Ο Μουσταφά Κεμάλ, από τότε που «γεννήθηκε» η Τουρκική Δημοκρατία, με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), έλαβε μια στρατηγική απόφαση η οποία επηρέασε και τον χαρακτήρα του νέου κράτους. Με βάση αυτήν, το τουρκικό κράτος θα υιοθετούσε τον νομικό πολιτισμό και το διοικητικό δόγμα της Δύσης, ενώ η κοινωνία θα απαλλασσόταν από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να «χτιστεί» το νέο τουρκικό έθνος, με διά της βίας «συγκολλήσεις» των 32 εθνών και εθνοτήτων που κατοικούσαν στα όρια της τουρκικής επικράτειας.
Αυτή η στροφή προς τη Δύση και ο λεγόμενος «κοσμικός χαρακτήρας» του νέου τουρκικού κράτους δεν έγιναν επειδή ο Κεμάλ και οι συνεργάτες του ενστερνίστηκαν τις δημοκρατικές ιδέες και τις αρχές της Δύσης, αλλά επειδή αυτό εξυπηρετούσε τον κεμαλικό εθνικισμό. Επρεπε να κοπούν διά της βίας οι δεσμοί με το οθωμανικό παρελθόν για να «χτιστεί» η νέα τουρκική εθνική ταυτότητα.
Αυτή η σχέση της κεμαλικής Τουρκίας με τη Δύση είχε απολύτως τεχνικό χαρακτήρα και ήταν ο λόγος που η Τουρκία απέφυγε ουσιαστικές σχέσεις με τη Δύση. Γι’ αυτό η Αγκυρα υιοθέτησε μια εξαιρετικά εσωστρεφή πολιτική στις σχέσεις της με τη διεθνή κοινότητα και τους διεθνούς φορείς, με αποκορύφωμα τη στάση της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που της… απονεμήθηκε ο τίτλος του «επιτήδειου ουδετέρου».
Η μόνη περίπτωση που η Τουρκία εγκατέλειψε την ουδετερότητα ήταν η μεταπολεμική περίοδος, τότε που ο κόσμος χωριζόταν στα δύο, για να ακολουθήσει ο Ψυχρός Πόλεμος. Τότε η Τουρκία του Ισμέτ Ινονού, διαδόχου του Μ. Κεμάλ, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την ουδετερότητα και να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, να μπει υπό την ομπρέλα προστασία της Δύσης, υπό τον φόβο του Στάλιν, ο οποίος διεκδικούσε τα Στενά και την περιοχή του Καρς.
Ηταν τότε που η Τουρκία υποχρεώθηκε από το Προοίμιο της Συμμαχίας να επιτρέψει τη λειτουργία και άλλων κομμάτων, αφού μέχρι τότε απαγορεύονταν, πλην του κεμαλικού CHP.
Να σημειωθεί ότι η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ έγινε την ίδια ημέρα ένταξης και της Ελλάδας, ενώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η Αγκυρα από ιδρύσεως του νέου κράτους ακολουθούσε κατά πόδας την Ελλάδα, σε όλα τα βήματα που έκανε σε διεθνές αλλά και σε εσωτερικό επίπεδο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν έθιγαν τον πυρήνα του ρατσιστικού και αυταρχικού κεμαλικού κράτους.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση για σύνδεση με τη νεοπαγή Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), τον Ιούνιο του 1959, ύστερα από έναν μήνα ακολούθησε η αντίστοιχη αίτηση της Τουρκίας, τον Ιούλιο του 1959. Η Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ υπεγράφη τον Ιούνιο του 1961 και αυτή της Τουρκίας στις 12 Σεπτεμβρίου του 1963.
