«Τσουνάμι» απολύσεων, με τον αριθμό των ανέργων να αναμένεται ότι θα αυξηθεί από 100.000 έως 450.000 άτομα, και μετατροπών συμβάσεων πλήρους σε μερικής ή εκ περιτροπής απασχόληση, με μειώσεις αμοιβών έως 50%, θα ακολουθήσει μετά τη σταδιακή επαναλειτουργία της αγοράς.
Τα μέτρα που φέρεται ότι εξετάζει η κυβέρνηση για τη «μετά κορωνοϊού» εποχή μοιάζουν να επιβεβαιώνουν τις αναμενόμενες εξελίξεις για τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους. Ωστόσο, τα σχέδια που βρίσκονται στο «μικροσκόπιο» του υπουργού Εργασίας Γ. Βρούτση φαίνεται να οδηγούν σε πολιτικές αμφίβολης αποτελεσματικότητας.
Σύμφωνα με αποκλειστικά στοιχεία και ανάλυση της «κυριακάτικης δημοκρατίας» στις 12 Απριλίου 2020, προοιωνίζεται η αντιστροφή της -μειούμενης- πορείας που διαγράφει το ποσοστό ανεργίας από το 2014 έως σήμερα, έστω και μέσα από την αύξηση των «φτωχών» εργαζομένων, με τις αμοιβές των 300 και 400 ευρώ τον μήνα καθαρά.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι «χώρα υπηρεσιών», με τον τουρισμό να συμμετέχει στη διαμόρφωση έως του 30% με 35% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), ενέχει τον κίνδυνο η ανεργία να αυξηθεί από δύο έως εννιά ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή από το 16,4%, που ήταν φέτος τον Ιανουάριο, θα διαμορφωθεί περίπου στο 18,5% έως πάνω από το 25%.
Μειώσεις αμοιβών έως 50%
Παράλληλα ένας μεγάλος αριθμός από τις θέσεις εργασίας που θα διατηρηθούν τους πρώτους μήνες της «μετά κορωνοϊού» εποχής και είναι πλήρους απασχόλησης θα μετατραπούν σε μερικής ή εκ περιτροπής (με καθεστώς τηλεργασίας ή μη). Οι μειώσεις αμοιβών τις οποίες θα υποστούν δεκάδες χιλιάδες απασχολούμενοι θα κυμανθούν από 20% έως 50%.
Το κυβερνητικό επιτελείο φέρεται ότι εξετάζει την επιδότηση -για ένα μικρό χρονικό διάστημα- μέρους της συνολικής απώλειας (40% έως 60%, βάσει των διαρροών) των αμοιβών που θα υποστούν όσοι πλήρως απασχολούμενοι μετατραπούν σε υποαμειβόμενους με «ελαστικές» σχέσεις εργασίας.
Η κεντρική ιδέα είναι το σχέδιο να βασιστεί στο πρόγραμμα SURE, που αποφασίστηκε στις Βρυξέλλες. Ωστόσο, μικρομεσαίοι αναφέρουν ότι, εάν τα μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας βασιστούν μόνο σε δράσεις ευρωπαϊκές με χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, σε έναν σημαντικό βαθμό θα είναι εξαρχής αμφίβολης αποτελεσματικότητας.