γίνει και λιοντάρι ή λύκος. Αποφασίσθηκε τότε να γίνει μία επέμβαση προσεκτική στις εκλογές, και προετοιμάστηκε η κρατική επέμβαση· χωρίς καμιά αμφιβολία προετοιμάστηκε. Τώρα εδώ θέλει πολλή έρευνα η υπόθεση, ποιος ήταν ο κινήσας τα πράγματα, δεν ξέρω αν ήταν ο Καραμανλής. Εγώ πιστεύω ότι η υπόθεση αυτή ξεκίνησε από το Παλάτι […] Αυτοί τα ξεκίνησαν – και βεβαίως είναι αστείο να λέμε ότι ο Καραμανλής δεν το γνώριζε. Είναι αστείο, το αστείο της ιστορίας, ότι το εγνώριζαν και οι αρχηγοί του Κέντρου, δηλαδή ο Παπανδρέου και ο Σοφοκλής. Είναι βέβαιο πως γνώριζαν ότι κάτι ετοιμάζεται, και ζούσαν με την ψευδαίσθηση ότι η βία και η νοθεία που θα ασκείτο θα λειτουργούσε υπέρ αυτών. […] Και γι’ αυτό βρέθηκαν χαμένοι την επομένη αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το γνώριζαν, αν και δεν ξέρω μέχρι ποιου βαθμού. Το άλλο που θέλω να πω, είναι ότι εγώ δεν είμαι πεπεισμένος ότι η βία και η νοθεία έγίνε σε αυτή την έκταση που τη παρουσιάσαμε […] Μα εκατοντάδες ψήφων δεν άλλαζαν το αποτέλεσμα, το οποίο ήταν συντριπτικά υπέρ του Καραμανλή”. Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν αφού, ”Ωρίμασε εις τους ιθύνοντας […] η άποψη ότι έπρεπε να παρέμβουμε”, και φυσικά, αφού ήταν το δεξί χέρι του Σοφοκλή ο οποίος εγνώριζε και συμφωνούσε, εγνώριζε και συμφωνούσε και ο ίδιος. Έχοντας την ίδια ψευδαίσθηση ότι ”η βία και η νοθεία που θα ασκείτο θα λειτουργούσε υπέρ” εαυτών. Τελικά, σε δεύτερο χρόνο, αυτό έγινε.

Το ”λαχείο”.

Γιατί δημιουργήθηκε η Ε.Κ. το 1961; Ο Μητσοτάκης δίνει την απάντηση: ”Ήταν σαφές ότι το σοκ που είχε υποστεί στις εκλογές του 1958 η κυβερνώσα παράταξη, ολόκληρη η κεντροδεξιά παράταξη -γιατί και το Κέντρο δεν υπέστη απλώς σοκ, υπέστη δεινή συντριβή- ήταν μεγάλο. Και βέβαια, όλοι σκεφτόντουσαν ότι δεν έπρεπε ποτέ να επαναληφθεί αυτό το προηγούμενο”. Το σοκ της Δεξιάς και του Κέντρου το οποίο ”υπέστη δεινή συντριβή ” οδήγησε στην απόφαση της δημιουργίας της Ε.Κ.. Τα ”υλικά” ήταν κόμματα και σχηματισμοί, ηγέτες και ηγετίσκοι του Κέντρου, της Δεξιάς(Σ. Στεφανόπουλος, Σ. Μαρκεζίνης, Θ. Τουρκοβασίλης αλλά και της Αριστεράς(Η. Τσιριμώκος). Όμως, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, οι ”επίγονοι” το μόνο για το όποιο ήταν ικανοί ήταν να βγάζουν ο ένας τα μάτια του άλλου. Εξωτερικοί παράγοντες λοιπόν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία της Ε.Κ. προκειμένου να μην επαναληφθεί το σοκ του 1958. Δηλαδή να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ξαναγίνει η ΕΔΑ αξιωματική αντιπολίτευση γιατί, όπως διαβεβαιώνει ο Κ.Μ. ”όλος ο κόσμος ήξερε -είχαμε άλλωστε πρόσφατα και πικρή εμπειρία- ότι ΕΔΑ ίσον Κομμουνιστικό Κόμμα ”! Ανασκουμπώθηκαν όλοι, λοιπόν, όχι μόνο για την δημιουργία του πολυμετοχικού ”Κέντρου” αλλά και για τον περιορισμό της Αριστεράς.

Η επιχείρηση ”περιορισμού” της Αριστεράς φυσικά ”ξεκίνησε από το Παλάτι ” ενώ δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι είχε συμμετοχή και η ”Πρεσβεία”. Το ”εγνώριζαν και οι αρχηγοί του Κέντρου, δηλαδή ο Παπανδρέου και ο Σοφοκλής ” και δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι το γνώριζαν και οι ”δελφίνοι”. Φυσικά θα ήταν απίθανο να μην το γνωρίζει ο Καραμανλής, αλλά η ουσία είναι ότι σκοπός, στόχος της επιχείρησης ήταν ο περιορισμός της Αριστεράς. Ήταν μήπως και η ενίσχυση της ΕΡΕ; Φυσικά όχι, ο Καραμανλής ήταν κυρίαρχος το 1961. Κανένας δεν μπορούσε να τον αμφισβητήσει. Αφού δεν το κατάφεραν το 1958, που είχαν δημιουργήσει την ”ανταρσία” Παπαληγούρα-Ράλλη, το 1961 που όλοι παρακαλούσαν για συνεργασία ή προσχώρηση ούτε που το σκέπτονταν. Άλλωστε ο Παπανδρέου, προεδρεύων της 8μελούς διοικητικής επιτροπής της Ε.Κ., δήλωνε ευθαρσώς σε στενούς συνεργάτες του: ”θα κάνωμεν πολιτικήν και εκλογικήν συνεργασίαν με τον Καραμανλήν. Τα στρατόπεδα θα είναι δύο: από το ένα μέρος θα είμεθα οι εθνικόφρονες, από το άλλο μέρος οι κομμουνισταί. Θα κάνωμε τας εκλογάς με τους χωροφύλακες και με το πιστόλι στο χέρι”(Σ. Λιναρδάτος, 1988α).

Στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου η ΕΡΕ κέρδισε θριαμβευτικά με 50,8%, η Ένωση Κέντρου πήρε 33,62% και ο αριστερός συνδυασμός ΠΑΜΕ 14,62%. Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα η ΕΚ αποφασίζει να κηρύξει τον περίφημο ”Ανένδοτο Αγώνα”. Αφορμή ήταν οι ”εκατοντάδες ψήφων” που ”δεν άλλαζαν το αποτέλεσμα” και οι οποίες προέκυψαν στην προσπάθεια -όχι να κερδίσει ο Καραμανλής, αυτό ήταν δεδομένο και αδιαμφισβήτητο- που ”ξεκίνησε από το Παλάτι” και είχε ως στόχο ”να μην ξαναέρθει δεύτερο κόμμα η ΕΔΑ” γιατί ”ΕΔΑ ίσον Κομμουνιστικό Κόμμα ”. Ανακεφαλαιώνοντας έχουμε αφ’ ενός την Ε.Κ. η οποία ιδρύθηκε για να αντιμετωπιστεί η άνοδος της Αριστεράς και η οποία συγκροτείται από ηγετίσκους που, κατά τον Παπαχελά, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ”είναι φίλα προσκείμενοι προς τα Ανάκτορα” και αφ’ ετέρου μια ”παρέμβαση” η οποία, ναι μεν ”ξεκίνησε από το Παλάτι” αλλά ήταν σε γνώση όλων των ενδιαφερομένων και επωφελούμενων. Γι’ αυτό και το ”Θα κάνωμε τας εκλογάς με τους χωροφύλακες και με το πιστόλι στο χέρι” του Γεωργίου Παπανδρέου. Άλλωστε ως Πρωθυπουργός και Υπουργός Παιδείας λίγα χρόνια αργότερα, έστελνε στα σχολεία την εγκύκλιο με την οποία ”επικήρυσσε” ακόμα και τους συμπαθούντες: ”Πάσα εκτροπή πρέπει να κολάζεται αυστηρότατα. Και αν συμβεί να υπάρξουν διδάσκαλοι, όχι ανήκοντες, αλλά και απλώς συμπαθούντες ή ανεχόμενοι την κομμουνιστικὴν προπαγάνδαν, δεν έχουν θέσιν εις την Εκπαίδευσιν”!

Παρ’ όλα αυτά -παρ’ όλο που ο κύριος ωφελημένος από όλη τη μεθόδευση, από την προσπάθεια ”να μην ξαναέρθει δεύτερο κόμμα η ΕΔΑ”, ήταν τα καπετανάτα των επιγόνων και η Ε.Κ.- λίγες μέρες μετά τις εκλογές ο Παπανδρέου και η Ε.Κ.  αρπάχτηκαν από την ευκαιρία που τους παρείχαν οι καταγγελίες του ΠΑΜΕ και κήρυξαν τον ”Ανένδοτο”. Εναντίον τίνος ήταν ο ανένδοτος; Όπως αφηγείται ο Μητσοτάκης: ”Ο Ανένδοτος Αγώνας γίνεται με έναν στόχο, όχι τον Καραμανλή, αλλά το Παλάτι, να τρομοκρατήσει το Παλάτι. Γι αυτό ακριβώς είναι σκληρός ο αγώνας, ήταν σωστή η στρατηγική μας εκείνη την εποχή. Χτυπούσαμε το Παλάτι μαζί με τον Καραμανλή, θέλαμε να τρομάξει ο βασιλιάς, να καταλάβει ότι μπορεί να κινδυνεύσει και ο ίδιος και ο θρόνος του, κάτι το οποίο επετεύχθη δηλαδή”. Όπερ και εγένετο: ”Και ο Ανένδοτος Αγώνας έφερε αποτέλεσμα, διότι τρόμαξε και το Παλάτι, […] Κατάλαβε ότι υπάρχει πρόβλημα, […] Ότι τελείωσε, έπρεπε να βοηθήσει να γίνει μία αλλαγή”. Αφού λοιπόν ”τρόμαξε το Παλάτι” όλα πήγαν δεξιά και ”το Παλάτι κατέληξε τελικά να διώξει τον Καραμανλή, διότι ουσιαστικά αυτό έγινε”! Κανένα πρόβλημα, το Παλάτι έδιωξε μια εκλεγμένη από το 51%  των πολιτών κυβέρνηση αλλά  η δημοκρατική συνείδηση των ”προοδευτικών” δεν ενοχλήθηκε. Το αντίθετο μάλιστα, εμπρός στο φιλέτο της εξουσίας με την Δημοκρατία θα ασχολούνταν.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε και με ποιες συμμαχίες δόθηκε ο ανένδοτος. Ο Μητσοτάκης αφηγείται: ”Εμείς, στη διάρκεια του Ανένδοτου Αγώνα, είχαμε δημιουργήσει τα πρώτα μαχητικά τμήματα κεντρώων. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχαμε φτιάξει και νεολαία. […] Είχαμε κινητοποιήσει λαό αλλά δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε αυτό το τεράστιο κύμα χωρίς την Αριστερά. Εάν η Αριστερά” έμενε ουδέτερη, οι κινητοποιήσεις θα ήσαν ένα ποσοστό αυτών που έγιναν”. Δηλαδή χωρίς την Αριστερά δεν θα γινόταν τίποτα και δεν πειράζει που: ”ΕΔΑ ίσον Κομμουνιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί τη μία φορά για λόγους τακτικής να παριστάνει το αρνί, αλλά μπορεί θαυμάσια να γίνει και λιοντάρι ή λύκος”. Και με λύκους και με βρικόλακες θα έκαναν συμμαχία, αρκεί να ερχόταν η ποθητή εξουσία. Το ”λαχείο” λοιπόν της ”προσεκτικής επέμβασης στις εκλογές” που ”ξεκίνησε από το Παλάτι” και το οποίο ”εγνώριζαν και οι αρχηγοί του Κέντρου, δηλαδή ο Παπανδρέου και ο Σοφοκλής” το κέρδισε η Ε.Κ.. Αυτή η ”προσεκτική επέμβαση” που σχεδιάστηκε κυρίως για δικό της όφελος, συγκεκριμένα για να μην ”ξαναέρθει δεύτερο κόμμα η ΕΔΑ”, σε πρώτο στάδιο πέτυχε τον στόχο της και η Ε.Κ. έγινε αξιωματική αντιπολίτευση ενώ παράλληλα έδωσε την αφορμή και το πρόσχημα για να ξεκινήσει ο ”Ανένδοτος Αγώνας”. Αποτέλεσε το απροσδόκητο λαχείο το οποίο σε συνδυασμό με τις σκοπιμότητες και τους επί μέρους στόχους των Ανακτόρων οδήγησε να τελευταία να ”διώξουν τον Καραμανλή”.

Η ώρα της συναλλαγής.

Ο Καραμανλής εξωθήθηκε σε παραίτηση τον Ιούνιο του 1963. Αντί να προκηρυχθούν εκλογές ορκίζεται κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πιπινέλη την οποία τρεις μήνες μετά διαδέχθηκε υπηρεσιακή-προεκλογική κυβέρνηση. Στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 η Ε.Κ. κερδίζει 138 έδρες μη διαθέτοντας τη δεδηλωμένη. Παρ’ όλα αυτά τα Ανάκτορα παραβιάζοντας το σύνταγμα ορκίζουν την κυβέρνηση Παπανδρέου η οποία ανοίγει τα ταμεία και σκορπίζει χρήμα. Ο Μητσοτάκης δηλώνει: ”Ο κόσμος, το Παλάτι μαζί μας, που μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής, ο διεθνής παράγων μαζί μας: ήταν σαφές ότι ερχόμαστε. Κάναμε την πολιτική των παροχών…”! Τρεις αμφιβόλου δημοκρατικής, εθνικής και κοινωνικής βάσης δηλώσεις σε μία πρόταση γεμάτη έπαρση! Γιατί το Παλάτι ήταν μαζί τους και γιατί τους έδωσε τη διάλυση της Βουλής; Ο Μητσοτάκης ομολογεί: ”Ήταν από τις δύσκολες στιγμές αλλά κερδίσαμε τον Παύλο με το μέρος μας και μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής. Το αντάλλαγμα που του έδωσε ο Παπανδρέου ήταν να έχει αποφασιστικό ρόλο στα θέματα των ενόπλων δυνάμεων”! Και δεν υφίσταται περιθώριο αμφιβολίας αφού: ”ο Παπανδρέου αυτό το τήρησε στην πράξη. Το Παλάτι έδινε τεράστια σημασία στις ένοπλες δυνάμεις. Γι’ αυτό και η παραγγελία που άφησε ο Παύλος στον Κωνσταντίνο πεθαίνοντας ήταν να μην χάσει ποτέ τις ένοπλες δυνάμεις”!

Ιδιαίτερη σημασία όμως έχει και η αποκάλυψη των πρωταγωνιστών της συμφωνίας Ε.Κ. και Ανακτόρων: ”Από πρώτο, εντελώς πρώτο χέρι. Ο Πάνος Κόκκας έκανε τη συμφωνία για λογαριασμό του Παπανδρέου. […] Ο Παπανδρέου όμως τα έδινε όλα για να γίνει πρωθυπουργός. Η συμφωνία έγινε μεταξύ Κόκκα και Χοϊδά, δεν μίλησαν απευθείας ο Παύλος και ο Παπανδρέου. Έτσι όμως μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής ο βασιλιάς”! Αν και πολύ βολικά αφού δεν υπάρχουν πια μάρτυρες δηλώνει ότι τόσο ο ίδιος όσο και το alter ego του, ο διαπραγματευτής Πάνος Κόκκας, διαφωνούσαν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η συμφωνία έγινε με όλη την Ε.Κ. και ιδιαίτερα με τους ”εταίρους” μεταξύ των οποίων κύριος ”μέτοχος” ήταν ο Σοφοκλής και φυσικά και ο ανεψιός Κ.Μ.. Η έπαρση δεν λείπει του Μητσοτάκη ”και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε” όταν δηλώνει: ”Εγώ εκείνη την εποχή ήμουν το ίνδαλμα της νεολαίας γιατί ήμουν ο επικεφαλής του αγώνα, ας πούμε, και εκείνη την εποχή ήταν όλοι λίγο πολύ οπαδοί μου, ο Γιάννης ο Αλευράς, ας πούμε, ήτο φανατικός οπαδός μου, όπως και οι περισσότεροι”! Δεν του λείπει και όταν δηλώνει ”πατέρας” των παροχών: ”Γνώριζα καλά από το 1951, που ήμουν πάλι υπουργός, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Πήγα λοιπόν εκεί και τους είπα: “Παιδιά, φέρτε μου τα στοιχεία να δω πού βρίσκεται η οικονομία”. Διαπίστωσα κάτι το οποίο δεν το ήξερα αλλά το υποψιαζόμουν, ότι ο Καραμανλής, νοικοκύρης και οικονόμος καθώς ήταν, είχε αφήσει και περισσεύματα σημαντικά στον προϋπολογισμό. Και είπα τότε εγώ στον Παπανδρέου θα κάνουμε μία πολιτική παροχών, ώστε να διευκολυνθούμε να κερδίσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πλειοψηφία στις επόμενες εκλογές. Έκανα λοιπόν τη λεγόμενη πολιτική παροχών”! Έκανε πολιτική παροχών αδειάζοντας ταμεία, διαφθείροντας συνειδήσεις. Το ”Τσοβόλα δώστα όλα” του Αντρέα σε πρώτη έκδοση.

Αλλά και τον Αντρέα ο Κ.Μ. και το alter ego του τον έφτιαξαν. Ο Αντρέας ”Παρουσιάστηκε αρχικά ως υπάλληλος του Καραμανλή ”! Μάλιστα ”δεν μετέσχε, δεν έλαβε μέρος στις εκλογές του ’63, αλλά το σημαντικό είναι ότι δεν εψήφισε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν εψήφισε στις κρίσιμες εκλογές που εκρίθηκε η τύχη της Ελλάδος. Δεν έδωσε την ψήφο του, για να μη χάσει την αμερικανική υπηκοότητα”! Σε ένα πράγμα έχει σίγουρα δίκιο, σε εκείνες τις εκλογές κρίθηκε η τύχη της Ελλάδος. Οι εκλογές εγκαινίασαν, αν και στην αρχή δεν φάνηκε, έναν κύκλο ανωμαλίας που οδήγησε στην χούντα και στην Κυπριακή τραγωδία. Όμως, σε αντίθεση προφανώς με την ”ανιδιοτέλεια” του ίδιου, ”ο Ανδρέας τον εαυτό του κοίταζε και δεν είχε αποφασίσει να παίξει το παιχνίδι της Ένωσης Κέντρου” την νίκη της οποίας προφανώς, όπως και ο ξένος παράγων, δεν περίμενε. Αλλά, προφανώς ανυποψίαστος για την συνέχεια, ο Κ.Μ. αυτοχειριάστηκε πολιτικά συμβάλλοντας στην ενεργοποίηση του: ”Κοιτάξτε, τον Ανδρέα εμείς τον σπρώξαμε στην πολιτική, εγώ δηλαδή είμαι ο ηθικός αυτουργός. Δεν λέω ότι είμαι μόνο εγώ αλλά μαζί με τον Κόκκα πήγαμε στον Γέρο όταν είχε αρχίσει να τον χρησιμοποιεί. Του είπαμε: “Πρόεδρε, είναι αντικοινοβουλευτικό να χρησιμοποιείς έναν άνθρωπο δίπλα σου χωρίς να έχει καμία ιδιότητα. Παρ’ τον βουλευτή, καν’ τον υπουργό”.

Ο ”αερόλιθος” που του ήρθε κατακέφαλα.

Η ”πολιτική παροχών” που εφάρμοσε η, δίχως ψήφο εμπιστοσύνης, κυβέρνηση μετά από εισήγηση του Μητσοτάκη είχε αποτέλεσμα. Η Ε.Κ. θριάμβευσε στις εκλογές του Φεβρουαρίου απέναντι στην ΕΡΕ του Κανελλόπουλου. Ο Καραμανλής, σύμφωνα με τον Κ.Μ., ”είχε τραπεί σε φυγή” ενώ σύμφωνα με το πανηγυρικό πρωτοσέλιδο της ”δικής” του ΕΛΕΥΡΕΡΙΑΣ ”Ώχετο απιών”(έφυγε τρέχοντας, λάκισε)! Για την επαύριο ο Κ.Μ. ισχυρίζεται: ”Εγώ ήμουν υπουργός Οικονομικών […] Εγώ ήμουν ο απόλυτος άρχων, χωρίς καμιά αμφιβολία. Ως υπουργός Οικονομικών ήμουν παντοδύναμος, […] εγώ ως υπουργός των Οικονομικών έκανα τη δουλειά μου και δεν άκουγα κανέναν. Ήταν αστείο με τον Γεώργιο Παπανδρέου […] στην καθημερινή πολιτική, δεν τον άφηνα να κάνει καμιά δαπάνη. Μου έλεγε λοιπόν: “Αγαπητέ μου Κώστα, επιτέλους, πρωθυπουργός είμαι, δεν μπορώ κι εγώ να κάνω μία δαπάνη;”. “Μπορείς, κύριε πρόεδρε” του έλεγα “αλλά θα το λες πρώτα σ’ εμένα, θα το λες σ’ εμένα, εγώ θα εγκρίνω και θα κάνεις ό,τι δαπάνη θέλεις, θα σου βρω όσα λεφτά θέλεις”. Δεν τον άφηνα ποτέ να αναλάβει μία δέσμευση χωρίς εγώ να μιλήσω πρωτύτερα”. Η μετριοφροσύνη περισσεύει.

Τα ”όργανα” στην πολυμετοχική Ε.Κ. άρχισαν να ηχούν αμέσως μετά τις εκλογές. Κατά την διαδικασία εκλογής Προέδρου της Βουλής όπως αφηγείται ο Κ.Μ. ”Ο Ηλίας Τσιριμώκος μαζί με τον Σάββα Παπαπολίτη κατάφεραν και βρήκανε μία ισχυρή ομάδα με τριάντα τόσους βουλευτές, οι οποίοι καταψήφισαν τον Νόβα. Η ψήφος για πρόεδρο της Βουλής θεωρείται ψήφος εμπιστοσύνης, ήταν ένα τρομερό σοκ τότε. Ο καημένος ο Γεώργιος Παπανδρέου επιγραμματικότατα μας είπε ότι οι νικητές έγιναν χλεύη των ηττημένων, και βεβαίως ξαναέγινε η ψηφοφορία αμέσως μετά και βεβαίως αυτοί που είχαν κάνει τη διαμαρτυρία ψήφισαν όλοι και εξελέγη ο Νόβας πρόεδρος”! Δεν ήταν όμως μόνο οι κομματάρχες της Ε.Κ. που είχαν ”μετοχές στην επιχείρηση”, δικαιώματα διεκδικούσαν και οι ”προστάτες” εκείνης της εποχής. Δύο αντίζηλες ομάδες άρχισαν να λειτουργούν στο κυβερνών κόμμα. Αφηγείται ο Μητσοτάκης: ”Είχαν μοιραστεί οι βουλευτές σιγά – σιγά μεταξύ αυτών που πήγαιναν στον Κόκκα και αυτών που πήγαιναν στον Λαμπράκη. Ο Λαμπράκης κρατούσε πάντα τη δική του δύναμη. […] Περισσότερο προς την πλευρά του Βενιζέλου ήτανε οι άνθρωποι του Λαμπράκη και μάλιστα όταν πέθανε ο Σοφοκλής ρώτησε ο Γ. Παπανδρέου: “Τώρα στην Κρήτη τι θα γίνει, ποιος είναι που θα κάνει κουμάντο;” Και του απήντησε ο συνομιλητής του αυτό που ήτανε στο στόμα όλων: “Ο Μητσοτάκης θα είναι”. “Όχι” του απαντάει ο Γέρος “κάνεις λάθος, ο Λαμπράκης θα είναι”. Ο γέρο-Παπανδρέου είχε από παλιά ένα κόμπλεξ έναντι του συγκροτήματος Λαμπράκη”!

Ήδη από τότε οι αντιθέσεις και ο υπόγειος πόλεμος για την εξουσία και την πίττα κυοφορούσε την αποστασία που εκδηλώθηκε τον επόμενο χρόνο. Καταλύτης ο Αντρέας ο οποίος ”παρουσιάσθηκε σαν αερόλιθος” σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς Μητσοτάκη-Κόκκα. Μέχρι τις εκλογές του ’64 ο Μητσοτάκης ”έραβε κοστούμι” αρχηγού. Ο Παπανδρέου ήταν ήδη 76 ετών, ο θείος Σοφοκλής ”ήθελε και δεν ήθελε, έφευγε και ξαναγύριζε” και γενικά δεν είχε πάθος με την πολιτική. Ο ίδιος ήταν ”το ίνδαλμα της νεολαίας […] ήταν όλοι λίγο πολύ οπαδοί του” επομένως ήταν αρχηγός εν αναμονή. Επί πλέον είχαν(δηλαδή είχε) και την ”δική τους παρέα” στην οποία ανήκε και ο Μαύρος. Αλλά ”Ο Γιώργος ο Μαύρος εφοβήθη τον Ανδρέα, την επιρροή του Ανδρέα στον πατέρα του. Ήταν πολύ δειλός άνθρωπος, σας το έχω πει και άλλοτε, και ετράπη εις φυγή, εγκατέλειψε. Η λιποταξία του Γιώργου Μαύρου ήταν το δεύτερο πλήγμα το οποίο υπέστη η δική μας παρέα των πολιτικών, οι οποίοι προσπαθούσαμε να κρατήσουμε κάποια ισορροπία με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Και βοήθησε και αυτή σημαντικά -κατά ένα ποσοστό- εις το να αποκτήσει την αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας ο Γεώργιος Παπανδρέου. Εγώ δηλαδή το αισθάνθηκα ως πλήγμα, πλήγμα ισχυρό, διότι μετά τον θάνατο του Παύλου, μετά τον θάνατο του Σοφοκλή, μετά την απομάκρυνση του Μαύρου, η παρέα η δική μας -διότι ο Μαύρος ανήκε στη δική μας παρέα- θα δυσκολευόταν να λειτουργήσει ως αντίβαρο στον Παπανδρέου”. Ο Μαύρος, εγκαταλείποντας την ”παρέα”, έγινε διοικητής της ΕΤΕ ενώ οι Μητσοτάκης-Κόκκας ήθελαν εκεί τον Νίκο Πορφυρογένη.

Όσοι θεωρούσαν ότι οι ”επίγονοι” του Ε. Βενιζέλου, οι Φιλελεύθεροι ή οι σοσιαλδημοκράτες όπως τους άρεσε κατά καιρούς να αυτοχαρακτηρίζονται είχαν αλλάξει ”χούγια” διαψεύστηκαν. Οι ίντριγκες, τα μαχαιρώματα, οι τρικλοποδιές, ο καυγάς για την ”πίττα” της εξουσίας συνεχιζόταν εντεινόμενος με την πάροδο των μηνών. Αφηγήσεων Κ.Μ. συνέχεια: ”το πρόβλημα της κυβερνήσεώς μας ήταν τα προβλήματα τα οποία εδημιουργούντο, κυρίως στην οικονομία, και η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία είχε αρχίσει να δημιουργεί τριβές πλέον, πέρα από ορισμένο σημείο. Τον Ανδρέα τον δεχτήκαμε όλοι και τον θέλαμε να γίνει υπουργός, αλλά βέβαια από την ώρα που ήθελε, που του μπήκε δηλαδή, δεν ξέρω πότε ακριβώς, η ιδέα να γίνει αρχηγός, άρχισαν τα προβλήματα Πότε του μπήκε η ιδέα δεν μπορώ να το πω εγώ, η αίσθηση που είχα είναι ότι στην αρχή ήταν οπαδός δικός μου και το λέει και ο ίδιος κάπου. Στη συνέχεια αποφάσισε να γίνει αρχηγός…”. Εκεί χάλασε η σούπα, όσο ήταν ή παρίστανε ότι ήταν οπαδός του Κ.Μ. όλα πήγαιναν πρίμα, μετά ήθελε και ο Αντρέας αρχηγιλίκια.

Ο Μητσοτάκης, με επιστολή προς τον Παπανδρέου(4/8/1964), σημείωνε πως ”… ηγγίσαμεν τα ακραία όρια αντοχής της οικονομίας και του προϋπολογισμού και επιβάλλεται, επειγόντως πλέον, ρυθμός περισυλλογής, την ανάγκην του οποίου από μακρού και κατ’ επανάληψιν έχω επισημάνει [….] Ο προϋπολογισμός του 1965 όχι μόνον θα ευρεθεί εις πλήρη αδυναμίαν να εισφέρει εις τας δημοσίας επενδύσεις, αλλά θα καταλείπη και σημαντικόν έλλειμμα, με τας εντεύθεν δυσμενείς επιδράσεις επί της νομισματικής κυκλοφορίας” δηλαδή αυτός που εισηγήθηκε, εννέα μήνες πριν, την ” πολιτική παροχών” τώρα εκπέμπει sos. Η συνεχιζόμενη διαμάχη με τον Αντρέα γίνεται εμφανής ”Είχαμε αρχίσει να είμαστε ελλειμματικοί, ενώ εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ελλείμματα. Τα ελλείμματα είναι φαινόμενο σχετικά πρόσφατο από τη δεκαετία του ’80 και πέρα, στην Ελλάδα τα εισήγαγε πάλι ο Ανδρέας Παπανδρέου το ’81 ως πρωθυπουργός. Ίσαμε τότε, δεν είχαμε ελλείμματα, οι προϋπολογισμοί όλοι, όλων των κυβερνήσεων, ήταν ισοσκελισμένοι, ήταν αυτονόητο, και το πρόβλημα ήταν τι περίσσευμα θα είχαμε για τις επενδύσεις […] Στο τέλος του 1964 είχε αρχίσει να φαίνεται ότι το πρόβλημα της οικονομίας είναι οξύ και δύσκολο, […] Και εκεί υπήρχε μία βασική πλέον διαφωνία μεταξύ εμού ως υπευθύνου για την οικονομία και του ζεύγους Παπανδρέου, πατέρα και υιού, πρέπει να το πω αυτό, και των δύο[…] ο Ανδρέας μου ζητούσε να επιβάλω φόρους, καινούργιους φόρους, για να μπορεί να πραγματοποιεί δαπάνες ο πατέρας του και εγώ έλεγα ότι εγώ δεν βάζω φόρους και πάνω σ’ αυτό, στη μικρή Κυβερνητική Επιτροπή, είχαν γίνει έντονες συζητήσεις…”! Από τις εκλογές(16/2/1964) είχαν περάσει μόλις πέντε(5) μήνες. Αυτό το διάστημα ο Μητσοτάκης ήταν υπουργός οικονομικών και ”απόλυτος άρχων, παντοδύναμος” σε βαθμό που έλεγε στον πρωθυπουργό ”θα το λες πρώτα σ’ εμένα, εγώ θα εγκρίνω και θα κάνεις ό,τι δαπάνη θέλεις”! Επομένως πότε και με τίνος ευθύνη ξέφυγε η οικονομική κατάσταση;

Αξίζει εδώ να παραθέσουμε αυτούσιο ένα απόσπασμα το οποίο είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό ”Η σχέσις με το Παλάτι εξελισσόταν ομαλά, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, εμείς ήμαστε και πιο large, είχαμε και μεγαλύτερη κατανόηση για τις ανάγκες του Παλατιού. Εγώ είμαι και φύσει γενναιόδωρος, πώς να το πω, δεν είμαι τσιγκούνης. Το Παλάτι ήθελε ένα μικρό αεροπλάνο, ε λογικό ήτανε να έχει αεροπλάνο. Ο Καραμανλής, στρίγκλος, πεισματάρης όπως ήτανε, δεν του το έδινε- εμείς -ήμουν τότε υπουργός Οικονομικών- είπαμε αμέσως: “1.000.000 δολάρια; Ορίστε, πάρτε τα”. Τα έδωσα εγώ και αγοράστηκε το αεροπλάνο. Και στα οικονομικά και σε όλα δεν ήμαστε μίζεροι, μικρολόγοι, έναντι του Παλατιού δεν είχαμε κανένα κόμπλεξ. Σας έχω μιλήσει και άλλοτε για το κόμπλεξ της Δεξιάς έναντι του Παλατιού, διότι είναι δικό της, δική της η περιοχή”! Αυτοί ήταν πιο large, ο ίδιος ήταν ”φύσει γενναιόδωρος”.

Πριν συμπληρωθούν 10 μήνες ο Αντρέας απομακρύνεται από την κυβέρνηση εξ αιτίας των καταγγελιών για ένα σκάνδαλο στο οποίο, πέρα από το οικονομικό, υπήρχε και ”άρωμα γυναίκας”. Ο Μητσοτάκης αυτοανακηρύσσεται σε σωτήρα του ”Ο Ανδρέας, όπως είπαμε, λόγω του σκανδάλου Σκιαδαρέση, έφυγε από την κυβέρνηση. Βεβαίως η Ελευθερία έπαιξε ρόλο, η Ελευθερία έκανε τη δημοσιογραφική δουλειά. Αλλά όταν επανήλθε ο Ανδρέας στην κυβέρνηση, υπήρξα εκείνος που του άνοιξε και πάλι την πόρτα(;;;), διότι ευρισκόμενος στην Κρήτη έκαμα μία δήλωση(!) και είπα ότι ο διορισμός των υπουργών, η επιλογή των υπουργών είναι αναφαίρετο δικαίωμα του προέδρου της κυβερνήσεως. Και ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δεν θα το απεφάσιζε ο Γέρος να ξαναφέρει πίσω τον Ανδρέα, εάν εγώ του έλεγα ότι είμαι αντίθετος”. Με μια δήλωση έδωσε την άδεια στον Γέρο να φέρει πίσω το υιό του. Στη συνέχεια η σοβαρότητα της κυβέρνησης της Ε.Κ. αναδεικνύεται από τον ίδιο ”Εγώ εκείνη την εποχή εκαλούμην ως υπουργός Οικονομικών στις συνεδριάσεις της Οικονομικής Επιτροπής στις οποίες προήδρευε ο Στέφανος ο Στεφανόπουλος και έβλεπα τα χάλια τους και μέσα μου αγανακτούσα. Μου έκανε δε τότε εντύπωση ένα πράγμα. Ότι εκεί που καθόμαστε και συνεδριάζαμε, ξαφνικά ακουγόταν ένα τηλέφωνο που δεν ήξερες για ποιον προοριζόταν και σηκωνόταν ο Ανδρέας σαν τρελός και έφευγε και πήγαινε και ξαναγύριζε. Τότε δεν υπήρχαν τα κινητά. Ε, δεν είχα δώσει σημασία, ούτε είχα καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Όταν ανέλαβα το Υπουργείο Συντονισμού μετά τη 15η Ιουλίου, και μπήκα για πρώτη φορά στις τουαλέτες, είδα ένα τηλέφωνο μέσα, και λέω “Τι γίνεται με αυτό το τηλέφωνο;” και μου λένε “Ο Ανδρέας το εζήτησε να μπει αυτό το τηλέφωνο για να μιλεί με τη Σκιαδαρέση”. Δεν μπορούσε να μιλήσει μπροστά στον Στέφανο και έβαλε ένα τηλέφωνο στην τουαλέτα, το οποίο βέβαια ξήλωσα εγώ και το πέταξα. Αυτός ήταν ο Ανδρέας. Έτσι λειτουργούσε δυστυχώς η κυβέρνηση εκείνη την εποχή με τον Ανδρέα”!

Η θρυαλλίδα της Αποστασίας. Η οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ.

”Οι νεαροί αξιωματικοί οι οποίοι δημιούργησαν τον ΑΣΠΙΔΑ, με επικεφαλής τον Άρη Μπουλούκο, ήρθαν πρώτα σε εμένα γιατί εγώ ήμουν ο εκπρόσωπος της νέας γενιάς, ο ανατέλλων αστήρ εκείνη την εποχή. Εγώ τους έστειλα πίσω και τους είπα να οργανωθούνε, να λάβουν τα μέτρα τους για να προστατεύσουν τη δημοκρατία”! Ο ”ανατέλλων αστήρ”, ανυποχώρητος δημοκράτης, πάντα σύμφωνα με τις δηλώσεις του, αντί να τους στείλει στο στρατοδικείο τους κάλεσε ”να οργανωθούνε, να λάβουν τα μέτρα τους”. Δηλαδή στον στρατό θα οργανώνονταν διάφορες φράξιες αξιωματικών, η κάθε μια με τον δικό της θεό, με τα δικά της πιστεύω. Δεν δέχτηκε όμως να συμμετάσχει στην οργάνωση, που τους προέτρεψε να δημιουργήσουν, και έτσι εκείνοι στράφηκαν αλλού: ”Και έφυγαν απογοητευμένοι από μένα και πήγαν στον Ανδρέα, ο οποίος τους αγκάλιασε”! Συνεχίζοντας ο Κ.Μ. αναφέρει ”Ο ΑΣΠΙΔΑ δεν ήταν καμιά γραφική ιστορία. Ήταν μία κανονική οργάνωσις. […] Δηλαδή ο ΑΣΠΙΔΑ ήταν σίγουρα υπαρκτή υπόθεση και φυσικά δημιουργούσε ανησυχίες. Εδώ πρέπει να δώσουμε κάποιο δίκιο και στο Παλάτι, το οποίο ήταν πολύ ευαίσθητο και ανησυχούσε που ήταν βεβαιωμένη η ύπαρξη μιας κίνησης η οποία εστρέφετο εναντίον του βασιλέως, γιατί ουσιαστικά εναντίον του εστρέφετο, εν ονόματι της προστασίας της δημοκρατίας. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων, την αισθάνθηκε ως εχθρική κίνηση προς αυτόν και δεν είχε και άδικο”!

Παράλληλα και πριν ακόμα ξεσπάσει το σκάνδαλο του ΑΣΠΙΔΑ οι μάχες για την εξουσία και τα ”προικιά” της μαίνονταν στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Αφηγείται ο Μητσοτάκης ”Εγώ έβλεπα από παλιά ότι υπήρχαν μέσα στο κόμμα δυο τάσεις διαδοχής του Παπανδρέου[…] Εκείνο το οποίο ήταν έκδηλο, ήταν ότι διαμορφώνονταν μέσα στο κόμμα δύο τάσεις, οι οποίες επηρεάζονταν από τα μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα. Η μία τάση ήταν της Ελευθερίας […] εκπροσωπούμενη από ανθρώπους που έκαναν τον Ανένδοτο Αγώνα μαζί με τον Παπανδρέου, ανθρώπους οι οποίοι είχαν την αίσθηση ότι δικαιούντο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον […]  Και από την άλλη μεριά, ισχυρό ήταν το συγκρότημα Λαμπράκη. Είναι περίεργο ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου επηρεάζετο πολύ, ενώ μισούσε το συγκρότημα Λαμπράκη […] αισθανόταν δέος απέναντι στον Λαμπράκη. Συναισθηματικά ήταν πιο κοντά στον Κόκκα, χωρίς καμιά αμφιβολία, αλλά, από την άλλη μεριά, και λόγω της παλαιάς του εμπειρίας, φοβόταν το Συγκρότημα […] Ο Παπανδρέου δεν ξεκαθάριζε με ποιον είναι και πώς είναι· επιπλέον, είχαν γίνει και ορισμένοι καβγάδες από την αρχή για ορισμένες ανώτατες κρατικές θέσεις που επιχειρούσε να τις διασφαλίσει και το ένα συγκρότημα και το άλλο”! Οι ”προστάτες”, τα συγκροτήματα Λαμπράκη και Ελευθερίας διαγκωνίζονταν για ”ορισμένες ανώτατες κρατικές θέσεις”!

