Δυνητικά ευάλωτα ακόμα και στις άμεσες επιπτώσεις των αμερικανικών δασμών είναι 23 ελληνικά προϊόντα, που εξάγονται στις ΗΠΑ. Πρόκειται για προϊόντα που σε μεγάλο βαθμό εντάσσονται στους κλάδους τροφίμων, υλικών κατασκευών και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, με τις ελιές και το ελαιόλαδο να ξεχωρίζουν, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα.
- Του Βασίλη Παπακωνσταντόπουλου – εφημερίδα δημοκρατία
Εμβαθύνοντας στις εξαγωγικές επιδόσεις της τελευταίας εξαετίας, η νέα μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εντοπίζει 23 προϊόντα τα οποία διατηρούν στις ΗΠΑ σταθερή εξαγωγική παρουσία, σωρευτικές εξαγωγές άνω των 10.000.000 ευρώ και υψηλή εξάρτηση (με τις ΗΠΑ να απορροφούν άνω του 10% στο σύνολο των εξαγωγών τους). Σε αυτά τα προϊόντα οι ΗΠΑ ήταν σημαντική κινητήριος δύναμη την τελευταία εξαετία, καλύπτοντας σημαντικό κομμάτι της ανόδου στην περίοδο 2019-2024 (εύρους 10%-70%).
Στον κλάδο τροφίμων, που έχει τις υψηλότερες εξαγωγές στις ΗΠΑ (3,2 δισ. ευρώ σωρευτικά την περίοδο 2019-2024, καλύπτοντας το 7% των εξαγωγών τροφίμων), εντοπίζονται 9 ευάλωτα προϊόντα βάσει των ως άνω κριτηρίων. Τα κυριότερα είναι οι ελιές και το ελαιόλαδο, με σωρευτικές εξαγωγές από 1 δισ. ευρώ καθένα στην εξαετία προς τις ΗΠΑ (και έκθεση της τάξης του 20%-30%). Σημειώνεται ότι στις ως άνω εξαγωγές ελαιολάδου λαμβάνονται υπόψη εκτιμώμενες έμμεσες ροές προς τις ΗΠΑ (της τάξης των 0,7 δισ.) μέσω Ιταλίας – Ισπανίας (οι οποίες απορροφούν το 70% των ελληνικών εξαγωγών, αξιοποιώντας το στη δική τους παραγωγή τυποποιημένου ελαιόλαδου). Λοιπά τρόφιμα με υψηλή έκθεση στις ΗΠΑ είναι το κρασί (17%) και φρούτα, όπως ροδάκινα (επεξεργασμένα) ακτινίδια και σύκα (10%).
Σε λοιπούς κλάδους ξεχωρίζουν προϊόντα όπως το τσιμέντο (οι ΗΠΑ απορροφούν το 1/2 των εξαγωγών, που έφθασαν τα 0,6 δισ. στην εξαετία), τα μάρμαρα (έκθεση 18%), ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, όπως αντιστάσεις και σύνδεσμοι κυκλωμάτων (με έκθεση 80% και 30% αντίστοιχα), καθώς και λοιπά καταναλωτικά προϊόντα (π.χ., κοσμήματα, γούνες) με έκθεση εύρους 10%-25%.
«Συνεπώς, στον βαθμό που τα ως άνω προϊόντα δέχονται υποκατάσταση, είναι αντιμέτωπα με μια διπλή πρόκληση. Είναι πιθανό να κληθούν να ανακατευθύνουν σημαντικό μέρος των εξαγωγών τους σε νέες αγορές, και μάλιστα σε ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες (καθώς το ίδιο θα επιχειρούν οι ανταγωνιστές τους), δημιουργώντας πτωτικές πιέσεις στις τιμές και ανοδικά κόστη εφοδιαστικής αλυσίδας» αναφέρεται μεταξύ άλλων στο νέο τεύχος της σειράς μελετών «Τάσεις τού επιχειρείν» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της τράπεζας.