Η κυβέρνηση απέρριψε τις περασμένες εβδομάδες (κατά τις οποίες οι διπλωματικές εξελίξεις είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα, λόγω της κρίσης του κορωνοϊού), ανεπίσημες προτάσεις που υπέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση για την επανεξέταση ορισμένων πτυχών της ελληνικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές της «δημοκρατίας», η Ουάσινγκτον έθεσε στην Αθήνα το ζήτημα της άρσης των ελληνικών αντιρρήσεων (άτυπο βέτο) στο ΝΑΤΟ έναντι σειράς τουρκικών αιτημάτων πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής φύσης. Το αμερικανικό σκεπτικό επικεντρωνόταν στην προτεραιότητα εξασφάλισης σταθερότητας σε μία ευρεία περιοχή από τη Συρία μέχρι την κεντρική Μεσόγειο και στην υπέρτατη ανάγκη να διατηρηθεί η Τουρκία κοντά στη Δύση. Αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά τους προς την ελληνική πλευρά, οι αρμόδιοι Αμερικανοί διπλωμάτες ήταν, πάντως, εξαιρετικά ήπιοι, έχοντας επίγνωση της πραγματικής κατάστασης με τις τουρκικές προκλήσεις (αεροναυτικές παραβιάσεις, υπερπτήσεις νησιών και ηπειρωτικών περιοχών, υβριδικός πόλεμος στον Εβρο και εξαγγελίες επανάληψής του).
Γι’ αυτό και το αίτημα των ΗΠΑ φέρεται ότι ήταν, κυρίως, υπέρ της απόφασης «ακόμα μιας διευκόλυνσης» εκ μέρους της Ελλάδας για το συλλογικό καλό, χωρίς να επαναληφθούν οι πιέσεις παλαιότερων εποχών. Όπως, μεταξύ άλλων, η επίκληση του Luns Ruling του 1984 περί ίσων αποστάσεων του ΝΑΤΟ έναντι Ελλάδας και Τουρκίας, το κοινό διάβημα του 1995 τεσσάρων συμμάχων (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία) κατά της παραπομπής των ελληνοτουρκικών διαφωνιών στις υπουργικές συνόδους και τα άλλα όργανα του NATO, καθώς και η «Aegean Islands’ Guidance Policy», του 2006, σύμφωνα με την οποία ορισμένα νησιά του Αιγαίου δεν εντάσσονται σε ΝΑΤΟϊκές δραστηριότητες και περιορίζονται οι συμμαχικές πτήσεις στη ζώνη μεταξύ 6 και 10 ναυτικών μιλίων του ελληνικού εναέριου χώρου.
Ωστόσο, παρά τη διακριτικότητα των αμερικανικών παραστάσεων και παρά το γεγονός ότι πρώτη η Ελλάδα εκφράζει -ειλικρινώς- την ανάγκη διατήρησης της Τουρκίας στη Δύση, η κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά το αίτημα αλλαγής πολιτικής της στο ΝΑΤΟ. Το -ορθό- σκεπτικό του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια ήταν ότι η Ελλάδα, ειδικά στην παρούσα περίοδο, δεν μπορεί να υποχωρήσει στο παραμικρό έναντι της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Ούτε και μπορεί να επιτρέψει τη δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων ότι μπορεί να δεχτεί παρόμοιες «ιδέες» και να διαπραγματευτεί ζωτικά συμφέροντά της χάριν άλλων σκοπιμοτήτων.
Είναι δε χαρακτηριστικό (και πάλι σε αντίθεση με το βεβαρημένο ιστορικό παρόμοιων έξωθεν παρεμβάσεων) ότι δεν εκφράστηκε αμερικανική δυσαρέσκεια προς την ελληνική κυβέρνηση. Ίσως και επειδή αποτελεί κοινό μυστικό ότι δεν μπορεί να υπάρξει υπόσχεση ή εγγύηση αποτελεσματικής μεσολάβησης των ΗΠΑ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως η Αθήνα ήλπιζε μετά το τουρκολιβυκό μνημόνιο για τις θαλάσσιες ζώνες στη Μεσόγειο πέρυσι τον Νοέμβριο και μετά τις συνομιλίες του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο Ντ. Τραμπ, τον υπουργό Εξωτερικών Μ. Πομπέο και τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Ρ. Ο’ Μπράιεν φέτος τον Ιανουάριο.
Παράλληλα, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζεται ο λεγόμενος «τεχνικός διάλογος» μεταξύ του ύπατου εκπρόσωπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας Ζ. Μπορέλ και του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου. Πρόκειται, όπως αποκάλυψε η «δημοκρατία» στις 18 Μαρτίου, για μια παράλληλη δομή επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης Βρυξελλών – Άγκυρας, σχεδόν εφ’ όλης της ύλης, ερήμην της Ελλάδος. Όπως αναμενόταν, ο διάλογος έχει ξεφύγει από τα «τεχνικά» θέματα, παραβλέποντας τις δημόσιες προειδοποιήσεις του κ. Μητσοτάκη ότι η Κοινή Δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας του Μαρτίου 2016 για το Μεταναστευτικό είναι «νεκρή» και ανατρέποντας de facto τους αυστηρούς όρους του Ελληνα πρωθυπουργού προς τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν για την υπογραφή νέας συμφωνίας.
Υπό αυτά τα δεδομένα και μολονότι ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ουρ. φον ντερ Λάιεν, που επισκέφθηκαν στις 3 Μαρτίου τον Εβρο, δεν έχουν ενδώσει στα αιτήματα του κ. Ερντογάν, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στις Βρυξέλλες μεταβάλλεται σταδιακά υπέρ της Άγκυρας. Με την επίκληση, όπως και στην αμερικανική πρωτοβουλία (χωρίς, σε καμία περίπτωση, να συνδέεται μαζί της), της ανάγκης περιφερειακής σταθερότητας και διατήρησης της Τουρκίας κοντά στη Δύση, η κυβέρνηση δέχτηκε προτροπές από την Ε.Ε. για την ανάγκη υπογραφής μιας συμφωνίας ευρύτερης του 2016, με όρους ασαφείς και διαφορετικούς όσων έχει θέσει ο κ. Μητσοτάκης. Η Αθήνα απορρίπτει προς το παρόν τις σχετικές προτάσεις και ο πρωθυπουργός συζήτησε με τον κ. Μισέλ, μέσω τηλεδιάσκεψης την περασμένη εβδομάδα, το ζήτημα των συνεχιζόμενων τουρκικών προκλήσεων.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη