Συναγερμός έχει σημάνει στις υγειονομικές Αρχές από την στιγμή που καταγράφηκε ένα νέο κρούσμα κροτωνογενούς εγκεφαλίτιδας, αυξάνοντας τις συνολικές διαγνώσεις στις εννέα.
Το νέο περιστατικό, που σύμφωνα με πληροφορίες προκλήθηκε από τσίμπημα μολυσμένου τσιμπουριού (κρότωνα), εμφανίστηκε στο Βόρειο Αιγαίο. Ο ασθενής υπέστη την σπάνια αλλά σοβαρή κροτωνογενή εγκεφαλίτιδα, μία ιογενή λοίμωξη που μπορεί να προκαλέσει παράλυση ή γνωστικές δυσλειτουργίες.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΕΟΔΥ εξέδωσε επείγουσες συστάσεις για αυξημένη επιτήρηση στους γιατρούς όλης της χώρας, μέσω Ιατρικών Συλλόγων. Όπως αναφέρεται στο ενημερωτικό δελτίο που εξέδωσε, η κροτωνογενής εγκεφαλίτιδα είναι ενδημική κυρίως στην Κεντρική, Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη, καθώς και σε τμήματα της Ασίας. Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα παραμένει σπάνια, τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί σωρεία κρουσμάτων, που καταδεικνύουν την ανάγκη για ενίσχυση της επιδημιολογικής επιτήρησης.
Η εξάπλωση της νόσου στην Ελλάδα και την Ευρώπη
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ, τα εγχώρια περιστατικά της κροτωνογενούς εγκεφαλίτιδας στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί σε διάφορες περιφέρειες, τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική χώρα.
Πιο συγκεκριμένα:
2014: Ένα κρούσμα στην Ανατολική Μακεδονία
2015: Ένα κρούσμα στην Πελοπόννησο
2021: 4 κρούσματα – Δύο στην Κεντρική Μακεδονία (με επιδημιολογική σύνδεση), Ένα στη Θεσσαλία και Ένα στη Θράκη
2022: Ένα κρούσμα στη Θεσσαλία
2024: Ένα κρούσμα στη Θεσσαλία
2025: Ένα κρούσμα στο Βόρειο Αιγαίο
Όλα τα περιστατικά αφορούσαν σε κτηνοτρόφους ή βοσκούς που δραστηριοποιούνταν σε αγροτικούς οικισμούς, γεγονός που επιβεβαιώνει την παρουσία του ιού σε φυσικές εστίες μόλυνσης, όπου τα τσιμπούρια μεταφέρουν και διασπείρουν τη νόσο.
Παρά το γεγονός ότι τα κρούσματα παραμένουν λίγα, η ύπαρξη συνεχών καταγραφών καταδεικνύει ότι ο ιός υπάρχει στη χώρα, έστω και με περιορισμένη διασπορά.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κροτωνογενής εγκεφαλίτιδα αποτελεί μεγαλύτερη απειλή. Ετησίως αναφέρονται περίπου 3.000 κρούσματα σε χώρες όπου η νόσος είναι ενδημική.
Οι περισσότερες λοιμώξεις εντοπίζονται στη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και τις χώρες της Βαλτικής. Σε ορισμένες περιοχές, η ασθένεια συνιστά σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, γι’ αυτό και ο εμβολιασμός συστήνεται ή είναι υποχρεωτικός για κατοίκους και ταξιδιώτες.
Τρόποι μετάδοσης και πρόληψη
Η νόσος μεταδίδεται κυρίως μέσω του τσιμπήματος μολυσμένων κροτώνων (τσιμπουριών), οι οποίοι δραστηριοποιούνται κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι. Σπανιότερα, έχει καταγραφεί μετάδοση μέσω κατανάλωσης μη παστεριωμένων γαλακτοκομικών προϊόντων από μολυσμένα ζώα.
Η πρόληψη βασίζεται στη χρήση εντομοαπωθητικών, στην αποφυγή έκθεσης σε περιοχές με έντονη παρουσία κροτώνων και στον έγκαιρο έλεγχο του σώματος για τσιμπήματα. Στις ενδημικές περιοχές της Ευρώπης, ο εμβολιασμός αποτελεί βασικό μέτρο προστασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΕΟΔΥ εφιστά την προσοχή των γιατρών στα κλινικά συμπτώματα, καθώς περίπου τα 2/3 των λοιμώξεων είναι ασυμπτωματικές.
Ωστόσο, στα κλινικά περιστατικά, η περίοδος επώασης είναι κατά μέσο όρο επτά (7) ημέρες (εύρος: 2-28 ημέρες), ενώ σε τροφιμογενή μετάδοση η επώαση είναι μικρότερη (περίπου τέσσερις ημέρες).
Η κλινική εικόνα της νόσου, όπως αναφέρεται από τον ΕΟΔΥ, εμφανίζεται σε δύο φάσεις:
- Στην πρώτη φάση, η οποία διαρκεί λίγες ημέρες, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν ήπια συμπτώματα, όπως πυρετό, κεφαλαλγία και μυαλγίες.
- Στη δεύτερη φάση, η λοίμωξη μπορεί να προσβάλει το κεντρικό νευρικό σύστημα, προκαλώντας μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα ή μυελίτιδα.
Η θνητότητα ποικίλει ανάλογα με τον υπότυπο του ιού. Στην Ευρώπη, κυμαίνεται από 0,5% έως 2%, ενώ το 10% των ασθενών που νοσούν βαριά μπορεί να εμφανίσει μακροχρόνιες νευρολογικές επιπλοκές. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, οι ασθενείς μπορεί να αντιμετωπίσουν παράλυση ή γνωστικές δυσλειτουργίες.