Σε αυτή την κοινή πορεία των δύο χωρών προς τις Βρυξέλλες, οι δρόμοι Αθήνας – Αγκυρας χώρισαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τότε που η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ (1976), μια διαδικασία που προέβλεπε πραγματικό εκδημοκρατισμό και όχι κίβδηλο, όπως αυτός που προοιωνίζεται το Προοίμιο του ΝΑΤΟ, το οποίο δεχόταν στους κόλπους του ακόμα και δικτατορικά καθεστώτα.
Το τουρκικό βαθύ κράτος ήταν αυτό που έκτοτε εμπόδιζε τις τουρκικές κυβερνήσεις να προβούν σε μεταρρυθμίσεις που απαιτούσε η ευρωτουρκική προσέγγιση, οι οποίες είχαν σχέση με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έθεταν σε κίνδυνο την ενότητα του τουρκικού κράτους.
Πάντως, η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ – Ε.Ε. προκάλεσε σοβαρό προβληματισμό στο βαθύ κράτος στην Αγκυρα, αφού, προϊόντος του χρόνου, διαπίστωσαν ότι «η Ελλάδα, με τη θέση της στην Ε.Ε., απέκτησε τη δυνατότητα να κάθεται σε ένα τραπέζι, να βάζει βέτο και να επηρεάζει αποφάσεις που αφορούν και ενδιαφέρουν την Τουρκία, στο οποίο τραπέζι δεν κάθεται η Αγκυρα. Αυτό σημαίνει ότι η Αθήνα έχει αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα, το οποίο είναι σε θέση να εξισορροπήσει τη διαφορά μεγέθους και ισχύος που έχουν οι δύο χώρες».
Η εκτίμηση αυτή του βαθέος κράτους επιβεβαιώθηκε όταν η Ελλάδα πέτυχε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. και, πρόσφατα, όταν στη Διακήρυξη της Αστάνα, που υπογράφτηκε μετά τη Σύνοδο Κορυφής Ε.Ε. και ηγετών πέντε χωρών της Κ. Ασίας, μπήκε αναφορά που δεσμεύει τις ως άνω χώρες, που ανήκουν στον Οργανισμό Τουρκικών Κρατών, να αναβαμίσουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία και να παγώσουν τις διαδικασίες αναγνώρισης του ψευδοκράτους, κάτι που επιδιώκει μετά μανίας η Αγκυρα.
Επίσης, άλλη μια επιβεβαίωση των φόβων του τουρκικού βαθέος κράτους ήλθε με τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, όταν η Ελλάδα, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση και κάτω από συνθήκες που δεν τιμούν τη χώρα μας, ανακοίνωσε χάρτη με πλήρη επήρεια του συμπλέγματος Μεγίστης – Καστελόριζου, κάτι που έκανε πρώην υπουργούς Εξωτερικών και ακαδημαϊκούς να σκύψουν από ντροπή το κεφάλι, αφού μέχρι τώρα -εξ αντικειμένου- προπαγάνδιζαν τις θέσεις της Τουρκίας για μειωμένη ή καθόλου επήρεια του Καστελόριζου και των παρακείμενων νήσων.
Και επειδή το θέμα του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί σε «θηλιά» όχι μόνο στον λαιμό της κυβέρνησης, αλλά και της ίδιας της χώρας, καλό είναι η κυβέρνηση να πάρει τον δρόμο για τις Βρυξέλλες, ο πρωθυπουργός να μεταφέρει το θέμα των παράνομων και παρανοϊκών κινήσεων της Αγκυρας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να καλέσει την Ευρώπη να υπερασπιστεί ένα δικό της έργο, θέτοντας ξεκάθαρα το δίλημμα στην Τουρκία: «Αν εμποδίσεις το έργο, ξέχνα τις Βρυξέλλες και την Ευρώπη».
Αν θελουν να το ριξουν η Ε.Ε. δεν θα μαλωσουμε κιολας , για μικρο πραγματα , με τους φιλους μας γειτονες για ενα καλωδιακη .Ειπαμε καλης γειτονιας , δεν τσατιζουμε των γειτονα .