Η Παγκόσμια Τράπεζα, σε συνεργασία με την ΕΕ, τον ΟΗΕ και την κυβέρνηση Ζελένσκι, εκτιμά ότι η Ουκρανία χρειάζεται πάνω από 500 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανοικοδόμησή της μετά τη ρωσική εισβολή.
Το ποσό αυτό είναι σχεδόν τριπλάσιο του εκτιμώμενου ΑΕΠ της χώρας για το 2024, γεγονός που αποκαλύπτει το τεράστιο οικονομικό βάρος που καλούνται να επωμιστούν οι φορολογούμενοι των δυτικών χωρών.
Οι ζημιές στις υποδομές ανέρχονται σε 176 δισεκατομμύρια δολάρια, με το 13% του στεγαστικού αποθέματος της χώρας να έχει καταστραφεί ή υποστεί ζημιές. Η ενεργειακή υποδομή έχει πληγεί σοβαρά από τις ρωσικές επιθέσεις, με τις ζημιές να έχουν αυξηθεί κατά 70% σε σχέση με την περσινή εκτίμηση. Η ανοικοδόμηση της στέγασης εκτιμάται στα 84 δισεκατομμύρια, ενώ για τις μεταφορές απαιτούνται 78 δισεκατομμύρια. Η ενέργεια και η εξόρυξη υπολογίζονται στα 68 δισεκατομμύρια, το εμπόριο και η βιομηχανία στα 64 δισεκατομμύρια, ενώ η γεωργία στα 55 δισεκατομμύρια.
Η ουκρανική κυβέρνηση έχει διαθέσει μόλις 7,37 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανοικοδόμηση το 2025, αφήνοντας χρηματοδοτικό κενό σχεδόν 10 δισεκατομμυρίων. Παρόλα αυτά, η Παγκόσμια Τράπεζα και οι δυτικοί σύμμαχοι επιμένουν στη συνέχιση της χρηματοδότησης του καθεστώτος Ζελένσκι, γεγονός που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των Ευρωπαίων πολιτών.
Την ίδια στιγμή, ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να τερματίσει τον πόλεμο μέσω άμεσων διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία και την Ουκρανία, υποστηρίζοντας ότι μια συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες. Το ερώτημα είναι αν οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί θα επιτρέψουν να μπει τέλος σε μια σύγκρουση που τους δίνει άλλοθι για ατελείωτες χρηματοδοτήσεις εις βάρος των φορολογουμένων.
Ενώ οι πολίτες της Δύσης δυσκολεύονται να πληρώσουν για θέρμανση, τρόφιμα και στέγαση, η Παγκόσμια Τράπεζα φαίνεται να θυμάται τα “λεφτόδεντρα” μόνο για την Ουκρανία.