Όταν ξεσπά η υπόθεση του ΑΣΠΙΔΑ γίνεται προσπάθεια να συγκαλυφθεί ”Εμείς οι στενοί άνθρωποι του Παπανδρέου ήμασταν διαρκώς δίπλα του, παρακολουθούσαμε από κοντά την προσπάθεια συγκάλυψης που γινότανε και την οποία έκανε ο Πέτρος ο Γαρουφαλιάς σε απόλυτη αρμονία και συνεννόηση με τον Γεώργιο Παπανδρέου και με μας όλους. Το ότι έβαλε τον Σίμο, το αποφασίσαμε όλοι μαζί”! Συνεχίζει ο Μητσοτάκης την αφήγηση ”έπεσε στα χέρια μου μία επιστολή του Παπαγεωργόπουλου, ενός από τους λοχαγούς, τους πρώτους συνεργάτες του Άρη του Μπουλούκου στον ΑΣΠΙΔΑ, όπου τα έλεγε όλα. […] μου την έφερε, λοιπόν, και την πήρα και την πήγα στον Παπανδρέου και του λέω: “Πρόεδρε, αυτά είναι”. Ε, βεβαίως τα έβλεπε ο Γέρος, τα ήξερε. Βεβαίως ανησύχησε πάρα πολύ, φώναξε αυτόν που μου έδωσε την επιστολή, τον επίεσε, το ξεκαθαρίσαμε, το κρύψαμε”! Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι το 1985, όταν ήταν πρόεδρος της Ν.Δ. και οι εκλογές έγιναν με λίστα, απέκλεισε ιστορικά στελέχη μεταξύ των οποίων ο Π. Κανελλόπουλος και ο Κ. Παπακωνσταντίνου ενώ συμπεριελάβε τους αδελφούς Μπουλούκους έναντι των οποίων, σύμφωνα με τον ίδιο, ”είχε υποχρέωση”!

Σύμφωνα με τον Α. Παπαχελά ”Η έρευνα ολοκληρώθηκε χωρίς να υποδεικνύει καμία ευθύνη του Ανδρέα, αλλά ο Κωνσταντίνος επιμένει να μην αρχειοθετηθεί και να σταλεί στη Δικαιοσύνη. Ο πρωθυπουργός διαφωνεί και σε αντιπερισπασμό ζητά από τον υπουργό Άμυνας Γαρουφαλιά να αντικαταστήσει την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων. Ο Γαρουφαλιάς αρνείται, ο Γ. Παπανδρέου ζητά την παραίτησή του και αποφασίζει να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Άμυνας. Ο βασιλεύς αρνείται με τη σειρά του να υπογράψει το διάταγμα της απόλυσης του Γαρουφαλιά, και η θύελλα αρχίζει”. Ο Μητσοτάκης διαψεύδει κάποια σενάρια συνωμοσίας ”Υπάρχει ένας μύθος ότι δήθεν υπήρχε συνωμοσία και υστεροβουλία εις την ονομασία του Γαρουφαλιά ως υπουργού Εθνικής Αμύνης[…] όταν ο Γ. Παπανδρέου έκανε την κυβέρνηση, πρότεινα στον Στέλιο Αλλαμανή να αναλάβει το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. […] “Όχι” μου λέει “δεν το δέχομαι με τίποτε”.  Και πήγε υπουργός Συγκοινωνιών. Και τότε ο Παπανδρέου εχρησιμοποίησε τον Γαρουφαλιά, για τον πρόσθετο λόγο ότι εμείς, όταν λέω εμείς εννοώ πάντα την ίδια παρέα, εγώ ο Κόκκας, ο Μπακατσέλος, ο Αλλαμανής, αυτοί που συνεργαζόμασταν, είχαμε πει στον Γέρο καλός και άξιος ο Πέτρος ο Γαρουφαλιάς. […] Ήταν ο άνδρας της χήρας Φιξ, αντιπροσώπευε το μεγάλο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Ήτανε σεμνός, φίλος και χρηματοδότης του Γ. Παπανδρέου, δικός του άνθρωπος […] Όταν λοιπόν δεν πήρε το υπουργείο ο Στέλιος, ο Γέρος έκανε αυτόν υπουργό Εθνικής Αμύνης· έτσι έγινε ο Γαρουφαλιάς υπουργός Εθνικής Αμύνης… Αφού εμείς δεν το θέλαμε το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, δεν μας ενδιέφερε δηλαδή να το πάρει άνθρωπος δικός μας, τι μας ένοιαζε εμάς· ας πάει, εκατό φορές, ο Γαρουφαλιάς. Αυτό που δεν θέλαμε εμείς ήταν να πάει σε οικονομικό υπουργείο”! Ο Γαρουφαλιάς λοιπόν είναι άνθρωπος του Παπανδρέου και όχι της ”παρέας”, στην οποία κεντρικό πρόσωπο είναι και ο εκδότης Κόκκας, και αντιπροσώπευε το ”μεγάλο κεφάλαιο στην Ελλάδα”.

Ο Γαρουφαλιάς αρνείται να παραιτηθεί, ο Κωνσταντίνος αρνείται να τον παραιτήσει κι εκεί αρχίζει το ”γλέντι”. Μεταξύ 8 και 14 Ιουλίου Κωνσταντίνος και Παπανδρέου αλληλογραφούν με ένταση ενώ στις 10 Ιουλίου ο Παπανδρέου πρόκειται να επισκεφθεί τον Βασιλιά στην Κέρκυρα. Όμως στις 9 Ιουλίου ”Εκεί που κοιμόμουνα τη νύχτα, κατά τις 2 π.μ. στη Γλυφάδα, τηλεφωνεί ο Κόκκας και μου λέει: “Πρέπει να κατεβώ με κάποιον να σε δω”, 2 π.μ. τη νύχτα. Λέω: “Κατέβα”. Και σηκώνομαι και κατεβαίνει ο Κόκκας με τον Αρναούτη, τον υπασπιστή του Κωνσταντίνου. […] Ήρθε από την Κέρκυρα να με βρει και να με ρωτήσει ποια είναι η γνώμη μου και του είπα ότι τον εξορκίζω να συγκρατηθεί: “Θα χάσεις τον Θρόνο και θα δημιουργήσεις μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα, μην προχωρήσεις σε ρήξη”. Να αφήσει εμάς να αντιμετωπίσουμε πολιτικά το πρόβλημα. Δεν είναι δική του δουλειά να ανακατευτεί…”. Ο Παπαχελάς, με γλώσσα διπλωμάτη, διατυπώνει ”Μία εκδοχή φέρει τον Μητσοτάκη να διαβεβαιώνει τον Αρναούτη ότι αν το θέμα ετίθετο σε ψηφοφορία στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΚ, ο Γ. Παπανδρέου δεν θα εξασφάλιζε την πλειοψηφία, καθώς οι περισσότεροι βουλευτές δεν ήθελαν τη ρήξη”. Συνεχίζει ο Κ.Μ. ”Εγώ του είπα ότι εμείς θα λύσουμε εσωτερικά το θέμα μέσα στο κόμμα […] Δεν του είπα εγώ ότι έχουμε πλειοψηφία εμείς. Του είπα να το αφήσει να κριθεί πολιτικά. Και πράγματι εγώ πιστεύω ότι πολιτικά θα ελύετο. Ο Παπανδρέου, ταλαντευόμενος πολλές φορές, είχε φτάσει στο σημείο να μου προτείνει εμένα να κάνουμε υπουργό Εθνικής Αμύνης τον στρατηγό Παπανικολόπουλο. Του είπα: “Κύριε πρόεδρε, είναι ανάγκη επιτέλους να πάμε από τη Σκύλα στην Χάρυβδη; Καλά να μην πάτε εσείς, είναι ανάγκη να βάλουμε και στρατηγό, άνδρα του βασιλέως; Πάντως αφού μου το λέτε, θα ρωτήσω και τον Κόκκα και θα σας πω”. Και τον πήρα στο τηλέφωνο και του είπα εμείς συμφωνούμε, βάλε οποιονδήποτε, αρκεί να μη γίνει ρήξις· και ο Γέρος εντωμεταξύ είχε αλλάξει γνώμη. Δηλαδή ο Γέρος ταλαντεύθηκε πολλές φορές. Δεν ήθελε και αυτός τη ρήξη. Την ήθελε και δεν την ήθελε”. Παντού και πάντα η εξουσία των παρασκηνίων. Ο εκδότης Πάνος Κόκκας το alter ego του Κ.Μ..

Ο κύκλος της Αποστασίας.

Στις 15 Ιουλίου ο Παπανδρέου παραιτείται. Έχουν περάσει μόλις 17 μήνες από τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου του ’64 στις οποίες η Ε.Κ. είχε θριαμβεύσει, αφού ”ο βασιλεύς είχε διώξει τον Καραμανλή” και αφού είχε επιτρέψει στην κυβέρνηση μειοψηφίας ”να κάμει την πολιτικήν των παροχών για να κερδίσει ευρείαν πλειοψηφίαν”. Αλλά ”ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα” που λέει και ο λαός. Ο κύκλος της αποστασίας είχε ανοίξει και μαζί άνοιγε ο δρόμος για την χούντα και την Κυπριακή τραγωδία. Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες με τους Νόβα και Τσιριμώκο τελικά σχηματίζεται κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον πρώην αντιπρόεδρο του Συναγερμού Στέφανο Στεφανόπουλο. Πρωταγωνιστής στις διεργασίες ο Κ.Μ. που διαψεύδει ότι γνώριζε ή ότι συνωμότησε ”Όχι. Ανακριβές τελείως. Δεν είχαμε κάνει ποτέ μας μνημόνιο. Αυτό ήταν το λάθος μας, αν θέλεις, ότι δεν συνωμοτήσαμε. Δηλαδή έπρεπε προ του αποτελέσματος να συνωμοτήσουμε, ώστε να είμαστε έτοιμοι. Ήταν κάτι που μπορούσαμε να το κάνουμε. Μπορούσαμε να ’χουμε βρει 78 βουλευτές να ’χανε υπογράψει και να τους έπαιρναν αμέσως και να κάνανε κυβέρνηση και να γινόμουν και πρωθυπουργός, μπορούσαμε” αλλά από τη ώρα που ο Νόβας ορκίστηκε πρωθυπουργός ανέλαβε δράση ”Αυτονόητο ήταν, όταν φτάσαμε πλέον εκεί να πούμε ότι θα βοηθήσουμε τον Νόβα όλοι εμείς που είμαστε η παρέα η δική μας, η στενή· πήγαμε αμέσως, από την πρώτη ώρα, στο γραφείο του και από εκεί και πέρα έψαξα εγώ να βρω μερικούς”. Όταν ο Παπαχελάς αναφέρει ότι ”στα αμερικανικά αρχεία προκύπτει ότι ο Νόρμπερτ Άνσουτζ, επιτετραμμένος της Αμερικανικής Πρεσβείας, τηλεφώνησε στον Μητσοτάκη” ο Κ.Μ. απαντά ”Εκείνο το βράδυ πιθανόν να με πήρε ο Άνσουτζ. Σκέψου ότι δεν το θυμάμαι. Θαρρώ πως με πήρε, όμως δεν ήταν κάτι το οποίο εμένα με επηρέασε”.

Μια ώρα μετά την αποπομπή Παπανδρέου ο Βασιλιάς ορκίζει πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής Νόβα, υπουργό Δημοσίας Τάξεως τον Τούμπα και Εξωτερικών τον Κωστόπουλο. Ο Μητσοτάκης αναλαμβάνει δράση την επόμενη μέρα(16/7) ”Την επόμενη μέρα έγινε μία προσπάθεια από μένα να μαζέψω τους υπουργούς, διότι ο Νόβας, ο Κωστόπουλος -ο οποίος δεν ήταν μαζί μου- και ο Τούμπας -ο οποίος ανήκε στη δική μου την ομάδα- δεν είχαν να προσφέρουν σχεδόν τίποτε. Έπρεπε εγώ να μαζέψω ό,τι μπορούσα σε ψήφους και σε υπουργούς”. Η δράση εξελίσσεται  στο υπουργείο ”Στο υπουργικό γραφείο τότε, στο Υπουργείο των Οικονομικών. Εφώναξα διαφόρους, βιαστικά και εσπευσμένα έγιναν όλα, και έτσι μαζεύτηκε ο πρώτος πυρήνας δηλαδή […] Ο πυρήνας ο δικός μου ήταν ο σκληρός πυρήνας. Δηλαδή Μπακατσέλος, Αλλαμανής, Παπασπύρου, Τούμπας, όλοι αυτοί ήσαν δεδομένοι, ήρθαν αμέσως, δεν υπήρχε πρόβλημα”. Στις διαδηλώσεις που ξεσπούν και στις οποίες συμμετέχουν και οπαδοί του Παπανδρέου αλλά, όπως πάντα πρωταγωνιστούν οι οργανώσεις της Αριστεράς, σκοτώνεται ο 25χρονος φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Ο Μητσοτάκης σημειώνει ”Εγώ από τη μία στιγμή στην άλλη, από κει που ήμουν το ίνδαλμα της παρατάξεως, με θαύμαζαν όλοι και με έβλεπαν ως τον ερχόμενο αρχηγό, μετεβλήθην σε κάθαρμα και σε προδότη και σε αποστάτη”.

Η απώλεια της ιδιότητας του ”πρώτου δελφίνου” και η μετατροπή του από ”ίνδαλμα” σε ”αποστάτη” ήταν αγιάτρευτα τραυματική. Η αναφορά που ακολουθεί είναι ενδεικτική ”Τότε με τον Νόβα είχε έρθει μαζί μου ο Βαγγέλης ο Δενδρινός, […] Ήταν φανατικός μεταξικός, υπασπιστής ή μάλλον αρχηγός της φρουράς του Μεταξά. Ετίμησε τον Μεταξά μέχρι τέλους. […] Και ήρθε και με βρήκε και μου λέει: “Να σου πω ένα πράγμα. Εγώ θα σου κάνω μία πρόταση, να κάνουμε μία μικρή δικτατορία και να έρχονται να μας παρακαλούνε αντί να μας βρίζουνε, να μας παρακαλούνε και να ξαναγυρίσουμε πάλι και να μας κάνουνε και ανδριάντα”. […]  Λοιπόν υπήρχε και η τάσις ορισμένων οι οποίοι ήθελαν ο στρατός να παίξει ρόλο και υπήρχε και αυτή η τάσις στο πολιτικό σύστημα από πολλούς. Και πράγματι αν εμείς τότε, αν εγώ ο ίδιος, είχα ακολουθήσει τη συμβουλή του Βαγγέλη […] και κάναμε άρση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος, άρση που έπρεπε να ψηφιστεί από τη Βουλή, αν πιάναμε τους βουλευτές της ΕΔΑ και τους στέλναμε εξορία και ψήφιζε η Βουλή χωρίς την ΕΔΑ, θα είχαμε την πλειοψηφία και τελείωνε η ιστορία. Ας φωνάζανε, θα λυσσάγανε, μετά από έξι μήνες τα πράγματα θα ήταν αλλιώτικα. Και πολλοί ισχυρίζονται ότι κάναμε λάθος ότι δεν κάναμε μικρή εκτροπή, δηλαδή με την… καλώς νοούμενη έννοια”! Εννοείται, ”με την… καλώς νοούμενη έννοια”.

Ο Νόβας δεν παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή και αναλαμβάνει ο επόμενος. Ο πρώην υπουργός της ”Κυβέρνησης του Βουνού” Ηλίας Τσιριμώκος. Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη ”Ο Τσιριμώκος όμως δεν έγινε πρωθυπουργός για να χάσει. Έγινε πρωθυπουργός με την ελπίδα ότι θα μείνει. Και πρέπει να σας πω, εάν τον βόλευε, ήταν ο μόνος από την πλευρά τη δική μας ο οποίος θα μπορούσε να πάει και σε κάποια μικρή εκτροπή”. Αφού απέτυχε και η λύση Τσιριμώκου ήρθε η σειρά του Στεφανόπουλου. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τον Παπαχελά, ”Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούν με αγωνία τις εξελίξεις και τα επεισόδια στο κέντρο της πρωτεύουσας, και φοβούνται πολύ για την άνοδο της Αριστεράς και της τάσης που εκπροσωπούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου”. Στην διαδικασία στήριξης της προσπάθειας Στεφανόπουλου ενεπλάκησαν  οι εκδότες(Λαμπράκης, Βελλίδης, Παπαγεωργίου) οι οποίοι συνυπέγραψαν πρωτόκολλο με πολιτικούς(Στεφανόπουλος, Τσιριμώκος, Παπαπολίτης). Αφηγείται ο Κ.Μ. ”Ο Λαμπράκης τότε επεχείρησε να επιβάλει Στεφανόπουλο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Είναι σαφές. Δεν νομίζω ότι κανείς το αμφισβητεί αυτό. Ήταν η εφαρμογή του πρωτοκόλλου που είχε υπογράψει μαζί με τους άλλους εκδότες”!

Σε αναφορά του Παπαχελά για τα δημοσιεύματα της εποχής περί χρηματισμού βουλευτών ο Κ.Μ. απαντά ”Εγώ δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Δεν το ξέρω αλλά δεν μπορώ και να το αποκλείσω[…]  Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι αυτό το πράγμα έγινε, γιατί υπήρχαν και άπειροι άλλοι τρόποι να προσελκύσεις ανθρώπους. Υπήρχαν πολλοί τρόποι. Βασικά η εξουσία. Η εξουσία είναι δέλεαρ. Ορθώς την αποκάλεσε Κίρκη ο Γεώργιος Παπανδρέου, επιγραμματικός όπως ήταν, και έμμεσα μπορεί αυτό να σημαίνει και οικονομικό όφελος ενδεχομένως. Αν δώσεις σε κάποιον το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, λέω παράδειγμα, ή κάποιο άλλο παραγωγικό, εντός εισαγωγικών, υπουργείο, τον δελεάζεις […] Έχω την εντύπωση ότι ο Νιάρχος εβοήθησε οικονομικά, και μπορεί και ο Τομ Πάππας, και μπορεί και άλλοι που δεν ξέρω. Δεν είχα όμως εγώ καμία άμεσο ανάμειξη. Δεν ξέρω.”. Εξ ίσου ”νίπτω τας χείρας μου” είναι και η αφήγηση σχετικά με την εμπλοκή της πρεσβείας των ΗΠΑ ”Αυτοί, αν μπορούν να βρουν τρόπο να παράσχουν βοήθεια, θα την παράσχουν. […] Είχα την αίσθηση ότι οι Αμερικανοί βοηθούν, […] Οι Αμερικανοί πιθανότατα επιχείρησαν να επηρεάσουν βουλευτές. Η Πρεσβεία, όπως ξέρεις, έχει πάντοτε επαφές, είχε, έχει και θα έχει, φαντάζομαι. Όλες οι πρεσβείες έχουν επαφές. Και δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι θα προσπάθησαν να συμβουλεύσουν. Όμως, ίσαμε εκεί. Παραπάνω δεν ξέρω”! Προσοχή να μην θίξουμε και τις ΗΠΑ. Μόνο συμβουλές έδιναν!

Επί τέλους, κυβέρνηση.

Στις 17 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση Στεφανόπουλου παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή. Το κλίμα είναι εκρηκτικό εναντίον των μελλών της κυβέρνησης και τα επεισόδια συνεχή. Αφηγείται ο Κ.Μ. ”Λοιπόν, τον Οκτώβριο του ’65 πάω στα Χανιά. […] Από την ώρα όμως που ψηφίστηκε η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, μας λέγανε ότι δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τους φίλους μας, δεν μπορούμε να παρουσιαστούμε. Δεν το δεχόμουν αυτό. Πρώτος εγώ πήγα στα Χανιά. […]Εκεί έγιναν οργανωμένα επεισόδια ακραία, πολύ ακραία, πάρα πολύ ακραία, δηλαδή μόνο που δεν σκοτωθήκαμε, επιθέσεις βίαιες, πετούσαν λάμες, απείλησαν, χτύπησαν ανθρώπους, εδημιουργήθηκε επ’ ολίγον χάος με τις επιθέσεις που κάμανε. Για μια στιγμή κινδύνευσε να μη γίνει η συγκέντρωσις, διότι ήταν οργανωμένη η επίθεσις αυτών που προσήρχοντο. Εγώ, όμως, μαζί με μερικούς φίλους μου πιστούς και γενναίους προχωρήσαμε, πήγαμε στο σινεμά, το σινεμά γέμισε ασφυκτικά και εξεφώνησα την ομιλία μου. Ήταν μία ομιλία πολύ χαρακτηριστική, με την έννοια ότι δεν μίλησα εναντίον του Παπανδρέου και υπέρ της ανάγκης σχηματισμού κυβερνήσεως, αλλά μίλησα έντονα εναντίον της ΕΡΕ. Έντονα. Μίλησα δηλαδή όπως μιλούσα εκείνη την εποχή του Ανένδοτου Αγώνα”! Λίγο ήθελα να πέσει η κυβέρνηση. Ήθελε και την πίττα σωστή και τον σκύλο χορτάτο. Από τις 152 ψήφους της κυβέρνησης οι 99 ήταν της ΕΡΕ.

Σε αυτήν την ομιλία, ενώ δεν επιτίθεται στον Παπανδρέου αλλά ”έντονα εναντίον της ΕΡΕ”, αποκαλεί τον Αντρέα ”αερόλιθο”. Δεν ανακαλεί τον χαρακτηρισμό, αντίθετα επιμένει ”Ήταν όμως πετυχημένη φράση. Ήταν πολύ πετυχημένη και του ’μείνε. Πράγματι μας ήρθε ξαφνικά ο Ανδρέας, σαν αερόλιθος ήρθε. Δεν ήταν κάτι το οποίο υπήρχε, μεγάλωσε, ωρίμασε. Μας ήρθε απ’ έξω. Και λιγάκι τον φέραμε και εμείς”. Στην συνέχει προσπαθεί να τεκμηριώσει ”Ο Ανδρέας βασικά τι ήταν, τι παράγων ήταν; Ο Ανδρέας ήρθε στην Ελλάδα όχι για να κάνει πολιτική, αλλά για να υποστηρίξει τον Καραμανλή, τα ’χουμε πει. Στη συνέχεια του άνοιξε η όρεξις. Είπαμε και εμείς του Γέρου, βάλ’ τον υποψήφιο για να τον κάνεις υπουργό, έγινε υπουργός. Στην αρχή ήταν θαυμαστής μου και οπαδός μου, αλλά σιγά σιγά του άνοιξε η όρεξις”. Ο Μητσοτάκης διαψεύδει ότι οι φιλοδοξίες του Αντρέα οδήγησαν στην αποστασία ”Μα δεν ήταν ο Ανδρέας, δεν υπήρχε ο Ανδρέας. […] ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν ένα προς χίλια, δεν είχα κίνδυνο εγώ να μου πάρει την ηγεσία εμένα ο Ανδρέας […] Χωρίς τον Ανδρέα δεν θα τα είχαμε αυτά, και εφόσον βέβαια δεν θα τα είχαμε αυτά, δεν θα είχαμε δικτατορία. Η πορεία θα ήταν ομαλή. Εγώ είχα όλες τις δυνατότητες να διαδεχθώ τον Γέρο ομαλά, μέσα στα πλαίσια του κόμματος, διότι δεν υπήρχε δεύτερος, δεν είχα κανέναν αντίπαλο”! Ήταν ”το ίνδαλμα” που ”θαύμαζαν όλοι”!

Φυσικά δεν χρειάζεται η κατάθεση της δικής του άποψης για να επιβεβαιώσει αυτό που η ιστορία και τα γεγονότα καθιστούν πασίδηλο ”Το Κέντρο δεν το πολέμησε κανείς. Το Κέντρο είχε τα δικά του αμαρτήματα. Εκεί που φτάσαμε στο τέλος, βουλιάξαμε στο λιμάνι· μη γελιέσαι, βουλιάξαμε στο λιμάνι. Βουλιάξαμε νικητές. Αυτό είναι το τραγικό. Που όταν πια είχαμε νικήσει, ήρθε ο αερόλιθος και μας τα ’κανε μούσκεμα. Η άποψις που κυριαρχεί, ότι εγώ είχα προσωπική αντιδικία με τον Ανδρέα και γι’ αυτό κινήθηκα έτσι, είναι τελείως εσφαλμένη. Ποτέ δεν με απασχόλησε εμένα ο Ανδρέας, ποτέ”.

Λίγους θα απασχολούσε βέβαια αν το Κέντρο ”είχε βουλιάξει στο λιμάνι” μόνο του. Το πρόβλημα ήταν ότι συμπαρέσυρε την Ελλάδα στο ναυάγιο. Τα ”καπετανάτα” των επιγόνων του Φιλελευθερισμού και των δελφίνων της εξουσίας έχουν το μεγάλο μέρος της ευθύνης. Η διαδρομή τους, όλες οι ενέργειες τους, μετά την απελευθέρωση δεν ήταν τίποτε άλλα από μια σκληρή εσωτερική μάχη για την εξουσία. Δίχως προσανατολισμό, δίχως πολιτικές και ηθικές αρχές. Συμμαχούσαν με την Αριστερά όταν τους συνέφερε, συμμαχούσαν με τα Ανάκτορα όταν τους συνέφερε, ήταν πρόθυμοι να συμμαχήσουν ακόμα και να προσχωρήσουν στην Δεξιά, όταν τους συνέφερε. Συνεταιρίζονταν με τα εκδοτικά συγκροτήματα τα οποία έστηναν τους δικούς τους ”καβγάδες από την αρχή για ορισμένες ανώτατες κρατικές θέσεις”. Συνδιασκέπτονταν, στον πρωινό καφέ, με το μεγάλο κεφάλαιο(Μποδοσάκης, κ.λπ.)  αποφασίζοντας την στρατηγική για την κατάληψη και την νομή της εξουσίας.

Αντιμέτωποι με το αδιέξοδο.

Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου θεωρητικά είχε πάνω από δύο χρόνια στην διάθεσή της. Η λήξη της θητείας της Βουλής ήταν τον Φεβρουάριο του 1968. Όμως στηριζόταν σε γυάλινα πόδια. Όχι κυρίως γιατί η πλειοψηφία της στηριζόταν σε βουλευτές άλλων κομμάτων(99 από την ΕΡΕ, 8 από το Κόμμα Προοδευτικών του Μαρκεζίνη και 1 από τον Γαρουφαλιά) τα οποία είχαν και τα δικά τους προβλήματα. Ούτε γιατί ακολούθησε το παράδειγμα Μητσοτάκη(”δεν μίλησα εναντίον του Παπανδρέου και υπέρ της ανάγκης σχηματισμού κυβερνήσεως, αλλά μίλησα έντονα εναντίον της ΕΡΕ. Έντονα. Μίλησα δηλαδή όπως μιλούσα εκείνη την εποχή του Ανένδοτου Αγώνα”), ο οποίος ήθελε πρώτη θέση στο τραπέζι αλλά να πληρώσει άλλος τον λογαριασμό. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου ήταν αδύνατο να εξαντλήσει την θητεία της. Οι λυκοφιλίες του ’56 και του ’61 με την Αριστερά τώρα λειτουργούσαν εναντίον της κυβέρνησης των αποστατών. Τους έπνιγε το κύμα στην δημιουργία του οποίου πρωτοστάτησαν.

Σύμφωνα με τον Κ.Μ. ”Βουλιάξαμε στο λιμάνι. Η ρήξις μεταξύ του αρχηγού της πλειοψηφίας -που διετήρη μάλιστα την πλειοψηφία και τον οποίο εστήριζε τυφλά και ανόητα η Αριστερά, με όλες τις τεράστιες δυνατότητες προπαγάνδας και δημιουργίας ατμόσφαιρας που κατείχε- και ενός παντοδύναμου βασιλιά, ο οποίος ήλεγχε το κράτος, τους μηχανισμούς επιβολής του κράτους -δεν ήλεγχε μόνο τις ένοπλες δυνάμεις, ήλεγχε και την αστυνομία- ήταν βέβαιο πως δημιουργούσε αδιέξοδο”. Αν ο ”παντοδύναμος βασιλιάς” ήλεγχε το κράτος αν έβαλε υπηρεσιακό πρωθυπουργό το ’61 τον Δόβα αντί για τον Τσακαλώτο, αν γνώριζαν και συμφωνούσαν τα στελέχη της ΕΚ με την πολιτική που εφαρμόστηκε από το κράτος στις εκλογές του ‘61, προς τι ο «ανένδοτος»; Δεν ήταν ακραίος τυχοδιωκτικός αμοραλισμός που τον πλήρωσε πανάκριβα η χώρα; Αν διαφωνούσαν με τις υπερεξουσίες του βασιλιά γιατί διαφώνησαν όταν ο Καραμανλής προσπάθησε να τις περιορίσει με την ”Βαθειά τομή” του Συντάγματος που επεχείρησε το ’62; Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης προσπαθεί να πείσει ότι η αντιπαράθεση με τον Παπανδρέου δεν ήταν προσωπική. Λέει ”Εγώ άλλωστε ποτέ δεν επετέθην προσωπικά στον Παπανδρέου. Ποτέ. Και μάλιστα είναι χαρακτηριστικό, επειδή εγώ ήμουν ο κατεξοχήν αντίπαλος. Ήμουν αυτός τον οποίον ονομάζανε προδότη, αποστάτη, κάθαρμα. Έψαξαν. Νόμιζαν ότι θα το ανταπέδιδα στον Γεώργιο Παπανδρέου. Αλλά ούτε για τον Ανδρέα εξεφράσθην. Άλλωστε εγώ δεν χρησιμοποιώ επίθετα”. Όσον αφορά την χρήση επιθέτων, για τον Καραμανλή δεν έκανε οικονομία, κακομαθημένος, στρίγκλος, κομπλεξικός, πεισματάρης είναι μερικά μόνο.

Παγιδευμένοι στις επιλογές τους οι 44 βουλευτές της Ε.Κ. που είχαν ακολουθήσει τους Νόβα, Τσιριμώκο, Στεφανόπουλο, Μητσοτάκη και λοιπούς αναζητούν λύση, καθώς κατανοούν ότι στο επίπεδο του εκλογικού σώματος έχουν χάσει τη μάχη. Η μεγάλη πλειονότητα των ψηφοφόρων τους, εθισμένοι στον λαϊκισμό στον οποίο οι ίδιοι είχαν πρωτοστατήσει –να θυμίσουμε εδώ το ”ήμουν το ίνδαλμα της νεολαίας γιατί ήμουν ο επικεφαλής του αγώνα(σ.σ. Ανένδοτου), ας πούμε, και εκείνη την εποχή ήταν όλοι λίγο πολύ οπαδοί μου”- ακολουθούσαν τώρα το μέτωπο Παπανδρέου-Αριστεράς. Το μόνο καταφύγιο στο οποίο θα μπορούσαν να ελπίζουν οι αποστάτες ήταν ένα άλλο εκλογικό σύστημα. Αυτό της απλής αναλογικής. Αυτό θα τους εξασφάλιζε την παρουσία στην επόμενη Βουλή στην οποία ήλπιζαν όχι να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά να αποτελέσουν τον κυβερνητικό εταίρο είτε στην ΕΡΕ είτε στην Ε.Κ.. Αφηγείται ο Μητσοτάκης ”Θα θυμάστε, ίσως, ότι το φθινόπωρο του 1966 εγώ είχα θέσει έντονα το θέμα της ψηφίσεως της απλής αναλογικής. […] Μπορούσαμε να ’χαμε ψηφίσει την απλή αναλογική. Αν είχε ψηφιστεί η απλή αναλογική, θα είχε αλλάξει τελείως την ατμόσφαιρα και τα δεδομένα, διότι εμείς είμαστε μία υπαρκτή πολιτική δύναμις, […] Δηλαδή άνθρωποι σαν και μένα, σαν τον Αλλαμανή, σαν τον Μπακατσέλο και πολλοί άλλοι, με την απλή αναλογική σίγουρα θα εξελέγοντο”. Γιατί πίστευε όμως οι 99 βουλευτές της ΕΡΕ θα ψήφιζαν την απλή αναλογική;

Αντί να ψηφιστεί η απλή αναλογική, όπως ήλπιζε ο Μητσοτάκης, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου ανατρέπεται και ορκίζεται η κυβέρνηση  Παρασκευόπουλου, στις 21 Δεκεμβρίου. Γράφει σχετικά ο Παπαχελάς ”Τον Νοέμβριο, ο Γεώργιος Παπανδρέου, χωρίς να ενημερώσει τον Ανδρέα και την υπόλοιπη ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, ήλθε σε συμφωνία με τον βασιλιά. Η συμφωνία αυτή, ανάμεσα στον Π. Κανελλόπουλο, τον Γ. Παπανδρέου και τον βασιλιά, με τη συγκατάθεση του Αμερικάνου πρεσβευτή Φ. Τάλμποτ, προέβλεπε τη συνεργασία των δύο πολιτικών για τη σύμπραξη ΕΡΕ και ΕΚ μετά τις εκλογές, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα, ώστε να σχηματισθεί κεντροδεξιά κυβέρνηση”. Κατόπιν αυτού η ΕΡΕ ανατρέπει την κυβέρνηση. Ο Κ.Μ. εξακολουθεί να αναπολεί την σανίδα σωτηρίας της απλής αναλογικής ”Αν φτάναμε με απλή αναλογική και έβγαινα εγώ και έλεγα στον ελληνικό λαό “Ελληνικέ λαέ, γλυτώσαμε από την περιπέτεια, μπαίνουμε σε ομαλότητα, ζητώ την ψήφο σου, ψήφιζε όμως όποιον θέλεις από δω και πέρα, δεν υπάρχει πρόβλημα”, καταλαβαίνεις ότι ο Παπανδρέου θα είχε χάσει το παιχνίδι και θα το είχε χάσει και ο Ανδρέας κατεξοχήν, θα το είχε χάσει πλήρως. Γι’ αυτό έσπευσε ο Γέρος”. Ο ”Γέρος” ”τρομαγμένος” εμπρός στο ενδεχόμενο της απλής αναλογικής ”έσπευσε”!

Η πορεία προς τη χούντα.

Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου απομάκρυνε τον αρχηγό του ΓΕΣ Ιωάννη Γεννηματά, στον οποίο επιτέθηκε μάλιστα η Ελευθερία, και διόρισε στη θέση του τον στρατηγό Σπαντιδάκη. Ο τελευταίος υπήρξε καθοριστικός για την επικράτηση της χούντας. Ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ”Δεν θυμάμαι. Δεν μπορώ να πω αν παίξαμε ρόλο ή δεν παίξαμε. Βέβαιον είναι ότι εμείς είχαμε αντιταχθεί στην επιλογή του Γεννηματά και κατά συνέπεια λογικό θα ήταν, όπως φαίνεται εκ των υστέρων, να μην έχουμε αντίρρηση. Αλλά δεν νομίζω ότι εμείς ζητήσαμε την απομάκρυνσή του διότι η απομάκρυνσή του έγινε πολύ αργότερα. Έγινε την ώρα πλέον των κανονικών κρίσεων. Ο Γεννηματάς είχε μείνει ένα διάστημα. Λογικό ήταν ίσως να φύγει. Ήταν θανάσιμο λάθος πάντως. Διότι με τον Γεννηματά αρχηγό αντί για τον Σπαντιδάκη, δεν θα γινόταν πραξικόπημα. Τον Γεννηματά εμείς δεν τον θέλαμε, αλλά απεδείχθη ο μόνος ο οποίος μπορούσε να ξεδοντιάσει τους συνταγματάρχες, και θέλω να το πω, είναι χρέος μου να αποκαταστήσω τα πράγματα από την πλευρά αυτή. Όπως επίσης θέλω να ξέρετε ότι ο Σπαντιδάκης δεν ήταν δική μου επιλογή. Καθόλου δεν ήταν δική μου επιλογή… Ο Σπαντιδάκης έχει παντρευτεί μία δεύτερη εξαδέλφη μου, συγγενή μου δηλαδή σχετικά στενή, πλην όμως εγώ ποτέ δεν τον χώνεψα, δεν μου άρεσε”. Εκτός αυτού, ως γνωστόν, ήταν πάντα κατά του ρουσφετιού και του νεποτισμού!

Όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αθώα περιστερά, όλοι οι άλλοι φταίνε. Συνεχίζεται το αφήγημα μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κανελλόπουλο ”την ανέτρεψε η Δεξιά, την ανέτρεψε ο Κανελλόπουλος για να κάνει μία δική του κυβέρνηση, η οποία οδήγησε πλέον τον τόπο 100% στο αδιέξοδο, στο πλήρες αδιέξοδο. […] Ε βέβαια, σήμερα πλέον εγώ τουλάχιστον έχω φθάσει στο συμπέρασμά μου. Η κυβέρνηση ανετράπη, διότι επιτέλους ήρθε η ώρα που η Δεξιά απεφάσισε να κάνει τη δική της δικτατορία”! Συνεχίζει ο Μητσοτάκης ”Διότι εγώ είμαι βέβαιος ότι η Δεξιά, η ΕΡΕ, είχε πάντα μέσα της την ιδέα ότι και μία μικρή δικτατορία […] Υπήρχε, από την άλλη πλευρά, μέσα στο πολιτικό μας σύστημα, μία δυνατή τάση, όχι δικτατορίας, αλλά ήπιας, ας πούμε, εκτροπής… Πρώτα απ’ όλα ο Καραμανλής, όπως σας έχω ξαναδιηγηθεί, ο Καραμανλής ευθύς εξαρχής θεωρούσε ότι έπρεπε να κάνουμε εκτροπή. Το ίδιο και ο Κανελλόπουλος”! Το γεγονός ότι ο ίδιος, σχολιάζοντας μια πρόταση που του έγινε έλεγε ”αν πιάναμε τους βουλευτές της ΕΔΑ και τους στέλναμε εξορία και ψήφιζε η Βουλή χωρίς την ΕΔΑ, θα είχαμε την πλειοψηφία και τελείωνε η ιστορία. Ας φωνάζανε, θα λυσσάγανε, μετά από έξι μήνες τα πράγματα θα ήταν αλλιώτικα. Και πολλοί ισχυρίζονται ότι κάναμε λάθος ότι δεν κάναμε μικρή εκτροπή, δηλαδή με την… καλώς νοούμενη έννοια” είναι άσχετο. Όπως και το γεγονός ότι ”με τον Γεννηματά αρχηγό αντί για τον Σπαντιδάκη, δεν θα γινόταν πραξικόπημα”! Άλλωστε, γιατί να το κρύψωμεν, αυτός ”δεν τον χώνεψε ποτέ, δεν του άρεσε”!

Ο Μητσοτάκης πιστεύει ότι εκείνη την περίοδο προετοιμαζόταν κάποιου είδους συνταγματική εκτροπή ”Πιστεύω ότι μετείχαν ο Κανελλόπουλος αλλά και ο βασιλεύς. Ο βασιλεύς και όλη η Δεξιά, οι ένοπλες δυνάμεις. Και ο Καραμανλής, εδώ που τα λέμε […] Και μια και έγινε η δικτατορία, ήταν καλύτερη η δικτατορία των συνταγματαρχών […] Και όταν έπεσε η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου για ασήμαντη αιτία, ίσα ίσα ήταν η ύστατη ώρα που μπορούσε να την ρίξει ο Κανελλόπουλος, λίγο αν αργούσε και ψηφιζόταν η απλή αναλογική, τελείωνε. Από κει και πέρα δεν μπορούσε να κάνει δικτατορία”. Εδώ που τα λέμε και ο Καραμανλής, η Δεξιά σκόπευε να κάνει δικτατορία. Γι’ αυτό ο Κανελλόπουλος έριξε την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Στο τσακ πρόλαβε την απλή αναλογική, την οποία θα ψήφιζαν ”άγγελοι εξ ουρανού”! Για να ικανοποιηθούν οι προσδοκίες των αποστατών. Τα παραμύθια μπορεί να μην έχουν τέλος, τα ανέκδοτα όμως έχουν όρια. Από τους 300 βουλευτές που είχε η Βουλή η ΕΡΕ είχε μόνο 99, οι υπόλοιποι 201 έφταναν για να σώσουν την Δημοκρατία.

Εκτός από την απλή αναλογική ένα άλλο σωσίβιο που αναζητούσαν οι αποστάτες ήταν η επιστροφή Καραμανλή. Αλλά με ποιες προϋποθέσεις και σε ποιο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο θα μπορούσε να λειτουργήσει η λύση Καραμανλή; Είχαν οι ίδιοι πυροδοτήσει και ναρκοθετήσει το πολίτευμα και την κοινωνία. Ήταν εφικτή η διακυβέρνηση της χώρας υπό τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί; Μπορεί ο Μητσοτάκης να ισχυρίζεται ότι ”…ο Καραμανλής δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να ανακατευτεί. Ο Καραμανλής ήταν όλη του τη ζωή ένας άνθρωπος που, αν δεν είχε άμεσο όφελος ο ίδιος, δεν έκανε τίποτε. Σε όλη του τη σταδιοδρομία, δεν τον διέκρινε το πνεύμα της θυσίας, και εκείνη την εποχή τα πράγματα ήσαν πράγματι πολύ δύσκολα. Πολλοί είχαν σκεφτεί τον Καραμανλή, αλλά ο Καραμανλής δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος… Όχι εγώ τέτοιο πράγμα [προσέγγιση από το Παλάτι ή από άλλους] δεν το ξέρω, αλλά τον Καραμανλή τον θέλαμε όλοι…”. Σε αντίθεση με τον ίδιο, που ήταν υπόδειγμα ανιδιοτέλειας και της αυτοθυσίας, τον Καραμανλή ”δεν τον διέκρινε το πνεύμα της θυσίας”. Δεν δέχτηκε να εμπλακεί στο αδιέξοδο που δημιούργησε ο πολιτικός αμοραλισμός και η παρουσία ”ενός παντοδύναμου βασιλιά ο οποίος ήλεγχε το κράτος, τους μηχανισμούς επιβολής του κράτους -δεν ήλεγχε μόνο τις ένοπλες δυνάμεις, ήλεγχε και την αστυνομία-”.

 

Η χούντα. ”Επιτελάρχης” του Καραμανλή στο Παρίσι.

Ο Μητσοτάκης ήταν βέβαιος ότι δεν θα γίνονταν εκλογές ”Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει στις εκλογές. Ποιος θα πήγαινε σε εκλογές; Κανείς δεν πήγαινε σε εκλογές […] η αναποφασιστικότητα έπαιξε ρόλο. Διότι αναποφασιστικότητα διέκρινε την πλευρά του βασιλέως, ακόμα και στο θέμα της δικτατορίας. Ας έκαναν τουλάχιστον οι πολιτικοί τη δικτατορία, μια που την είχε έτοιμη ο ίδιος, να μην την κάνει ο Παττακός”. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν οι μόνοι κακοί οι συνταγματάρχες, αφού και ο βασιλιάς αλλά και οι πολιτικοί δικτατορία ετοίμαζαν! Ποιες πιθανότητες είχε ο Παπαδόπουλος; ”Υποθέτω όσες έχεις να κερδίσεις το πρώτο λαχείο του εθνικού στόλου. Και όμως τα καταφέρανε οι λεβέντες αυτοί όλοι, με την αναποφασιστικότητά τους, με τα λάθη τους, να τον κάνουν κυρίαρχο”! Συνεχίζοντας ο Κ.Μ. ισχυρίζεται ”Εγώ, γνωρίζοντας ότι θα γίνει δικτατορία, λογικό θα ήταν να μην κοιμάμαι στο σπίτι μου. […] εμένα με είχαν πιάσει, εάν δεν με είχαν πιάσει θα μπορούσα να αξιοποιήσω τον Τζανετή […] επικεφαλής των οποίων ήταν ένας ναύαρχος πάρα πολύ δικός μου. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι θα μπορούσα να πάρω μία τορπιλάκατο, να πάω στην Κρήτη και να βοηθήσω να μην πέσει η Κρήτη. Δεν έγινε τίποτε απ’ όλα αυτά διότι πιάστηκα με τις πιτζάμες […] Αυτοί ήξεραν ότι εγώ ήμουν σκληρό καρύδι. Είναι περίεργο, διότι εγώ υποτίθεται ότι ήμουν προδότης. Υποτίθεται ότι ήμουν ο άνθρωπος ο οποίος είχα ταχθεί εναντίον της Δεξιάς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στην πραγματικότητα ήμουν ο υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλος της χούντας”. Είχε ”ταχθεί εναντίον της Δεξιάς” και γι’ αυτό ήταν ”ο υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλος της χούντας”!

Καθώς η αφήγηση εξελίσσεται μαθαίνουμε ότι ”Με τον Ανδρέα δεν είχα καμία απολύτως επαφή, ο Ανδρέας ήταν αξιοθρήνητος, εκείνη την εποχή είχε τα χάλια του, γιατί είχε και αυτός πρόβλημα με τη σύλληψή του. Εγώ έμεινα στο Πικέρμι όσο μείναν όλοι οι άλλοι, δύο βδομάδες νομίζω. […] Στη διάρκεια της κατ’ οίκον κρατήσεως είχα σκεφτεί πολλές φορές να δραπετεύσω, είχα προετοιμάσει και ορισμένα σχέδια, τα οποία δεν εφήρμοσα. […] γι’ αυτό και τότε που μας είπαν να κάνουμε δήλωση ότι θα απόσχομεν της πολιτικής, εγώ είπα ευχαρίστως σας κάνω δήλωση ότι δεν θα πολιτευτώ. […] Και αγόρασα ένα μικρό πλεούμενο, ένα κρις-κραφτ, 30 πόδια, δηλαδή λιγότερο από 10 μέτρα, βενζινοκίνητο, με δύο μοτέρ βενζίνης. Τα χρήματα μου τα έδωσε ο φίλος μου ο Γεώργιος ο Μαμιδάκης […] Έγινε τότε το βασιλικό πραξικόπημα, κρυβόμουν πάλι για ένα διάστημα, πήγαινα από σπίτι σε σπίτι, δεν υπήρχε περίπτωση να με συλλάβουν. Δεν με ενόχλησαν περισσότερο, με παρακολουθούσαν απηνώς, έως ότου έγινε το σχέδιο του Συντάγματος. […] Το Σύνταγμα εκείνο το πολεμήσαμε όλοι μας, και κάναμε όλοι μας δηλώσεις. Έκαμα και τη δική μου δήλωση, αλλά εγώ στη δική μου δήλωση δεν αρκέστηκα να μιλήσω για το Σύνταγμα, αλλά έκανα και την πολιτική πρόταση, την οποία έβλεπα ως λύση, διότι ήμουν ο πρώτος και ο μόνος τότε, ο οποίος πρότεινε τη λύση Καραμανλή. […] Και πρότεινα τότε εγώ, στη δήλωση την οποία έκανα, να επιστρέψει ο βασιλιάς, να δοθεί η εντολή στον νόμιμο αρχηγό του κράτους, τον βασιλέα, και να δοθεί η μεταβατική λύσις να διασφαλίσει την ομαλή επιστροφή στη δημοκρατία. Αυτό ενόχλησε φοβερά τους συνταγματάρχες και αυτό ήταν η αιτία για την οποία επιχείρησαν να με συλλάβουν”. Εδιώχθη, επειδή ήταν ”ο πρώτος και ο μόνος τότε, ο οποίος πρότεινε τη λύση Καραμανλή”! Αυτή όντως, ήταν αντίσταση!

Απέφυγε την σύλληψη διαφεύγοντας στο Παρίσι. Εκεί ισχυρίζεται ότι έγινε ”ουσιαστικά ο επιτελάρχης τού Καραμανλή ”. Φυσικά αυτό ήταν μάλλον στην φαντασία του αφού στην μακρά πορεία του ο Καραμανλής ουδέποτε φαίνεται να χρησιμοποίησε κάποιον ”επιτελάρχη”. Σε κάθε περίπτωση είχαν συχνές επαφές ενώ ”ο Ανδρέας έκανε πολλές προσπάθειες να δει τον Καραμανλή, ο Καραμανλής δεν τον δέχτηκε ποτέ ”. Στον δεύτερο τόμο των αφηγήσεων του ο Μητσοτάκης είναι πιο κατηγορηματικός και επιθετικός ”εγώ ήμουν ο επιτελάρχης του Καραμανλή όλα τα χρόνια της εξορίας. Ήταν βέβαιο ότι δική μου ήταν η πρωτοβουλία της λύσης Καραμανλή. Εγώ την πρότεινα πρώτος και μόνος την πλήρωσα με την εξορία, διότι δεν θα με κυνηγούσε εμένα η χούντα εάν έκανα απλώς δήλωση για το Σύνταγμα, όπως έκαναν όλοι. Η χούντα με κυνήγησε διότι πρότεινα τη λύση Καραμανλή”! Και ο Καραμανλής, ο αχαρακτήριστος, ο αχάριστος, δεν τον συμπεριέλαβε στην κυβέρνηση. Όμως με το περιεχόμενο του δεύτερου τόμου θα ασχοληθώ σε επόμενο κείμενο. Προς το παρόν θα ολοκληρώσω την σύνοψη του πρώτου τόμου και θα κλείσω με ορισμένα συμπεράσματα.

Γράφει ο Α. Παπαχελάς: ”Όταν ο Παπαδόπουλος διόρισε τον Σπύρο Μαρκεζίνη πρωθυπουργό(8/10/73) και του ανέθεσε την εντολή να προχωρήσει σε φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, ο Μητσοτάκης αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ακολούθησαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και η ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη, αρχηγό της ΕΣΑ και επικεφαλής των πιο σκληρών στοιχείων της χούντας. Λίγο μετά, ο Μητσοτάκης ταξίδεψε οικογενειακώς στη Γαλλία. Σε εκείνο το ταξίδι είχε την τελευταία του, στην περίοδο της δικτατορίας, συνάντηση με τον Καραμανλή”. Μάλλον ο Καραμανλής θα περνούσε δύσκολα τους τελευταίους μήνες δίχως τον ”επιτελάρχη” του. Αλλά η χούντα δεν μπορούσε να ησυχάσει, φοβόταν ”Εγώ ήταν βέβαιο ότι δεν θα περνούσα καλά με τη χούντα, η χούντα δεν μπορούσε να δεχτεί το ότι ήμουν στην Κρήτη, διότι εγώ είχα ορισμένες δυνατότητες μέχρι τέλους, μπορούσα να τους δημιουργήσω πρόβλημα και αυτοί το ήξεραν. Και είχαν αποφασίσει να με βάλουν φυλακή και έψαχναν να βρουν ευκαιρία. Και βρήκαν μία απίστευτη ευκαιρία, αδύνατον και να τη διανοηθεί κανείς. Εγώ είχα μία παλιά εφημερίδα, τον Κήρυκα των Χανίων. Ο Κήρυκας των Χανίων, εφημερίδα που ίδρυσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος […] κάποιος Χανιώτης -ούτε καν φίλος μου- με παρακάλεσε να του τα παραχωρήσω για να εκδώσει ένα νόμιμο -με άδεια- έντυπο. Δεν ξέρω τι διάολο έντυπο έβγαζε, δεν ζήτησα όμως την άδεια της χούντας για να εκδώσω ένα νόμιμο έντυπο. Αυτό ήταν παράβαση, με παρέπεμψαν στο στρατοδικείο”.

Η δίκη έγινε στις 16 Ιουλίου, μία ημέρα μετά το πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου και μία εβδομάδα πριν από την πτώση της. ”Εγώ δεν έμεινα στη φυλακή παραπάνω από 8 με 10 μέρες, δεν θυμάμαι πόσο. Ήταν στα τελευταία της, ξεψυχούσε η χούντα, διότι είχε γίνει το πραξικόπημα στην Κύπρο. Και εκεί στη φυλακή που πήγα, ο διευθυντής της φυλακής, ένας συμπαθέστατος φίλος μου, ήρθε και μου λέει: “Να έχεις υπ’ όψιν σου πως ό,τι ώρα θέλεις θα φύγεις. Αλλά υπό έναν όρο: θα φύγουμε μαζί”. Εγώ δεν ήθελα ακόμα να φύγω, δεν είχα κανέναν ειδικό λόγο να φύγω, ήμουν στη φυλακή μέσα και παρακολουθούσα τις εξελίξεις τις δραματικές”. Και να πως εξελίχθηκε η ιστορία ”Και παρακολουθούσα τις εξελίξεις από κοντά. Όταν ήρθε ο Καραμανλής, στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών που έγινε, εγώ ήμουν ο τελευταίος Έλληνας πολιτικός ο οποίος ήταν φυλακισμένος, εξόριστος μπορεί να υπήρχε κανένας, δεν ξέρω, αλλά φυλακισμένος δεν υπήρχε κανένας άλλος σε κανονική φυλακή. Και με θυμήθηκαν, όπως εκ των υστέρων έμαθα, στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών ο Στέφανος Στεφανόπουλος και ο Μαρκεζίνης, και είπαν: “Δώστε εντολή να βγει ο Μητσοτάκης”.” Βέβαια δεν έκαναν και τίποτα σπουδαίο αφού ”Εγώ θα έβγαινα ούτως ή άλλως, ουσιαστικά το κράτος είχε διαλύσει – αλλά τα μεσάνυχτα, τη νύχτα που ο Καραμανλής ερχόταν στην Αθήνα, εγώ ήμουν φυλακή. Τα μεσάνυχτα βγήκα μεγαλοπρεπώς, και με άφησαν και πήγα σπίτι και προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον Καραμανλή ”. Όμως όλα τα σχέδια και οι ελπίδες του Μητσοτάκη πήγαν χαμένα αφού ”Ο Καραμανλής δεν με βοήθησε να γυρίσω στην Αθήνα, ενώ κανονικά θα έπρεπε… Τον πήρα τηλέφωνο, δεν βρήκα τον ίδιο, μίλησα με τους δικούς του ανθρώπους κλπ., τους ενημέρωσα ότι βγήκα από τη φυλακή. Δεν με φώναξε να πάω στην πρώτη κυβέρνηση”. Όχι μόνον αυτό αλλά δεν τον έβαλε και στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ..

Ο Μητσοτάκης, μετά την αποστασία του ’65, ήταν απόβλητος από τον φυσικό πολιτικό του χώρο αναζητώντας διέξοδο και πολιτική εστία. Μετά την πτώση της χούντας και την επάνοδο Καραμανλή τα ψηφοδέλτια της Ν.Δ. ήταν η μοναδική του ελπίδα. Ισχυρίζεται ότι ο Καραμανλής του υποσχέθηκε να μην κατεβάσει η Ν.Δ. συνδυασμό στα Χανιά ώστε να εκλεγεί ο Μητσοτάκης ως ανεξάρτητος πράγμα το οποίο τελικά δεν έγινε. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο Αβέρωφ τον είχε ενημερώσει εντός εικοσιτετραώρου για την αλλαγή της απόφασης. Όπως παραδέχεται ”υπήρχαν πάρα πολλές δυνάμεις που δεν με ήθελαν… Δεν με ήθελε το δικό του κόμμα, χωρίς καμία αμφιβολία, ακόμα και οι στενοί μου άνθρωποι και οι στενοί μου φίλοι, διότι εγώ είχα πολλές φιλίες. Με τον Παπαληγούρα και με τον Ράλλη ήμασταν και στην ομάδα των 10, και είχα πολύ στενή φιλία, ιδίως με τον Παπαληγούρα, όχι τόσο στενή με τον Ράλλη. Δεν περίμενα ποτέ ότι αυτοί θα πολεμούσαν τη δική μου παρουσία. Πάντως υπήρξε αντίδραση μέσα από το κόμμα, υπήρξε σίγουρα αντίδραση από την Ένωση Κέντρου, υπήρξε σίγουρα από τις Νέες Δυνάμεις. Εγώ εκείνη την εποχή ήμουν κατά κάποιον τρόπο ο απόβλητος, κανείς δεν με ήθελε”. Αλλά όλα θα ήταν αλλιώς για την Ν.Δ. και για την χώρα αν είχε εισχωρήσει αφού ”Βέβαιον, πάντως, είναι ότι ο Καραμανλής, χωρίς καμία αμφιβολία, εκείνη την ώρα ενήργησε γνωρίζοντας τη σημασία της απόφασης την οποία έπαιρνε, διότι αν εγώ είχα μπει στη ΝΔ από τότε, είναι βέβαιο ότι θα ήμουν ο βασικός υπουργός. Είναι βέβαιον ότι θα ήμουν ο διάδοχός του, θα είχε έτοιμο διάδοχο όταν απεφάσιζε να φύγει για να πάει στην προεδρία της Δημοκρατίας. Επαίζετο ουσιαστικά η διαδοχή· αν εγώ είχα μπει, πολλά πράγματα στην Ελλάδα θα ήταν αλλιώτικα, πρώτα απ’ όλα το Σύνταγμα αυτό δεν θα ψηφιζόταν όπως ψηφίστηκε, εγώ θα εισέφερα, όπως εισέφερα εκ των υστέρων, τη φιλελεύθερη άποψη, τη σύγχρονη άποψη – διότι η ΝΔ εκφράζει ουσιαστικά την παραδοσιακή ελληνική Δεξιά, η οποία είναι λαϊκίστικη και κρατικίστικη”.

Σε τελική ανάλυση δεν θα έκανε ο ”σοσιαλιστής” και ”λαϊκιστής” Καραμανλής ό,τι ήθελε. Θα του είχε βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι.

Απολογισμός.

Ποίος ήταν ο σκοπός του απολογισμού   της πολιτικής διαδρομής του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη από τον ίδιο; Σύμφωνα με τον Αλέξη Παπαχελά κύριος σκοπός του Κ.Μ. ήταν ”η δική του επιμονή να γράψει την ιστορία του ενόσω βρισκόταν στη ζωή και να αποκαταστήσει την υστεροφημία του”. Από την άποψη της υστεροφημίας τα γεγονότα για τα οποία είχε πληγωθεί η υστεροφημία του ήταν τα γεγονότα του Καλοκαιριού του 1965 όταν, όπως δηλώνει ο ίδιος ο Κ.Μ., ”Εγώ από τη μία στιγμή στην άλλη, από κει που ήμουν το ίνδαλμα της παρατάξεως, με θαύμαζαν όλοι και με έβλεπαν ως τον ερχόμενο αρχηγό, μετεβλήθην σε κάθαρμα και σε προδότη και σε αποστάτη”. Είναι γεγονός ότι θεωρήθηκε ο κύριος υποκινητής, πρωταγωνιστής της αποστασίας. Η όποια αποκατάσταση της υστεροφημίας του θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να καταρρίπτει τις κατηγορίες που του αποδίδονταν, ότι δηλαδή έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις του ’65. Ή σε διαφορετική περίπτωση, αποδεχόμενος τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, να αιτιολογήσει επαρκώς γιατί αυτές οι εξελίξεις ήταν αναγκαίες. Γιατί, αν αφήνονταν τα πράγματα να εξελιχθούν, αν αποτύγχαναν οι προσπάθειες συμβιβασμού Ανακτόρων και Παπανδρέου, θα κινδύνευε η δημοκρατία και η χώρα. Είναι προφανές ότι για να προχωρήσει ο βασιλιάς στην σύγκρουση κάποιοι τον είχαν διαβεβαιώσει ότι η λύση, για την οποία ο Κ.Μ. ”μέμφεται”  τον Παύλο ότι δεν την ακολούθησε το ’58, ήταν όχι μόνο η ενδεδειγμένη αλλά και εφικτή. Ποια ήταν αυτή η λύση; ”Υπήρχε δυνατότητα, αν ο βασιλεύς ήθελε να ακολουθήσει μία διαδικασία, αυτή που προβλέπει το Σύνταγμα άλλωστε, να φωνάζει τον έναν μετά τον άλλο και να τους δίνει εντολές, 100% θα βρισκόταν λύση”. Φαίνεται λοιπόν ότι κάποιοι έπεισαν τον Κωνσταντίνο να κάνει αυτό που δεν έκανε ο Παύλος το ’58. Να ”φωνάζει τον έναν μετά τον άλλο και να τους δίνει εντολές”! Φώναξε τον Νόβα, φώναξε τον Τσιριμώκο, φώναξε τον Στεφανόπουλο και ”λύση” βρέθηκε. Λύση που τελικά κατέληξε στην δικτατορία!

Στην συνείδηση ποίων πολιτών είχε καταγραφεί η κατηγορία του ”εφιάλτη” εναντίον του Κ.Μ.; Στην συνείδηση των δεξιών ή των κεντροαριστερών; Ποιοι πολιτικοί είχαν συμβάλλει στην μετατροπή της εικόνας που είχαν οι πολίτες εναντίον του; Ποίοι, πολιτικοί, από ”ίνδαλμα” που το ”θαύμαζαν όλοι” και ”ερχόμενο αρχηγό” τον μετέτρεψαν σε ”κάθαρμα και σε προδότη και σε αποστάτη” στις συνειδήσεις των κεντρώων; Οι πολιτικοί της Δεξιάς ή οι πολιτικοί του Κέντρου; Κατήγγειλαν την αποστασία οι πολιτικοί της ΕΡΕ; Ο αρχηγός Κανελλόπουλος ή τα στελέχη της; Ο Αβέρωφ, ο Τσάτσος, ο Παπακωνσταντίνου, ο Ράλλης, ο φίλος του(από την συνεργασία τους για την αποστασία εναντίον του Καραμανλή το ’58) Παπαληγούρας; Όχι, κανένας από αυτούς και φυσικά ούτε ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι Καραμανλής. Δεν είχαν πρόβλημα ούτε οι πολιτικοί, ούτε τα στελέχη, ούτε οι ψηφοφόροι της Δεξιάς. Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα τον είχαν ανασύρει από την πολιτική έρημο οι πρώτοι και δεν θα τον είχαν κάνει πρωθυπουργό τα στελέχη και οι ψηφοφόροι.

Από μια άλλη προσέγγιση, αν οι ευθύνες για τα γεγονότα της δεκαετίας του ’60 βάρυναν κυρίως τους Γεώργιο και Αντρέα Παπανδρέου και τα Ανάκτορα(Παύλο, Κωνσταντίνο και Φρειδερίκη), δεν θα έπρεπε τα βέλη του και για λόγους υστεροφημίας αλλά και για το καλό των απογόνων του να στρέφονται εναντίον εκείνων; Πώς εξηγείται λοιπόν το γεγονός ότι αναφέρεται με σχετική αβρότητα, κάτι που δεν τον χαρακτηρίζει γενικά, στον Γεώργιο Παπανδρέου αλλά και στους βασιλείς Παύλο και Κωνσταντίνο; Πως εξηγείται η παρατήρηση που, με έκπληξη, σημειώνει ο Παπαχελάς στον πρόλογο του 2ου τόμου ”Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πόσο ψυχρά και σχεδόν αποστασιοποιημένα αντιμετωπίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον άνθρωπο που ήταν ο προσωπικός και σκληρότερος πολιτικός αντίπαλός του. Χρησιμοποιεί σκληρούς όρους και αφήνει αιχμηρά υπονοούμενα, αλλά μοιάζει να θέλει να «κλείσει τα βιβλία» μαζί του. Αντιθέτως, είναι το πάθος και η ένταση που χαρακτηρίζουν τις αναφορές του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή”; Πάθος και ένταση εναντίον εκείνου που αντικειμενικά έπρεπε να ευγνωμονεί. Εκείνου που ανέσυρε εκείνον και τους απογόνους του από το ”χρονοντούλαπο της ιστορίας”. Γιατί; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που ζητά επιτακτικά την απάντησή του.

Αυτό το ”πάθος και η ένταση” στον δεύτερο τόμο απογειώνονται αλλά είναι εμφανείς και στον πρώτο τόμο των ”απομνημονευμάτων”. Παρουσιάζονται με την μορφή σχολίων που αφορούν τον χαρακτήρα του Καραμανλή, τις σχέσεις του με τα Ανάκτορα και την ιδεολογία του. Στην πρώτη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται οι χαρακτηρισμοί ”κομπλεξικός, τσαντίλας, ανοικονόμητος, ιδιοτελής”. Μια μικρή επιλογή από εδάφια του 1ου τόμου: ”είχε πάντοτε ένα κόμπλεξ ακόμη και εναντίον των ιδιαιτέρα μορφωμένων, των καθηγητάδων”,  ”ήταν πρωθυπουργός της εύνοιας”, ”το κόμπλεξ του ανθρώπου που αισθανόταν λιγάκι παρακατιανός”, ”Δεν ήταν ανεκτικός. Ούτε χιούμορ είχε”, ”είχε μέσα του πολλά απωθημένα, πολλά κόμπλεξ”,  ”ήταν κακομαθημένος”, ”στρίγκλος, πεισματάρης”,  ”ήταν όλη του τη ζωή ένας άνθρωπος που, αν δεν είχε άμεσο όφελος ο ίδιος, δεν έκανε τίποτε”! Ο χαρακτήρας του Καραμανλή είχε λοιπόν όλα αυτά τα προβλήματα. Και, προφανώς, ως δεδηλωμένος ”large και γενναιόδωρος” ο Κ.Μ. αποσιωπά τα σημαντικά!

Ως αναφορά τις σχέσεις με τα Ανάκτορα παρουσιάζει μια εικόνα που την δηλώνει μεν ως κόμπλεξ αλλά υπονοεί και αχαριστία εκ μέρους του Καραμανλή. Παραθέτω κάποια εδάφια: ”Εγώ πιστεύω ότι από τη μία μεριά το κόμπλεξ του ανθρώπου που αισθανόταν λιγάκι παρακατιανός, οι ημιαριστερές αντιλήψεις του και η αντίθεσή του προς το όποιο κατεστημένο, και από την άλλη το τραύμα που είχε διότι τον ενοχλούσε η σκέψη ότι όφειλε στον βασιλέα την πρωθυπουργία του, τον βάρυναν μέχρι τέλους” και ”Νομίζω ότι η ρήξη ήταν βαθύτερη και το περιστατικό αυτό ήταν η αφορμή. Ο Καραμανλής ήξερε ότι με το Παλάτι πλέον δεν μπορούσε να τα πάει καλά. Ήδη σας έχω πει ότι ο Καραμανλής, μέσα του, δεν ήταν ποτέ πολύ καλά στις σχέσεις του με το Παλάτι, παλιός σοσιαλιστής, άνθρωπος από αγροτική οικογένεια, του έβγαινε αυτή η αντίφαση, είχε μέσα του πολλά απωθημένα, πολλά κόμπλεξ. Ήταν βεβαίως τυπικός, ακολουθούσε τη γραμμή της παρατάξεώς του, ήταν βασιλικός, αλλά δεν ήταν ποτέ λάτρης του Στέμματος και τον ενοχλούσαν πολλά πράγματα”! Έτσι προφανώς εξηγείται, μεταξύ όλων των άλλων, η διάσταση μεταξύ της συμπεριφοράς του Κ.Κ. και της Ε.Κ. απέναντι στις ”ανάγκες” των Ανακτόρων που παρουσιάζεται στο επόμενο εδάφιο: ”Η σχέσις με το Παλάτι εξελισσόταν ομαλά, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, εμείς ήμαστε και πιο large, είχαμε και μεγαλύτερη κατανόηση για τις ανάγκες του Παλατιού. Εγώ είμαι και φύσει γενναιόδωρος, πώς να το πω, δεν είμαι τσιγκούνης. Το Παλάτι ήθελε ένα μικρό αεροπλάνο, ε λογικό ήτανε να έχει αεροπλάνο. Ο Καραμανλής, στρίγκλος, πεισματάρης όπως ήτανε, δεν του το έδινε- εμείς -ήμουν τότε υπουργός Οικονομικών- είπαμε αμέσως: “1.000.000 δολάρια; Ορίστε, πάρτε τα”. Τα έδωσα εγώ και αγοράστηκε το αεροπλάνο. Και στα οικονομικά και σε όλα δεν ήμαστε μίζεροι, μικρολόγοι, έναντι του Παλατιού δεν είχαμε κανένα κόμπλεξ. Σας έχω μιλήσει και άλλοτε για το κόμπλεξ της Δεξιάς έναντι του Παλατιού, διότι είναι δικό της, δική της η περιοχή”!

Είναι κατανοητό τώρα πόσο ”στρίγκλος και πεισματάρης” ήταν ο Καραμανλής και πόσο ”large και γενναιόδωρος” ήταν ο ίδιος και γενικά οι Φιλελεύθεροι-Κεντρώοι. Αλλά εκεί που το απογειώνει ο Κ.Μ. είναι στο ακόλουθο: ”Ο Σοφοκλής Βενιζέλος και όλοι μας εμείς μπορούσαμε να πούμε και κάτι υπέρ του Στέμματος διότι δεν είχαμε το κόμπλεξ που είχαν οι δεξιοί. Ξέρεις ότι ο Καραμανλής έγινε από τον βασιλέα και διώχτηκε από τον βασιλέα και δεν του το συγχώρησε ποτέ, ποτέ μέχρι τον θάνατό του, ήθελε να του βγάλει το μάτι, ήταν ξεκάθαρο όσοι τον ήξεραν, είχε μίσος εναντίον του βασιλέα. Τέτοιο πράμα δεν είχε ο Σοφοκλής, δεν  είχα εγώ, δεν είχαμε γενικά εμείς οι κεντρώοι. Ο Παπανδρέου με τον βασιλέα, με τον Παύλο, και αυτός και όλοι εμείς οι πολιτικοί του Κέντρου είχαμε καλές σχέσεις”! Οι δεξιοί είχαν κόμπλεξ και ο Καραμανλής ”ήθελε να του βγάλει το μάτι” ενώ ”Ο Σοφοκλής και όλοι εμείς […] Ο Παπανδρέου […] και όλοι εμείς οι πολιτικοί του Κέντρου είχαμε καλές σχέσεις”!

Και για να μην νομίσουμε ότι ήταν τυχαία η αναφορά στις ”καλές σχέσεις” που είχε ”Ο Παύλος ήταν έντιμος άνθρωπος, δεν σε κορόιδευε, δεν έλεγε ποτέ άλλα πράγματα από αυτά που έκανε, ήταν και ευγενής, ήταν αληθινός βασιλιάς στη συμπεριφορά του. Ο Παπανδρέου με τον Παύλο είχε καλές σχέσεις. Με το Στέμμα ο Παπανδρέου δεν είχε ποτέ του αντιδικήσει, ποτέ του. Και πρέπει να σου πω ότι ο Παπανδρέου με τον μικρό Κωνσταντίνο, τον μικρό διάδοχο, ουσιαστικά γνωρίστηκε ως αρχηγός της αντιπολίτευσης. Φρόντισε ο Παύλος να τους φέρει σε επαφή, του έκλεισε συνάντηση ως αρχηγού της αντιπολίτευσης με τον διάδοχο, που τότε ήταν 18-19 χρονών. Και γύρισε ο Παπανδρέου και έψαλε το εγκώμιο του Κωνσταντίνου, ότι αυτό το παιδί έχει ικανότητες, είναι έξυπνος”. Οι αναφορές στις αιτίες της όποιας, πραγματικής ή φανταστικής, διαφοράς ανάμεσα στην συμπεριφορά και στα αισθήματα που έτρεφε ο Καραμανλής και η ηγεσία των Φιλελευθέρων απέναντι στα Ανάκτορα είναι πολλές και συνεχίζονται και στον 2Ο τόμο. Γεννάται το ερώτημα αν απεικονίζουν την πραγματικότητα ή όχι. Στην περίπτωση που δεν απεικονίζουν την πραγματικότητα γεννάται το ερώτημα: σκοπίμως ή όχι; Αν όχι, αν διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα ποιο είναι το ζητούμενο, τι επιδιώκεται; Γιατί παρουσιάζεται ο Κ.Κ. σαν εχθρός των βασιλέων.

Τέλος οι αναφορές που αφορούν την ιδεολογία του Καραμανλή έχουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον. Μαθαίνουμε, δια στόματος Μητσοτάκη ότι: ”Ο Καραμανλής ήταν μέσα του σοσιαλιστής, με την έννοια ότι τον ενοχλούσε το κεφάλαιο…”(ενώ ο ίδιος θεωρεί απολύτως φυσιολογική την συμμετοχή του Μποδοσάκη στον ”πρωινό καφέ” του κόμματος του) και ότι ”από τη μία μεριά το κόμπλεξ του ανθρώπου που αισθανόταν λιγάκι παρακατιανός, οι ημιαριστερές αντιλήψεις του και η αντίθεσή του προς το όποιο κατεστημένο, […] τον βάρυναν μέχρι τέλους”! Σοσιαλιστής και ημιαριστερός ο Καραμανλής μας βεβαιώνει ο Μητσοτάκης που ερμηνεύει τις αιτίες: ”παλιός σοσιαλιστής, άνθρωπος από αγροτική οικογένεια, του έβγαινε αυτή η αντίφαση, είχε μέσα του πολλά απωθημένα, πολλά κόμπλεξ ”! Επομένως η ”αγροτική” καταγωγή ήταν βασική αιτία του κόμπλεξ και των απωθημένων του Καραμανλή. Ενώ ο ίδιος άρχοντας, είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στα σαλόνια και τους προθαλάμους της εξουσίας, ανήκοντας σε μεγάλο ”τζάκι”!

Οι αναφορές στον χαρακτήρα του Καραμανλή είναι σκόπιμα μειωτικές. Ακόμα και αν τις πίστευε ο Μητσοτάκης δεν είναι σε καμία περίπτωση ο πλέον κατάλληλος για να κάνει τις σχετικές διαπιστώσεις. Οι στενοί συνεργάτες του Καραμανλή για πολλές δεκαετίες, κορυφαία στελέχη των κυβερνήσεων της ΕΡΕ και της ΝΔ, δεν επιβεβαιώνουν τα ”πορίσματα” του Μητσοτάκη. Αντίθετα όλοι αυτοί, αλλά ακόμα και πολλοί αντίπαλοί του, έπλεκαν το εγκώμιο του.

Οι αναφορές του Μητσοτάκη στην συμπεριφορά και τα αισθήματά του Καραμανλή απέναντι στα Ανάκτορα και τους βασιλείς δεν είναι αθώες. Θεσμικά ο Καραμανλής, δίχως τους λαϊκισμούς του Κέντρου, προσπάθησε να εκσυγχρονίσει το πολίτευμα. Να περιορίσει τον έλεγχο των ανακτόρων στον στρατό και στα σώματα ασφαλείας. Να αφαιρέσει δηλαδή την δυνατότητα επανάληψης των γεγονότων του ’61 για τα οποία ο ίδιος ο Μητσοτάκης δηλώνει ”Εγώ πιστεύω ότι η υπόθεση αυτή ξεκίνησε από το Παλάτι”. Όταν συνάντησε απέναντί του το ”τείχος” του λαϊκισμού που είχαν ορθώσει οι ”φιλελεύθεροι” της πλάκας, του συμφέροντος και της διαπλοκής, σε ευκαιριακή και τυχοδιωκτική συνοδοιπορία με την Αριστερά, αντί να διχάσει τους πολίτες ωθώντας τα πράγματα σε σύγκρουση, αποχώρησε. Σε αντίθεση με την συμπεριφορά του Καραμανλή, οι αρχηγοί και τα καπετανάτα του Κέντρου έμπλεξαν τα Ανάκτορα στο καταστροφικό παιχνίδι τους πρώτα εναντίον του Καραμανλής και στην συνέχεια στις εσωτερικές τους ίντριγκες. Υπήρξαν υπεύθυνοι για την κοινωνική αναστάτωση και την χούντα.

Εκείνες όμως που αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας και τελικά αποκαλύπτουν τις απώτερες στοχεύσεις του Μητσοτάκη είναι οι αναφορές στους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του Καραμανλή. Χαρακτηρίζει τον Καραμανλή ”παλιό σοσιαλιστή” αναφέρει ότι είχε ”ημιαριστερές αντιλήψεις” ενώ μας βεβαιώνει ότι ”Ο Καραμανλής ήταν μέσα του σοσιαλιστής, με την έννοια ότι τον ενοχλούσε το κεφάλαιο”.

Ο Μητσοτάκης θεωρεί φυσιολογική την συμμετοχή στις συσκέψεις της ηγεσίας του κόμματος των Φιλελευθέρων του Πρόδρομου Μποδοσάκη. Θεωρεί φυσιολογική την καθοριστική κατ’ ουσίαν ”εταιρική” συμπόρευση με εκδότες όπως ο Κόκκας και ο Λαμπράκης. Θεωρεί φυσιολογικό να δηλώνει ότι ανήκει στην οικογένεια που ”έδιωξε βασιλείς” αλλά να κάνει τα πάντα για να μη φανεί ότι θίγει τα Ανάκτορα. Θεωρεί φυσιολογικό να διαπραγματεύεται το alter ego του, ο Κόκκας με τον Χοϊδά την εκχώρηση στα Ανάκτορα του στρατού έναντι ”πινακίου παροχών”. Θεωρεί φυσιολογικό να κατηγορεί τον Καραμανλή ότι ”Αν δεν έφευγε και έμενε αρχηγός της Δεξιάς, δεν θα γινόταν η δικτατορία”! Δηλαδή φταίει ο Καραμανλής που έγινε η αποστασία, φταίει ο Καραμανλής που έγινε η δικτατορία.

Ένα απόσπασμα των αφηγήσεων-απομνημονευμάτων του Μητσοτάκη δίνει απάντηση στα ερωτήματα: ”Πρώτα απ’ όλα, να σου πω ότι το Κέντρο μπορεί να έχει περισσότερα ακραία στοιχεία απ’ ότι είχε η παραδοσιακή Δεξιά. Από τότε που έγινα αρχηγός της παραδοσιακής Δεξιάς, ήμουν ίσως ο μόνος αληθινός αρχηγός της. Ο Καραμανλής ποτέ δεν υπήρξε αληθινός αρχηγός της Δεξιάς, η παράταξη ποτέ δεν τον αναγνώρισε ως αρχηγό, τον ψήφισε αλλά δεν αναγνώρισε. Εμένα με αναγνώρισε…”! Η ”παραδοσιακή Δεξιά” είναι το ζητούμενο, αυτήν επιχειρεί να κληροδοτήσει στους απογόνους του. Υπάρχει εμπρός του ένα μεγάλο εμπόδιο το οποίο, αν θέλει να πετύχει τον στόχο του, πρέπει να ισοπεδώσει. Αυτό το εμπόδιο είναι ο ιδρυτής της παράταξης Κωνσταντίνος Καραμανλής. Είναι η ιστορία και το ιδεολογικό αποτύπωμά του. Είναι οι αρχές και οι αξίες με τις οποίες πορεύτηκε στην πολιτική κονίστρα. Η προτεραιότητα που έδινε στο Έθνος και στον Λαό όπως αποτυπώνονται στην διακήρυξη των Ιδεολογικών Αρχών της Ν.Δ.. Είναι το κληροδότημα του ”Καραμανλισμού” στην παράταξη που επιχειρεί να κατεδαφίσει.

Είναι δεδομένο ότι μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων της Δεξιάς ήταν φιλοβασιλικό. Είναι δεδομένο ότι ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς θεώρησαν ότι ο Καραμανλής έπρεπε να επαναφέρει τον Κωνσταντίνο το ’74. Όσοι από εκείνους δεν κατανόησαν βαθύτερα το γεγονός ότι η ριζοσπαστικότητα και η τέχνη του εφικτού είναι δύο απαραίτητα στοιχεία που αλληλοσυμπληρώνουν τα χαρακτηριστικά μιας υπεύθυνης και αποτελεσματικής ηγεσίας χρέωσαν τον Καραμανλή με την κατάργηση της Βασιλείας. Είναι το πρώτο τμήμα της Δεξιάς στο οποίο απευθύνεται ο Μητσοτάκης.

Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί που αποδίδει στον Καραμανλή αμέσως ή εμμέσως ”σοσιαλιστής, ημιαριστερός” και η διαπίστωση ότι ”Ο Καραμανλής ποτέ δεν υπήρξε αληθινός αρχηγός της Δεξιάς” επιχειρούν την δημιουργία ενός άλλου ερείσματος στον χώρο της Δεξιάς. Άλλωστε ο ίδιος δηλώνει ότι ”εδιώχθη” από την χούντα επειδή έκανε δήλωση υπέρ του Καραμανλή ”Η χούντα με κυνήγησε διότι πρότεινα τη λύση Καραμανλή” διαφορετικά δεν θα είχε πρόβλημα. Γιατί τα στελέχη, τα μέλη και οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. να μείνουν πιστοί στις αξίες και τις αρχής που κληροδότησε ένας ”σοσιαλιστής, ημιαριστερός” ο οποίος επιπλέον ”ποτέ δεν υπήρξε αληθινός αρχηγός της Δεξιάς”; Γιατί να μην ακολουθήσουν εκείνον, που ήταν ”ο μόνος αληθινός αρχηγός της”; Επομένως ένα δεύτερο τμήμα ψηφοφόρων που θα ενστερνιζόταν το προηγούμενο ”αφήγημα” επιδιώκεται να είναι εκείνο που θα κατάπινε αμάσητο το παραμύθι για το σοσιαλιστικό και αριστερίστικο DNA του Καραμανλή.

Τα στοιχεία που υπάρχουν στον πρώτο τόμο είναι πάρα πολλά και ισχυρά για να τεκμηριώσουν την άποψη ότι δεν ήταν μόνο η αποκατάσταση της υστεροφημίας το επιδιωκόμενο των αφηγήσεων του Μητσοτάκη αλλά και η αποδόμηση του Καραμανλή. Τα στοιχεία ενισχύονται με τις αφηγήσεις που περιλαμβάνονται στον δεύτερο τόμο αλλά αυτές θα αποτελέσουν αντικείμενο άλλου κειμένου. Ο Μητσοτάκης είχε κατανοήσει από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 ότι ήταν τελειωμένος στον πολιτικό χώρο του Κέντρου. Είχε κατανοήσει ότι η μόνη του διέξοδος ήταν ο χώρος της Κεντροδεξιάς στον οποίο όμως ο Καραμανλής ήταν κυρίαρχος. Όσο ήταν πολιτικά ενεργός ο Καραμανλής τα περιθώρια που είχε ο Μητσοτάκης  ήταν αυτά που είχαν και οι Αβέρωφ, Ράλλης, Παπαληγούρας, Στεφανόπουλος κ.λπ. δηλαδή τα περιθώρια που τους άφηνε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης, η ”ψυχή” της παράταξης. Όταν ο Καραμανλής έγινε Π.τ.Δ. άφησε το πεδίο ελεύθερο, ίσως κακώς, στις εσωτερικές ίντριγκες. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με τις διαδικασίες διαδοχής του, δεν υπήρξε καμία οργανωμένη φράξια στο εσωτερικό της Ν.Δ. που είχε σαν στόχο τον Μητσοτάκη και τις φιλοδοξίες του. Πάρα πολλά στοιχεία εντούτοις δείχνουν ότι αυτό συνέβη με σχέδιο και συνέπεια αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Προς την κατεύθυνση της οικειοποίησης της παράταξης που είχε ιδρύσει ο Καραμανλής, της μετατροπής της σε οικογενειακό ”κτήμα”.  Τα ”απομνημονεύματα” υπαγορεύθηκαν την περίοδο 2007-2014 με τη ρητή εντολή να δημοσιευθούν αυτολεξεί και μετά τον θάνατό του. Η εσωκομματική αναμέτρηση Μπακογιάννη-Σαμαρά το 2009 ίσως έπαιξε ενισχυτικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή τους και στην απόφαση αποδόμησης της ”ψυχής” της παράταξης αλλά δεν ήταν καθοριστική.

 

 

Μέρος 2ο.

”Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πόσο ψυχρά και σχεδόν αποστασιοποιημένα αντιμετωπίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον άνθρωπο που ήταν ο προσωπικός και σκληρότερος πολιτικός αντίπαλός του. Χρησιμοποιεί σκληρούς όρους και αφήνει αιχμηρά υπονοούμενα, αλλά μοιάζει να θέλει να «κλείσει τα βιβλία» μαζί του. Αντιθέτως, είναι το πάθος και η ένταση που χαρακτηρίζουν τις αναφορές του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή”.

Ο Αλέξης Παπαχελάς, ήδη από την δεύτερη παράγραφο του προλόγου -στον 2ο τόμο- εντοπίζει το ”πάθος” και την ”ένταση” του Μητσοτάκη απέναντι στον Καραμανλή. Σε αντιδιαστολή μάλιστα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον Αντρέα. Δεν επιχειρεί να ερμηνεύσει τις αιτίες-πληγές από τις οποίες πηγάζει αυτό το ”πάθος”. Αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Συμπεράσματα ωστόσο που εξαρτώνται από την γνώση που έχει ο αναγνώστης για την ιστορία αλλά και από τα ερμηνευτικά του ”εργαλεία”. Δεν συμφωνώ με τις εκτιμήσεις που κάνει ο Α.Π. ότι:  ”Ο έμπειρος πολιτικός ηγέτης ήταν πλήρως απελευθερωμένος” και ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ”να κερδίσει τη μάχη της υστεροφημίας”. Επίσης δεν θεωρώ συμπτωματική την αναφορά ότι οι συνεντεύξεις ”καταγράφηκαν και στην κάμερα”.

Ο Α.Π. χαρακτηρίζει τον Μητσοτάκη ως ένα πολιτικό άνδρα(statesman) ο οποίος αναλίσκει ένα μέρος του χρόνου του στην ”μικροπολιτική και το παρασκήνιο”. ”Αυτός ο τόμος αντικατοπτρίζει τις δύο όψεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τον απίθανο αυτόν συνδυασμό ενός statesman και ενός ανθρώπου που αφιέρωνε τον υπόλοιπο χρόνο του στη μικροπολιτική και το παρασκήνιο. […] Σε αυτό το βιβλίο ο Μητσοτάκης καταθέτει με ωμό και προφανώς αυστηρά υποκειμενικό τρόπο το δικό του αφήγημα για το τι άφησε πίσω του και ποιοι τον πολέμησαν μέχρι τελικής πτώσης. Είναι ο ιστορικός του μέλλοντος που θα μπορέσει να διασταυρώσει περιγραφές και γεγονότα. Το βιβλίο αποτυπώνει τον ίδιο τον Μητσοτάκη με τα δικά του λόγια και μόνο…”. Ο Α.Π. επισημαίνει ότι ο Μητσοτάκης ”καταθέτει με ωμό και προφανώς αυστηρά υποκειμενικό τρόπο το δικό του αφήγημα”. Επίσης τονίζει, για να μην αφήσει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι ”Το βιβλίο αποτυπώνει τον ίδιο τον Μητσοτάκη με τα δικά του λόγια και μόνο…”. Το βιβλίο, όντως, ”αποτυπώνει τον ίδιο τον Μητσοτάκη με τα δικά του λόγια και μόνο…”!

Η επιχείρηση ”τσάι και συμπάθεια” με στόχο ειδικές κατηγορίες ψηφοφόρων της Δεξιάς συνεχίζεται και εδώ όπως και στον πρώτο τόμο καθώς και οι επιθέσεις με στόχο την αποδόμηση της προσωπικότητας του Καραμανλή. Αναφερόμενος στον τελευταίο λέει ”ένα κομμάτι της Δεξιάς δεν μπόρεσε ποτέ του να το πάρει. Έτσι θα το ‘λεγα εγώ σωστότερα. Ένα κομμάτι το οποίο εγώ χωρίς δυσκολία το πήρα όταν έγινα αρχηγός και είχα μία πληρέστερη Δεξιά. Η Δεξιά ήταν ένα καλό κομμάτι του ελληνικού λαού χωρίς καμία αμφιβολία.”. Ποιο ήταν αυτό το ”καλό κομμάτι της Δεξιάς” που ο Καραμανλής δεν μπόρεσε να πάρει και το κέρδισε ή, εν πάση περιπτώσει, επιχειρεί επίμονα να κερδίσει ο Μητσοτάκης; Σε ποιες κατηγορίες των ψηφοφόρων της Δεξιάς απλώνει τα δίχτυα του; Ποιών πολιτών χαϊδεύει τ’ αυτιά όταν ισχυρίζεται ότι ”Από τότε που έγινα αρχηγός της παραδοσιακής Δεξιάς, ήμουν ίσως ο μόνος αληθινός αρχηγός της. Ο Καραμανλής ποτέ δεν υπήρξε αληθινός αρχηγός της Δεξιάς, η παράταξη ποτέ δεν τον ανεγνώρισε ως αρχηγό, τον ψήφισε αλλά δεν τον ανεγνώρισε.”; Ήταν ο ”ο μόνος αληθινός αρχηγός” της Δεξιάς, τον Καραμανλή η παράταξη ”ποτέ δεν τον ανεγνώρισε ως αρχηγό”! Αποφεύγει βέβαια, όπως ο διάβολος το λιβάνι, να αναφερθεί στις ιδιαίτερες καταβολές αυτού του ”καλού κομματιού της Δεξιάς”.

Αρχίζει το ματς.

Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο Παπαχελάς ξεκινά το 1ο κεφάλαιο με την ακόλουθη παράγραφο; ”Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η πολιτική «έρημος» της περιόδου 1974-1977 ήταν μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδος. Είναι η περίοδος όπου μπαίνουν οι βάσεις της μεταπολίτευσης και ο ίδιος βρίσκεται εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό. Με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 καταργεί τη βασιλεία στην Ελλάδα1. Πολλά χρόνια αργότερα ο Μητσοτάκης θα προκαλέσει σάλο όταν θα το αποκαλέσει «unfair» («άδικο») σε μία συνέντευξη Τύπου στο Λονδίνο στις 4 Φεβρουάριου 1988”. Που πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή μας; Στην πολιτική ”έρημο” που διήλθε ο Μητσοτάκης; Στην πολιτική κυριαρχία του Καραμανλή την ίδια περίοδο; Ή στη δήλωση Μητσοτάκη, για «unfair» του Καραμανλή απέναντι στον Κωνσταντίνο και στην βασιλεία, που διατυπώθηκε μια δεκαετία αργότερα; Θέλει ο Παπαχελάς, χωρίς  να το διατυπώνει, να επισημάνει μια προσπάθεια προσέλκυσης των βασιλοφρόνων;

Η συνέχεια της αφήγησης ”με τα δικά του λόγια και μόνο” είναι διαφωτιστική: ”Εγώ είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσουν τα άδικα και από κει ξεκινά και η στάση μου απέναντι στον Κωνσταντίνο. Από δύο πράγματα, πρώτον το γεγονός ότι δεν έχω κανένα κόμπλεξ απέναντι του, διότι δεν του χρωστώ τίποτε. Υπήρξα αντίπαλός του. Όσο μπόρεσε με πολέμησε την εποχή εκείνη”. Πότε ακριβώς τον ”πολέμησε”; Το ’63 όταν τα Ανάκτορα ”έδιωξαν τον Καραμανλή” -προσφέροντας την εξουσία στην Ε.Κ.- και τους έδωσαν την ”διάλυση της Βουλής με αντάλλαγμα τον έλεγχο του στρατού”; Τον πολεμούσαν όταν το alter ego του, ο Κόκκας, διαπραγματευόταν με τον Χοϊδά το μοίρασμα της εξουσίας με τα Ανάκτορα; Τον πολέμησε το ’65 όταν είχε ξεσπάσει ο ”εμφύλιος” μεταξύ των ”οπλαρχηγών” του ”Κέντρου”; Συνεχίζοντας το απογειώνει: Ήμουν αντίπαλος, αλλά δεν θέλω και το άδικο. Δεν μπορούσα να δεχτώ το γεγονός ότι γίνεται ένα δημοψήφισμα και δεν του επιτρέπεις να γυρίσει πίσω. Δεν είναι σωστό, δεν μπορούσα να δεχτώ ότι του τρως την περιουσία του, που είναι δική του. […] Αυτά τα οποία πιστεύω τα λέω και επειδή δεν μου αρέσει το άδικο συνέβη πολλές φορές να παρουσιαστώ υποστηρικτής του Κωνσταντίνου και να είμαι και υποστηρικτής του Κωνσταντίνου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχα πολιτικά τίποτα το κοινό μαζί του. Άλλωστε ήταν γνωστό ότι εγώ ήμουν ο μόνος που ήταν σίγουρα και αποδεδειγμένα αντιβασιλικός”. Αν οι διαβεβαιώσεις δεν αρκούσαν θα μπορούσε και να ορκιστεί. Ήταν ”ο μόνος που ήταν σίγουρα και αποδεδειγμένα αντιβασιλικός” αλλά… υπήρξε ένας ”έντιμος αντίπαλος” που δεν ανεχόταν το άδικο! Ως ”έντιμο αντίπαλο” ήλπιζε οι φιλοβασιλικοί ψηφοφόροι να τον ανταμείψουν!

Το ”παραμύθι” σε άλλη διάσταση.

Για να ”δέσει το γλυκό” η αφήγηση συνεχίζεται με την αδικία που υποτίθεται ότι υπέστη ο ίδιος από τον Καραμανλή. Έτσι θα υπάρξει ένα πιο έντονο ”ψυχικό δέσιμο” με τους πιστούς οπαδούς του βασιλιά. Δηλώνει ο Μητσοτάκης ”Ο Καραμανλής φέρθηκε απέναντι μου κατά τρόπον απερίγραπτο. Εγώ πάντοτε έλεγα ότι ο Καραμανλής δεν εξαπάτησε τους παλιούς πολιτικούς κατευθείαν. Τους άφηνε να ελπίζουν, τους δημιουργούσε προσδοκίες, αλλά σε κανέναν δεν είχε δώσει υπόσχεση ρητή που να μην την τηρήσει. Μαζί μου ο Καραμανλής το έκανε αυτό. Είμαι ο μόνος άνθρωπος τον οποίο ο Καραμανλής εξαπάτησε συνειδητά. […] Αποχωριστήκαμε πάντοτε σαν στενοί φίλοι και συνεργάτες. Ήταν αυτονόητο ότι εγώ ήμουν ο επιτελάρχης του Καραμανλή όλα τα χρόνια της εξορίας. […] Και ο Καραμανλής γυρίζει πίσω και δεν με κάνει υπουργό. Εντάξει. Όταν τον είδα μου είπε: “Μην το συζητήσεις, θα το κάνουμε λίγο αργότερα”. Πόσο αγνώμων πρέπει να είναι ο πρωθυπουργός που δεν κάνει υπουργό τον ”επιτελάρχη” του; Ερήμην του Καραμανλή αυτοανακηρύχθηκε ”επιτελάρχης” ενός ηγέτη που, στα δεκατέσσερα χρόνια που κυβέρνησε την χώρα, δεν χρειάστηκε ποτέ επιτελάρχη.

Συνεχίζοντας το ”αφήγημα” δηλώνει: ”Ήταν αυτονόητο, δεδομένο ότι θα κατέβαινα μαζί του στις εκλογές, διότι είχα συνεργαστεί μαζί του. Είχαμε κάνει μαζί το σχέδιο, όλο το σχέδιο που εφαρμόστηκε. […] Όλα αυτά τα είχα διαπραγματευτεί εγώ για λογαριασμό του Καραμανλή. Εγώ ήξερα και ότι, περίπου, κάναμε μαζί την κυβέρνηση με τον Καραμανλή. […] Ήμουν ο στενότερος του συνεργάτης και ήταν αυτονόητο ότι θα κατέβαινα μαζί του. Και την τελευταία στιγμή δημιουργείται πρόβλημα. Ο Καραμανλής ζορίζεται, αισθάνεται ότι δεν μπορεί να με προδώσει έτσι καθαρά και αναζητεί πράγματι, ο φουκαράς, λύση. Και με φωνάζει στο σπίτι του και μου προτείνει λύση. “Επειδή” μου λέει “έχω προβλήματα με το κόμμα μου, σου προτείνω εγώ να μην κάνω συνδυασμό στα Χανιά, να κάνεις εσύ μοναχός σου συνδυασμό και φυσικά θα βγεις άμα δεν υπάρχει η ΝΔ και θα συνεργαστείς μαζί μου στην πορεία”. Από μεγαλοψυχία δηλώνει ότι είχανε ”κάνει μαζί το σχέδιο”. Γιατί τι σχέδιο θα μπορούσε να κάνει ο ”φουκαράς” ο Καραμανλής χωρίς τον Μητσοτάκη. Ο ”αχάριστος” λοιπόν όχι μόνο δεν τον έκανε υπουργό το Καλοκαίρι του ’74 αλλά δεν τον έβαλε και στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ. τον Νοέμβριο. Του πρότεινε μάλιστα, ο ”φουκαράς”, επειδή ”είχε προβλήματα με το κόμμα του” να κατέβει ανεξάρτητος. Δυό αστεία στην ίδια πρόταση. Ο Καραμανλής είχε προβλήματα με το ”κόμμα του” και η Ν.Δ. δεν θα κατέβαζε συνδυασμό στα Χανιά για να βγει ο Μητσοτάκης βουλευτής!

Φαίνεται όμως ότι ο Καραμανλής εξακολουθούσε να έχει ”προβλήματα με το κόμμα του” και η Ν.Δ. κατέβασε συνδυασμό στα Χανιά. Ο Μητσοτάκης, ως ανεξάρτητος υποψήφιος, δεν εξελέγη. Δηλώνει πικραμένος από τον Καραμανλή αλλά: ”Δεν διέκοψα πλήρως τις σχέσεις μου με τον Καραμανλή, λέγοντας στον εαυτό μου ότι είχα επενδύσει στο τέλος-τέλος πέντε χρόνια σκληρής προσπάθειας σε μία πολιτική και ένα κεφάλαιο, όντας δίπλα στον Καραμανλή στην εξορία. Δεν χρειαζόταν να το πετάξω από πείσμα. Και κατάπια το πικρόν ποτήριον και κράτησα μία στοιχειώδη επαφή μαζί του”. Ήθελε να του ”κόψει την καλημέρα” αλλά ”είχε επενδύσει πέντε χρόνια” και δεν ήθελε να πάνε χαμένα από πείσμα. Όπως όλοι οι καλοί ”επενδυτές” ο Μητσοτάκης ήξερε ότι τις επενδύσεις τις αλλάζεις μόνο όταν έχεις την δυνατότητα να τοποθετήσεις το όποιο ”κεφάλαιο” σου αλλού. Αν δεν διαθέτεις εναλλακτικές, αν η ”επιλογή” σου είναι μονόδρομος, αν όλοι οι ”άλλοι δρόμοι” είναι για σένα κλειστοί, τότε ακολουθείς το ”μονόδρομο” και όπου σε βγάλει.

Ολική επαναφορά.

“Περίμενα καιρό, πολύν καιρό. Δεν είπα σε κανέναν λέξη. Δεν ήθελα κανένας να προσέξει ότι διψούσα κι ήθελα νερό. … Κι ήρθε από πάνου η εντολή να βρέξει.” Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Τελικά ο καιρός της πολιτικής ”ξηρασίας” τελειώνει για τον Μητσοτάκη το 1977. Ο Παπαχελάς σημειώνει: ”Από το 1974 έως το 1977 ο Μητσοτάκης διατηρεί τις επαφές του με τον «πιστό πυρήνα των ψηφοφόρων που δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. Αυτοί ήταν το σταθερό μου αποκούμπι». Βασικός του υποστηρικτής ο μεγάλος επιχειρηματίας Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης, τον οποίο γνώρισε στα πρώτα του βήματα στην πολιτική. Τρία χρόνια ακριβώς μετά τις εκλογές του 1974, ο Καραμανλής προκήρυξε πρόωρες εκλογές που έγιναν στις 20 Νοεμβρίου 1977. Αυτή τη φορά ο Μητσοτάκης αποφασίζει να διεκδικήσει την είσοδό του στη Βουλή με το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων6 μαζί με τον βετεράνο κεντρώο πολιτικό Παύλο Βαρδινογιάννη, αδελφό του επιχειρηματία Βαρδή Βαρδινογιάννη.”. Έχοντας εξασφαλίσει την συμμαχία και ενός δεύτερου κορυφαίου οικονομικού παράγοντα το κόμμα των Νεοφιλελευθέρων συγκεντρώνει 55.494 ψήφους λαμβάνοντας το 1,08% του συνόλου και εκλέγει δύο βουλευτές. Εκλέγονται οι Παύλος Βαρδινογιάννης και Κώστας Μητσοτάκης.

Στις ίδιες εκλογές η Εθνική Παράταξη του Σ. Στεφανόπουλου, δίχως το οικονομικό αβαντάζ των Νεοφιλελευθέρων, συγκεντρώνει 349.988 ψήφους(υπέρ-εξαπλάσιους από τους Νεοφιλελεύθερους) λαμβάνοντας το 6,82%του συνόλου και εκλέγει πέντε βουλευτές. Είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε ποια τμήματα της Δεξιάς εκπροσωπούσε η Ε.Π., ποιες κατηγορίες ψηφοφόρων της ήταν δυσαρεστημένες με τον Καραμανλή. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι, κατά κύριο λόγο, αυτοί ήταν όσοι πίστευαν ότι η Ν.Δ. μπορούσε και έπρεπε να επαναφέρει τον Κωνσταντίνο καθώς και εκείνοι που πίστευαν ότι η Ν.Δ. μπορούσε και έπρεπε να μην τιμωρήσει τους Απριλιανούς. Ίσως σε αυτούς αναφέρεται ο Μητσοτάκης όταν λέει ότι ο Καραμανλής: ”ένα κομμάτι της Δεξιάς δεν μπόρεσε ποτέ του να το πάρει. Έτσι θα το ‘λεγα εγώ σωστότερα. Ένα κομμάτι το οποίο εγώ χωρίς δυσκολία το πήρα όταν έγινα αρχηγός και είχα μία πληρέστερη Δεξιά”. Ενδεχομένως σε αυτήν την ”πληρότητα” της Δεξιάς όταν αυτοανακηρύσσεται ως ο μόνος αληθινός αρχηγός της: ”Από τότε που έγινα αρχηγός της παραδοσιακής Δεξιάς, ήμουν ίσως ο μόνος αληθινός αρχηγός της. Ο Καραμανλής ποτέ δεν υπήρξε αληθινός αρχηγός της Δεξιάς, η παράταξη ποτέ δεν τον ανεγνώρισε ως αρχηγό, τον ψήφισε αλλά δεν τον ανεγνώρισε.”! Σε κάθε περίπτωση αυτά είναι τα target groups στα οποία απευθύνεται επίμονα ο Κ.Μ..

Ο ”αναντικατάστατος”!

”Ο Καραμανλής δεν μπορούσε να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας χωρίς τη δική μου βοήθεια. Επειδή είχα κρατήσει μαζί του ανοικτές -και μάλλον τυπικές- σχέσεις, δεν υπήρχε πρόβλημα να τον δω και να μιλήσω μαζί του. Και με κάλεσε για να τον κάνω πρόεδρο της Δημοκρατίας διότι αλλιώς δεν θα γινόταν ποτέ πρόεδρος. Αυτό ο Καραμανλής το γνώριζε καλά και το πλήρωσε με το τίμημα να με ξαναφέρει στην κυβέρνηση. Είχε βέβαια και μια άλλη υστεροβουλία γιατί από παλιά έλεγε “Εγώ από την Ένωση Κέντρου τον Μητσοτάκη θέλω, αν έλθει αυτός δεν μου χρειάζονται οι άλλοι”. Αλλά φυσικά δεν πήγαινα. Ήμουν και έμεινα κεντρώος”. Δεν είναι η πρώτη και δεν θα είναι ούτε η τελευταία φορά που ο ”μόνος αληθινός αρχηγός” ο οποίος παρ’ όλα αυτά ”ήταν και έμεινε κεντρώος” αυτοανακηρύσσεται μοναδικός και αναντικατάστατος. Δεν θα μπορούσε ο Καραμανλής να γίνει πρόεδρος χωρίς αυτόν αλλά ”Είχε βέβαια και μια άλλη υστεροβουλία”, μόνο αυτόν ήθελε, τον ήθελε σαν τρελός.

Αλλά ας δούμε τα στοιχεία. Οι εκλογές έγιναν στις 20/11ου/1977 και η διεύρυνση προς την Ε.Κ. και τους Νεοφιλελεύθερους  έξη μήνες μετά, τον Μάιο του 1978. Η εκλογή του προέδρου θα γινόταν δύο χρόνια μετά, τον Μάιο του 1980. Δηλαδή 18 μήνες πριν από την λήξη της θητείας της Βουλής και την διεξαγωγή εκλογών. Ποιος πιστεύει ότι θα διακινδύνευαν οι βουλευτές, -αλλά και τα κόμματα, της αντιπολίτευσης(πλην της Αριστεράς φυσικά)- την έδρα τους όταν μάλιστα η εκλογή του Π.τ.Δ. γινόταν με μυστική ψηφοφορία; Να θυμίσουμε ότι η Ε.Κ. που ήταν σε ”κάθετη πτώση” είχε 16 βουλευτές, ενώ η Ε.Π. και οι Νεοφιλελεύθεροι -που συγκυριακά είχαν λάβει το 6.85% και 1,08% αντίστοιχα- είχαν 5 και 2 έδρες αντίστοιχα. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ είχε κάθε λόγο να θέλει να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές αλλά και να αποφύγει την εκλογική αντιπαράθεση Παπανδρέου-Καραμανλή. Αν αποτύγχανε η εκλογή προέδρου και προκηρύσσονταν εκλογές τον Μάιο του ’80 σίγουρα το αποτέλεσμα δεν θα είχε καμία σχέση με το αποτέλεσμα των εκλογών του Οκτωβρίου του ’81 με αντιπάλους τον Παπανδρέου και τον Ράλλη.

Αν όμως δεν έγινε για τους λόγους που ισχυρίζεται ο Μητσοτάκης η διεύρυνση τότε γιατί έγινε; Ας δούμε πάλι τα δεδομένα. Στις εκλογές τα κόμματα είχαν λάβει τα ακόλουθα ποσοστά: ΝΔ 41,84%, ΠΑΣΟΚ 25,38%, ΕΔΗΚ 11,95%, ΕΠ 6,82%, ΚΝΦ 1,08% και τα δύο κόμματα της Αριστεράς 12,08%. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ(+11,95%) λογικά προερχόταν κατά κύριο λόγο από την αποδυνάμωση της ΕΔΗΚ(-8,64%). Με δεδομένο ότι το ποσοστό της Αριστεράς(12,08%) ήταν ουσιαστικά μη διεκδικήσιμο και επίσης το γεγονός ότι λογικά οι ψηφοφόροι της ΕΠ δεν θα μετακινούντο αριστερότερα της ΝΔ, αυτοί που έμεναν διεκδικήσιμοι για την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ήταν οι ψηφοφόροι της ΕΔΗΚ και του ΚΝΦ, εξ ου και η διεύρυνση. Παρ’ όλο που, σε κάθε περίπτωση, το 48,66% της ΔΕΞΙΑΣ(ΝΔ+ΕΠ) σε σύγκριση με το 37,33% της κεντροαριστεράς(ΠΑΣΟΚ+ΕΔΗΚ) έδινε, την Άνοιξη του ’78 ένα αίσθημα ασφάλειας στην ΝΔ.  Αυτό το αίσθημα ασφάλειας ενισχυόταν με την διεύρυνση. Στόχος ήταν η πολιτική κυριαρχία και σε καμία περίπτωση η προεδρική εκλογή του 1980. Σχετικά με την ένταξη του Μητσοτάκη στην ΝΔ, στους παροικούντες της Ιερουσαλήμ κυκλοφορεί και η πληροφορία, που φαίνεται αρκετά εύλογη, ότι η αυτή έγινε κατόπιν απαίτησης του νεοφιλελεύθερου Γκένσερ, ΥΠΕΞ της Γερμανίας τότε.

Ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι ”Ο Καραμανλής ήταν πάντοτε αποφασισμένος να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας και αυτό τον επηρέασε στις επιλογές που έκανε για το Σύνταγμα.”. Αλλά αν ο Καραμανλής ”ήταν πάντοτε αποφασισμένος να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας” προφανώς το Σύνταγμα που ψήφισε η ΝΔ το ’75 δεν θα προέβλεπε την ενισχυμένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών για την εκλογή του. Υποστηρίζει ότι ”Πρέπει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας να έχει προσωπικότητα και κύρος και για να τα έχει αυτά θα πρέπει να εκλέγεται από τον λαό. Αυτό ο Καραμανλής δεν το τόλμησε εκείνη την εποχή” άποψη που είναι σεβαστή, αν όντως ήταν άποψη μη εντασσόμενη στην γενικότερη προσπάθεια αποδόμησης του Κ.Κ., αλλά απέναντι στην οποία υπάρχει πολύ σοβαρός αντίλογος αφού οδηγεί σε ένα άλλο μοντέλο πολιτειακής συγκρότησης. Το πνεύμα του Συντάγματος απαιτούσε την συνεννόηση  των κομμάτων στην επιλογή μιας προσωπικότητας κοινής αποδοχής που εκκαλείτο να συμβάλει ως ρυθμιστής και εγγυητής του πολιτεύματος. Σε κάθε περίπτωση να τονίσουμε εδώ ότι ο Κ.Κ. εκλέχτηκε με 183 ψήφους, τρείς παραπάνω από όσους προέβλεπε το Σύνταγμα, πριν από την τελευταία αναθεώρηση του, επιβεβαιώνοντας ότι η ψήφος του Κ.Μ. δεν ήταν απαραίτητη και καθοριστική. Αυτό το ομολογεί και ο ίδιος δηλώνοντας ”η τάση του Καραμανλή εξαρχής ήταν αυτή, από τότε που κατέβηκε στην πολιτική […] είχε ανοιχτά κανάλια με όλους του κεντρώους. […] Επομένως, ο Καραμανλής ίσως και να έκανε ούτως ή άλλως τη διεύρυνση”.

Συνεχίζοντας, με συνέπεια, την προσπάθεια αποδόμησης του Κ.Κ. ο Κ.Μ. λέει: ”…είχε κάνει το μεγάλο λάθος να φύγει από το ΝΑΤΟ. […] λέγεται, εγώ δεν το άκουσα από το στόμα του, αλλά νομίζω η πληροφορία είναι ακριβής, ότι είπε “Χάρισα το Αιγαίο στους Τούρκους”, […] πράγμα το οποίο ήταν ακριβές. Και ήθελε να ξαναγυρίσει στο ΝΑΤΟ. Αλλά δεν τολμούσε να το κάνει ο ίδιος. Και ήθελε και να παρατείνει τον χρόνο παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, αλλά δεν τολμούσε. Συνεπώς με ήθελε για το ΝΑΤΟ και για τις βάσεις. Γι’ αυτό ο Καραμανλής όταν με φώναξε μου ζήτησε να αναλάβω το Υπουργείο Εξωτερικών. Του είπα: “Πρόεδρε, δεν το παίρνω”. Όχι μόνο τον ήθελε ο ”φουκαράς” για να τον κάνει πρόεδρο, αφού ”αλλιώς δεν θα γινόταν ποτέ πρόεδρος”, αλλά και για να διορθώσει το λάθος που είχε κάνει ”χαρίζοντας το Αιγαίο στους Τούρκους”. Τον ”παρακάλεσε” λοιπόν ν’ αναλάβει το ΥΠΕΞ αλλά εκείνος αρνήθηκε! Έτσι ανέλαβε το υπουργείο Συντονισμού αντικαθιστώντας τον Ράλλη γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις: ”Εμένα ποτέ δεν με δέχθηκε το παραδοσιακό κομμάτι της ηγεσίας των στελεχών. Όχι ο λαός, γιατί η βάση της Δεξιάς με αγκάλιασε, πολύ περισσότερο από οιονδήποτε άλλον, και από τον Καραμανλή ακόμη”! Ο μεγάλος έρωτας της βάσης της Δεξιάς.

Αλλά, παρά τις αντιδράσεις κάποιων στελεχών, αισθανόταν σαν στο σπίτι του: ”Καθόλου δεν αισθανόμουν ξένο σώμα. Κοίταξε, εγώ αισθανόμουν πάρα πολύ καλά με τους δεξιούς ψηφοφόρους. Πάρα πολύ καλά. […] Ο Καραμανλής ήταν μνησίκακος, δεν ξεχνούσε ο Καραμανλής. Τον Ανένδοτο Αγώνα, ας πούμε, εμένα ποτέ δεν μου τον συγχώρεσε. Μπορεί να τον έκανα δυο φορές πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά τον Ανένδοτο Αγώνα δεν μου τον συγχωρούσε. […] ουσιαστικά κόντρα στον Καραμανλή βγήκα αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και κράτησα για όλο το διάστημα την ηγεσία”. Το ”πάθος” και η ”ένταση”, που επισημαίνει ο Παπαχελάς, εκδηλώνεται διαρκώς και αφού ο Κ.Μ. δηλώνει μη μνησίκακος υπάρχουν ανομολόγητες επιδιώξεις.

Δύο χρόνια μετά την προσχώρησή του στην ΝΔ ο Μητσοτάκης έχει αρχηγικές φιλοδοξίες. Όπως αφηγείται ο ίδιος ”Όταν επρόκειτο να εκλεγεί νέος πρωθυπουργός μετά την παραίτηση Καραμανλή και η μάχη γινόταν μεταξύ Αβέρωφ και Ράλλη, εγώ ήμουν outsider. Είχα και εγώ μερικούς οπαδούς και πήγα και είδα τον Καραμανλή και του είπα: “Πρόεδρε, θέλω τη γνώμη σου. Να βάλω υποψηφιότητα;”. Ο Καραμανλής μού λέει: “Αν βάλεις τι περιμένεις να πάρεις;”. “Επτά – οκτώ” λέω, “ίσως καμία δεκαριά”. “Κοίτα” μου λέει “δεν γίνεται κανείς αρχηγός όταν αρχίζει από επτά-οκτώ ψήφους”. Και του λέω: “Δίκιο έχεις, Πρόεδρε, δεν θα κατέβω ως υποψήφιος””. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής. Αφού είναι μόνο επτά ή οκτώ οι βουλευτές που πιστεύει ότι θα τον ψηφίσουν γιατί ρωτάει τον Καραμανλή; Τι περιμένει, τι ελπίζει; Υποστηρίζει στην συνέχεια ότι ο ίδιος βοήθησε τον Ράλλη: ”Του έδωσα επτά ψήφους. Διότι ο Αβέρωφ […] μού είπε περίπου ότι δεν θέλει να τον βοηθήσω και του είπα: “Εντάξει, θα βοηθήσω τότε τον Γιώργο”. Ε, δικαιολογημένα, αφού ο Ευάγγελος δεν ήθελε τι να κάνει και αυτός βοήθησε τον Γιώργο και έγινε Υπουργός Εξωτερικών.  Όχι ότι το ήθελε ο ίδιος αλλά, πήγε ”διότι ο Καραμανλής ήθελε να επανέλθει η χώρα στο ΝΑΤΟ και να παρατείνουμε την παραμονή των αμερικανικών βάσεων. Και ο ίδιος δεν ήθελε να το κάνει, δεν του πήγαινε, δεν είχε το κουράγιο. Και με έφερε εμένα γι’ αυτή τη δουλειά.”. Ο ” φουκαράς” ο Καραμανλής ” δεν τολμούσε… δεν είχε το κουράγιο. Και με έφερε εμένα γι’ αυτή τη δουλειά.”, όλα από τον Μητσοτάκη τα περίμενε και ήταν και ”μνησίκακος” από πάνω. Παρ’ όλο όμως που βοήθησε τον Ράλλη και ακολούθως βοήθησε να επανέλθει η χώρα στο ΝΑΤΟ αντί για ανταμοιβή : ”Δύο μέρες προ των εκλογών -ήταν χαρακτηριστικό και αυτό, το πώς με αντιμετώπιζαν εμένα οι καραμανλικοί- με πήρε στο τηλέφωνο [ο Ράλλης], την ώρα που έκανα εκστρατεία προεκλογική, και μου είπε: “Ξέρεις, θέλω να σε ρωτήσω, μετά τις εκλογές δέχεσαι να γίνεις πρόεδρος της Βουλής;”. Του είπα: “Δεν περιμένεις, Γιώργο, να κερδίσουμε πρώτα; Και ύστερα αποφασίζουμε πού θα πάω”. Το είπα εγώ αυτό. Ο Γιώργος αργότερα το διέψευσε, αλλά δεν είχε δίκιο. Μπορεί να μην το θυμότανε”! Για να καταλάβουμε και εμείς οι άσχετοι τι τραβούσε ο δόλιος από τους Καραμανλικούς.

Ο ”εκλεκτός” της ακροδεξιάς.

Κάνοντας ”πιρουέτες” μεταξύ Αβέρωφ και Ράλλη, ανάμεσα στους βουλευτές της ΝΔ, ο Μητσοτάκης κερδίζει την μάχη της ηγεσίας. Βοηθά αρχικά τον Ράλλη, αφού ο Αβέρωφ αρνήθηκε την βοήθειά του, ενώ στην συνέχεια και μετά την ήττα της ΝΔ στις εκλογές του ’81 στηρίζει τον Αβέρωφ. Όταν, μετά την νέα ήττα στις ευρωεκλογές του ’84 ο Αβέρωφ παραιτείται για λόγους υγείας και ο Κ.Μ. διεκδικεί την ηγεσία. Ρωτάει τον Καραμανλή και αυτός του απαντά ”Δεν έχω αντίρρηση, μπορείς να κατεβείς ”. Δίχως να παραθέσει κανένα επιχείρημα ο Μητσοτάκης δηλώνει ”Βέβαια δεν με ήθελε ο Καραμανλής” αν και ομολογεί ότι ”ο Καραμανλής δεν άνοιξε το στόμα του για την εκλογή […] άλλο πράμα θα ήταν αν ο ίδιος ο Καραμανλής είχε εκφρασθεί. Δεν ξέρω ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Αυτό έκρινε την έκβαση της μάχης”. Ο Μητσοτάκης κερδίζει, με 70 ψήφους έναντι 41 του Στεφανόπουλου, την ηγεσία της ΝΔ.

