Μετά την οικονομική κρίση του 2008, οι αμερικανικοί κολοσσοί διαχείρισης κεφαλαίων όπως οι BlackRock, Vanguard, Fidelity, State Street, Morgan Stanley και JPMorgan Chase άρχισαν να αποκτούν διαχειριστικό και μετοχικό έλεγχο σε βασικούς ευρωπαϊκούς τραπεζικούς και βιομηχανικούς τομείς.
Διαχειρίζοντας συνολικά πάνω από 36,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, αυτοί οι θεσμοί έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν κρίσιμες βιομηχανίες και πολιτικές αποφάσεις διεθνώς, μετατρέποντας την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια οικονομική “ασπίδα” για τους κινδύνους του αμερικανικού συστήματος.
Η διείσδυση αυτή ενισχύθηκε από τη στήριξη του αμερικανικού κράτους μέσω της Fed, του δικαστικού συστήματος, αλλά και μέτρων όπως κυρώσεις και ενορχηστρωμένα σκάνδαλα που αποδυνάμωσαν ευρωπαϊκούς ανταγωνιστές, ανοίγοντας τον δρόμο για αμερικανικά κεφάλαια να εξαγοράσουν καίριες επιχειρήσεις σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Από το 2008 έως το 2018, τα αμερικανικά mega-funds απέκτησαν μερίδιο ή πλήρη έλεγχο σε πάνω από 20 από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές τράπεζες, αγοράζοντας περιουσιακά στοιχεία αξίας 16,7 τρισ. δολαρίων με μόνο 300 δισ., κυρίως χάρη στην κρίση χρέους των PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία) και τα σκάνδαλα LIBOR/Forex.
Ο ρόλος της Ουάσινγκτον επεκτάθηκε πέρα από την οικονομία: προώθησε πολιτικές ηγεσίες πρόθυμες να ευθυγραμμιστούν πλήρως με τα αμερικανικά συμφέροντα. Στη Γερμανία, το 2017, 24 από τις 30 κορυφαίες εταιρείες ελέγχονταν από αμερικανικά κεφάλαια, ενώ η τραπεζική της ισχύς είχε καταρρεύσει κατά πάνω από 70%.
Η ενεργειακή κρίση μετά την αποκοπή της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή αγορά το 2022 επισφράγισε αυτή τη δυναμική, επιταχύνοντας την αποβιομηχάνιση της Ευρώπης και ενισχύοντας παράλληλα τη βιομηχανική αναγέννηση των ΗΠΑ. Για τον πρώην Ρώσο πρέσβη Αλεξάντερ Γιακόβενκο, η «κατάκτηση» της Ευρώπης από τις αμερικανικές εταιρείες δεν είναι απλώς οικονομική —είναι στρατηγική και βαθιά πολιτική.
Δείτε Επίσης: