Με τη φράση στα χείλη «Γρηγόρη, έρχομαι και εγώ» έφυγε στα 97 χρόνια της η πρώτη σύζυγος του τραγουδιστή της Ρωμιοσύνης, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Θεoκλεία, στο σπίτι όπου έζησε με τις αναμνήσεις και τις φωτογραφίες του πολυαγαπημένου της συζύγου!
- Από τον Νίκο Νικόλιζα,
εφημερίδα «Espresso»
Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως έζησε όλη τη ζωή της, η σπουδαία κυρία, που ενέπνευσε πολλά χρόνια τον μεγάλο Ελληνα τραγουδιστή και συνθέτη σύζυγό της, αφού αποχαιρέτησε τις δύο κόρες της, «έσβησε» αθόρυβα. Η νεκρώσιμος ακολουθία έγινε μέσα σε κλίμα οδύνης τη Δευτέρα το μεσημέρι στο Κοιμητήριο Μαρκοπούλου, έχοντας στο τελευταίο «αντίο» τις δύο πολυαγαπημένες της κόρες Αννα και Αναστασία, τα εγγόνια της αλλά και τους γαμπρούς της.
Μάλιστα, η ίδια ζήτησε στο τελευταίο «αντίο» να υπάρχει και ένα συγκεκριμένο κειμήλιο από τον πολυαγαπημένο της σύζυγο Γρηγόρη Μπιθικώτση, το οποίο μπήκε μέσα στο φέρετρο. Αλλωστε, για τη Θεοκλεία ο Μπιθικώτσης ήταν ο μοναδικός άντρας που λάτρεψε, μένοντας πιστή έως τον θάνατό της στη νεανική τους αγάπη. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μίκη Θεοδωράκη, που με γράμμα του ανέφερε πως, αν δεν ήταν η Θεοκλεία, τόσο εκείνος όσο και ο Γρηγόρης ίσως να μην είχαν την επιτυχία που τους έπρεπε.
Ωστόσο η κοινή ζωή του ζευγαριού κλονίζεται όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης -το καλοκαίρι του 1970- συνελήφθη για μοιχεία με την κουμπάρα του, όπως έλεγαν τα πρωτοσέλιδα του Τύπου εκείνη την εποχή. Η δίκη, αν και είχε οριστεί για τις 30 Σεπτεμβρίου 1970, ματαιώνεται, αφού η Θεοκλεία αποσύρει τη μήνυσή της. Ωστόσο Γρηγόρης και Θεοκλεία ποτέ δεν ξέχασαν τον μεγάλο έρωτα που είχαν ζήσει και που τους χάρισε δύο κόρες.

«Ημερολόγιο» αναμνήσεων
Για τον μοναδικό αυτό έρωτα μας μίλησε η πρωτότοκη κόρη τους, Αννα, για κάτι που είχε γράψει και στο «Ημερολόγιό» της, μέσα από τις μοναδικές αφηγήσεις της μητέρας της Θεοκλείας: «Σε ένα υπόγειο 3Χ4 στο Λαύριο, με φως τα νιάτα και όνειρα μια ραπτομηχανή, μια δεκαεννιάχρονη μοδιστρούλα μαζί με άλλα τρία κορίτσια ράβουν και σιγοτραγουδούν. Το ραδιοφωνάκι παίζει ένα τραγούδι που ερμηνεύει ο αγαπημένος τους τραγουδιστής. Δεν τον έχουν δει ούτε σε φωτογραφία. Μόνο το όνομά του γνωρίζουν από τον εκφωνητή του σταθμού, που εκπέμπει από το ξερονήσι της Μακρονήσου. Ο τραγουδιστής είναι στρατιώτης, με το όνομα Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Η μοδιστρούλα, που τη λέγανε Θεοκλεία, ήταν ερωτευμένη με τη φωνή του. Και έλεγε χαριτολογώντας στις φίλες της, που μαζί γάζωναν και έραβαν: “Κόβετε, ράβετε, γιατί σε λίγο καιρό θα μου φτιάξετε το νυφικό. Εγώ μια μέρα αυτόν θα τον παντρευτώ”. Φτωχή και τίμια η οικογένεια Πατσουλάκη. Πλούσια, όμως, η καρδιά και τα όνειρά της. Το όνειρο των γονιών ήταν να δουν ευτυχισμένα τα παιδιά τους. Και έρχεται η μέρα που η μοίρα διαλέγει τη Θεοκλεία να γίνει πρωταγωνίστρια στο έργο της ζωής της. Εκείνη την ημέρα η Θεοκλεία στο υπόγειο του σπιτιού της σιγοτραγουδούσε και γάζωνε μαζί με τις τρεις φίλες της, όταν μια αντρική φωνή ακούστηκε από τον δρόμο να ρωτάει: “Πού είναι το σπίτι του Πατσουλάκη;” Η Θεοκλεία βγήκε έξω και αντίκρισε έναν ψηλό μελαχρινό, με μαύρα κατσαρά μαλλιά και μαύρα εκφραστικά μάτια. Ηταν ντυμένος με του φαντάρου τη στολή. Κράταγε στα χέρια του ένα γράμμα, ένα δέμα και ένα μπουζούκι. “Εδώ είναι το σπίτι. Τι θέλετε;” του είπε. “Να, ένα δέμα φέρνω από κάποια συγγενή μου, που μένει δίπλα στο πατρικό μου στο Περιστέρι και με παρακάλεσε, μια και πηγαίνω στη Μακρόνησο κι ο δρόμος περνά από το Λαύριο, να το φέρω. Μου είπε ότι είναι ένα φόρεμα που θέλει στένεμα”.
Ο γοητευτικός νεαρός φαντάρος, χωρίς να τη ρωτήσει, κατέβηκε τα τέσσερα σκαλιά του υπογείου λέγοντάς της: “Μπορώ να περιμένω μέχρι να το διορθώσετε”. Αμήχανη η Θεοκλεία αλλά και γοητευμένη, κάθισε μπρος στη ραπτομηχανή της, ενώ ο νεαρός άρχισε να γράφει με μολύβι πάνω σε ένα φιγουρίνι, που είχε βρει μπροστά του, για να σπάσει την αμηχανία του. Επειδή ο “κύκλος” ήταν στενός στο Λαύριο και η οικογένεια Πατσουλάκη δεν είχε δώσει δικαιώματα ποτέ να συζητηθεί, μόλις η μοδιστρούλα διόρθωσε το φόρεμα, του είπε: “Ετοιμο μπορείτε να το πάρετε… μόνο, σας παρακαλώ, να μην ξανάρθετε”. Οταν ο στρατιώτης έφυγε, η Θεοκλεία άνοιξε το φιγουρίνι για να δει τι έγραφε τόση ώρα! Ηταν γεμάτο υπογραφές: Γρηγόρης Μπιθικώτσης… Γρηγόρης Μπιθικώτσης… Γρηγόρης Μπιθικώτσης…
Οταν συνειδητοποίησε ότι ο γοητευτικός στρατιώτης που του ζήτησε να μη έρθει ξανά ήταν ο τραγουδιστής της καρδιάς της, είπε στις φίλες της: “Πάει το νυφικό, δεν θα τον παντρευτώ”. “Στους έξι μήνες δώσαμε λόγο και στους επόμενους έξι αρραβωνιαστήκαμε, με χρυσαφικά και δαχτυλίδι. Στις 4 Νοεμβρίου του 1951 παντρευτήκαμε στο Λαύριο, στην Αγία Παρασκευή. Μας πήγαν με βιολιά και με τα πόδια μέχρι την εκκλησία. Κι στη συνέχεια στο σπίτι έγινε τρικούβερτο γλέντι. Το ίδιο βράδυ με το τελευταίο λεωφορείο γυρίσαμε στο Περιστέρι. Κι από εδώ αρχίζει η ζωή μου μαζί του”» αναφέρει η Θεοκλεία στο «Ημερολόγιο» της κόρης της Αννας, έχοντας όμως αποκαλύψει όσα είχαν προηγηθεί πριν από τον γάμο!

«Ο γιος μου είναι καλό παιδί»
«Επειτα από δεκαπέντε μέρες ήρθε ο πατέρας σου στο Λαύριο με όλο του το σόι, εκτός από τον αδελφό του, τον Παναγή, χωρίς ειδοποίηση. Μίλησαν με τους γονείς μου κι εμένα μου έφερε ένα δαχτυλίδι και γλυκά. Οι γονείς μου τα ‘χασαν. Εφταιγε λίγο το επάγγελμά του, το γεγονός ότι δεν γνώριζαν τίποτα για τη ζωή του κι αυτή η ματιά του, που ανησυχούσε τον πατέρα μου. Τότε η μάνα του, η Τασώ, είπε στη μάνα μου: “Κυρία Πατσουλάκη, ο γιος μου είναι καλό παιδί. Κλέφτης δεν είναι, ληστής δεν είναι. Αν μπορέσει όμως η κόρη σας να τον πείσει να σκεπαστεί τη νύχτα με πάπλωμα, τότε θα γίνει ευτυχισμένη“. Οι γονείς μου τότε προβληματίστηκαν ακόμα πιο πολύ. Πέρασαν έξι μήνες για να τους μεταπείσω. Στους έξι μήνες δώσαμε λόγο και στους επόμενους έξι αρραβωνιαστήκαμε, με χρυσαφικά και δαχτυλίδι. Στις 4 Νοεμβρίου του 1951 παντρευτήκαμε στο Λαύριο, στην Αγία Παρασκευή.
Μας πήγαν με βιολιά, με τα πόδια, μέχρι την εκκλησία. Κι στη συνέχεια στο σπίτι έγινε τρικούβερτο γλέντι. Το ίδιο βράδυ με το τελευταίο λεωφορείο γυρίσαμε στο Περιστέρι. Κι από εδώ αρχίζει η ζωή μου μαζί του. Μέναμε με την οικογένειά του όλοι μαζί, ο καθένας στο δωμάτιό του. Εγώ στο δεύτερο “βαγόνι”-δωμάτιο μαζί με τον πατέρα σου. Ασβέστωνα το χώμα για να ‘χουμε πάτωμα κι έβαζα τσίγκινα κουβαδάκια για να μαζέψω τη βροχή, που έσταζε από τα φθαρμένα κεραμίδια. Οταν ο πατέρας σου έπαιζε κιθάρα καθισμένος στο κρεβάτι μας, χτυπούσε με το δεξί του πόδι το πάτωμα για να κρατάει τον ρυθμό και είχε ανοίξει στο χώμα ένα βαθούλωμα. Εφτιαξα λάσπη και το κάλυψα. Μετά το ασβέστωσα και αυτό. Υστερα του ζήτησα να μου αγοράσει κόλλες μπλε. Τις έκοψα και στόλισα την πιατοθήκη. Η μάνα του τού έλεγε: “Είσαι τυχερός, να την προσέχεις. Φαίνεται νοικοκυρούλα, από νοικοκυρόσπιτο”. Οταν έφευγε η πεθερά μου, της έφτιαχνα το δωμάτιό της, της έπλενα τα ρούχα της».

Το κατώφλι του σπιτιού του Γρηγόρη και της Θεοκλείας Μπιθικώτση κάποια στιγμή διαβαίνουν οι μεγάλες μορφές της νεότερης μουσικής ιστορίας της Ελλάδας: Λαμπρόπουλος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ελύτης, Ρίτσος, Σεφέρης, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, Γκρέυ, Καζαντζίδης, Μπέλλου, Ζαμπέτας, Αγγελόπουλος, Μοσχολιού, Βοσκόπουλος, Χιώτης, Λίντα, Ζαμπέτας… Σύμφωνα με όσα μας ανέφερε η πολυαγαπημένη του κόρη Αννα Μπιθικώτση: “Η μαμά μου, ακόμα και όταν “έφυγε” ο πατέρας μας, πήγε στο Α’ Νεκροταφείο και αφού του είπε όσα ήθελε να του πει στον νεκροθάλαμο, τον αποχαιρέτησε κλαίγοντας με ένα φιλί. Εγώ ζήτησα να μου τον φιλήσει εκεί που θα τον βρει. Η Θεοκλεία ήταν όσα έλεγε και το τραγούδι που της είχε αφιερώσει ο πατέρας μου: “Μια γυναίκα φεύγει, μια σωστή κυρία”!»
Πηγή: Espresso