Για τους συντελεστές της νίκης του ο ίδιος δηλώνει ”Το πρώτο στήριγμά μου ήταν ο ίδιος ο Αβέρωφ, ο οποίος, λόγω της πίκρας που είχε και λόγω του ότι μαζί μου είχε στενά συνεργαστεί και εκτιμούσε τα προσόντα μου, με θεωρούσε καταλληλότερο για να παίξω αυτόν τον ρόλο(σ.σ. η «πίκρα» του Αβέρωφ). Με υποστήριξε ανοιχτά και αυτό μου έδωσε έναν αριθμό βουλευτών οι οποίοι ούτως ή άλλως με συμπαθούσαν. Και χωρίς τον Αβέρωφ κάποιους από αυτούς θα τους έπαιρνα. Ήταν πολύ σημαντική η υποστήριξή του. Είχα και τους φίλους μου και εργάστηκα πάρα πολύ συστηματικά για να μαζέψω ψήφους. Αφανώς όμως, χωρίς φασαρία”. Τον στήριξε μεν ο Αβέρωφ ”λόγω της πίκρας που είχε” αλλά όχι και τίποτα σπουδαίο αφού ”ούτως ή άλλως τον συμπαθούσαν”. Επίσης, αν και είναι δύσκολο να κατανοηθεί από όσους δεν αντιλαμβάνονται τις ίντριγκες της ”μικροπολιτικής και του παρασκηνίου”, στις οποίες αναφέρεται ο Παπαχελάς στον πρόλογο, καθοριστικό ρόλο έπαιξε αυτό που δηλώνει ο ίδιος ”Είχα και τους φίλους μου και εργάστηκα πάρα πολύ συστηματικά για να μαζέψω ψήφους. Αφανώς όμως, χωρίς φασαρία”. Αν κάποιος περιορίζει αυτούς τους ”φίλους” αποκλειστικά στον χώρο των βουλευτών της ΝΔ ή ακόμα και ευρύτερα στον χώρο της πολιτικής κάνει μεγάλο λάθος. Να θυμίσουμε εδώ ότι, στο παρελθόν, στους σταθερούς ”φίλους”, συνοδοιπόρους και υποστηρικτές του υπήρξαν οι Π. Κόκκας και Π. Μποδοσάκης.

Ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι αντιμετώπιζε στην συνέχεια μια Καραμανλική αντιπολίτευση ”Έκτοτε ανέχθηκα την αντιπολίτευση την καραμανλική, η οποία ήταν πλέον μειοψηφία, ξεκάθαρη μειοψηφία, παραπάνω από 25% δεν ήταν. […] Ο Θανάσης ο Κανελλόπουλος υποστήριζε μία πολιτική που δεν ήταν πολιτική. Ήταν σαν τον Τσίπρα σήμερα. […] Ποτέ δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη πρόταση όλοι αυτοί, αλλά τους ανεχόμουν. Είχα θεσμοθετήσει κατά κάποιον τρόπο την ενδοκομματική αντιπολίτευση, που ήταν η καραμανλική πτέρυγα».” Πρόκειται για την απόλυτη αντιστροφή των γεγονότων. Ο ίδιος είναι εκείνος ο οποίος συστηματικά προσπάθησε, όπως θα γίνει ξεκάθαρο και στην συνέχεια ήδη από τα πρώτα του βήματα να κάνει το κόμμα ”δικό” του. Προς το παρόν να επισημάνουμε ότι εντελώς ”τυχαία και αθώα” και οι τρείς πρόεδροι της ΟΝΝΕΔ κατά την διάρκεια της εννεαετούς προεδρίας του ήταν σύντεκνοι. Οι δύο από αυτούς κατά την διάρκεια της 3ετούς διακυβέρνησής του δεν έγιναν απλώς βουλευτές αλλά ανέλαβαν και υφυπουργεία. Ο τρίτος δεν πρόλαβε αλλά τον όρισε Ευρωβουλευτή το 1984 ο Καραμανλικός Έβερτ! Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι ο προερχόμενος από την ΕΔΗΚ Θανάσης Κανελλόπουλος τον οποίο κατατάσσει στην ”αντιπολίτευση την καραμανλική” δεν είχε απλώς υποστηρίξει αλλά ήταν μεταξύ των βουλευτών που είχαν υπογράψει την υποψηφιότητά του το 1984.

Ενώ όμως οι κακοί Καραμανλικοί τον πολεμούσαν και τον υπονόμευαν ο ίδιος έγινε ο λατρεμένος της βάσης ”Εμένα ποτέ δεν με δέχθηκε το παραδοσιακό κομμάτι της ηγεσίας των στελεχών. Εννοώ, όχι του λαού, γιατί εμένα με αγκάλιασε η βάση της Δεξιάς, ο λαός, πολύ περισσότερο από οιονδήποτε άλλο, και από τον Καραμανλή ακόμα”! Στο κάτω – κάτω τι ήταν ο Καραμανλής για την παράταξη τι της είχε προσφέρει. Μπορεί να είχε κυβερνήσει από το 1955 μέχρι που ”το Παλάτι κατέληξε τελικά να διώξει τον Καραμανλή” το 1963 και εδώ που τα λέμε καλά του έκανε αφού ήταν ”παλιός σοσιαλιστής, άνθρωπος από αγροτική οικογένεια…”! Ο Παπαχελάς παρατηρεί ότι ήταν ”Απρόσμενη -αλλά ευεξήγητη- ήταν η στήριξη από ένα κομμάτι της συντηρητικής παράταξης με το οποίο δεν είχε ιδιαίτερη ιδεολογική συγγένεια” αλλά δεν έχει δίκιο. Για όποιον έζησε το κλίμα και γνώρισε τις αιτίες της πόλωσης της δεκαετίας του ’80  δεν ήταν καθόλου ανεξήγητη η στήριξη και ο φανατισμός. Να σημειώσουμε ότι σε αυτό το κλίμα οφείλεται και η μεγάλη ενδυνάμωση της ΟΝΝΕΔ, των κομματικών οργανώσεων και του συνδικαλιστικού τμήματος ήδη επί Αβέρωφ.

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ”ευεξήγητη”, του Παπαχελά, για την στήριξη κυρίως από την ”ακροδεξιά” πτέρυγα του Κ.Μ., ένα μόνο μέρος οφείλεται στον φανατισμό ως αντίδραση στην δράση και την ρητορική του ΠΑΣΟΚ. Σε σημαντικό βαθμό όπως αναλύθηκε και θα τεκμηριωθεί περαιτέρω και  στην συνέχεια οφείλεται στην έντεχνη καλλιέργεια του αισθήματος του κοινού ”εχθρού” στο πρόσωπο ενός πολιτικού που ”αδίκησε” τον Κωνσταντίνο, που ”είχε μίσος εναντίον του βασιλέα” και ”ήθελε να του βγάλει το μάτι”, που φυλάκισε τους Απριλιανούς. Ενός πολιτικού που ήταν ύποπτος για ”ημιαριστερές” και ”σοσιαλιστικές” αποκλίσεις. Λογικά σε αυτούς τους λόγους, τους οποίους ο Κ.Μ. καλλιεργεί και προβάλει,  οφείλεται η διαπίστωση, πάντα σύμφωνα με τον ίδιο, ότι τον αγκάλιασε κυρίως η Ακροδεξιά: ”Ιδίως με αγκάλιασε εκείνο που ονομάστηκε στη συνέχεια ή και ονομαζόταν τότε Ακροδεξιά”!!!

Η αρχή των εκκαθαρίσεων.

Ο Μητσοτάκης γνώριζε ότι δεν αρκούσε η επικράτηση, συγκυριακά, και με διάφορα μέσα σε μια κοινοβουλευτική ομάδα που δεν την εξουσίαζε. Σε μια κοινοβουλευτική ομάδα στην οποία περιλαμβάνονταν ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Όταν προκηρύσσονται οι εκλογές, οκτώ μήνες μετά την ανάληψη της αρχηγίας στην ΝΔ του παρουσιάζεται η χρυσή ευκαιρία. Να διευρύνει τον έλεγχό του στην παράταξη κάνοντας εκκαθαρίσεις. Ο Ανδρέας, με την εξαπάτηση του Καραμανλή και με την επιβολή της λίστας στις βουλευτικές εκλογές, του κάνει δύο τεράστια δώρα. Πρώτον πυροδοτεί τον φανατισμό με στόχο προφανώς του ΠΑΣΟΚ αλλά ταυτόχρονα ευνοεί και την συσπείρωση της ΝΔ. Δεύτερον με την λίστα ενισχύει τον πειθαναγκασμό στο δικό του κόμμα του οποίου η συνοχή είχε κλονιστεί κατά την προεδρική εκλογή. Απαιτήθηκε η σαφώς αντισυνταγματική χρήση των έγχρωμων ψηφοδελτίων για την εκλογή Σαρτζετάκη, θεωρήθηκε έγκυρη η αμφιλεγόμενη ψήφος Αλευρά(διατελούσε χρέη Π.τ.Δ.) αλλά παρ’ όλα αυτά η εκλογή υπήρξε οριακή και με απώλειες πέντε ψήφων από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Συγκεκριμένα με 180 υπέρ σε σύνολο 185. Η λίστα όμως αποτελεί ”θείο δώρο” για τον Κ.Μ. όντας εργαλείο για εκκαθαρίσεις. Ο Μητσοτάκης, όπως κάνει συχνά, ερμηνεύει τα γεγονότα αντιστρόφως.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του ”Ο Ανδρέας έκανε ό,τι μπόρεσε για να μου κόψει τον δρόμο. Πρώτον, έκανε πρόωρες εκλογές, για να μην προλάβω εγώ ως αρχηγός να σταθώ”. Η αλήθεια είναι ότι ο Αντρέας έκανε πρόωρες εκλογές για τον ίδιο λόγο που εξαπάτησε τον Καραμανλή και επέλεξε ειδικά τον Σαρτζετάκη. Προφανώς το έκανε για να ενισχύσει το ΠΑΣΟΚ αλλά ταυτοχρόνως ευνοούσε και τον Μητσοτάκη αφού συσπείρωνε και φανάτιζε τους ψηφοφόρους της ΝΔ. Η επιλογή μάλιστα του Σαρτζετάκη παγίδευσε και το ΚΚΕ να ψηφίσει για πρόεδρο έναν ακραιφνή αντικομουνιστή όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια. Αλλά εκεί που ο Κ.Μ. κάνει το άσπρο μαύρο είναι στο θέμα της λίστας. Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους άλλαξε τον εκλογικό νόμο ο Αντρέας, αυτός που ευνοήθηκε περισσότερο ήταν ο πρόεδρος της ΝΔ. Η λίστα του έλυσε τα χέρια για να προχωρήσει στις πρώτες εκκαθαρίσεις. Ο φανατισμός, που είχε απογειωθεί μετά την εξαπάτηση Καραμανλή και την εκλογή Σαρτζετάκη, δεν άφηνε περιθώριο για διαμαρτυρίες και διαφοροποιήσεις. Έτσι φροντίζει να ”ράψει κοστούμι” στα μέτρα των σκοπιμοτήτων του. Με πρόσχημα την ανανέωση θέτει όριο ηλικίας τα εβδομήντα χρόνια. Πέντε χρόνια μετά θα γίνει πρωθυπουργός σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών.

Γιατί το κάνει αυτό σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του; Γιατί είχε αναλάβει υποχρέωση ”Επίσης, αυτοί στους οποίους είχα αναλάβει υποχρέωση, όπως ήταν π.χ. οι αδελφοί Μπουλούκοι, έπρεπε να βγουν ”!!! Τι υποχρέωση είχε αναλάβει απέναντι στον ηγέτη του ”Ασπίδα”; Της οργάνωσης που υπήρξε η αιτία, ή μήπως απλώς η αφορμή, για την πολιτική αναταραχή που οδήγησε στην Χούντα; Είχε υποχρέωση απέναντι στους αδελφούς Μπουλούκους και γι’ αυτό δεν σεβάστηκε προσωπικότητες σαν τον Π. Κανελλόπουλο ή τον Παπακωνσταντίνου; Όταν μάλιστα του το είχε ζητήσει και ο Καραμανλής; ”Ειδικότερα το θέμα του Παπακωνσταντίνου πήρε μία περίεργη τροπή διότι με κάλεσε ο Καραμανλής και μου είπε: “Να βάλεις τον Παπακωνσταντίνου”, […] Μου λέει: “Σου λέω εγώ να τον βάλεις.” Του απάντησα: “Αν δεν μου το ζητήσει δεν τον βάζω, αν μου το ζητήσει θα τον βάλω”.”! Και όχι μόνον αλλά ο άθλιος έγινε και αιτία να στεναχωρηθεί γιατί όπως δηλώνει: ”Είχα μεγάλο πρόβλημα με τον Παναγιώτη τον Κανελλόπουλο, ο οποίος πολύ με στεναχώρησε. Τον επισκέφτηκα ο ίδιος και του εξήγησα ότι δεν θα ήταν στο ψηφοδέλτιο. Ήμουν υποχρεωμένος την ώρα που ο Παπακωνσταντίνου δεν έμπαινε στο ψηφοδέλτιο, δεν μπορούσα να βάλω τον Κανελλόπουλο και πολλούς άλλους φίλους μου, διότι κατά σύμπτωση περνούσαν τα 70 χρόνια. Ήταν όλοι οπαδοί μου, μου δημιούργησαν μεγάλο πρόβλημα”. Τι σου κάνουν οι συμπτώσεις μερικές φορές, πόσο πολύ σε στεναχωρούν! Και, ήταν όλοι οπαδοί του, αναμφίβολα.

Στις εκλογές η δύναμη της ΝΔ αυξάνεται κατά 11 βουλευτές(από 115 σε 126). Μεταξύ αυτών οι αδελφοί Μπουλούκοι και οι άλλοι απέναντι στους οποίους ”είχε αναλάβει υποχρέωση”. Όπως όμως έχουμε κατανοήσει βαθειά μέχρι τώρα δεν τους είχε και ανάγκη αφού, ακόμα και οι αποκλεισμένοι, ”ήταν όλοι οπαδοί του”! Σε αυτό το κλίμα της ακραίας πόλωσης με το ΠΑΣΟΚ, την οποία ενισχύει η αντιμετώπιση σε προσωπικό επίπεδο του Μητσοτάκη από τον Παπανδρέου που τον χαρακτηρίζει ”εφιάλτη”, συνεχίζονται οι εκκαθαρίσεις. Τον Ιούλιο έρχεται η σειρά του Ι. Μπούτου και του Δ. Λιβανού. Ενώ η εκλογή του στην ηγεσία είναι πρόσφατη(1-9-1984) και ελέγχει πλέον την κοινοβουλευτική ομάδα ο Μητσοτάκης στις 24 Αυγούστου θέτει θέμα επανεκλογής του. Από την διαδικασία απέχουν ο Στεφανόπουλος και άλλοι. Ο Κ.Μ. λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από 82 βουλευτές. Λίγες μέρες μετά ο Στεφανόπουλος αποχωρεί από την Ν.Δ. ακολουθούμενος από άλλους 9 βουλευτές. Απαλλαγμένος από τους πολιτικούς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για την ηγεσία του συνεχίζει ανενόχλητος.

Η εκκαθάριση συνεχίζεται με την διαγραφή του Αναστάση Παπαληγούρα -γιού του παλιού του φίλου με τον οποίο συνωμοτούσε το ’58 για την ανατροπή του Καραμανλή- με αφορμή ένα άρθρο του τελευταίου σε εφημερίδα. Προφανώς στόχος δεν ήταν ο ευπρεπής και χαμηλού προφίλ Ανάστασης αλλά ο πεθερός του Γεώργιος Ράλλης ο οποίος ως τότε είχε διαφύγει από τις εκκαθαρίσεις. Πράγματι ο στόχος επιτυγχάνεται αφού  ο Ράλλης ανεξαρτητοποιείται. Στις εκλογές του ’89 που ακολουθούν δεν πολιτεύεται. Στις δεύτερες εκλογές του ίδιου χρόνου ο Μητσοτάκης, διαπιστώνοντας ότι η ΝΔ απείχε –λόγω του βρώμικου εκλογικού νόμου που είχε ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ- από την αυτοδυναμία, τον καλεί να πολιτευτεί. Ο πρώην πρωθυπουργός, δίνοντας προτεραιότητα στα συμφέροντα της χώρας επανέρχεται στην πολιτική. Παραιτείται οριστικά, παραδίνοντας την βουλευτική του έδρα, στις 29 Μαρτίου του 1993 και αποχωρεί από τα πολιτικά πράγματα.

Στην αποχώρηση τον οδηγούν και οι διαφωνίες με πλευρές της ασκούμενης πολιτικής αλλά και η εσωκομματική συμπεριφορά και διαχείριση του Μητσοτάκη. Παρά την αναιμική κοινοβουλευτική πλειοψηφία ο πρωθυπουργός εκπαραθυρώνει τα πιο επιφανή μέλη του Υπουργικού του Συμβουλίου, τους Μ. Έβερτ, Α. Κανελλόπουλο και Σ. Δήμα συνεχίζοντας την πολιτική των εκκαθαρίσεων. Ταυτόχρονα συνεχίζοντας και την πολιτική που, με τον πιο ωμό τρόπο, είχε εκδηλωθεί με την απομάκρυνση των παλιών στελεχών για χάρη των ηγετών του ”Ασπίδα” προωθεί στο κόμμα, στην κοινοβουλευτική ομάδα και στην κυβέρνηση δικούς του με αδίστακτο τρόπο. Είναι χαρακτηριστική, όχι μόνον η βουλευτική εκλογή των δύο πρώτων επί ηγεσίας του προέδρων της ΟΝΝΕΔ(κατά σύμπτωση… Κρητικών) αλλά και η συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Χαρακτηριστική είναι επίσης η υπουργοποίηση της Ντόρας Μπακογιάννη. Όμως η πολιτική τα έφερε έτσι και δέχθηκε το χτύπημα από εκεί που δεν το περίμενε. Όχι από τους Καραμανλικούς που έχει βάλει στο στόχαστρο.

Το ”πάθος” και η ”ένταση” πάλι στο προσκήνιο.

Η σύντομη ιστορική αναδρομή ήταν αναγκαία παρέκκλιση από την αφήγηση. Επανερχόμαστε στα ”απομνημονεύματα”. Αφηγείται ο Κ.Μ. ”Έκανα τον Καραμανλή έτσι πρόεδρο της Δημοκρατίας, διότι εκεί χρειάζεται η απλή πλειοψηφία, ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες χρησιμοποίησα αυτή τη μέθοδο. Για να κάνω τον Καραμανλή πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αλλιώς δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει ο Καραμανλής πρόεδρος της Δημοκρατίας.” αλλά ποια ήταν τα δεδομένα; Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου σχηματίστηκε η Οικουμενική. Η κυβέρνηση του ”τι κάνεις Κώστα μου” και του ”είσαι καλά Αντρέα μου” στην οποία οι δύο άσπονδοι εχθροί γλυκομιλούσαν ο ένας στον άλλο. Η θητεία της μπορούσε να παραταθεί όσο ήθελαν και συμφωνούσαν τα κόμματα. Ακόμα και αν διαφωνούσε το ΚΚΕ τα άλλα δύο κόμματα μπορούσαν να παρατείνουν την ζωή της όσο ήθελαν. Τον Μάρτιο του ’90 όμως έληγε η θητεία του Σαρτζετάκη. Συνεπώς έπρεπε να υπάρξει διαδικασία εκλογής Π.τ.Δ.. Αν προτεινόταν κάποιος αποδεκτός από το ΠΑΣΟΚ και υπερψηφιζόταν δεν θα υπήρχε δικαιολογία για πρόωρες εκλογές. Θα έπρεπε κάποιος να αναλάβει την ευθύνη να ρίξει την κυβέρνηση. Αν δεν γινόταν αυτό θα παρατεινόταν η υπάρχουσα κατάσταση και ο Κ.Μ. θα παρέμενε μακριά από την γη Χαναάν, μακριά από την πρωθυπουργία. Με ποσοστό 46,19% και με 148 βουλευτές ήταν μια ανάσα από την ”πηγή” και δεν μπορούσε να ξεδιψάσει. Ήθελε λοιπόν εκλογές πράγμα που είναι απολύτως κατανοητό. Τις ήθελε πάση δυνάμει. Αντί να έχει την γενναιότητα να πει την αλήθεια προσπαθεί να χρεώσει τον Καραμανλή ”ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες χρησιμοποίησα αυτή τη μέθοδο. Για να κάνω τον Καραμανλή πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αλλιώς δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει ο Καραμανλής πρόεδρος της Δημοκρατίας”! Πιο κάτω αφηγείται ”Τον Καραμανλή τον έκανα πρόεδρο παρά το γεγονός ότι είχε δηλώσει πως δεν ήθελε να γίνει. Είναι άλλη ιστορία αυτή. Εμένα προσωπικά δεν μου το είχε πει διότι ίσαμε εκεί δεν απετόλμησε.”. Δεν του είχε πει, γιατί δεν θα τολμούσε, αλλά… είχε ακούσει να το λένε. Έτσι ”έκανα τον Καραμανλή για δεύτερη φορά πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δύο φορές τον έκανα. Χωρίς εμένα δεν θα γινόταν ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη, αλλά ειδικά τη δεύτερη φορά, εκατό τοις εκατό. Θα μπορούσα θαυμάσια να κάνω τον Τζαννετάκη”! Ακόμα και να ήταν έτσι που δεν είναι ούτε στιγμή δεν αναρωτιέται που θα ήταν αυτός, που θα ήταν όλοι οι δικοί του, αν δεν ήταν ο Καραμανλής. Όσον αφορά τη δήλωση ότι ”Θα μπορούσε θαυμάσια να κάνει τον Τζαννετάκη” υπάρχουν και καλύτερα ανέκδοτα.

Ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο, χρεώνει στον Έβερτ και την ”καραμανλική πτέρυγα” δυσπραγία στην υπόθεση της πώλησης των αστικών συγκοινωνιών. Αφηγείται: ”Εγώ είχα πρόβλημα διότι στην κυβέρνηση αυτή δεν συμφωνούσαν όλοι με τη δική μου τακτική. Υπήρχε πάντοτε η πτέρυξ η μία, η οποία στην ουσία ήταν η παλιά καραμανλική πτέρυγα, η παλιά ελληνική Δεξιά, η οποία δεν συμφωνούσε τουλάχιστον στην έκταση και τους ρυθμούς που εγώ ήθελα, με βασικό εκφραστή τον Έβερτ. Το θέμα των λεωφορείων της αστικής συγκοινωνίας της Αθήνας, το οποίο ήταν το πιο δύσκολο θέμα που έλυσε η κυβέρνησή μου, κανείς δεν το θυμάται, αλλά ήταν πάρα πολύ δύσκολο, εγώ είδα ότι δεν μπορεί να το λύσει ο όποιος υπουργός Συγκοινωνιών ήταν τότε, χρειαζόταν να ανατεθεί σε υψηλότερα ιστάμενο και αρχικά το είχα αναθέσει στον Έβερτ, υπουργό Προεδρίας τότε. Ο οποίος Έβερτ πούλησε ταχύτατα, διαπραγματεύτηκε, τηλεφώνησε και μου χάλασε τη δουλειά.”. Ο Έβερτ ήταν λοιπόν ο αρχηγός των ”ανταρτών”, αλλά τι ”πούλησε ταχύτατα” και σε πιο σημείο αυτό ήταν αντίθετο με τους ”ρυθμούς που αυτός ήθελε”; Ποιος έφταιγε που σε τρία μόλις χρόνια διακυβέρνησης έκανε τρείς ανασχηματισμούς; Ποιος έφταιγε που άλλαξε τέσσερις Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, τέσσερις Υπουργούς Βιομηχανίας και αρκετές δεκάδες άλλες αλλαγές Υπουργών και Υφυπουργών; Αλλά θα επανέλθουμε αφού πρώτα σχολιάσουμε το ”αφήγημα” για την δίκη του Αντρέα.

Η δίκη του Αντρέα και οι εκδότες που ”αλλαξοπίστησαν”.

Ο Μητσοτάκης αφηγείται; ”Εγώ δεν εκίνησα το δακτυλάκι μου για να καταδικαστεί ο Ανδρέας. Το μικρό μου δακτυλάκι αν κινούσα ο Ανδρέας θα καταδικάζετο. Αντίθετα εγώ ήθελα δύο πράγματα ξεκάθαρα. Η παρέμβασή μου στη Δικαιοσύνη είχε δύο σκέλη. Μετέδιδα το μήνυμα: Θα κάνετε ό,τι νομίζετε κατά συνείδηση, αλλά δύο πράγματα δεν δέχομαι. Δεν δέχομαι ο Ανδρέας να μπει φυλακή και δεν δέχομαι να στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα.”. Ομολογώ ότι μπερδεύομαι λίγο. Τι σημαίνει το ”αν κινούσα το δακτυλάκι μου ο  Ανδρέας θα καταδικάζετο”; Δύο εκδοχές βρίσκω, ή ότι ο Αντρέας ήταν ένοχος και, κακώς, οι δικαστές τον απάλλαξαν, ή ότι είχε την δυνατότητα, αν και ήταν αθώος, ”κουνώντας το δαχτυλάκι του”, να παρέμβει στους δικαστές για να τον καταδικάσουν. Δηλώνει βέβαια ότι η ”παρέμβασή του στη Δικαιοσύνη” είχε στόχο να μην πάει φυλακή και να μην στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Να θυμίσουμε ότι η δίκη αφορούσε τις ευθύνες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την υπεξαίρεση δεκάδων δισ. εκ μέρους του Κοσκωτά από την τράπεζα Κρήτης και τις καταγγελίες για μίζες πολλών εκατομμυρίων. Δηλώνει ακόμα ότι: ”Τα πρακτικά της δίκης ακόμα δεν έχουν δημοσιευτεί. Θα τα πάρω στο αρχείο μου, φαντάζομαι, να σώσω όλα τα πρακτικά, όλη τη δίκη όπως έγινε. Κοιτάζοντας τα πρακτικά, βλέπω ότι εκείνο που έσωσε τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ ήταν ο θάνατος του Κουτσόγιωργα”. Δεν έχουν δημοσιευθεί τα πρακτικά αλλά τα κοιτάζει! Προφανώς βλαστημάει την τύχη του που πέθανε ο Κουτσόγιωργας γιατί αυτό ”έσωσε τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ”.

Αφού λοιπόν ”σώθηκαν ο Ανδρέας και το ΠΑΣΟΚ”, λόγω του θανάτου του Κουτσόγιωργα κατά την διάρκεια της δίκης, ”έμεινε κατηγορούμενος μόνο ο Τσοβόλας, ο οποίος ήταν έντιμος άνθρωπος, άψογος και με πολλή αξιοπρέπεια μετέφερε το βάρος του Ανδρέα. Έκανε πράγματι παράβαση του νόμου, αλλά δεν ήθελα εγώ να δικαστεί ο Τσοβόλας, ήρθε εκ των πραγμάτων, το έφεραν τα πράγματα έτσι ώστε να δικαστεί ο Τσοβόλας. Υπήρχε το πρόβλημα αν έπρεπε να δικάσουμε μαζί και τον Κοσκωτά. Εγώ έδωσα την εντολή να χωρίσουν οι δίκες. Εκ των υστέρων βλέπω ότι αν είχαμε δικάσει μαζί και τον Κοσκωτά, η δίκη θα ήταν τελείως αλλιώτικη”. Η κακιά η τύχη το έφερε να πεθάνει ο Κουτσόγιωργας και να μείνει ο Τσοβόλας να σηκώσει ”το βάρος του Ανδρέα”! Είχε κάνει ”πράγματι παράβαση του νόμου” αλλά ο Κ.Μ. δεν ήθελε να δικαστεί. Δηλώνει ακόμα ότι ”έδωσε την εντολή” να χωρίσουν οι δίκες του Κοσκωτά και των πολιτικών αλλά δεν ξεκαθαρίζεται σε ποιόν εδόθη η ”εντολή” και με ποιά αρμοδιότητα. Επίσης, αφού ”εκ των υστέρων” είδε ότι, αν δεν είχαν χωριστεί οι δίκες, η δίκη των πολιτικών ”θα ήταν τελείως αλλιώτικη”, προφανώς εννοώντας καταδικαστική για τον Αντρέα, μάλλον μετανιώνει για την ”εντολή που έδωσε”.

Μετά τον θάνατο του Κουτσόγιωργα και την μη άρση της ασυλίας του Ρουμελιώτη από την Ευρωβουλή παρέμειναν κατηγορούμενοι οι Παπανδρέου, Πέτσος και Τσοβόλας. Οι δύο τελευταίοι καταδικάζονται σε εξαγοράσιμες ποινές φυλάκισης και προσωρινή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Ο Αντρέας αθωώνεται με ψήφους επτά υπέρ έναντι έξι. Ο Μητσοτάκης αφηγείται ”Δεν ήμουν βέβαιος διότι η υπόθεση “έπαιξε”. Ήμουν βέβαιος για τα δύο αυτά πράγματα, ότι ο Ανδρέας δεν θα πήγαινε φυλακή και ότι δεν θα στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά το αν θα δικαζόταν με αναστολή ή όχι, με συνέργεια φυσικά, δεν μπορούσα να το ξέρω. Το θεωρούσα 50-50. Και πράγματι η υπόθεση μέχρι τέλους έπαιξε, είναι μία ιστορία. Κάποτε θα γίνει γνωστή”. Είχε, κατά την δήλωσή του, παρέμβει στην Δικαιοσύνη για να μην πάει φυλακή, αλλά δεν θα είχε πρόβλημα αν είχε καταδικαστεί με αναστολή, αρκεί να μην του στερούσαν τα πολιτικά του δικαιώματα, γιατί και γι’ αυτό είχε παρέμβει στην Δικαιοσύνη. Όταν ο Παπαχελάς του λέει ότι ”Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παρμενίωνα Τζίφρα, αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, που υποστήριξε την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ένας δικαστής άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή.” ο Μητσοτάκης απαντά ”Και γιατί; Και πώς; Πώς άλλαξε γνώμη; Αυτό δεν το λέει ο Τζίφρας και δεν θέλω να το πω και εγώ. Δύο άλλαξαν την τελευταία στιγμή”. Δεν μας το είπε ο Τζίφρας αλλά δεν μας το μαρτύρησε και αυτός, μας άφησε με την απορία.

Συνεχίζει ”Εγώ δεν κίνησα το δαχτυλάκι μου για να καταδικαστεί ο Ανδρέας. […] Η δίκη πάντως δεν έβλαψε τον Ανδρέα, ένα περίεργο πράγμα. Και δεν τον έβλαψε παρά το γεγονός ότι όλα αυτά που είπαμε αποδείχτηκαν. Όχι για τον Αντρέα, αλλά ακόμη και για τον Ανδρέα η απόφαση μη νομίζεις ότι ήταν στην ουσία αθωωτική. Και λέω στην ουσία, διότι οι επτά δικαστές που τον αθώωσαν έναντι των έξι που ήταν καταδικαστικοί, δεχτήκαν ότι οι βαλίτσες πήγαν στο Καστρί, αλλά δεν θεώρησαν δεδομένο ότι ο Ανδρέας και λόγω της κατάστασης της υγείας του τότε, ήταν εκείνος που επωφελήθηκε, ότι ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτό το πράγμα. Ήταν αθώος λόγω αμφιβολιών, για μια ψήφο, αλλά όλα αυτά δεν μέτρησαν. Εκείνο που μέτρησε ήταν ότι ο Ανδρέας δεν δικάστηκε”. Δεν καταδικάστηκε και, σύμφωνα με τον Μητσοτάκη ένα ”περίεργο πράγμα” η δίκη και όλη η υπόθεση ”δεν έβλαψε τον Ανδρέα” αφού στις εκλογές του 1993 ήταν νικητής με 46,88%. Είναι φανερό ότι ο Κ.Μ. ήταν σίγουρος ότι το σκάνδαλο Κοσκωτά αποτελούσε το πολιτικό τέλος του Αντρέα, ανεξάρτητα από το αν θα καταδικαζόταν ή όχι. Είναι φανερό ότι θεωρούσε δεδομένη την ενοχή του και μάλλον θα ήταν ενθουσιασμένος με μια καταδίκη με αναστολή εκτέλεσης.

Είχε λογαριάσει όμως λογαριάσει χωρίς τους ”συνοδοιπόρους”, στην υπόθεση Κοσκωτά, εκδότες. Οι τελευταίοι είχαν ξεσηκωθεί όχι για να προστατέψουν την Δημοκρατία, την δικαιοσύνη και τα χρήματα του δημοσίου και των πολιτών από τον Κοσκωτά αλλά για να διαφυλάξουν την δική τους επικυριαρχία. Όταν ο Κοσκωτάς εξουδετερώθηκε η στάση τους άλλαξε. Ο Μητσοτάκης αναφέρεται στην αλλαγή στάσης του εκδότη του ΔΟΛ Χρήστου Λαμπράκη, αλλά και όλων των εκδοτών απέναντι στον Ανδρέα ”Ο Λαμπράκης, ο Μπόμπολας, ο Τεγόπουλος ήταν κατά τρόπο απαράδεκτο εχθρικοί προς τον Ανδρέα, δηλαδή υβριστικοί, ακραίοι. Τα έπαιζαν όλα για όλα. Αυτοί οδήγησαν εκεί που πήγε ο τόπος γιατί αυτοί δημιούργησαν την κοινή γνώμη, αυτοί συνετέλεσαν στο να δεσμευτούμε εμείς τουλάχιστον. Σου λέω εγώ ότι τη δέσμευση την οποία είχα δώσει, θα την εκπλήρωνα, θα ανταποκρινόμουν. Αυτοί όμως πίεσαν και στη συνέχεια, ενώπιον του δικαστηρίου, τα γύρισαν. Οι εκδότες όλοι που είχαν τρομοκρατηθεί από τον Κοσκωτά και κατηγορούσαν εμένα ότι δεν είμαι αρκετά εχθρικός προς τον Κοσκωτά και με παρακολουθούσαν μήπως τυχόν έχω έρθει σε επαφή με τον Κοσκωτά. Και γιατί να μην είχα έρθει; Ήταν και αυτός ένας Έλληνας πολίτης ίσαμε τότε. Δεν ξέραμε ότι ήταν απατεώνας τότε. Αυτοί όλοι μετά άλλαξαν τις καταθέσεις τους. Αν ο ανακριτής τούς είχε καλέσει να δώσουν γραπτές καταθέσεις τότε που ήταν κατήγοροι, το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν διαφορετικό. Αλλά κάποτε πρέπει να ασχοληθεί κάποιος γιατί κι εγώ δεν μπορώ να σου πω ότι έχω την πλήρη εικόνα τού πώς διεξήχθη η δίκη. Γι’ αυτό, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σώσω τα πρακτικά, τα οποία είναι τόμοι ολόκληροι, ώστε κάποιοι στο μέλλον να ερευνήσουν και να δουν”. Οι εκδότες λοιπόν ήταν ”κατά τρόπο απαράδεκτο […] υβριστικοί, ακραίοι. Τα έπαιζαν όλα για όλα.” και συνεχίζει ο Μητσοτάκης ”εγώ ότι τη δέσμευση την οποία είχα δώσει, θα την εκπλήρωνα, θα ανταποκρινόμουν. Αυτοί όμως πίεσαν και στη συνέχεια, ενώπιον του δικαστηρίου, τα γύρισαν”! Ποια δέσμευση είχε δώσει και σε ποιους; Ποιους πίεσαν οι εκδότες; Αλλά ήταν και ο ανακριτής ανίκανος ή άσχετος γιατί ”Αν ο ανακριτής τούς είχε καλέσει να δώσουν γραπτές καταθέσεις τότε που ήταν κατήγοροι, το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν διαφορετικό”! Δηλαδή ο Αντρέας θα είχε καταδικαστεί. Το μέλλον θα άλλαζε.

Το ”παιχνίδι” δεν ήταν στημένο, ήταν χαμένο.

Είναι γεγονός ότι, αν το αποτέλεσμα της δίκης ήταν διαφορετικό, αν δεν είχε πεθάνει ο Κουτσόγιωργας, αν δεν είχαν ”αλλαξοπιστήσει” οι εκδότες, αν… η ιστορία μπορεί να ήταν διαφορετική. Η ιστορία όμως γράφεται με γεγονότα και όχι με αν. Τα ”αν” είναι οι δικαιολογίες, τα άλλοθι και η παρηγοριά των ηττημένων. Η κυβέρνηση της ΝΔ έπεσε τον Σεπτέμβριο του 1993, λόγω της απόσχισης των βουλευτών Σ. Στεφανόπουλου και Γ. Συμπιλίδη  αλλά είχε ήδη χάσει το τραίνο. Τα εκλογικά αποτελέσματα της 10ης Οκτωβρίου αυτό δείχνουν. Ακόμα και αν αθροίσουμε τα ποσοστά της ΝΔ(39,30%) και της ΠΟΛΑΝ(4,88%) το άθροισμα υπολείπεται αυτού που πήρε το ΠΑΣΟΚ(46,88%) κατά 2,7%.. Το ΚΚΕ, πληρώνοντας τις εξελίξεις στο Ανατολικό Μπλοκ αλλά και την συμμετοχή του στα πολιτικά δρώμενα της διετίας ’89-‘90 πέφτει από το 13,13% στο 4,88%. Η ΝΔ δεν επικέντρωσε την κριτική της στο μείζον, που ήταν η πολιτική διαχείριση της εξουσίας από το ’81 έως το ’89 και αυτό ήταν μοιραίο λάθος με ανυπολόγιστες πολιτικές συνέπειες. Δεν αναδείχθηκε και δεν ”χρεώθηκε” στους υπαίτιους αυτό που επεσήμανε στον Αντρέα το 1988 ο Α. Λάζαρης: ”έχει εγκατασταθεί στο τιμόνι της οικονομίας ο αυτόματος πιλότος του Δημοσίου Χρέους και των άλλων ανελαστικών δαπανών” φέρνοντας την χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.

Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το πολιτικό στοίχημα γύρω από το, αναμφισβήτητο, σκάνδαλο Κοσκωτά έχει χαθεί τόσο για την ΝΔ όσο και για την Αριστερά. Κερδισμένοι οι εκδότες οι οποίοι, εκτός από την εξόντωση του εχθρού τους, αποκομίζοντας παράλληλα και ραδιοτηλεοπτικά ”βαρέα όπλα” έγιναν κυρίαρχοι των εξελίξεων. Εκτός από αυτούς ο μεγάλος κερδισμένος είναι το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά ο Αντρέας Παπανδρέου. Τα πολιτικά εγκλήματα της δεκαετίας του ’80, στην οικονομία, στη Δημόσια Διοίκηση, στις αρχές και τις ηθικές αξίες της κοινωνίας έμειναν στο απυρόβλητο. Δύο ακόμα αιτίες ήταν οι εκκαθαρίσεις της πενταετίας ’84-’89 στην ΝΔ. Μπορεί λόγω της ακραίας πόλωσης να μην έγιναν αισθητές, μπορεί το κόστος να μην ήταν τόσο μεγάλο όσο θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση, αλλά κόστος υπήρξε και ήταν κρίσιμο. Η απουσία παλιών, πεπειραμένων και καταξιωμένων στελεχών κόστισε, αλλά  και η διαχείριση της εξουσίας κάθε άλλο παρά με ιδανικό τρόπο έγινε συμβάλλοντας στην ήττα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην διάρκεια της τριετούς διακυβέρνησης έγιναν τρείς ανασχηματισμοί. Δηλαδή ο κύκλος κάθε κυβερνητικού σχήματος ήταν ετήσιος. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 20 υπουργούς του αρχικού σχήματος οι μισοί δεν ήταν στην τελική σύνθεση. Επρόκειτο μάλιστα για κορυφαία στελέχη μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν οι Έβερτ, Κανελλόπουλος, Σαμαράς, Δήμας, Παπακωνσταντίνου, Γιαννάκου, κ.λπ.. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ένας υπουργός έμμεινε αδιαλείπτως στο ίδιο υπουργείο, ο Α. Καλαντζάκος στο Υπουργείο Εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κρίσιμα υπουργεία οι υπουργοί άλλαζαν σαν τις βάρδιες στην σκοπιά. Ενδεικτικά από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας πέρασαν τέσσερις υπουργοί(Σουφλιάς, Μητσοτάκης, Χριστοδούλου, Μάνος) και από το Υπουργείο Βιομηχανίας άλλοι τόσοι(Δήμας, Ανδριανόπουλος, Παλαιοκρασάς, Κοντογιαννόπουλος). Την ίδια στιγμή που κορυφαία στελέχη έμπαιναν στο στόχαστρο και στο περιθώριο, φροντίζοντας μάλιστα με τους ελεγχόμενους μηχανισμούς να τους διαβάλουν και στους οπαδούς της ΝΔ, επιχειρείται  να δημιουργηθεί μια νέα και ελεγχόμενη κάστα στελεχών. Μεταξύ αυτών που μετέχουν στο τελευταίο κυβερνητικό σχήμα ενδεικτικά αναφέρουμε τους δύο πρώην προέδρους της ΟΝΝΕΔ(Μεϊμαράκης, Βουλγαράκης) και κυρίως την κόρη του πρωθυπουργού η οποία ορίζεται Υπουργός Πολιτισμού. Ως συνέπεια, και αυτών των μικροπολιτικών μεθοδεύσεων, η δυσαρέσκεια εκδηλώθηκε κατ’ επανάληψη με παραιτήσεις υπουργών.

Το ”λάθος” και η ”αγαθή προαίρεση”!

Όταν κάνεις ένα λάθος με αγαθές προθέσεις είναι συγχωρητέο πιο εύκολα. Όταν μάλιστα πληρώνεις εσύ το τίμημα του λάθους σου όλοι δείχνουν κατανόηση. Αν όμως το λάθος προέρχεται από υστερόβουλη πρόθεση τότε ταιριάζει περισσότερο το λαϊκό ”πήγαινε γυρεύοντας” και συνεπώς ”τα ‘θελε και τα ‘παθε”! Όπως έχουμε προαναφέρει ο Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι σέβεται τις υποχρεώσεις του. Λόγω αυτού του ”σεβασμού” απέκλεισε κορυφαία παραδοσιακά στελέχη της παράταξης, προς χάριν των αδελφών Μπουλούκου έναντι των οποίων ”είχε αναλάβει υποχρέωση” και συνεπώς ”έπρεπε να βγουν”! Παρόμοια υποχρέωση είχε και έναντι του Αβέρωφ που ήταν και φίλος του γι’ αυτό έκανε το λάθος να κάνει τον Σαμαρά Υπουργό  εξωτερικών ”Έκανα λάθος με τον Αντώνη τον Σαμαρά. […] Ήταν το αγαπημένο παιδί του μακαρίτη του Αβέρωφ. Εγώ με τον Αβέρωφ είχα στενή φιλία και υποχρέωση”. Όλα κι όλα, μπορεί τις υποχρεώσεις του στον Καραμανλή να μην τις αναγνωρίζει, το αντίθετο μάλιστα αισθάνεται εξαπατημένος πιστωτής και όχι οφειλέτης, αλλά προς όλους τους άλλους ξεπληρώνει τις υποχρεώσεις του με τόκο. Έτσι λοιπόν έκανε τον Σαμαρά ΥΠΕΞ προς χάριν της μνήμης του Αβέρωφ. Ομολογεί ότι ήταν λάθος του μέγα αλλά ”Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι ένα παιδί τόσο νέο, που τον προώθησα τόσο πολύ, θα σήκωνε κεφάλι και θα δημιουργούσε θέμα. Λάθος μου μέγα”. Εκτός από την ”υποχρέωση στον Αβέρωφ όμως η προώθηση Σαμαρά οφειλόταν και στο γεγονός ότι ”Ήξερε καλά αγγλικά, ήταν παρουσιάσιμος και είχα την πεποίθηση ότι θα ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος θα εκτελούσε τη δική μου πολιτική. Το θεωρούσα αυτονόητο ότι θα ήταν ο άνθρωπός μου. Γιατί εγώ έκανα την εξωτερική πολιτική επί κυβερνήσεως αυτής. Και έκανα λάθος.”. Θεώρησε ότι ο Σαμαράς δεν θα είχε δική του οντότητα. Επί πλέον, παρά την αξεπέραστη ”σοφία” του, την οποία με απαράμιλλη ταπεινότητα και μετριοφροσύνη επιδεικνύει σε όλο το αφήγημά του, έκανε το ”λάθος” να μην υπολογίσει ότι δεν κάνεις ΥΠΕΞ έναν άπειρο πολιτικό 38 ετών όσο ικανός και να είναι. Αλλά πώς να μην κάνει λάθος αφού εκτός από την υποχρέωση στον φίλο του Αβέρωφ, ο Σαμαράς ήταν και ένας φέρελπις ”παρουσιάσιμος” νέος, σχεδόν της ”οικογένειας”. Ομολογεί όμως, ανεπανάληπτο, το λάθος του.

Έκανε λάθος γιατί όπως, εκ των υστέρων, απεδείχθη ”είχε πάρα πολύ κακό χαρακτήρα” και όχι μόνον αυτό αλλά επιπλέον ”ως υπουργός Εξωτερικών ήταν πολύ μέτριος”, όμως, ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του ”η ιδέα ότι ένα παιδί τόσο νέο, που τον προώθησε τόσο πολύ, θα σήκωνε κεφάλι και θα δημιουργούσε θέμα”. Όταν ο Παπαχελάς σημειώνει ότι ”Πολλοί έχουν πει ότι ο Μητσοτάκης έβλεπε τον Σαμαρά ως διάδοχό του” ο Μητσοτάκης τον αντικρούει: ”Όχι, ποτέ. Ποτέ. Ποτέ δεν τον είχα σε εκτίμηση. Και θα σου πω και κάτι άλλο, ότι ο Σαμαράς είναι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να κάνει καμία διαπραγμάτευση. Πικρή εμπειρία έχει αποκτήσει η Ελλάς και τώρα με την τρόικα. Δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτεί ο Σαμαράς. Ποτέ δεν διαπραγματεύτηκε”. Αν όμως, όπως ισχυρίζεται, ποτέ ”δεν τον είχε σε εκτίμηση” γιατί τον έκανε υπουργό εξωτερικών και γιατί τον διατήρησε σε αυτήν την κορυφαία και κρίσιμη κυβερνητική θέση για δύο ολόκληρα χρόνια; Αν ισχύει ότι μετά την απομάκρυνση Σαμαρά πέρασε ”από όλες τις πρωτεύουσες […] πουθενά δεν ήξεραν ότι η γραμμή της Ελλάδας είναι να μην υπάρξει η λέξη “Μακεδονία” στην ονομασία των Σκοπιών; Ο Σαμαράς όχι μόνο δεν το είχε υποστηρίξει, δεν είχε τολμήσει να το πει, να το εκφράσει” πως και του είχε ξεφύγει; αφού λέει ότι ο ίδιος έκανε: ”την εξωτερική πολιτική επί κυβερνήσεως αυτής”!

Επαναλαμβάνει ο Μητσοτάκης ότι ”Ο Σαμαράς δεν είναι σε θέση να κάνει και την πιο στοιχειώδη διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό είναι και τραγωδία σήμερα στην Ελλάδα, που είναι πρωθυπουργός. […] ο ίδιος για διαπραγμάτευση είναι για κλάματα ”. Η δήλωση αυτή έχει μια ιδιαίτερη αξία γιατί επιβεβαιώνει τον χρόνο που έγιναν οι συγκεκριμένες αφηγήσεις. Όταν ο Σαμαράς ήταν πρωθυπουργός, μετά την ήττα της Μπακογιάννη στις εσωκομματικές εκλογές, μετά την υπερψήφιση του πρώτου μνημονίου και την διαγραφή της από την ΝΔ, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του κόμματος ”Δημοκρατική Συμμαχία” που είχε ιδρύσει να έχει αυτόνομη παρουσία στην Βουλή το 2012. Αφηγούμενος τα διαδραματισθέντα στις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών υπό τον Καραμανλή λέει: ”Έλεγε ο Σαμαράς τι πρέπει να κάνει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, τι πρέπει να κάνει ο πρωθυπουργός, τι πρέπει να κάνουν όλοι για να γίνει αυτός αρχηγός του έθνους […] Ο Σαμαράς ήταν ένας φέρελπις νέος, ο οποίος είχε όνειρα από την Πηνελόπη Δέλτα και ο οποίος νόμισε ότι βρήκε τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει μέγας ηγέτης παίζοντας πάνω στη Μακεδονία”!  Ο Σαμαράς λοιπόν νόμισε, σύμφωνα με τον Μητσοτάκη, ότι θα ”γίνει μέγας ηγέτης”.

Ολόκληρο το ”αφήγημα” γύρω από τον χειρισμό του θέματος των Σκοπίων είναι σχοινοτενές(σελ.217 έως σελ.263) και ”κάνει κύκλους” δημιουργώντας σύγχυση. Πίσω από την ”εξιστόρηση” των γεγονότων διαφαίνεται μια συστηματική προσπάθεια να αποποιηθεί, ως συνήθως, τις ευθύνες του. Στο κάτω – κάτω δική του ήταν η κυβέρνηση, αυτός ήταν ο πρωθυπουργός, δική του επιλογή ήταν ο Σαμαράς. Ο Κ.Μ. στήριζε τον Σαμαρά, όπως δηλώνει ο ίδιος, μέχρι και την δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών(13/04/1992). Όταν ο Αντρέας του είπε ”Εσύ δεν έχεις ξεκαθαρίσει. Δεν έχεις πει ποτέ αν δέχεσαι ή δεν δέχεσαι ονομασία με τον όρο ‘Μακεδονία” ο Μητσοτάκης του απάντησε ότι ”στήριζε την πολιτική Σαμαρά μέχρι εκείνη τη στιγμή”. Ο Παπαχελάς γράφει ”Έχει σημασία εδώ, για την καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων, μια μικρή αναδρομή στην έως τότε ιστορία του θέματος, η οποία είχε ως εξής: Στις 25 Ιανουάριου 1991 η Βουλή της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εξέδωσε τη Διακήρυξη Κυριαρχίας. Ήταν η πρώτη πράξη προς την ανεξαρτησία. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ψηφίστηκε στα Σκόπια το νέο Σύνταγμα, όπου αναφερόταν σε «δικαιώματα του μακεδονικού λαού στις γειτονικές χώρες». Η Γιουγκοσλαβία διαλυόταν μπροστά στα μάτια μας, αλλά η Αθήνα μάλλον επέμενε για αρκετό καιρό να εφησυχάζει στην ιδέα ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν τελικά τη διάλυσή της και ο παλιός κόσμος θα διατηρούνταν περίπου άθικτος στη νέα εποχή”. Η Γιουγκοσλαβία διαλυόταν, τα Σκόπια έθεταν υποσημείωση στα κυριαρχικά μας δικαιώματα αλλά η Αθήνα κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.

Παρά τα λάθη, την ανεπάρκεια, τις σκοπιμότητες που καταλογίζει στον Σαμαρά, δηλώνει ότι τον στήριζε μέχρι τον Απρίλιο του ’92. Μετά, όπως υποστηρίζει ο Κ.Μ. ”απελύθη κατά προτροπή του Καραμανλή”! Ο Μητσοτάκης που, ως πρόεδρος της ΝΔ, δεν άκουσε τον Καραμανλή όταν του ζήτησε να βάλει τον Παπακωνσταντίνου στα ψηφοδέλτια, έσπευσε να ικανοποιήσει την προτροπή του για αποπομπή Σαμαρά. Στη συνέχεια, ρίχνοντας όλο το βάρος για το γεγονός ότι η κυβέρνησή του ”πιάστηκε στον ύπνο” στην πυρκαγιά που άναβε στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας στον Σαμαρά, προσπαθεί να φορτώσει τον μουτζούρη και στον Καραμανλή για το αδιέξοδο. Θα το είχε λύσει το θέμα γι’ αυτό, πριν από την σύσκεψη(13/04/1992) ισχυρίζεται ότι του είπε ””Εγώ εσένα θέλω”. Διότι με τον Καραμανλή είχα πλειοψηφία να το λύσω. Χωρίς τον Καραμανλή δεν είχα. Διότι οι βουλευτές οι καραμανλικοί δεν θα ψήφιζαν. […] Στο θέμα των Σκοπιών δεν είχα πλειοψηφία”. Δηλαδή αν ”είχε τον Καραμανλή” θα το είχε λύσει και δεν θα χρειαζόταν να αποπέμψει και τον Σαμαρά τον οποίο στήριζε ”μέχρι εκείνη τη στιγμή” και ο οποίος μετά την σύσκεψη ”απελύθη κατά προτροπή του Καραμανλή”.

Θα το είχε λύσει το θέμα, αλλά… ”η ελληνική Δεξιά, παραδοσιακά -δεν ξέρω, αυτό δεν θα σου αρέσει ίσως, αλλά εγώ εκεί έχω καταλήξει-, παραδοσιακά δεν ξέρει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να κάνει εξωτερική πολιτική. Δεν τολμά να κάνει πολιτική. Δεν τολμά, είναι φοβισμένη η Δεξιά στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Ο Καραμανλής φοβήθηκε στο θέμα των Σκοπιών. Φοβήθηκε τις αντιδράσεις”. Όπως είδαμε το πρόβλημα ”θα το είχε λύσει” αν ”είχε μαζί του τον Καραμανλή” αλλά ”Ο Καραμανλής είχε μία εμμονή, επαναλάμβανε μονότονα ότι έπρεπε να πάρουμε μια ομόφωνη απόφαση […] τόνιζε ότι μια ομόφωνη απόφαση θα αποτρέψει τον διχασμό στο επίπεδο του λαού. Αυτό φοβόταν πιο πολύ κι αυτό ήθελε να αποτραπεί. Ο Καραμανλής έλεγε ακόμα ότι μια ομόφωνη απόφαση μπορεί να επηρεάσει τους εταίρους, αλλά προσέθετε ότι η Ελλάδα έχει διασυρθεί αρκετά στο θέμα αυτό και γι’ αυτό πρέπει η πολιτική ηγεσία να δράσει τώρα με σοβαρότητα και ενότητα”. Η κυβέρνηση επί ένα χρόνο, ενώ οι εξελίξεις έτρεχαν δημιουργώντας τετελεσμένα, δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα. Όταν ο ”κόμπος έφτασε στο χτένι” βρέθηκε παγιδευμένη. Η εξήγηση προκύπτει από την ίδια την αφήγηση Μητσοτάκη. ”Το κάναμε μεγάλο θέμα, το πρώτο θέμα της Ελλάδος. Έβλεπα ότι είναι μια ανοησία, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, γιατί δυστυχώς λιποψύχησε ο Καραμανλής. Το ’χω πει πολλές φορές, είναι απόλυτα βέβαιο. Ο Καραμανλής θα μπορούσε να είχε αλλάξει τα πράγματα και θα σου εξηγήσω γιατί θα μπορούσε να τα αλλάξει. Όχι γιατί εγώ χρειαζόμουν τον Καραμανλή για να πάρω την ευθύνη. Και χωρίς τον Καραμανλή θα την έπαιρνα την ευθύνη, αλλά χωρίς τον Καραμανλή δεν είχα την πλειοψηφία. Είναι μια μεγάλη ιστορία το πώς εγώ αντιμετώπισα το πρόβλημα της ηγεσίας του κόμματος και της σχέσης με τον Καραμανλή ή αν θέλεις τη σχέση μεταξύ των δύο τάσεων που υπάρχουν στη ΝΔ, της τάσης της παλαιάς Δεξιάς που εκφράζει ο καραμανλισμός και της φιλελεύθερης τάσης που εξέφραζε η δική μου παρουσία. Πώς τότε και γιατί δέχθηκα κατά κάποιον τρόπο μερισμό της εξουσίας. Εγώ δεν αγνοούσα τι εσήμαινε αυτό. Διότι ο Καραμανλής ουσιαστικά ήταν ο αρχηγός της [εσωκομματικής] αντιπολίτευσης. Εάν του Έβερτ τού έκανε ο Καραμανλής ένα νεύμα, ο Έβερτ θα ’λεγε ότι τη δέχεται τη λύση. Υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Έβερτ δεν θα άκουγε τον Καραμανλή; Εγώ δεν διηύθυνα την εσωτερική μου αντιπολίτευση και αναγκάστηκα να κάνω συμβιβασμό επίσημο”.

Ήταν μια ”ανοησία” και κακώς ”το κάναμε μεγάλο θέμα” αυτές οι απόψεις εξηγούν την κυβερνητική ολιγωρία. Επειδή ο ίδιος προφανώς δεν το θεωρούσε ”μεγάλο θέμα” θα το είχε λύσει αν ”δεν είχε λιποψυχήσει ο Καραμανλής […] Διότι ο Καραμανλής ουσιαστικά ήταν ο αρχηγός της [εσωκομματικής] αντιπολίτευσης. Εάν του Έβερτ τού έκανε ο Καραμανλής ένα νεύμα, ο Έβερτ θα ’λεγε ότι τη δέχεται τη λύση”.  Ο Μητσοτάκης ”είχε δεχθεί μερισμό της εξουσίας”! Δεν κινδύνευε από τον Σαμαρά, ούτε από τις λαϊκές αντιδράσεις και τις αντιδράσεις των βουλευτών ιδιαίτερα της Μακεδονίας. Κινδύνευε από την ”εσωκομματική αντιπολίτευση της οποίας ουσιαστικός αρχηγός ήταν ο Καραμανλής”. Ήταν και αυτές οι δύο τάσεις της ΝΔ ”της παλαιάς Δεξιάς που εκφράζει ο καραμανλισμός και της φιλελεύθερης τάσης που εξέφραζε η δική μου παρουσία”. Ήταν η ”φιλελεύθερη τάση” και το ”καλό κομμάτι” της Δεξιάς που τον αγκάλιασε σύμφωνα με την δήλωση του ίδιου ”Ιδίως με αγκάλιασε εκείνο που ονομάστηκε στη συνέχεια ή και ονομαζόταν τότε Ακροδεξιά” και τον στήριζε και το άλλο κομμάτι –να υποθέσουμε το κακό, γιατί δεν ξέρουμε αν ο Κ.Μ. αναφερόταν στην ποσότητα ή την ποιότητα με το ”καλό”- που τον υπονόμευε.

Ο Μητσοτάκης το δηλώνει δίχως φόβο και πάθος, έτσι για την ιστορία ”Ο Καραμανλής ήταν η αιτία που εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να έχω πλειοψηφία και αφού δεν είχα πλειοψηφία, έπρεπε να κάνω ακροβασίες. Να κοιτάξω πώς θα σώσουμε τα πράγματα, να κοιτάξουμε πώς θα φτάσουμε σε εκλογές που να μη χαντακώσουν και πάλι το θέμα για το μέλλον. Αυτό ήταν η αγωνία μου. Όχι ότι θα πέσουμε και θα έρθει μια άλλη κυβέρνηση. Να μην πέσουμε απάνω στο Σκοπιανό. Η μεγάλη μου αγωνία ήταν αυτή όταν πέσαμε”. Μεγάλος ένοχος ο Καραμανλής, ενώ ο Μητσοτάκης, υπεράνω και της εξουσίας και της υστεροφημίας, το μόνο για το οποίο αγωνιά είναι να μην πέσει λόγω του Σκοπιανού. Έχει δίκιο ότι η κυβέρνηση δεν έπρεπε να πέσει λόγω του Σκοπιανού, ότι δεν έπρεπε το θέμα αυτό να γίνει αντικείμενο της προεκλογικής αντιπαράθεσης των κομμάτων. Αρκεί να φέρουμε στην μνήμη μας όσα έγιναν με την συμφωνία των Πρεσπών παρά το γεγονός ότι τα μνημόνια είχαν αλλάξει τις προτεραιότητες και τα δεδομένα των πολιτών. Όμως αποκαλύπτει τις προθέσεις του όταν επιχειρεί να χρεώσει στον Καραμανλή και στην, υποτιθέμενη, ”καραμανλική αντιπολίτευση” την μη λύση του θέματος.

Να θυμίσουμε ότι η ΝΔ είχε μόνο 152 βουλευτές ένας εκ των οποίων ήταν και ο Σαμαράς. Ακόμα και αν τολμούσε η κυβέρνηση θα ήταν συνετό να επιχειρήσει τότε να προωθήσει σύνθετη ονομασία; Μόνο με την σύμφωνη γνώμη του ΠΑΣΟΚ μπορούσε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Αλλά αυτό απαιτούσε άλλη προσέγγιση και σε πολύ προγενέστερο χρόνο. Ο Μητσοτάκης ”νίπτει τας χείρας του” επιχειρώντας να φορτώσει το βάρος στον Καραμανλή. Ασφαλώς μπορούσε να υπάρξει ενδιάμεση λύση τότε. Ασφαλώς θα ήταν πολύ καλύτερη από αυτήν που προέκυψε από την συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τα πολιτικά κόμματα και μάλιστα την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ ως κυβέρνηση έπρεπε εγκαίρως και όχι κατόπιν εορτής να αναλάβει πρωτοβουλίες, όταν άρχιζε η αποσύνθεση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Έπρεπε να πρωτοστατήσει στην χάραξη εθνικής στρατηγικής.  Οι αναφορές του Μητσοτάκη ότι ”Ήταν απόλυτα σύμφωνος ο Καραμανλής”, ότι επιπλέον τον παρότρυνε ”Κοίτα να εμποδίσεις το συλλαλητήριο” δεν στηρίζουν το αφήγημα του ότι ο Πρόεδρος υπαναχώρησε. Σαφώς και λογικά ο πάντα ρεαλιστής Καραμανλής πίστευε ότι τότε ήταν η καλύτερη στιγμή για λύση αλλά αυτή η λύση προϋπέθετε συνθήκες τις οποίες η κυβέρνηση, αλλά και η αντιπολίτευση, δεν είχαν εξασφαλίσει.

Χαϊδεύοντας το ”καλό κομμάτι”.

Για να στηρίξει, υποτίθεται, το δικό του αφήγημα ότι δήθεν ο Καραμανλής ”δεν άντεχε στα δύσκολα” ο Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι υπήρξαν συζητήσεις για την αμνήστευση των χουντικών και ότι ενώ υπήρχε συμφωνία ο Πρόεδρος υπαναχώρησε. Σύμφωνα με την αφήγησή του η πρωτοβουλία ήταν του Αγαμέμνονα Γκράτσιου ο οποίος ”“Δεν θα βοηθήσετε να δώσουμε αμνηστία; Να τους βγάλουμε από τη φυλακή τους πραξικοπηματίες;”. Του είπα: “Εγώ είμαι πρόθυμος, αλλά κοίταξε να πείσεις τον Καραμανλή διότι στο τέλος-τέλος είναι και προνομία του”.”! Σύμφωνα με την αφήγηση ο Καραμανλής άναψε πράσινο φως και ”Είχα υπουργό Δικαιοσύνης τον Θανάση τον Κανελλόπουλο, ο οποίος ήταν φανατικώς υπέρ. Ίσως να ήταν ένας-δυο στην κυβέρνηση που θα είχαν αντίρρηση, αλλά δεν επρόκειτο κανείς να πει κιχ. Η υπόθεση θα προχωρούσε”. Αλλά αντέδρασε ο πρόεδρος της Κύπρου που του είπε στο τηλέφωνο ”“Ξέρεις, εδώ στην Κύπρο, υπάρχει πρόβλημα. Αυτοί έκαναν το πραξικόπημα. Πώς θα γίνει; Σε παρακαλώ πολύ να το ξανασκεφτείς”. Του λέω: “Βρε Γιώργο, εσείς τους δικούς σας τι τους κάνατε;”. Λέει: “Εμείς δεν τους δικάσαμε καθόλου”. Λέω: “Εσείς δεν τους δικάσατε καθόλου και θέλεις εγώ είκοσι χρόνια μετά να τους κρατάω στη φυλακή, άσε με σε παρακαλώ ήσυχο””! Έχει σημασία το κοντράστ, εκεί δεν τους δίκασαν καθόλου, εμείς τους έχουμε φυλακή τόσα χρόνια, ”άσε με ήσυχο”. Λεβέντικα πράγματα αλλά ο Καραμανλής τον εξέθεσε γιατί ”το πήρε πίσω και μου είπε: “Εγώ δεν το κάνω” Και με εξέθεσε δεινώς, διότι εγώ εν τω μεταξύ το είχα αναγγείλει και είχα προχωρήσει στις διαδικασίες”. Τελικά όχι μόνο τους φυλάκισε ο Καραμανλής αλλά τους αρνήθηκε και την απονομή χάρης.

 

Τα αίτια της πτώσης.

Είναι αλήθεια ότι ο Σαμαράς παραιτήθηκε  από την βουλευτική του έδρα τον Οκτώβριο του 1992. Έντεκα μήνες πριν από την πτώση της κυβέρνησης τον Σεπτέμβριο του 1993. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδυνάμωσε την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ η οποία εξακολούθησε να διαθέτει πλειοψηφία δύο βουλευτών. Όμως ο Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι ”Ο Σαμαράς δεν έπεισε κανέναν ότι μας έριξε λόγω του Σκοπιανού. Μπορεί να το είπε, αλλά κανένας δεν επείσθη. Ήταν σαφές ότι αποφάσισε να βρεθεί στην ίδια πλευρά με τα διαπλεκόμενα και μας έριξε”. Αλλά ποια διαπλεκόμενα και γιατί τους έριξαν με την βοήθεια του Σαμαρά; Δηλώνει ότι δεν το περίμενε, δεν το φανταζόταν ”Να με ρίξει δεν το είχα υποψιαστεί ποτέ. Ο Σαμαράς όταν έφυγε δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα μείνει 4 χρόνια και ότι αυτός δεν επρόκειτο να συντελέσει στην πτώση της κυβερνήσεως. Αλλά, η πολιτική του αυτή άλλαξε στην πορεία και τελικά επεδίωξε ανοιχτά την ανατροπή της κυβερνήσεως. Ο Σαμαράς μοναχός δεν είχε επαρκείς δυνάμεις για να ανατρέψει την κυβέρνηση. Αλλά βρέθηκε στην ίδια πλευρά με πολλές δυνάμεις, κυρίως με τους διαπλεκόμενους. Όλοι οι διαπλεκόμενοι, όλοι, χωρίς σχεδόν καμία εξαίρεση, συμμάχησαν”. Γιατί δεν είχε επαρκείς δυνάμεις; Άλλος ένας βουλευτής του χρειαζόταν. Και ποιοι ήταν ”οι διαπλεκόμενοι που συμμάχησαν”; Κατονομάζει τον Κόκκαλη, λέει ότι μετείχε και ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, αλλά ποιοι ήταν οι άλλοι; Ήταν οι εκδότες που, αφού εξουδετερώθηκε ο Κοσκωτάς άλλαξαν ”τραγούδι”; Εξοπλισμένοι μάλιστα με το ”βαρύ πυροβολικό” των καναλιών και των συχνοτήτων που ο ίδιος τους είχε παραχωρήσει. Σε τι ακριβώς συνίσταται η ”διαπλοκή”; Όταν ένας επιχειρηματίας συμμετέχει στις συσκέψεις ενός κόμματος, όπως ο Μποδοσάκης στο κόμμα των Φιλελευθέρων, ή όταν ένας νεαρός πολιτικός συζητά με εκδότη(Λαμπράκης) και δεν απορρίπτει την προσφερόμενη ”προστασία” για λόγους πολιτικών αρχών αλλά επειδή ένας άλλος εκδότης(Κόκκας) είναι ”κολλητός” του, τότε τελικά αυτό πόσο απέχει από την διαπλοκή;

Σχετικά με την ”διαπλοκή” –όρο που ίσως χρησιμοποίησε πρώτος για να κατονομάσει την συμμετοχή οικονομικών-εκδοτικών συμφερόντων στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής- ισχυρίζεται: ”Είχα φίλους, στήριξα φίλους στα σωστά, εκεί που είχαν δίκιο. Ποτέ δεν το αρνήθηκα αυτό, αλλά ποτέ δεν έγινα δούλος κανενός. Ήμουν ανεξάρτητος και ασυμβίβαστος. Και παρά ταύτα, δεν θα πέφταμε. Διότι πέσαμε σε μία στιγμή που ουσιαστικά βουλιάξαμε στο λιμάνι”. Για μια ακόμα φορά το σκάφος ”βουλιάζει στο λιμάνι”. Η πρώτη ήταν το 1965 με την αποστασία. Η δεύτερη ήταν από την διαπλοκή.

Ο Παπαχελάς σημειώνει ότι ”στα μέσα του 1993 ο Μητσοτάκης είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνηση μπορεί να έπεφτε” και έτσι μαθαίνουμε, από την απάντησή του, ότι υπήρξε ”δημοκρατικός αρχηγός. Και την αντιπολίτευση την ενδοκομματική τη νομιμοποίησα, αυτό δεν έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Βέβαια, να εξηγούμαστε, η αντιπολίτευση ουσιαστικά είχε αρχηγό τον Καραμανλή […] Είχα την εσωτερική αντιπολίτευση, η οποία περίπου ήταν καμιά τριανταριά βουλευτές. […] Εις μεν το θέμα των Σκοπιών ήσαν απόλυτοι, δηλαδή δεν δεχόντουσαν καμιά άλλη λύση, αλλά και στην οικονομία ήσαν αντίθετοι προς την περιοριστική πολιτική και προς τις μεταρρυθμίσεις, όπως και τώρα. Η παλιά Δεξιά που δεν είναι φιλελεύθερη. Εγώ τους έκανα φιλελεύθερο το κόμμα χωρίς να είναι στην ουσία. Ούτε ο Καραμανλής υπήρξε ποτέ φιλελεύθερος, κρατικιστής ήταν μέχρι τέλους”. Έτσι ο αναγνώστης συμπεραίνει ότι ανησυχούσε ότι θα τον έριχνε η ”παλιά Δεξιά που δεν ήταν φιλελεύθερη” εκτός ίσως από το ”καλό κομμάτι” που τον ”αγκάλιασε εκείνο που ονομάστηκε στη συνέχεια ή και ονομαζόταν τότε Ακροδεξιά”. Όσο για τον Καραμανλή, έχουμε πλέον εμπεδώσει ότι, ήταν περίπου κρυπτό-κομμουνιστής γι’ αυτό συνωμοτούσε σχεδιάζοντας την ανατροπή του. Ο Παπαχελάς παρέλειψε να ρωτήσει πόσο ωφελήθηκαν, από τους νεοφιλελεύθερους, οι λαθρέμποροι καυσίμων από την εξωφρενική αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα το καλοκαίρι του 1982.

Έχει αναλυθεί η συστηματική προσπάθεια του Μητσοτάκη, από το 1984, να αποκτήσει οικογενειακούς τίτλους ιδιοκτησίας στην ΝΔ. Οι εκπαραθυρώσεις στελεχών ήταν στοχευμένες και μεθοδικές με ”με συμπεριφορές που ταίριαζαν σε κρητικό τοπάρχη ή ακόμη και «φύλαρχο»” παρά σε έναν ”κλασικό μεταπολεμικό statesman” για να θυμηθούμε δύο χαρακτηρισμούς του Παπαχελά στον πρόλογο. Είδαμε επίσης το αλαλούμ που γινόταν στην κυβέρνηση στα πλαίσια αυτής της μικροπολιτικής. Τρείς ανασχηματισμοί, τα υπουργεία άλλαζαν ηγεσία κάθε τόσο, σε δύο από αυτά άλλαξαν τέσσερις υπουργοί στα τρία χρόνια. Το καλοκαίρι του ’83 έχουν παραιτηθεί από την Βουλή οι Ράλλης και Σαμαράς, είναι εκτός κυβέρνησης οι Έβερτ, Κανελλόπουλος, Δήμας, Ανδριανόπουλος, Παλαιοκρασάς, Χριστοδούλου, Γιαννάκου, Μπενάκη. Τον Ιούλιο του ’93 έγινε η πρώτη απόσχιση βουλευτή της ΝΔ. Ο Σ. Στεφανόπουλος, ανιψιός του συνονόματου του πρωθυπουργού της κυβέρνησης των αποστατών, αποχωρεί από την Κ.Ο. της ΝΔ προσχωρώντας στην ΠΟΛΑΝ. Ο κίνδυνος ανατροπής της κυβέρνησης είναι ορατός προκαλώντας συζητήσεις για εναλλακτικές λύσεις.

Ο Παπαχελάς γράφει ότι, στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεων, ”είχε γίνει μια μυστική συζήτηση για την αντικατάσταση του Μητσοτάκη, μια συζήτηση στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος”. Η συζήτηση φυσικά ήταν σε στενό κύκλο εμπίστων και όπως αφηγείται ο Κ.Μ. ”Το καλοκαίρι τότε ήταν τα πράγματα πολύ άσχημα και επειδή γινόντουσαν καθαρές κουβέντες είχε γίνει και συζήτηση μήπως τυχόν εγώ που ήμουν πρωθυπουργός έπρεπε να φύγω και να αναπληρωθώ από κάποιον άλλο, να κάνουμε δηλαδή αυτό που έγινε στο ΠΑΣΟΚ, αλλά βέβαια ούτε μπορούσα να φύγω ούτε άλλον είχαμε. Αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι γινόταν αυτή η συζήτηση. Η συζήτηση έγινε στο σπίτι μου πάνω στη Ρηγίλλης, στο σαλόνι. Οκτώ, δέκα ήμαστε με τον Θανάση τον Τσαλδάρη να μου λέει: “Θα πρέπει να φύγεις και να γίνω εγώ πρωθυπουργός για να δούμε μήπως τυχόν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα”. […] Το ξέραμε ότι είχαμε πρόβλημα και ερχόντουσαν πολλοί και μου λέγανε για τη συνωμοσία η οποία ετοιμάζεται. Ένας από αυτούς ήταν ο Αντώνης ο Σγαρδέλης…”.

Η κυβέρνηση είχε μείνει με 151 βουλευτές. Η πολιτική των εκκαθαρίσεων και των περιθωριοποιήσεων είχε δημιουργήσει εντάσεις και χάσματα, η αθώωση του Αντρέα είχε περιορίσει την επιχειρηματολογία της ΝΔ, η έλλειψη πολιτικής και ιδεολογικής προετοιμασίας επιτάχυνε την φθορά. Τα μέτρα, ασφαλιστικό, περιοριστική εισοδηματική πολιτική, εκτίναξη της τιμής των καυσίμων επέτειναν την φθορά. Αυτή τη φθορά τα οικονομικά συμφέροντα την μετρούσαν και, όπως πάντα, στήριξαν αυτόν που θα κέρδιζε  τα κλειδιά του θησαυροφυλακίου στις εκλογές. Έτσι οι ευνοημένοι ”φίλοι” του χθες έγιναν αντίπαλοι: ”Μου έλεγε λεπτομέρειες [ο Σγαρδέλης], “Τάδε ο Κόκκαλης”. Ο Κόκκαλης είχε το μεγάλο πρόβλημα της παράτασης της σύμβασής του με τον ΟΤΕ […] στην Κυβερνητική Επιτροπή, στο μικρό Υπουργικό Συμβούλιο, συνεδριάζαμε ας πούμε δύο φορές τη βδομάδα επανειλημμένως το κουβεντιάσαμε το θέμα μήπως έπρεπε να υποχωρήσουμε, ότι θα μας ρίξει ο Κόκκαλης, σε συνδυασμό με όλους τους άλλους. Ο Θανάσης ο Τσαλδάρης, […] Είχε και κάποια επαφή και ενδεχομένως κάποια φιλία με τον Κόκκαλη και έλεγε: “Γιατί να το ριψοκινδυνέψουμε; Ας του το δώσουμε να πάει στον διάολο. Δεν είναι πολύ σπουδαίο πράγμα””. Η ιστορία με τον Κόκκαλη, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ξεκινά προτού γίνει η ΝΔ κυβέρνηση. Οι αναθέσεις και οι επεκτάσεις που πήρε είναι κολοσσιαίες και σκανδαλώδεις από την εποχή της Οικουμενικής κυβέρνησης ακόμα.

Συνεχίζοντας την αφήγηση ο Μητσοτάκης λέει: ”Εκείνη την εποχή μάλιστα οι όροι οι οποίοι προτείνονταν από την πλευρά του Κόκκαλη ήταν πολύ ευνοϊκοί, κατά μία έννοια. Διότι λέγαμε τότε να του δώσουμε μία παραγγελία πρόσθετη χωρίς διαγωνισμό, […] Πάντως ο Θανάσης έλεγε στο μικρό Υπουργικό Συμβούλιο, στις κουβέντες που κάναμε, να υποχωρήσουμε. Ο [Στέφανος] Μάνος ήταν αντίθετος. Εγώ για μία στιγμή ταλαντεύτηκα και φώναξα τον Στέφανο και του είπα: “Ρε Στέφανε, τι θα συμβεί αν του δώσουμε του Κόκκαλη την παραγγελία;”. Δεν άλλαζε τη βασική μας πολιτική στον ΟΤΕ. Η βασική μας πολιτική στον ΟΤΕ ήταν ιδιωτικοποιήσεις, να πάρουμε τους Ιάπωνες, οι οποίοι ερχόντουσαν εκείνη την εποχή. Θα ήταν μια καμπή στην ιστορία, στην πορεία της οικονομίας. Θα μπαίνανε οι Ιάπωνες μέσω Ελλάδος στην ευρωπαϊκή αγορά. Ήταν πολύ σημαντική υπόθεση. Κατά τον Μίνω τον Ζομπανάκη θα ήταν το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός. Και πράγματι ο Μάνος ήταν αντίθετος με τη σύμβαση στον Κόκκαλη. Εν πάση περιπτώσει δεν το κάναμε”. Είναι προφανές ότι η όλη αιτιολόγηση έχει κενά και αντιφάσεις:  ”Εκτός από τον Σγαρδέλη, ο Μάστορας τότε, που έβγαζε την εφημερίδα “Ελεύθερος”, μου είχε μιλήσει για διάφορους σκοτεινούς τύπους που κινούντο. Δεν έδινα πολλή σημασία. Αλλά όντως την υπόθεση αυτή τότε του Κόκκαλη την είχα πάρει στα σοβαρά. Και όντως αν ο Μάνος δεν ήταν τόσο πεισματάρης, ίσως θα υποχωρούσα εγώ τότε. Διότι δεν άξιζε και τον κόπο να ριψοκινδυνεύσουμε”.  Αν πίστευε ότι ο Κόκκαλης θα τον έριχνε για την πρόσθετη παραγγελία, αν πίστευε ότι μπορούσε να αντιστρέψει το κλίμα και να κερδίσει τις εκλογές σε έξη μήνες, αν πίστευε αυτά που λέει στην συνέχεια δεν θα άφηνε το ”πείσμα” του Μάνου να καθορίσει τις εξελίξεις. Αισθανόταν τους κλυδωνισμούς αλλά σε άλλους τους απέδιδε. Άλλους είχε υπό παρακολούθηση.

Η αφήγηση συνεχίζεται ”τον ΟΤΕ θα τον ιδιωτικοποιούσαμε και θα φέρναμε τους Ιάπωνες, η κυβέρνηση θα απογειωνότανε. Μετά την 1η Ιανουάριου [1994] θα παίρναμε την ευρωπαϊκή προεδρία. Εγώ θα ήμουν πρόεδρος της Ευρώπης. Είχα γνωστές δυνατότητες, κανείς δεν το αμφισβητεί ότι θα μπορούσα να αξιοποιήσω και εσωτερικά τέσσερις μήνες προεδρίας. Δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι δεν ανατρεπόμασταν τότε, δεν λέω πως θα κερδίζαμε, αλλά πάντως δεν θα πέφταμε όπως πέσαμε. Και άλλωστε ο Ανδρέας ήταν τόσο άρρωστος που δεν ήξερες αν θα ζούσε. Και πράγματι δεν ξέρω αν ο Ανδρέας θα ήταν σε θέση να κάνει τις εκλογές που μετά κόπου τις έκανε τότε, έξι μήνες αργότερα, επτά μήνες αργότερα. Δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορούσε να τις κάνει. Δηλαδή, η πορεία της ελληνικής πολιτικής ζωής επηρεάστηκε αποφασιστικά από τον Αντώνη τον Σαμαρά” δημιουργώντας ερωτήματα. Πως ήξερε ότι θα ”έφερνε” τους Ιάπωνες, αλλά κυρίως με όλες αυτές τις ”γνωστές δυνατότητες” πώς άφησε το ”πείσμα” του Μάνου να υπονομεύσει το μέλλον της Ελλάδας;  Αφού, μάλιστα, το θέμα του ΟΤΕ δεν ήταν κρίσιμο σύμφωνα με την δική του εκτίμηση; ”Το θέμα του ΟΤΕ δεν ήταν μείζον θέμα. Το θέμα του ΟΤΕ κατέληξε να είναι μείζον διότι εμπλέκονταν τα ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία σε τελική ανάλυση έριξαν την κυβέρνηση. […] Εμείς ήμαστε μία κυβέρνηση η οποία δεν συμβιβάστηκε καθόλου και η οποία είχε το θάρρος να παίρνει τις αποφάσεις που ωφελούσαν τον τόπο, κατά τη δική μας κρίση βέβαια, […] Εγώ φερ’ ειπείν είχα στενό φίλο τον Βαρδή τον Βαρδινογιάννη, ο οποίος πράγματι με βοήθησε την εποχή που κατέβαινα με το κόμμα των Νεοφιλελευθέρων με τον μακαρίτη τον Παύλο τον αδελφό του, τον Βαρδινογιάννη, και ήταν και πατριώτης μου. Τελικά κατέληξε να είναι σκληρός αντίπαλος και μετείχε και αυτός με όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια ανατροπής της κυβερνήσεως. Διότι εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να τον βοηθήσω αλλά μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής μου, δεν υπήρχε περίπτωση…”. Αν υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο δεν μπορεί να εγερθεί καμία αμφιβολία, είναι το γεγονός ότι βοηθούσε τους φίλους του. Αλλά στην άσκηση της εξουσίας και όταν διακυβεύονται τεράστια συμφέροντα δεν υπάρχουν φίλοι. Όπως θα εκτεθεί στην συνέχεια ο Κόκκαλης ήταν πολλαπλά ωφελημένος από τον Κ.Μ.. Ίσως γι’ αυτό δεν πίστευε ότι θα τον ανατρέψει. Αν τελικά τον ανέτρεψε ο Κόκκαλης.

Η ιστορία μιας παλιάς ”σχέσης”.

Ο Παπαχελάς παραθέτει βιογραφικά στοιχεία του Κόκκαλη με ιδιαίτερη σημασία. Ήταν γιός του Πέτρου Κόκκαλη, ο οποίος υπήρξε ”Στενός συνεργάτης του ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη”, συμμετέχοντας και στις δύο ”Κυβερνήσεις του Βουνού”. Μετά την ήττα του ΚΚΕ έζησε στο Ανατολικό Βερολίνο. Ο Σωκράτης Κόκκαλης που, ”γεννηθείς το 1939, είχε την εμπειρία του βουνού, του Εμφυλίου και του διχασμού”, σπούδασε στο Βερολίνο και την Μόσχα και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1962 ασχολούμενος με εισαγωγές από την Ανατολική Γερμανία. Στον ευρύ κύκλο των επαφών που δημιούργησε συμπεριλαμβανόταν και ο Θεοφάνης Τόμπρας με προϋπηρεσία στην ΚΥΠ και ύποπτος για συμμετοχή στην οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ.

Ο Μητσοτάκης παίρνει πάλι την σκυτάλη της αφήγησης ”Ο Σωκράτης Κόκκαλης ήταν συνέταιρος με τον Βουδούρη. Τους είχα γνωρίσει εγώ τους δύο αυτούς ως εκπροσώπους της Ανατολικής Γερμανίας την εποχή που ήμουν υπουργός Συντονισμού. Και είχαν πετύχει πολλά πράγματα στον τομέα των επικοινωνιών διότι η Ανατολική Γερμανία, η οποία είχε υλικό υποδεέστερο από το υλικό των υπολοίπων δυτικών εταιρειών και ιδιαιτέρα της Siemens, είχε τιμές πολύ καλύτερες. Και εγώ από τότε είχα ακολουθήσει μία πολιτική διαφορετική και είπα ότι δεν μπορούμε να μονοπωλήσουμε. Δεν μπορεί να μονοπωλήσει η Ανατολική Γερμάνια παρά το γεγονός ότι είχα καλές σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία. Είχα ομαλοποιήσει τις σχέσεις μας. Είχα πάει στο Ανατολικό Βερολίνο. Είχα προσωπική σχέση με τον [Έριχ] Χόνεκερ. Κάποια ώρα είχαμε συζητήσει ότι μου άρεσε ο Γκαίτε και μου χάρισε τα Άπαντα του Γκαίτε δερματόδετα σε μια ολόκληρη σειρά. Είπα ότι θα δώσω στην Ανατολική Γερμανία, παρά τον διαγωνισμό που είχαμε κάνει τότε, ένα ποσοστό. Και κράτησα τις ισορροπίες. Είχα καλές σχέσεις με τον Κόκκαλη, δεν είχα πρόβλημα”. Συνεχίζοντας ο Παπαχελάς αφού υπενθυμίσει ότι ανάμεσα στους φίλους του Κόκκαλη ”συγκαταλεγόταν ο γενικός διευθυντής και «άρχων» του ΟΤΕ επί ΠΑΣΟΚ, ο Θεοφάνης Τόμπρας” γράφει: ”Μέχρι το 1987 η Intracom ήταν μια μάλλον μικρομεσαία εταιρεία. Οι προμήθειες του ΟΤΕ ήταν μικρές. Οι μεγάλες δουλειές δεν είχαν ξεκινήσει. […] Στις 11 Νοεμβρίου 1977 το ελληνικό κράτος ίδρυσε την Ελληνική Βιομηχανία Ηλεκτρονικών (ΕΛΒΗΛ ΑΕ) με μετόχους την ΕΤΒΑ και τον ΟΤΕ. Στόχος της ΕΛΒΗΛ ήταν η δημιουργία και η λειτουργία βιομηχανικής μονάδας στην Ελλάδα, με τη συμμετοχή ξένης εταιρείας τηλεπικοινωνιών, για την παραγωγή στην Ελλάδα του σύγχρονου ηλεκτρονικού υλικού που χρειαζόταν ο ΟΤΕ. Με την αλλαγή κυβέρνησης το 1981 και τους αργούς ρυθμούς της εποχής, οι καθυστερήσεις παρατάθηκαν. […] Τον Νοέμβριο του 1985 ο ΟΤΕ αμφισβητεί ότι μπορεί να προχωρήσει με την ΕΛΒΗΛ και τον Νοέμβριο του 1986 το Κυβερνητικό Συμβούλιο (ΚΥΣΥΜ), με εισήγηση της υφυπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας Βάσως Παπανδρέου, προκρίνει για τον ΟΤΕ δύο τεχνολογίες ενόψει της ψηφιακής εποχής, τις τεχνολογίες της Siemens και της Ericsson – με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να δημιουργηθεί μονοπώλιο. Το 1987 ο πρόεδρος του ΟΤΕ Τάσος Μαντέλης και ο γενικός διευθυντής Θεοφάνης Τόμπρας, θέση με εκτελεστικές αρμοδιότητες αντίστοιχη του σημερινού διευθύνοντα συμβούλου, ζητούν την κατάργηση της ΕΛΒΗΛ. Τη θεωρούν τροχοπέδη για τον Οργανισμό. Με την παράκαμψη της ΕΛΒΗΛ, το ΚΥΣΥΜ αποφασίζει πενταετές πρόγραμμα ψηφιοποίησης του ΟΤΕ. Κατά κάποιους, έτσι ανοίγει ο δρόμος για τον εκσυγχρονισμό του ΟΤΕ. Για άλλους, έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ισχυροποίηση του Κόκκαλη και της Siemens στην οικονομία και στο πολιτικό σύστημα. Για κάποιους τρίτους, ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα…”.

Την σκυτάλη από τον Παπαχελά παίρνει ο Μητσοτάκης: ”Θυμάμαι ότι είχα πάει στην παράσταση της “Αΐντα” στο Λούξορ μαζί με τη Μαρίκα, τη γυναίκα μου. […] Όταν γυρίζαμε πίσω μού πρότεινε ένας φίλος μου, […] να μας γυρίσει με το αεροπλάνο του. Στο αεροπλάνο αυτό μέσα ήταν και ο Σωκράτης ο Κόκκαλης, με τον οποίο είχα πολύ καιρό να μιλήσω. Κουβέντιασα μαζί του και του είπα: “Άκου να δεις, Σωκράτη, εγώ όταν γίνω πρωθυπουργός έχω απόφαση. Ένα από τα πράγματα που θα υποσχεθώ είναι ότι θα δώσω τηλέφωνο σε όλους τους Έλληνες”. Σήμερα αυτό ηχεί περίεργα αλλά τότε ήταν πολύ μεγάλο πρόβλημα. Και επειδή ξέρω τις ελληνικές γραφειοκρατίες, του είπα: “Θα σου επεκτείνουμε τη σύμβαση”, κάτι το οποίο κάναμε όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση του Ζολώτα”. Τι σου κάνουν οι συμπτώσεις μερικές φορές. Αρκεί να ”έχεις απόφαση” και να συνταξιδέψεις με κάποιον για να μπει το νερό στο αυλάκι, γάργαρο και δροσιστικό.

Ο Παπαχελάς εξιστορεί την περιπετειώδη διαδρομή της σύμβασης. Αξίζει να την παρακολουθήσουμε: ”Από τα μέσα του 1987 μέχρι τις αρχές του 1990, όταν επικυρώθηκε η επίμαχη σύμβαση από την κυβέρνηση Ζολώτα, η ιστορία είναι επεισοδιακή και έχει τεράστιο πολιτικό ενδιαφέρον. Ουσιαστικά όλα αρχίζουν στις 22 Δεκεμβρίου 1987, όταν έπειτα από εισήγηση του Τόμπρα το ΔΣ του ΟΤΕ, έχοντας ξεφορτωθεί την ΕΛΒΗΛ, προχωρεί σε απευθείας ανάθεση προμήθειας 84.000 κυκλωμάτων και 20.000 ψηφιακών παροχών αξίας 7,5 δισεκατομμυρίων δραχμών στη Siemens και στην κοινοπραξία Ericsson-Intracom. Ο υπουργός Μεταφορών Κώστας Μπαντουβάς (31 Οκτωβρίου 1986-22 Ιουνίου 1988), πολιτικός από κρητική πολιτική οικογένεια προερχόμενος από το Κέντρο της δεκαετίας του ’50 και του ’60, διαφώνησε. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η British Telecom είχε προμηθευτεί αντίστοιχο υλικό με πολύ χαμηλότερες τιμές. Ο Τόμπρας, άνθρωπος σκληρός και ορμητικός, συγκρούστηκε με τον υπουργό του. Και επέμεινε. Στις αρχές του 1988 η διοίκηση του ΟΤΕ ενέκρινε απευθείας ανάθεση έργου 470.000 ψηφιακών παροχών ύψους 32 δισεκατομμυρίων δραχμών στην κοινοπραξία Intracom-Siemens. Πρόκειται ακριβώς για τη μεγάλη προμήθεια της εποχής που θα απασχολήσει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα για τα επόμενα δύο χρόνια. Ο Μπαντουβάς την μπλόκαρε. Ενέκρινε μόνο τις 84.000 ψηφιακές παροχές. Η συνέχεια ήταν μάλλον αναμενόμενη. Ο Μπαντουβάς αντικαταστάθηκε στις 22 Ιουνίου 1988 από τον Γιώργο Πέτσο. Ο Πέτσος επισήμως και δημοσίως δεν συγκρούστηκε με τον Τόμπρα και τον ΟΤΕ, αλλά έμεινε στη θέση του μόνο ως τις 11 Νοεμβρίου 1988. Τότε αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Χαραλάμπους. Ο Χαραλάμπους, ίσως λόγω και του φορτισμένου κλίματος της εποχής όπου κυριαρχούσε στην επικαιρότητα ο «Κουτσονόμος» και το σκάνδαλο Κοσκωτά, επίσης αρνήθηκε να εγκρίνει την ανάθεση. Την ίδια περίοδο ο Τόμπρας βαλλόταν από παντού για το σκάνδαλο υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αντιπάλων του Ανδρέα που είχε ξεσπάσει. Παρ’ όλα αυτά επέμεινε, προχώρησε και επικύρωσε την απευθείας ανάθεση στις 2 Ιουνίου 1989, δεκαέξι ημέρες πριν από τις εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ χάνει τις εκλογές και στις 13 Ιουλίου ο Τόμπρας παραιτείται. Η κυβέρνηση Τζαννετάκη βρίσκεται ήδη στην εξουσία από τις 2 Ιουλίου. Το θερμό καλοκαίρι του 1989 στο προσκήνιο δεσπόζει η προανακριτική επιτροπή για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά οι ενημερωμένοι και οι υποψιασμένοι συζητούν για την τύχη της μεγάλης σύμβασης. Η νέα διοίκηση του ΟΤΕ, με πρόεδρο τον μέχρι τότε πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και μετέπειτα υπουργό Προεδρίας της κυβέρνησης Ζολώτα Νικόλαο Θέμελη και γενικό διευθυντή τον καθηγητή του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυριάκο Κιουλάφα, αναθέτει στον νομικό Α. Κεφαλέα την επανεξέταση των προμηθειών του ΟΤΕ με έμφαση στην προμήθεια των 470.000 παροχών της Intracom-Siemens. Το πόρισμα Κεφαλέα ανακοινώνεται στις 23 Νοεμβρίου 1989 και όχι μόνο στηλιτεύει τις απευθείας αναθέσεις, αλλά εντοπίζει μεγάλες υπερτιμολογήσεις. […]Ακολούθησαν οι εκλογές στις 5 Νοεμβρίου 1989 και από τις 23 Νοεμβρίου 1989 ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση Ζολώτα. Και τότε δημιουργείται εμπλοκή με την παρέμβαση του επίσης κρητικής καταγωγής πολιτικού Γιάννη Κεφαλογιάννη. Ο Κεφαλογιάννης συγκρούστηκε ανοιχτά με τον Μητσοτάκη”.

Συνεχίζοντας ο Παπαχελάς γράφει: ”Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης (1933-2012) διατέλεσε αναπληρωτής υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα -με υπουργό τον Άκη Τσοχατζόπουλο- μεταξύ 23 Νοεμβρίου 1989 και 13 Φεβρουάριου 1990. Τους τρεις αυτούς μήνες […]ο Κεφαλογιάννης είχε την αρμοδιότητα για τον ΟΤΕ. Απαιτούσε λοιπόν να ακυρωθεί η απευθείας ανάθεση στην κοινοπραξία Intracom-Siemens και να γίνει διεθνής διαγωνισμός. Ο ΟΤΕ αντιδρούσε και σε αντιπερισπασμό ανακοίνωσε την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων με τις εταιρείες. Στις 25 Ιανουάριου 1990 ο Κεφαλογιάννης αγνόησε τον ΟΤΕ και έθεσε το θέμα σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπό τον Ζολώτα”. Ο Μητσοτάκης παίρνει από τον Παπαχελά την σκυτάλη της αφήγησης: ”Και ο Ζολώτας ξεχνώντας ότι είχαμε πάρει απόφαση εμείς οι τέσσερις [οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί και ο ίδιος ο Ζολώτας], να παρατείνουμε τη σύμβαση στον Κόκκαλη, έβγαλε αντίθετη απόφαση”.

Συνεχίζει πάλι ο Παπαχελάς την εξιστόρηση ”Το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Ζολώτα αποφάσισε να διενεργηθεί διεθνής διαγωνισμός και να επιβλέψει τη διαδικασία τριμελής υπουργική επιτροπή αποτελούμενη από τον Γιώργο Γεννηματά, τον Νικόλαο Θέμελη, που από πρόεδρος του ΟΤΕ επί Τζαννετάκη είχε γίνει υπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης Ζολώτα, και τον ίδιο τον Κεφαλογιάννη. Η διοίκηση του ΟΤΕ, στην οποία είχε παραμείνει ο Κιουλάφας ενώ ο πρόεδρος Θέμελης είχε αντικατασταθεί από τον Τάσο Μήνη, προχώρησε σε ελιγμό και ανακοίνωσε ότι οι διαπραγματεύσεις με την κοινοπραξία είχαν πετύχει και ότι απέσπασε ένα καλύτερο τίμημα. Στις 31 Ιανουάριου ο Μητσοτάκης συγκάλεσε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών με τη συμμετοχή του Ζολώτα. Οι πολιτικοί αρχηγοί, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ανδρέας Παπανδρέου και Χαρίλαος Φλωράκης, ανέτρεψαν την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και επικύρωσαν την απευθείας ανάθεση των ψηφιακών παροχών. Την επομένη, 1η Φεβρουάριου 1990, υπογράφεται η σχετική σύμβαση ανάμεσα στον ΟΤΕ και στην κοινοπραξία Intracom-Siemens”. Και πάλι ο Μητσοτάκης αφηγείται ”Ανατρέψαμε την απόφαση εκ των υστέρων διότι εμείς αποφασίζαμε και όχι ο Κεφαλογιάννης με τον Ζολώτα. Και γι’ αυτό πήρε διαστάσεις το θέμα και κουβεντιάστηκε”. Επιτέλους, το όνειρο του Κ.Μ. να ”δώσει τηλέφωνο σε όλους τους Έλληνες” θα γινόταν πραγματικότητα. Χρειάστηκε βέβαια να ”ακυρωθούν” με την σειρά οι Μπαντουβάς, Πέτσος, Χαραλάμπους, Θέμελης, Κεφαλογιάννης αλλά, όταν υπάρχει βούληση τα πάντα ακυρώνονται.

Στις φήμες που βοούσαν για χρηματοδότηση των κομμάτων ο Μητσοτάκης απαντά: ”Ο Κόκκαλης δεν αποκλείεται να είχε βοηθήσει τη ΝΔ. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Ο Σπυρόπουλος είχε επαφή με τον Κόκκαλη, δεν θυμάμαι ακριβώς. Πιθανόν είχε δώσει χρήματα και στη ΝΔ. Σίγουρα είχε δώσει σε όλα τα κόμματα. Αλλά η αιτία που πήρε τη σύμβαση δεν ήταν η οικονομική βοήθεια που είχε δώσει προς τα κόμματα, όχι. Ήταν από μία μεριά η δική μου επιθυμία να τελειώνουμε με τα τηλέφωνα και από την άλλη μεριά ήταν ότι ήταν συμπαθής στην οικουμενική κυβέρνηση, στο σύνολο. Διότι ο μεν Ανδρέας ήταν φίλος του, αυτός είχε υπογράψει και την πρώτη σύμβαση την οποία εμείς παρατείναμε. Ο Χαρίλαος Φλωράκης αγαπούσε πολύ τον πατέρα του. Για το χατίρι του Πέτρου Κόκκαλη, καθηγητή, ο οποίος είχε καταφύγει στην Ανατολική Γερμανία, ο οποίος ήταν εαμίτης και πιθανώς μέλος του ΚΚ, δεν το ξέρω, ο Φλωράκης ήταν Θετικός υπέρ του Κόκκαλη. Και εν πάση περιπτώσει δεν ήταν τίποτε το φοβερό. Δώσαμε μία παράταση, επέκταση. Και η επέκταση δόθηκε με τον όρο ότι θα επακολουθήσει διαγωνισμός και το αποτέλεσμα του διαγωνισμού να εφαρμοστεί αναδρομικά εφόσον πετύχουμε καλύτερες τιμές και θα επιστρέφει τη διαφορά ο Κόκκαλης”. Ε, δεν ήταν και τίποτε το φοβερό. Τι είναι η νομιμότητα και μερικές δεκάδες δισ. μπροστά στα συναισθήματα; Μπροστά στην ”επιθυμία”, την ”φιλία” και την ”αγάπη”;

Ο Παπαχελάς, ολοκληρώνοντας την σχετική εξιστόρηση, γράφει: ”Πράγματι, στις 16 Ιανουάριου 1991 διενεργήθηκε διαγωνισμός για 720.000 ψηφιακές παροχές στον οποίο συμμετείχε μόνο η κοινοπραξία Intracom-Siemens. Στις 21 Ιουλίου 1991 ανατέθηκαν άλλες 150.000 παροχές στην ίδια κοινοπραξία. Στις 23 Ιουλίου 1992 η κοινοπραξία εξασφάλισε το αποκαλούμενο εκείνη την εποχή «Crash – πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ», με 430.000 επεκτάσεις και 570.000 νέες ψηφιακές παροχές. Μετά το 1990 και ως το 1993 η κοινοπραξία Intracom-Siemens όχι μόνο προχώρησε στην εκτέλεση της πρώτης μεγάλης σύμβασης, αλλά εξασφάλισε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλες, μεγαλύτερες συμβάσεις”. Ο λαός λέει: ”Θρέψε λύκο το Χειμώνα να σε φάει το Καλοκαίρι” αλλά η Αραβαντινού είναι δίπλα στα Ανάκτορα και μακριά από τις λαϊκές συνοικίες. Η Intracom ήταν ασήμαντη μέχρι το 1987: ”Μέχρι το 1987 η Intracom ήταν μια μάλλον μικρομεσαία εταιρεία. Οι προμήθειες του ΟΤΕ ήταν μικρές. Οι μεγάλες δουλειές δεν είχαν ξεκινήσει”. Το ΠΑΣΟΚ άνοιξε τον χορό, αλλά το ”πάρτι” έγινε την τριετία 1990-1993. Επίσης ο Κόκκαλης δεν ήταν ο μόνος ”ταϊσμένος λύκος”.

Όταν έρχονται τα σύννεφα.

Ο Παπαχελάς γράφει: ”Ήδη στις 9 Αυγούστου 1993 είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ οι εταιρείες France Telecom, Korea Telecom, NTT, Telefonica, Stet και GTE. Είχε δρομολογηθεί η αγορά του ΟΤΕ από τον ιαπωνικό τηλεπικοινωνιακό κολοσσό ΝΤΤ, κάτι που προφανώς θα σηματοδοτούσε τον τερματισμό της συνεργασίας του ελληνικού οργανισμού τόσο με την Intracom όσο και με τη Siemens. Ακόμα περισσότερο, η πρόσδεση του ΟΤΕ στο άρμα της ΝΤΤ θα ισοδυναμούσε με την «εισβολή» της ιαπωνικής τεχνολογίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω Ελλάδας. Σύμβουλος της ΝΤΤ ήταν ο διάσημος Έλληνας χρηματιστής, φίλος και μυστικοσύμβουλος του Μητσοτάκη, Μίνως Ζομπανάκης.” και ο Μητσοτάκης αφηγείται: ”Ήμασταν σε διαπραγματεύσεις με τους Ιάπωνες. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έρχονταν η μεγαλύτερη βιομηχανία τηλεπικοινωνιών της Ιαπωνίας την οποία θα επιλέγομε, διότι εμείς θέλαμε Ιάπωνα. Και πάντοτε ως σύμβουλο ζητούσα εγώ όχι Ευρωπαίο αλλά Ιάπωνα, για να μπορεί να έχει αντικειμενικότητα στις σκληρές διαπραγματεύσεις που είχαν μεταξύ τους οι μεγάλες εταιρείες της Ευρώπης. Διότι υπήρχε τεράστια, σκληρότατη αντιπαράθεση. Θα ερχόντουσαν οι Ιάπωνες. Μέσω της Ελλάδος θα έμπαιναν στην Ευρώπη στις τηλεπικοινωνίες. Ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα”. Δηλαδή, ο ΟΤΕ επρόκειτο να πωληθεί αλλά όχι σε κάποιον μειοδότη, όχι σε όποιον προσέφερε τον καλύτερο συνδυασμό τιμήματος και τεχνολογίας, αλλά προαποφασισμένα στην ΝΤΤ στην οποία ”Σύμβουλος της ΝΤΤ ήταν ο διάσημος Έλληνας χρηματιστής, φίλος και μυστικοσύμβουλος του Μητσοτάκη, Μίνως Ζομπανάκης”! Ανεξάρτητα από τα, πραγματικά ή υποτιθέμενα, πλεονεκτήματα της ΝΤΤ ή κυβέρνηση έβαζε απέναντί της τους ομίλους Ε.Ε. και ΗΠΑ με τους κινδύνους που αυτό συνεπαγόταν.

Δεν είναι ξεκάθαρη η πρόθεση του Παπαχελά όταν βάζει την επικεφαλίδα ”ΟΙ ΝΟΜΟΤΑΓΕΙΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΙΚΟΙ” στο εδάφιο το οποίο ο Κ.Μ. παραθέτει τις απόψεις του για τους βουλευτές που διαφωνούσαν με τις πολιτικές της κυβέρνησης. Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη ”Να θυμίσω κάτι. Εκείνη την εποχή είχαμε 151 βουλευτές διότι είχε φύγει ήδη ο [Στέφανος] Στεφανόπουλος. […] Στο θέμα του ΟΤΕ υπήρχε μία [εσωκομματική] αντιπολίτευση οργανωμένη. Ήταν αντιπολίτευση σε όλα. Και στην οικονομική και στην εξωτερική πολιτική και στο θέμα των Σκοπιών. Η αντιπολίτευση αυτή με οδήγησε στην ανάγκη να αντικαταστήσω πολλούς την ώρα της ψηφοφορίας, την ώρα δηλαδή που ψηφιζόταν ο νόμος για τον ΟΤΕ, αυτούς που δεν ήθελαν να ψηφίσουν τους άλλαζα. Φύγε εσύ, θα περάσει άλλος που θα ψηφίσει. Η αλήθεια είναι ότι η [εσωκομματική] αντιπολίτευση δεν έφτασε στα άκρα. Δεν με έριξε. Υπήρχε μέχρι τέλους ένας αριθμός, ας πούμε τριάντα βουλευτών, οι οποίοι είχαν τη δική τους άποψη. […] Ακολουθούσαν όμως τη γνώμη της πλειοψηφίας, της κοινοβουλευτικής ομάδας την οποία εγώ έλεγχα. […] Επικρατούσε η γνωστή τοποθέτηση της παραδοσιακής ελληνικής Δεξιάς, η οποία ήταν εναντίον της φιλελεύθερης πολιτικής και κυρίως στην έκταση που εμείς την εφαρμόζαμε. Επικεφαλής της αντίπαλης σχολής εναντίον της φιλελεύθερης πολιτικής ήταν ο Θανάσης ο Κανελλόπουλος. Άνθρωπος που ήξερε από οικονομία, πολύ ευφυής, χαριτωμένος. Είχε όμως μεγάλες αδυναμίες ως πολιτικός. Δεν είχε δύναμη, δεν είχε κουράγιο… δεν είχε αντοχή ο Θανάσης καμία. Ο Θανάσης πάντως ηγείτο αυτής της ομάδος.”. Αποστάτησε ο Σ. Στεφανόπουλος, ανιψιός του Σ. Στεφανόπουλου, πρωθυπουργού της ”Αποστασίας”. Ηγέτης της αντιπολίτευσης η οποία αποδίδεται στην ”παραδοσιακή ελληνική Δεξιά” ήταν το στέλεχος της Ένωσης Κέντρου ο ”χαριτωμένος” Αθανάσιος Κανελλόπουλος.

Προκύπτουν όμως και ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα. α) Πόσο ”φιλελεύθερες” ήταν οι αναθέσεις, δίχως πραγματικό διαγωνισμό, στον Κόκκαλη προμηθειών αξίας δεκάδων δισ.; β) Γιατί έπρεπε να φτάσει ο τελευταίος χρόνος της κυβέρνησης για να αποφασίσει την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ; γ) Γιατί, από την πλευρά της οικονομίας, έπρεπε να προηγηθούν οι ιδιωτικοποιήσεις των συγκοινωνιών, αποδυναμώνοντας την κυβέρνηση, από την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ; δ) Πόσο ”φιλελεύθερη” πολιτική ήταν ο διορισμός 5.500 υπαλλήλων στην ήδη υπερφορτωμένη από προσωπικό ΔΕΗ; Επιπλέον μια καίρια παρατήρηση. Η διαφορετική άποψη, η άποψη γενικότερα, είναι όχι απλώς δικαίωμα του βουλευτή αλλά υποχρέωσή του. Η ”γνώμη της πλειοψηφίας” είναι δυστυχώς, όσον αφορά την λειτουργία του Κοινοβουλίου κενό γράμμα, ανέκδοτο. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση Χρυσοχοΐδη μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου ότι δεν το είχε διαβάσει.

Με διπλωματική διατύπωση ο Παπαχελάς παρουσιάζει εμπλοκές με τις ΗΠΑ: ”Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη το Σκοπιανό ήταν περίπου στάσιμο μέσα στο 1993. Δεν ήταν ένα πρόβλημα που απαιτούσε χειρισμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφωνίες, εσωκομματικές συγκρούσεις, αποχωρήσεις βουλευτών και εκλογές. Από την άλλη πλευρά, το καλοκαίρι του 1993 είχε δοθεί η εντύπωση ότι οι Αμερικανοί σπρώχνουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε εκλογές λόγω του Σκοπιανού. Συγκεκριμένα, πέντε εβδομάδες μετά από τη «Διάσκεψη των Αθηνών» στις 3 Μαΐου 1993 και τη συμφωνία με Μιλόσεβιτς και Κάρατζιτς για τον τερματισμό του εμφυλίου στη Βοσνία, και παρά το γεγονός ότι ειρήνευση δεν επήλθε, επισκέφθηκε την Αθήνα ο Γουόρεν Κρίστοφερ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΙΊΑ στη μόλις πέντε μηνών νέα κυβέρνηση του προέδρου Μπιλ Κλίντον. Στις 11 Ιουνίου ο Μητσοτάκης δέχθηκε τον Κρίστοφερ στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης, εκεί που είχαν γίνει και οι συνομιλίες με τους Βαλκάνιους ηγέτες. […] Μετά από συνάντησή του με τον Μητσοτάκη, ο Κρίστοφερ δήλωσε: «Η επίσκεψη συνδέεται με την πιθανότητα εξελίξεων στην Ελλάδα, συνδέεται με τις εκλογές». Η δήλωση προκάλεσε αίσθηση και παρά τις διορθωτικές δηλώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα στις οποίες υπογραμμιζόταν ότι οι εκλογές είναι εσωτερική υπόθεση της Ελλάδας, πολλοί την ερμήνευαν ως άδειασμα του Μητσοτάκη από τους Αμερικανούς.”. Αλλά ο Μητσοτάκης το αρνείται: ”Τότε εγώ του είχα πει του Κρίστοφερ που ήρθε να με δει ότι για το θέμα των Σκοπιών δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα, διότι δεν έχω την πλειοψηφία και αν υποθέσουμε ότι θέλω να προχωρήσω τη λύση την οποία εγώ προέκρινα από τότε, δηλαδή τη μεσαία λύση, δηλαδή αυτή που σήμερα προσπαθούμε να πετύχουμε και δεν μπορούμε, θα έπεφτα. […] Του είπα λοιπόν του Κρίστοφερ ότι εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω αυτή την ώρα. Θα περιμένουμε να γίνουν εκλογές και μετά τις εκλογές θα δούμε τι θα κάνουμε. Και ο Κρίστοφερ βγαίνοντας -και δεν ήταν και ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος, ήταν και πολύ κουρασμένος ίσως από τα πολλά ταξίδια- βγήκε και είπε για εκλογές. Και έμεινε η εντύπωση στον ελληνικό λαό ότι οι Αμερικανοί ανέτρεψαν την κυβέρνηση. Κάτι το οποίον εγώ δεν έχω κανέναν απολύτως λόγο να το δεχτώ. Δεν έχω καμία απολύτως ένδειξη ότι οι Αμερικανοί ήθελαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση”. Ήταν και λίγο χαζούλης ο Κρίστοφερ, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και τα μπέρδεψε αλλά είναι γνωστό ότι οι Αμερικάνοι δεν κάνουν τέτοια αντιδημοκρατικά πράγματα.

Μια άλλη, χαρακτηριστική της Ελληνικής ”φιλελεύθερης” πολιτικής σχολής, περίπτωση είναι ο ”χορός των λύκων” που είχε στηθεί γύρω από τις δημόσιες προμήθειες, τις τηλεοπτικές άδειες και τις άδειες κινητής τηλεφωνίας. Σύμφωνα με τον Παπαχελά: ”Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της εποχής ήταν οι τηλεοπτικές άδειες, οι άδειες κινητής τηλεφωνίας και μια σειρά από δημόσιες προμήθειες που άνοιγαν την όρεξη της λεγόμενης «διαπλοκής». Ο Μητσοτάκης έλεγε ότι δεν χρειαζόταν να πάρει άδεια από κανέναν για όλες αυτές τις αποφάσεις της περιόδου 1990-93 και μία από αυτές τις αποφάσεις, που όπως διαβεβαίωνε τις χειριζόταν μόνος του, ήταν η παραχώρηση των τηλεοπτικών αδειών”! Για να κατανοήσουμε τη σημασία των τηλεοπτικών αδειών και τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν για την ”νομή της πίττας” αρκεί να θυμηθούμε το σκηνικό του 2016, του διαγωνισμού που διεξήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Νίκος Παππάς, καθώς και τον εγκλεισμό, στα πλαίσια της διεξαγωγής του, κορυφαίων οικονομικών παραγόντων στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν μία άδεια. Γιατί ήταν τόσο σημαντική η κατοχή τηλεοπτικών σταθμών από τους δισεκατομμυριούχους; Ποια ήταν τα πλεονεκτήματα που τους χάριζαν; Ευθέως δεν προκύπτουν κερδοφορίες των καναλιών που να δικαιολογούν την προσπάθεια. Οι ωφέλειες είναι φανερό ότι είναι ”παράπλευρες” και προφανώς αδιαφανείς αλλά αναμφισβήτητα χρυσοφόρες για να αξίζουν και το τίμημα αλλά και τον κίνδυνο της έγερσης των δικαιολογημένων ερωτηματικών για τα κίνητρα.

Σύμφωνα με την εξιστόρηση των γεγονότων από τον Δημήτρη Κανελλόπουλο προκηρύσσεται διαγωνισμός για 4 τηλεοπτικές άδειες. Ο διαγωνισμός λαμβάνει χώρα από τις  29/8/2016 μέχρι τις 2/9-2016. Οι τέσσερις πλειοδότες διαθέτουν για τις άδειες 246 εκ. ευρώ! Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι τότε οι άδειες δεν προσέφεραν κανένα αντίτιμο στο Δημόσιο. Ήταν δωρεάν, τουλάχιστον όσον αφορά το Δημόσιο! Στις 26/10/2016 το ΣΤΕ με τρεις ψήφους διαφορά (14 έναντι 11) έκρινε αντισυνταγματικό το άρθρο 2α του νόμου. Μετά την κατάργηση του επίμαχου άρθρου ο διαγωνισμός επαναλαμβάνεται τον επόμενο χρόνο, αφού προηγουμένων εξασφαλίστηκε κάποια ”ευρυχωρία” για να χωράει όλους του μεγάλους. Οι άδειες αυξήθηκαν σε επτά από τέσσερις και το τίμημα καθορίστηκε στα 35 εκ. ευρώ το οποίο οι καναλάρχες θα εξοφλούσαν σε δέκα ετήσιες δόσεις. Η ουσία της όλης υπόθεσης, -που στην πραγματικότητα είναι η ουσιαστικά και βαριά ελλειμματική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος λόγω της υπαγωγής της 4ης εξουσίας  στις εντολές της ”διαπλοκής” και στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα- χάνεται, βολικά, μέσα στον θόρυβο από την καταδίκη του Νίκου Παππά για παράβαση καθήκοντος.

Για τις τηλεοπτικές άδειες, λοιπόν, για τις οποίες τόση φασαρία έγινε 25 χρόνια μετά, –χωρίς δυστυχώς να υπάρξει κάθαρση – ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι ”τις χειριζόταν μόνος του” και ακόμα ότι ”δεν χρειαζόταν να πάρει άδεια από κανέναν”! Λέει: ”Γιατί να πάρω άδεια; Όσες τηλεοπτικές άδειες νόμιζα ότι έπρεπε να δώσω, έδωσα. Πάντοτε δική μου ήταν η απόφαση. Οι μεγάλες αποφάσεις όλες παίρνονταν από εμένα και μπορώ να θυμηθώ πολλά περιστατικά. […] Και μια και αρχίσαμε για τα διαπλεκόμενα, ο Λαμπράκης ήταν εξ ορισμού αντίπαλος της ΝΔ. Ο Μπόμπολας είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει πολλή αξία και είναι σοβαρός επιχειρηματίας, σοβαρός άνθρωπος. Εμένα μου αρέσει ο Μπόμπολας και κουβεντιάζω άνετα και εύκολα μαζί του, με τη διαφορά ότι είναι ένας άνθρωπος ο οποίος τα θέλει όλα δικά του. Και με αυτόν είχαμε προβλήματα διότι δεν μπορούσα εγώ να κάνω όσα ο Μπόμπολας ήθελε. Ο Αλαφούζος δεν είχε συμφέροντα ιδιωτικά. […] Ο Αλαφούζος δεν μου ζήτησε ποτέ τίποτε για τον εαυτό του. Το μόνο πράγμα που μου είχε πει είναι στη ΔΕΗ, με την οποία συνδέονταν ο ίδιος από παλιά στενά, να χρησιμοποιήσω πρόεδρο. Και το οποίο έκανα διότι έκρινα σωστό να μην έχω έναν μόνο, τον Ξανθόπουλο, αλλά να έχω και έναν πρόεδρο δίπλα για να κρατώ ισορροπίες”. Οι μεγάλες αποφάσεις πάντοτε παίρνονταν από τον ίδιο και εντελώς συμπτωματικά οι ”μεγάλες αποφάσεις” του γιγάντωσαν την διαπλοκή. Γιατί ο Κόκκαλης γιγαντώθηκε από δικές του αποφάσεις και οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών αδειών έγιναν επικυρίαρχοι.

Μια ακόμα ”μεγάλη απόφασή” του, στα πλαίσια της ”φιλελεύθερης’ πολιτικής, αφορούσε την ιδιωτικοποίηση του τζόγου. Καταθέτει ο Παπαχελάς: ”Πρόκειται για τον διαγωνισμό που κέρδισε η Intralot, συμφερόντων Κόκκαλη, για το ΞΥΣΤΟ. Η Intralot ιδρύθηκε το 1992. Η πολύμηνη διαδικασία του διαγωνισμού ξεκίνησε το 1992 και είχε προκαλέσει ερωτήματα για το ενδεχόμενο προσυμφωνημένων διατάξεων. Η αρχική σύμβαση για το ΞΥΣΤΟ ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και την Intralot συνήφθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1993 […] Η σύμβαση ανανεώθηκε το 1998 και ως τη λήξη της δεύτερης ανανέωσης, το 2003, υπολογιζόταν ότι μόνο για το ΞΥΣΤΟ η Intralot διαχειρίστηκε άνω των 800 δισεκατομμυρίων δραχμών […] Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, του 2017, δραστηριοποιείται σε 52 χώρες, απασχολεί 5.100 εργαζόμενους και έχει έσοδα 1,1 δισ. ευρώ.”! Ο ”λύκος” που ταΐζεις τον Χειμώνα το Καλοκαίρι σε τρώει. Ο Μητσοτάκης μάλλον νόμιζε ότι ταΐζοντας τους ”λύκους” θα εξασφάλιζε φίλους ”σκύλους” φύλακες. Έκανε λάθος αλλά το διαπίστωσε αργά: ”Με αυτούς τους χειρισμούς που κάναμε, ήρθαμε σε αντίθεση με όλο το οικονομικό κατεστημένο. Δεν υπήρχε κανένας ο οποίος να μην ήταν εχθρός. Διότι, μη γελιόμαστε, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι αυτή. Αυτοί οι κύριοι θέλουν να διευθύνουν την πολιτική μας ζωή”! Ποια είναι η αντιμετώπιση ”αυτών των κυρίων” από τους νεοφιλελεύθερους; Πως τους αντιμετωπίζουν; Βάζοντας κανόνες και περιορισμούς ή διευκολύνοντάς τους επιτρέπουν την ανεξέλεγκτη ενδυνάμωσή τους; Ποιο ήταν το σημείο καμπής και με ποιες πολιτικές ηγεσίες έγιναν ανεξέλεγκτοι;

Ζητώντας και τα ρέστα.

Ο Μητσοτάκης, ενώ έχει το κύριο μέρος της ευθύνης για τις εξελίξεις, ζητάει και τα ρέστα. Τα ζητάει μάλιστα από εκείνους που με συστηματικό τρόπο και ποικίλες μεθοδεύσεις προσπάθησε να εξοβελίσει από την ΝΔ. Συνεχίζοντας την προσπάθειά του να αποδομήσει την ”ψυχή” της παράταξης επιτίθεται στην υποτιθέμενη ”καραμανλική αντιπολίτευση” έχοντας σαν στόχο τον ίδιο τον Καραμανλή. Αφηγείται: ”Ο Σαμαράς είναι πίσω από αυτή την ιστορία. Αυτός είναι που έκανε όλη τη δουλειά για την ανατροπή της κυβέρνησης. Είχε μεν την άτυπη συμφωνία της [εσωκομματικής] αντιπολίτευσης στις θέσεις που υποτίθεται ότι πίστευε – διότι ο Σαμαράς δεν είχε καμία θέση, απλώς αυτό που θεωρούσε ότι τον συνέφερε έκανε. Η αντιπολίτευση η εσωτερική, δηλαδή ο Καραμανλής, δεν ήθελε να ρίξει την κυβέρνηση, αλλά εννοούσε να κρατήσει τις δικές του ισορροπίες, όπως αυτός νόμιζε […] Ο Κόκκαλης δεν το έχει ομολογήσει, ούτε θα το ομολογήσει μέχρι τέλους, αλλά η ανατροπή έγινε από αυτόν. Δεν θα τολμούσε όμως να το κάνει αν δεν είχε την ολόψυχη υποστήριξη ολόκληρου του οικονομικού κατεστημένου. Με πρώτον τον Αλαφούζο, αλλά από κοντά και όλοι οι άλλοι. Είναι χαρακτηριστικός ο Τύπος εκείνης της εποχής, η λύσσα εναντίον της κυβέρνησής μας”. Εκτός από τον Κόκκαλη που τον βοήθησε να κυριαρχήσει με την Intracom και την Intralot και οι ”σύμμαχοί” του εκδότες στην μάχη κατά του Κοσκωτά και του Αντρέα ”μήδισαν”.

Ο Παπαχελάς ”προλογίζει” γράφοντας: ”Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις από το Προεδρικό Μέγαρο, δεν είχε συμμετοχή στη διαμόρφωσή τους. Σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας δεν συμμετείχαν ούτε οι άνθρωποί του, ούτε οι «καραμανλικοί» της Νέας Δημοκρατίας, ούτε πολύ περισσότερο ο ίδιος. Ο Μητσοτάκης φρόντιζε όμως να τονίζει ότι ο Καραμανλής καθόλου δεν δυσαρεστήθηκε από την ανατροπή της κυβέρνησης” και ο Μητσοτάκης, με συνέπεια, εξακολουθεί να οικοδομεί το αφήγημά του, στοχεύοντας τους Καραμανλικούς:  ”Καραμανλικό χέρι; Όχι, ο Καραμανλής δεν ήταν υπέρ της ανατροπής της κυβερνήσεως. Δεν θα το έκανε ο Καραμανλής. Αλλά ότι δεν ήταν ευχαριστημένος ο Καραμανλής με την ανατροπή, δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Η ατμόσφαιρα ήταν σαφώς… Το καραμανλικό κομμάτι του κόμματος σχεδόν πανηγύριζε”! Η ”αγάπη” όμως του Μητσοτάκη για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τους Καραμανλικούς είναι ανεξάντλητη: ”Όταν χάσαμε τις εκλογές πήγα να δω τον πρόεδρο, τον Καραμανλή, για να του υποβάλω την παραίτησή μου. […] το πρώτο πράγμα που βρήκε να μου πει ήταν ότι: “Ο πολιτικός πρέπει να ξέρει πότε φεύγει”. Εγώ αγρίεψα και του είπα: “Δεν μου χρειάζονται οι συμβουλές σου. Κράτα τες για τον εαυτό σου. Εγώ έχω πει τι θα κάνω”. Ήταν απίστευτη η λύσσα όλων εκείνη την εποχή να πέσει η κυβέρνηση. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Μη γελιόμαστε. Και αυτό έδινε αέρα και στους διαπλεκόμενους οι οποίοι έκαναν τη βρόμικη δουλειά. Και στον Σαμαρά ο οποίος ήταν η πολιτική πλευρά. Οι καραμανλικοί ναι μεν δεν ήθελαν οι ίδιοι να πάρουν πολιτική πρωτοβουλία, δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν κιόλας να πάρουν πρωτοβουλία ανατροπής, πλην όμως την ανατροπή την αντιμετώπιζαν με αρκετή συμπάθεια”. Οι Καραμανλικοί φταίνε που η έπεσε η κυβέρνηση. Είχαν ”λύσσα” αλλά ”δεν μπορούσαν” να την ρίξουν οι ίδιοι, αν και ήταν καμιά τριανταριά αλλά ”δεν ήθελαν κιόλας να πάρουν πρωτοβουλία ανατροπής”! Αλλά η ”λύσσα” των Καραμανλικών ”έδινε αέρα και στους διαπλεκόμενους […] και στον Σαμαρά”!

Το ήξερε αλλά… ”προτίμησε”.

Ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι μετάνιωσε που, πριν από τις εκλογές, δήλωσε ότι θα παραιτηθεί αν χάσει: ”Το ήξερα. Εκείνη την ώρα δεν είχαμε ελπίδες πλέον ότι θα κερδίζαμε. Εκείνη τη ώρα που μας ανέτρεψε ο Σαμαράς με τον Κόκκαλη εγώ έβλεπα ότι χάναμε τις εκλογές. Βέβαια μία κρυφή ελπίδα πάντοτε έχει κανείς. Εγώ ήλπιζα ότι θα τα κατάφερνα αν έφθανα στο τέρμα της τετραετίας. Ήλπιζα ότι και αν ακόμα δεν κέρδιζα, θα έλεγχα την κατάσταση. Αλλά εκείνη την ώρα προτίμησα να κάνω τις εκλογές. Και το γεγονός ότι δήλωσα ότι θα παραιτηθώ αν χάσω ήταν ένας τρόπος με τον οποίο προεξοφλούσα ότι θα φύγω. Το προεξοφλούσα. Ήταν στην ουσία μία στιγμή αδυναμίας, αν το δεις εκ των υστέρων, κάνοντας αυτοκριτική. Ήταν όμως και λεβεντιά κατά κάποιον τρόπο. Εντάξει, εγώ εφαρμόζω αυτή την πολιτική. Δεν τη θέλετε, Έλληνες; Δεν τη θέλετε, κύριοι; Κάνετε καλά. Εγώ φεύγω.”. Ήταν όμως πραγματικά μια στιγμή αδυναμίας ή ήταν η ”κρυφή ελπίδα” ότι θα κερδίσει και η πίστη ότι ”θα έλεγχε την κατάσταση”;

Ήταν η κυβέρνηση υποχρεωμένη να παραιτηθεί; Ήταν υποχρεωτική η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες; Δηλώνει ο Μητσοτάκης: ”Αυτό είναι ακριβές. Δεν ήμουν υποχρεωμένος να παραιτηθώ. Αν δεν είχα τον δικό μου απόλυτο χαρακτήρα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα. Το ΠΑΣΟΚ είχε κάνει το λάθος να έχει κάνει πρόταση μομφής, νομίζω έναν μήνα πριν, οπότε δεν μπορούσε να επανέλθει με πρόταση μομφής για να επιβεβαιωθεί, όπως ορίζει το Σύνταγμα, ότι δεν είχα πλειοψηφία. Έτσι θα μπορούσα να μείνω και θα μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο. Θα μπορούσα να αλλάξω τον εκλογικό νόμο με την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος που ήταν έτοιμο να κάνουμε απλή αναλογική. Να μην αφήσω τον Ανδρέα να έρθει στην εξουσία. […] Προτίμησα τη λεβέντικη μέθοδο. Πετώ το γάντι: “Μάλιστα, κύριοι, αυτός μας έριξε, ο ελληνικός λαός να αποφασίσει””. Αλλά, ποίοι νόμοι μένουν να ψηφιστούν στο τέλος μια κυβερνητικής θητείας; Στο τελευταίο εξάμηνο; Με δεδομένο ότι ο νόμος 2167/93, για τον ΟΤΕ, ψηφίστηκε στις 24 Αυγούστου 1993 γιατί δεν έμεινε για να ολοκληρωθεί η, τόσο στρατηγικής σημασίας σύμφωνα με τον ίδιο, μεταβίβασή του στους Ιάπωνες;

Η απόφαση για τις πρόωρες εκλογές ήταν σωστή, έστω και αν οι δικαιολογία που επικαλείται δεν στέκει. Αιτία δεν ήταν η, ενδεχόμενη σε κάθε περίπτωση, αδυναμία ψήφισης νόμων. Θα μπορούσε, άλλωστε όπως δηλώνει, να αλλάξει τον εκλογικό νόμο. Όμως για την παραίτηση από την ηγεσία της ΝΔ είναι προφανές ότι μετάνιωσε: ”Ναι, δεν το ήξερε η Ντόρα, δεν το ήξερε η Μαρίκα. Η Μαρίκα δεν μου το συγχώρησε ποτέ ότι το έκανα χωρίς να της το πω. […] Είχα πει ότι θα φύγω αν χάσω και έφυγα. Υπέστην πάρα πολλές πιέσεις να μη φύγω, είναι γνωστό αυτό. Αν τυχόν άλλαζα γνώμη, θα καλούσα την κοινοβουλευτική ομάδα και θα ζητούσα επιβεβαίωση. Η καινούρια κοινοβουλευτική ομάδα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα με επιβεβαίωνε πάλι και θα έμενα αρχηγός”. Αυτή είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η αιτία της οργής κατά του Καραμανλή όταν του είπε ότι ”Ο πολιτικός πρέπει να ξέρει πότε φεύγει”. Είναι προφανές ότι, ακόμα και αν δεν το ζήτησε ευθέως, ήλπιζε σε μια δημόσια δήλωση Καραμανλή η οποία θα του έδινε το πρόσχημα που ήθελε για να ανακαλέσει την προεκλογική του δέσμευση και να μην παραιτηθεί.

Παρά το γεγονός ότι ”Προτίμησε τη λεβέντικη μέθοδο” και ”Πέταξε το γάντι”, μετάνιωσε και έψαχνε από κάπου να πιαστεί ”Και ήταν λάθος μου που επέμενα να παραιτηθώ. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Πέραν του ότι η υγεία του Ανδρέα θα του επέβαλε να φύγει, και αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να αντέξει πολύ όπως και δεν άντεξε κιόλας, υπήρχε μία μεγάλη δυνατότητα όταν θα γινόταν η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας [το 1995], Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε την πλειοψηφία. Τότε το έσωσε ο Σαμαράς. Αν ήμουν εγώ αρχηγός της ΝΔ, δεν θα είχα τη παραμικρή δυσκολία να του πάρω του Σαμαρά δύο τρεις βουλευτές, οι οποίοι βλέποντας εκλογές θα ήταν έτοιμοι να έρθουν μαζί μου. Και θα του την έριχνα [την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ] πάνω στον χρόνο, πριν τον χρόνο, και θα ξαναείχαμε εκλογές και θα γύριζα πίσω. Αλλά σου λέω, το είχα πει [ότι θα παραιτηθώ αν χάσω]” αλλά ο Καραμανλής δεν του ”πέταξε σωσίβιο”. Βεβαίως υπάρχει και το άλλο ενδεχόμενο, πέρα από τους κατόπιν εορτής σχεδιασμούς του, το οποίο είναι πιο ισχυρό. Σε περίπτωση μη παραίτησης, ή επανεκλογής του από την κοινοβουλευτική ομάδα, η φθορά του να ήταν τόσο μεγάλη και αμετάκλητη που να έκλεινε οριστικά το οικογενειακό του κεφαλαίο στην ΝΔ. Η κατάσταση σε σύγκριση με την δεκαετία του ’80 είχε αλλάξει άρδην, σκάνδαλο Κοσκωτά δεν υπήρχε, συμμαχία με τους εκδότες και την Αριστερά δεν προέκυπτε, ακόμα και αν κατάφερνε ”να του την ρίξει” την κυβέρνηση του Αντρέα το 1995 το ενδεχόμενο να καλυφθεί η διαφορά(7,58%) δεν ήταν ιδιαίτερα πιθανό.

Στον απόηχο της τριετούς διακυβέρνησης ’90-’93 δημιουργήθηκε το θέμα των υποκλοπών. Σύμφωνα με τον Παπαχελά ”… Ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Τόμπρα στη δραστήρια «βιομηχανία των υποκλοπών» ήταν ο Χρήστος Μαυρίκης, τεχνικός με άριστες γνώσεις που, όπως αποκαλύφθηκε, δεν έπαυσαν να αξιοποιούνται μετά το 1990. Τον Απρίλιο του 1993 και ενώ ο Μητσοτάκης ήταν απασχολημένος με τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, ο Μαυρίκης μίλησε στον Τύπο και εμφανίστηκε στην τηλεόραση λέγοντας με μεγάλη άνεση ότι μετά το 1990 διενεργούσε υποκλοπές για λογαριασμό της κυβέρνησης της ΝΔ και συγκεκριμένα κατ’ εντολήν του στρατιωτικού συμβούλου του Μητσοτάκη στρατηγού Νίκου Γρυλλάκη. Ο Γρυλλάκης είχε απαντήσει ότι χρησιμοποίησε τον Μαυρίκη και τις ικανότητές του στο «υποκλέπτειν» για να προστατεύσει τα στελέχη της ΝΔ από το ΠΑΣΟΚ. […] Τον Ιούλιο του 1993 δώδεκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες των οποίων παρακολουθούνταν, κατέθεσαν μήνυση. Το πόρισμα της Δικαιοσύνης που αριθμεί πολλές χιλιάδες σελίδες, γνωστό και ως «πόρισμα Ζορμπά», δημοσιοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1993.”! Η καταγγελία ξεκίνησε ενώ η ΝΔ ήταν κυβέρνηση. Το ίδιο και η δικαστική διερεύνηση.

Πάλι όμως ο Μητσοτάκης δεν χάνει την ευκαιρία να χρεώσει τους ”Καραμανλικούς” αλλά και τον ίδιο τον Καραμανλή. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι: ”Έγινε μία συστηματική προσπάθεια από τον Έβερτ, άθλια προσπάθεια, η οποία δεν ήταν δυνατό παρά [να] ήταν εις γνώση του Καραμανλή. Ο Καραμανλής όφειλε αν μη τι άλλο να τη σταματήσει. [Ήταν μια προσπάθεια] να με εμπλέξει δικαστικά σε σκάνδαλα […] Διότι το ΠΑΣΟΚ ήθελε να με εκδικηθεί αλλά δεν θα τολμούσε ποτέ να προχωρήσει εάν δεν είχε τη στήριξη και ενδεχομένως την προτροπή από την καραμανλική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας. Εκεί δεν εμπλέκω τον Καραμανλή τον ίδιο, εξηγούμαι”! Αλλά αφετηρία για την εξεταστική επιτροπή και την δικαστική  διερεύνηση(Ιούλιος ’93) αποτέλεσαν οι δημόσιες δηλώσεις του στρατιωτικού συμβούλου του Μητσοτάκη στρατηγού Νίκου Γρυλλάκη και του Μαυρίκη όχι ανθρώπων του Έβερτ. Την σύσταση της εξεταστικής επιτροπής την αποδέχθηκε ο ίδιος ενώ ήταν πρωθυπουργός(29-4-1993). Πότε ακριβώς μπαίνουν οι Καραμανλικοί στο παιχνίδι; Και πως μπορούσε ο Καραμανλής ”αν μη τι άλλο να τη σταματήσει”;

Σύμφωνα με τον Παπαχελά, μετά από το πόρισμα της εξεταστικής της Βουλής και το πόρισμα Ζορμπά: ”Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Χρήστος Ροκόφυλος υποστήριζε με φλογερές αγορεύσεις την παραπομπή Μητσοτάκη-Μπακογιάννη σε προανακριτική επιτροπή, κάτι που έγινε, με απόφαση της Βουλής, τον Ιανουάριο του 1994. Πέντε μήνες μετά ολοκληρώθηκε το πόρισμα της προανακριτικής επιτροπής. Μόλις ανακοινώθηκε, η Βουλή συνεδρίασε και στις 16 Ιουνίου 1994 παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο μόνο τον Μητσοτάκη για το αδίκημα των υποκλοπών με 164 ψήφους υπέρ, 6 κατά και 5 «παρών». Οι βουλευτές της ΝΔ απείχαν από την ψηφοφορία. Τον Νοέμβριο του 1994 παραπέμφθηκαν και τα μη πολιτικά πρόσωπα, αλλά στις 16 Ιανουάριου 1995 παρενέβη ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η Βουλή συνεδρίασε και ανέστειλε τις διώξεις.”. Το ΠΑΣΟΚ είχε 170 βουλευτές, η ΝΔ 111, η ΠΟΛΑΝ 10 και το ΚΚΕ 9. Η παραπομπή δεν συγκέντρωσε ούτε όλες τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας παρενέβη και σταμάτησε τις διώξεις. Οι Καραμανλικοί που εμπλέκονται; Και ο Καραμανλής, πέρα από το να επαναλάβει ότι είχε πει και το ’90 ότι ”Τους πρώην τους στέλνεις στο σπίτι τους, όχι στα δικαστήρια” τι άλλο μπορούσε να κάνει;

Αυτός και οι άλλοι.

Όλοι οι άλλοι μπροστά του δεν έπιαναν μια. Βάζει ψηλά τον πήχη και τους βρίσκει όλους λιποβαρείς ”Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή έχω μιλήσει πολύ. Ήταν ένας αξιόλογος πολιτικός. Δεν ήταν μεγάλος ηγέτης με την έννοια ότι δεν ήταν ο άνθρωπος των μεγάλων αποφάσεων […] Ο Ανδρέας ήταν κακοποιός δύναμις. Άξιος για όλα, αλλά είχε τουλάχιστον ένα προσόν. Με τον Ανδρέα μπορούσες να ξέρεις τι σου γίνεται. Μπορούσες να κάνεις πολιτική με τον Ανδρέα. […] Γιατί μετά περάσαμε σε μετριότητες”! Αφού ξεμπέρδεψε με τους παλιούς από τους οποίους ο ένας ”Δεν ήταν μεγάλος ηγέτης” και ο άλλος ”ήταν κακοποιός δύναμις” ήρθε η ώρα των νέων για θάψιμο: ”Ο Σημίτης ήταν ο καλύτερος που έβγαλε το ΠΑΣΟΚ για διάδοχο του Ανδρέα, αλλά και αυτός έχει πεπερασμένα ψυχικά περιθώρια ως ηγέτης. Δεν είναι αρκετά δυνατός για να τραβήξει στα άκρα. Από εκεί και πέρα, ο Κώστας ο Καραμανλής είναι ένας άνθρωπος με πάρα πολύ μεγάλες ικανότητες, αλλά παντελώς άβουλος. Δεν παίρνει ποτέ του απόφαση”. Το βέτο για την ένταξη των Σκοπίων, η στάση του στο σχέδιο Ανάν, η συνεργασία με την Κίνα στις μεταφορές και την Ρωσία στους αγωγούς ενέργειας δεν είναι μεγάλες αποφάσεις. Μόνο η δική του πρόθεση για συνεργασία με τους Ιάπωνες ήταν μεγάλη. Ο ΓΑΠ ”είναι ένας ευπρεπής άνθρωπος που δεν κάνει για πρωθυπουργός” ενώ τέλος, ο Σαμαράς ”Είναι αδίστακτος, μικροπολιτικός, μικροκομματικός” αν και σύμφωνα με τον Παπαχελά η γνώμη του για τον τελευταίο ”βελτιώθηκε αισθητά μετά τα πρώτα χρόνια πρωθυπουργίας Σαμαρά”! Μόνο οι κακόπιστοι θα υπέθεταν ότι σε αυτήν την ”βελτίωση” έπαιξε καθοριστικό ρόλο η υπουργοποίηση του Κυριάκου και άλλων πολλών στελεχών που ήταν πάντα ενταγμένα στα μακροπρόθεσμα σχέδια των μηχανισμών της οικογένειας.

Απολογισμός. Σπέρνοντας ανέμους θερίζεις θύελλες.

Ο Μητσοτάκης, δεν κάνει απολογισμό δεν κάνει αυτοκριτική. Όλα όσα έχει κάνει είναι καλά καμωμένα. Το μόνο λάθος που καταδέχεται να καταλογίσει στον εαυτό του είναι η παραίτηση του όταν έχασε τις εκλογές. Ήταν βέβαια ήδη 75 ετών και πριν από οκτώ χρόνια είχε ο ίδιος αποκλείσει από τα ψηφοδέλτια όσους ήταν άνω των 70, για χάρη και των αδελφών Μπουλούκων, αλλά ο ίδιος ήταν άλλη περίπτωση. Καταγγέλλει το κεφάλαιο και τα ΜΜΕ ”Δεν υπήρχε κανένας ο οποίος να μην ήταν εχθρός. Διότι, μη γελιόμαστε, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι αυτή. Αυτοί οι κύριοι θέλουν να διευθύνουν την πολιτική μας ζωή.”, ”Ο Κόκκαλης δεν το έχει ομολογήσει, ούτε θα το ομολογήσει μέχρι τέλους, αλλά η ανατροπή έγινε από αυτόν. Δεν θα τολμούσε όμως να το κάνει αν δεν είχε την ολόψυχη υποστήριξη ολόκληρου του οικονομικού κατεστημένου. Με πρώτον τον Αλαφούζο, αλλά από κοντά και όλοι οι άλλοι. Είναι χαρακτηριστικός ο Τύπος εκείνης της εποχής, η λύσσα εναντίον της κυβέρνησής μας” ότι θέλουν ”θέλουν να διευθύνουν την πολιτική μας ζωή” αλλά αυτό το διαπιστώνει μόνο όταν έχει λειτουργήσει εναντίον του. Έχει ξεχάσει το παρελθόν του.

Όταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το κεφάλαιο και τα ΜΜΕ ήταν φιλικά ”Ο Μποδοσάκης ήταν φίλος μου, με αγαπούσε, ήταν παλιός βενιζελικός, άνθρωπος της οικογένειας. […] Κάθε πρωί μαζευόμασταν στο σπίτι του Βενιζέλου, στη Νεοφύτου Βάμβα, και κουβεντιάζαμε. Ήταν και ο Μποδοσάκης εκεί…”!, ”Είχαν μοιραστεί οι βουλευτές σιγά – σιγά μεταξύ αυτών που πήγαιναν στον Κόκκα και αυτών που πήγαιναν στον Λαμπράκη.”!, ή όταν τα συγκροτήματα καυγάδιζαν για ”ορισμένες ανώτατες κρατικές θέσεις” δεν υπήρχε πρόβλημα. Άλλωστε ο ίδιος συμμετείχε στην σύνταξη της Ελευθερίας μαζί με τον Κόκκα στα γραφεία της Ελευθερίας, εκεί ”όπου μαζευόταν το επιτελείο… Κουβεντιάζαμε τα θέματα της επόμενης ημέρας και οι δημοσιογράφοι προετοίμαζαν το φύλλο. Για να αποφασιστεί τι θα γράψουν, γινόταν μία μεγάλη συζήτηση όπου λάβαιναν μέρος όλοι, κι εγώ μαζί, μόνος από τα απέξω ήμουν εγώ. Εκεί απεφασίζετο τι κύριο άρθρο θα γραφεί”!. Όταν το alter ego του, ένας εκδότης, διαπραγματευόταν με τον επιτελάρχη των Ανακτόρων τα ανταλλάγματα ”Από πρώτο, εντελώς πρώτο χέρι. Ο Πάνος Κόκκας έκανε τη συμφωνία για λογαριασμό του Παπανδρέου. […] Ο Παπανδρέου όμως τα έδινε όλα για να γίνει πρωθυπουργός. Η συμφωνία έγινε μεταξύ Κόκκα και Χοϊδά, δεν μίλησαν απευθείας ο Παύλος και ο Παπανδρέου. Έτσι όμως μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής ο βασιλιάς”! Ούτε η αποδοχή της ελλειμματικής εξουσίας με την παραχώρηση του ελέγχου του στρατού ήταν πρόβλημα ”Ήταν από τις δύσκολες στιγμές αλλά κερδίσαμε τον Παύλο με το μέρος μας και μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής. Το αντάλλαγμα που του έδωσε ο Παπανδρέου ήταν να έχει αποφασιστικό ρόλο στα θέματα των ενόπλων δυνάμεων”! Αλλά ούτε υπήρχε πρόβλημα με τον ”διεθνής παράγοντα ” αφού προφανώς οι ΗΠΑ ήθελαν την απομάκρυνση του Καραμανλή ”Ο κόσμος, το Παλάτι μαζί μας, που μας έδωσε τη διάλυση της Βουλής, ο διεθνής παράγων μαζί μας: ήταν σαφές ότι ερχόμαστε. Κάναμε την πολιτική των παροχών…”! Εννοείται ότι και η ”πολιτική των παροχών”, όπως άλλωστε και οι περισσότερες άλλες πολιτικές του, είναι απόλυτα εναρμονισμένες με την φιλελεύθερη ιδεολογία. Κάθε υπαινιγμός ότι πρόκειται για μικροπολιτική και λαϊκισμό είναι κακοήθης.

Εννοείται επίσης, ότι δεν έχει καμία σχέση το παρασκήνιο του 1958 ”Ο Κόκκας, εγώ και ο Παπαληγούρας κουβεντιάζαμε το θέμα· […]. Το περίεργο της ιστορίας είναι ότι αφού ο Καραμανλής έπεσε με την παρότρυνση των Αμερικανών […] ο βασιλεύς, λοιπόν, “σκοτώνει, εκτελεί” τους δεκαοκτώ που είχαν φύγει, δίνοντας στον Καραμανλή τη διάλυση της Βουλής. Θα με ρωτήσεις, τι άλλο μπορούσε να κάνει; Πάρα πολύ εύκολο ήταν να ακολουθήσει τη διαδικασία την οποία προβλέπει το Σύνταγμα και να πάει παρακάτω, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Σοφοκλής εκεί θα έπαιζε τον ρόλο του. Όλοι οι κεντρώοι θα ήσαν έτοιμοι να συνεργαστούμε με ένα μεγάλο κομμάτι της ΕΡΕ που ήταν διαθέσιμο και να ξεφύγουμε από την παντοκρατορία του Καραμανλή. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι λύσεις; υπήρχαν. […] Υπήρχε δυνατότητα, αν ο βασιλεύς ήθελε να ακολουθήσει μία διαδικασία, αυτή που προβλέπει το Σύνταγμα άλλωστε, να φωνάζει τον έναν μετά τον άλλο και να τους δίνει εντολές, 100% θα βρισκόταν λύση” με το παρασκήνιο του 1993. Το γεγονός ότι Αυτοί οι κύριοι  που ”θέλουν να διευθύνουν την πολιτική μας ζωή” ήταν το 1993 εναντίον του είναι ”ακατανόητο” και ”απαράδεκτο”. Όφειλαν να είναι πάντα υπέρ του. Όταν μάλιστα, όπως αναλυτικά έχει αναφερθεί προηγουμένως, η κοινοπραξία Intracom-Siemens όχι μόνο προχώρησε στην εκτέλεση της πρώτης μεγάλης σύμβασης, αλλά εξασφάλισε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλες, μεγαλύτερες συμβάσεις. Επιπλέον παραχωρήθηκε, όπως έχει επίσης αναφερθεί, ο τζόγος στην Intralot, με την απορία να αιωρείται. Πόσο φιλελεύθερη πολιτική είναι ο τζόγος, πόσο υπηρετεί την ανάπτυξη και την κοινωνία; Τέλος πρέπει να θυμίσουμε ότι οι ”λυσσασμένοι” των ΜΜΕ είχαν ευνοηθεί σκανδαλωδώς -αποκλειστικά από τον ίδιο όπως με την ευδιάκριτη μετριοφροσύνη του ομολογεί- με την χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών: ”Γιατί να πάρω άδεια; Όσες τηλεοπτικές άδειες νόμιζα ότι έπρεπε να δώσω, έδωσα. Πάντοτε δική μου ήταν η απόφαση”. Δική του ήταν η απόφαση αλλά δική του και η ευθύνη. Το γεγονός ότι λειτούργησε εναντίον του είναι επίσης δική του ευθύνη. Όταν αφήνεις τους ”λύκους” λυτούς στο τέλος θα φάνε και σένα. Σε κάθε περίπτωση μάλιστα αυτοί οι ”λύκοι” -ή ”νταβατζήδες” της διαπλοκής όπως τους ξέρουμε καλύτερα- μπορεί να προτίμησαν τον Αντρέα από τον ίδιο αλλά εκείνους που κατασπάραξαν με ”πραγματική λύσσα” ήταν ο Έβερτ και ο Κώστας Καραμανλής.

Ο μύθος των ”υποχθόνιων” Καραμανλικών.

Έχει επισημανθεί η συστηματική προσπάθεια του Μητσοτάκη να αποδομήσει την προσωπικότητα του Καραμανλή και να ενοχοποιήσει, -αντιστρέφοντας την πραγματικότητα- εντελώς ατεκμηρίωτα, τους ”Καραμανλικούς” για υπονόμευση. Δεν αξίζει να ασχοληθούμε σοβαρά με την αντίκρουση των ισχυρισμών του. Θα αναφέρουμε μόνο ελάχιστα πραγματικά και αναντίλεκτα δεδομένα. Ο Έβερτ, αμέσως μετά την εκλογή του, αντιμετώπισε την εσωτερική ”φιλελεύθερη” αντιπολίτευση με επικεφαλής τους Μάνο και Ανδριανόπουλο που εκδηλώθηκε οργανωμένα και υποτίθεται σε ”ιδεολογικό” επίπεδο στο Γ’ Συνέδριο που διεξήχθη τον Απρίλιο του ’94 στην Χαλκιδική. Ο Έβερτ όχι μόνο δεν έβαλε στο περιθώριο αυτά τα στελέχη αλλά προσπάθησε να τα αξιοποιήσει σε τομείς ευθύνης. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η τοποθέτηση του Μάνου επικεφαλής του τομέα εκπαίδευσης τη ΝΔ. Πιο χαρακτηριστική είναι όμως η τοποθέτηση(η εκλογή γινόταν μόνο με βάση την σειρά στην λίστα) ως Ευρωβουλευτή του Χατζηδάκη, παρά την δυσαρέσκεια που προκάλεσε η απόφαση αυτή στα στελέχη της νεολαίας που υποστήριζαν τον Έβερτ από την εποχή της αποπομπής του από την κυβέρνηση το ’91. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί και η μετακίνηση της Ντόρας από την Ευρυτανία στην ‘Α Αθηνών στις εκλογές του ’96, ενώ θα μπορούσε να αναγκαστεί να παραμείνει εκεί, με ότι αυτό συνεπαγόταν, ή να πάει στα Χανιά μετακινούμενου του Κ.Μ. στο Επικρατείας. Τέλος στο Επικρατείας συμπεριελήφθη και ο Τσαλδάρης που, όπως είδαμε, συμμετείχε στις συσκέψεις της Αραβαντινού, ήταν δηλαδή στο στενό περιβάλλον του Μητσοτάκη.

Η ”φιλελεύθερη” αντιπολίτευση εκδηλώθηκε όμως ακόμα πιο έντονα επί προεδρίας Κώστα Καραμανλή με κύριους εκφραστές τους Μάνο, Ανδριανόπουλο, Κοντογιαννόπουλο. Την Άνοιξη του ’98, κατά την διάρκεια ψηφοφορίας στην Βουλή, διαφοροποιήθηκαν από την θέση του κόμματος και διεγράφησαν. Ο Κοντογιαννόπουλος, εξ αιτίας του οποίου το ’90-’91 –με τις ανοησίες για το ”ομοιόμορφο ντύσιμο” και το point system στα σχολεία- κλονίστηκε η κυβέρνηση προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ και εκλέχτηκε βουλευτής το 2000 καταλαμβάνοντας και θέση υφυπουργού το 2003. Το 2008 αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ και εντάχθηκε στην Δράση, κόμμα που είχε ιδρύσει ο Μάνος. Εκεί συναντήθηκαν πάλι οι δρόμοι του με τον Θόδωρο Σκυλακάκη αλλά και με την Αντιγόνη Λυμπεράκη(Ανιψιά του Κ.Μ., κόρη της Αρτεμισίας Μητσοτάκη, πρώην αριστερή και μετέπειτα βουλευτή με το ΠΟΤΑΜΙ). Οι Μάνος και Ανδριανόπουλος στις εκλογές του 2004 επιβεβαιώνοντας την, ακλόνητα νεοφιλελεύθερη, ιδεολογία τους εκλέχτηκαν με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας τους Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Ένας ακόμα που ”έριξε λάδι” στον δρόμο του Καραμανλή ήταν ο τότε Δήμαρχος Αθήνας Αβραμόπουλος. Είναι γνωστό το ”στήσιμο” μετά το γεύμα στον Διόνυσο και η ίδρυση του δικού του κόμματος(ΚΕΠ).

Παρά τις προσπάθειες της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, η ΝΔ στις εκλογές του 2000 βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία. Παρά τα όργια των διαπλεκόμενων και της ”κουστωδίας των διακόνων” του ”αρχιερέα της διαπλοκής” η ΝΔ συγκεντρώνει το 42,74% στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Ο Καραμανλής είναι πλέον ακλόνητος. Δεν έχει ανάγκη να μοιραστεί με κανέναν, ιδιαίτερα με αυτούς που πάντα τον πολεμούσαν, την εξουσία. Μπορεί να διαμορφώσει την δική του ηγετική ομάδα και να προετοιμάσει την δική του κυβέρνηση όπως ήθελε. Αν ήταν στην θέση του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι βέβαιο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την προϊστορία του, ότι οι εκκαθαρίσεις θα θύμιζαν την ΕΣΣΔ επί Στάλιν. Αντί να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις ο Καραμανλής κάνει ότι έκανε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Βάζει προτεραιότητες: το Έθνος, η Ελλάδα, η κοινωνία, και τέλος η παράταξη. Όχι οι ”φράξιες”, οι συνασπισμοί νομής της εξουσίας, τα προσωπικά συμφέροντα. Αντί για προγραφές οι πύλες ανοίγουν. Όπως επανήλθαν και μάλιστα δίχως διάθεση ταπείνωσης οι Παπαληγούρας και Ράλλης μετά το ’58, επανέρχεται ο Σουφλιάς στο ψηφοδέλτιο επικρατείας το 2004. Ο Κυριάκος κατεβαίνει υποψήφιος στην Β’ Αθηνών αντί των Χανίων. Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ντόρα μετακινήθηκε στον Δήμο Αθηνών το 2002 αφήνοντας προσωρινά την Α΄ Αθηνών. Δύο ακόμα κίνητρα ίσως ήταν ότι έτσι απεγκλωβιζόταν από τον Δήμο ο Αβραμόπουλος για να επανέλθει στην πολιτική αλλά και ό,τι καλό προσφέρει σε έναν δήμαρχο η διαχείριση του Ολυμπιακού Δήμου πριν και κατά την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Σε κάθε περίπτωση έτσι απλώθηκε το δίχτυ για την κυριαρχία της οικογένειας στην καρδία της χώρας. Στην Αθήνα και στην περιφέρεια Αττικής.

Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Ο Αβραμόπουλος, παρά τα κόλπα του 2000, επανέρχεται και υπουργοποιείται. Στην Ντόρα, ενώ δεν είναι βουλευτής, ”διατίθεται” το Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Χατζηδάκης, τοποθετημένος ευρωβουλευτής το ’94 από τον Έβερτ, το ’99 και το ’04 από τον Καραμανλή, εκλέγεται στην Β’ Αθηνών –όπου ήδη έχει εκλεγεί ο Κυριάκος- και υπουργοποιείται. Το 2009 ο Σκυλακάκης που κάνει δρομολόγια μεταξύ Δράσης και ΝΔ τοποθετείται ευρωβουλευτής. Αυτές όμως είναι μόνο, ελάχιστες, ενδεικτικές αναφορές για το πόσο διαφορετική ήταν η φιλοσοφία των ”Καραμανλικών” από τις πρακτικές των ”φιλελεύθερων”. Στην πραγματικότητα αυτό που έγινε δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις αναφορές ούτε καν στο επίπεδο της κυβέρνησης. Πόσο μάλλον στην κοινοβουλευτική ομάδα, στην στελέχωση των δημόσιων οργανισμών και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τα δίκτυα της πελατειακής λειτουργίας της πολιτικής απλώθηκαν με σχέδιο, με συνέπεια και με επιμονή. Η άλωση και η αλλοτρίωση της παράταξης που ίδρυσε ο Καραμανλής τελικός στόχος.

Αντωνάκος Αντώνης

11-02-2025

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο YouTube για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο Viber για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο newsbreak.gr

Κάθε σχόλιο δημοσιεύεται αυτόματα. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να αφαιρέσουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το newsbreak.gr ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

εισάγετε το σχόλιό σας!
Πληκτρολογήστε το όνομα σας

Περισσότερα Βίντεο

Διαβάζονται τώρα

spot_img

More Articles Like This