Ένα «σήμερα» που κρατά 2000 χρόνια. Κυριολεκτικά: θυμηθείτε τους σταυρωμένους χωριάτες στο Μεξικό το 1926 έως 1929. Κυριολεκτικά. Και μεταφορικά: υπάρχουν πολλοί τρόποι να σταυρώσεις κάποιον. Και πολλά είδη σταυρών.
- Από τον Γέροντα Νίκων Λαζάρου
Στην παρουσίαση του μικρού Χριστού στον Ναό, η Παναγία άκουσε από τον Άγιο Συμεών μιά φοβερή φράση: Κι εσένα την καρδιά θα στην τρυπήσει δίκοπο μαχαίρι (Λουκά 2,35). Το θυμήθηκε όταν σέρνανε τον γιό της για σφαγή; Εκείνη φώναζε:
«… πού πορεύει τέκνον; Μη έτερος γάμος πάλι εν Κανά;»
Πού πάς παιδάκι μου; Μη γίνεται πάλι γάμος στην Κανά, και βιάζεσαι να τους ξανακάνεις το νερό κρασί; Να ᾿ρθω κι εγώ παιδί μου ή να σε περιμένω; Μίλησε μου, μή φεύγεις χωρίς να μου πεις τίποτα …” (Οίκος στον Όρθρο).
Δεν Τον ξανά ᾿δε όπως τον ήξερε.
Τί να κάνω; Με ρωτούσε μιά μάνα. Κρατάω το παιδί κλεισμένο στο σπίτι, να γλυτώσει απ᾿ τους εμπόρους. Και έμαθε και τον μικρό! Θα τους χάσω και τους δύο. Έρχεται το βαποράκι και τους φέρνει την δόση μέσα στο σπίτι. Να τον σκοτώσω; Τί να κάνω;
Έθαψε και τα δυό παιδιά. Κι έκλαψε όπως η Παναγία: «Υιέ μου, πού το κάλλος έδυ της μορφής σου;» Γιέ μου, πού έσβησε η ομορφιά σου; Η ζωή στον τάφο. Γέμισε ο κόσμος σταυρούς και σταυρωμένους. Και τάφους πολλών ειδών.
Χιλιάδες κρατάνε σφυριά στα χέρια και καρφιά. Τα πληκτρολόγια γίνανε σφυριά και καρφιά τα γράμματα.
Κι αυτοί που ξέρουν αρχίσαν να σταυρώνουν τους Επισκόπους. Εφαρμόζοντας το «πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα» (Μάρκ. 14, 27). Με την ευκαιρία και δικαιολογία της πανδημίας. Και παρασύραν τους βιαστικούς στην κρίση και τους αφελείς. Κι εκείνους που δεν είναι καθόλου αφελείς, και βρήκαν την ευκαιρία να εφαρμόσουν σε άλλους το «και επί το άλγος των τραυμάτων μου προσέθηκαν» (Ψαλμ. 68, 27). Έκλεισαν οι Επίσκοποι τους ναούς. Το τί δηλητήριο τους πότισαν δέν λέγεται. Το τί διάβασα δέν λέγεται. Έκλεισαν οι Επίσκοποι τους ναούς, λες και ήθελαν να το κάνουν. Κι ανέβασαν τους Επισκόπους στον σταυρό επειδή, κατά την γνώμη πολλών, έκαναν λάθος. Και τους κατεδίκασαν. Οι αλάθητοι. Όλους. Γιατί θα χάσουν την θεία Κοινωνία.
Κι αναρωτιέται κανείς: Τους χρειάστηκαν πολλές και συχνές θ. Κοινωνίες, για να καταλήξουν να κατηγορούν με τέτοιο τρόπο; Μιλώ για χριστιανούς. Γιατί στον χορό μπήκαν, με χαρά, κι εχθροί του Εσταυρωμένου θεού της αγάπης. Ποτέ οι χριστιανοί δεν είχαν δώσει τόσα όπλα στους εχθρούς τους! Κι ανάμεσα στους χριστιανούς πολλοί που «ηπαλύνθησαν οι λόγοι αυτών υπέρ έλαιον, και αυτοί εισί βολίδες» «κάνανε τα λόγια τους να φαίνονται απαλά σαν λάδι, αλλά είναι βέλη που σκοτώνουν» (Ψαλμ. 54, 22). Χρειάζεται ταλέντο για να ξέρεις να βρίζεις.
Κι ήρθε κατόπιν η σειρά των ιερέων. Πολλοί από τους οποίους δεν συμπαραστάθηκαν, δεν στήριξαν, δεν παρηγόρησαν εκείνους από τους οποίους έλαβαν την ιερωσύνη. Κι ας είπε κάποιος από τους Αρχιερείς «… την φετινή Μεγάλη Εβδομάδα δεν θα κοινωνήσουμε … Εφόσον ο λαός δεν μπορεί να κοινωνήσει, δεν θα κοινωνήσει ούτε ο Επίσκοπός του»!
Κι ήρθε κατόπιν η σειρά των ιερέων. Κι ο Ιούδας απ᾿ το απέναντι μπαλκόνι, φωτογράφισε και κατέδωσε, πως μεταδίδει θ. Κοινωνία, έναν ήρωα ιερέα. Έναν που έθρεψε και τρέφει πεινασμένους, που έντυσε και ντύνει φτωχούς, που η αγάπη του έφτασε ως της Αφρική, που βόηθησε δωρεάν για χρόνια ναρκωμανείς. Δωρεάν. Και δεν είναι μόνον εκείνος. Και το πληρώνει με τον σταυρό του.
Κι όπως λέει ο Κ. Παλαμάς: «Του δικαίου η σταύρωση το Πάσχα της αβύσσου».
Σταυρώστε τον δίκαιο, να πανηγυρίσουν οι έμποροι ναρκωτικών. Σταυρώστε τον δίκαιο, να κάνουν ανάσταση οι δολοφόνοι των παιδιών σας.
Κατεβάστε τους Επισκόπους από τον σταυρό. Θα πολεμήσουμε με τα δικά μας όπλα: την ειρήνη, την δικαιοσύνη, την αλήθεια, την πίστη (Γαλ. 6, 10-18). Έχουμε βρεί την λόγχη, όπως λέει ο Σεφέρης, που «θα τρυπήσει το μαύρο, εκεί που δεν αντέχει». Την προσευχή. «Προσευχόμενοι εν παντί καιρώ» γιατί «ούκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα»· δεν παλεύουμε με ανθρώπους.
«Από βλεφάρων, μαθηταί, νύν ύπνον τινάξατε» (Ωδή η΄). Τινάξτε τον ύπνον απ᾿ τα μάτια σας, “εν προσευχή δε γρηγορείτε”. Λέει ο ποιητής:
«Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!» (Ελύτης).
Και η Εκκλησία μας ψάλλει: «Σε τον αναβαλλόμενoν, το φώς ώσπερ ιμάτιον».
Εσένα που ντύθηκες το φώς … πώς να σε κηδέψω Θεέ μου; Με ποιό σεντόνι να σε τυλίξω; Με ποιά χέρια να σ᾿ αγγίξω; Ποιούς ύμνους να ψάλλω στη δική σου κηδεία Οικτίρμων;
«Μεγαλύνω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφήν σου σύν τη Αναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι».
Χριστός Ανέστη!