«Η υπ’ αριθμόν ένα πρόκληση αν μιλήσεις στους ανθρώπους στους δρόμους, είναι η ανεργία», δήλωνε το 2013 ο Άξελ Βέμπερ, πρόεδρος της UBS, μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ελβετίας.
Η κρίση του 2008 είναι που γέννησε αυτόν τον κανόνα που διέπει τις κοινωνίες του δυτικού κόσμου μέχρι σήμερα. Και το άμεσο παραγόμενο αυτού του κανόνα είναι η ανησυχία των παγκόσμιων ελίτ για το Vox Populi. Δηλαδή, κατά πόσο θα λυθεί αυτό το πρόβλημα χωρίς να υφίσταται ισχυρούς τριγμούς το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, χωρίς φυσικά να αντιδρούν οι κοινωνίες. Μια εξίσωση δύσκολη.
Έτσι, πριν μια δεκαετία, το 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εγκρίνει την στρατηγική «Ευρώπη 2020», στις βάσεις που είχε θέσει η «Στρατηγική της Λισαβόνας». Μία από τις κατευθύνσεις ήταν οι πολιτικές διαχείρισης της ανεργίας μέσω εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
Τι σημαίνει «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης»; Η σύντομη απάντηση είναι η βελτίωση των προοπτικών των ατόμων στην αγορά εργασίας. Μέχρι εδώ, καλά. Όμως ιδίως στην Ελλάδα άλλαξαν τελείως οι όροι τους κι από συμπληρωματικές πολιτικές για την εργασία, λειτούργησαν ως υποκατάστατό της.
Υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα: Ο ένας είναι να προσπαθήσεις να το λύσεις, ο άλλος είναι να το κάνεις να πάψει να είναι δικό σου. Στην περίπτωση μας, λοιπόν, οι ευρωπαϊκές ελίτ ακολούθησαν μαεστρικά τον δεύτερο. Το σχέδιο τους βασίστηκε στο εξής συμπέρασμα: Για την ανεργία φταίνε οι ίδιοι οι άνεργοι που δεν είναι καλά καταρτισμένοι. Έφυγε ένα βάρος. Η ευθύνη είναι ατομική.
Η κυβέρνηση Σαμαρά τότε είχε «επενδύσει» στην άνεργη ανάκαμψη και το μοντέλο του «εργαζόμενου φτωχού» (“working poor”). Έτσι, η μόνη πολιτική διαχείρισης της ανεργίας που εφάρμοσε ήταν τα προγράμματα «Επιταγής Εισόδου στην Αγορά Εργασίας», τα vouchers. Mε το νόμο Αρβανιτόπουλου, άνοιξε η αγορά των κέντρων κατάρτισης και μέσα σε δύο χρόνια η χώρα απέκτησε περισσότερα ΚΕΚ ακόμη κι από τη Γερμανία.
H κυβέρνηση της ΝΔ, λοιπόν, επέλεξε να ανοίξει τόσα πολλά προγράμματα και τόσο εστιασμένα στον ιδιωτικό τομέα με αποτέλεσμα ακόμη κι επιχειρήσεις που ίσως είχαν τη δυνατότητα να προσλάβουν, δεν το έκαναν γιατί είχαν την επιλογή να χρησιμοποιήσουν «βαουτσεράδες», ενώ δεν ήταν λίγα τα φαινόμενα απολύσεων μόνιμου προσωπικού (τη θέση του οποίου έπαιρνε «βαουτσεράς»).
Μικρό ψεγάδι στο σχέδιο; Η ανεργία συνεχώς αυξανόταν. Όμως ο τότε και νυν Υπουργός Εργασίας δήλωνε πως κατάφερε να μειώσει το ρυθμό αύξησής της (!). Οι νέοι είτε ήταν άνεργοι, είτε εργάζονταν μέσω vouchers. Το κράτος βέβαια δεν τους χαρακτήριζε εργαζόμενους, αλλά “ωφελούμενους‘. Μάλλον σε ένα πλαίσιο «εσύ φταις για την ανεργία σου και είσαι πολύ τυχερός που θα σε καταρτίσουμε». Κι ακριβώς επειδή δεν τους θεωρούσε εργαζόμενους, δεν είχε προβλέψει εργασιακά δικαιώματα γι’ αυτούς. Δεν είχαν άδειες, δεν τους καταβάλονταν ασφαλιστικές εισφορές. Τίποτα.
Αποτέλεσμα; Η ανακύκλωση της ανεργίας. Ήσουν άνεργος, έμπαινες σε ένα voucher πρόγραμμα, μετά πάλι άνεργος, μετά πάλι voucher. Ο τέλειος φαύλος κύκλος.
Το καταπληκτικό είναι πως σε μια μνημειώδη αποτύπωση της επιβολής του μεγαλείου της ελεύθερης αγοράς, εκείνη την περίοδο ακόμη και τα ίδια τα ΚΕΚ προσλάμβαναν «βαουτσεράδες». Για να προσελκύσουν, μάλιστα, πελατεία έδιναν και κάτι απίθανα δώρα, γιατί τι είναι άλλωστε η καινοτομία χωρίς την ανταγωνιστικότητα; Οι «ωφελούμενοι» (sic) δεν τοποθετούνταν πάντα στο αντικείμενο που είχαν δηλώσει πως επιθυμούν/έχουν τα προσόντα να εργαστούν. Για να μην συζητήσουμε για τις αδιανόητες καθυστερήσεις στις πληρωμές τους κι άλλες ιστορίες καθημερινής τρέλας.
Το 2015 έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ κι επιλέγει να ασχοληθεί με το ζήτημα.
Με ποιον τρόπο; Ανακαλεί πολλά από τα προγράμματα της ΝΔ και θεσμοθετεί πλήρη εργασιακά δικαιώματα για τους εργαζόμενους σε αυτά. Πλέον μπορούν να λαμβάνουν άδειες (μητρότητας, υγείας κτλ), αμείβονται για νυχτερινή εργασία, καταβάλλονται κανονικά οι ασφαλιστικές εισφορές τους κι άρα ο χρόνος εργασίας τους θεωρείται συντάξιμος. Τα 5μηνα προγράμματα στο δημόσιο γίνονται 8μηνα, δίνοντας πολλές φορές το δικαίωμα και σε επίδομα ανεργίας για όποιον εξέρχεται από αυτά. Το Υπουργείο Εργασίας βάζει κριτήρια στα ΚΕΚ που αναλαμβάνουν προγράμματα κατάρτισης, όπως να έχουν προηγούμενη εμπειρία στο αντικείμενο που θα κάνουν κατάρτιση και πιστοποίηση ISO, τουλάχιστον δύο εργαζόμενους μόνιμο προσωπικό, τους κόβει τα αστεία δώρα για να προσελκύουν δικαιούχους και ρίχνει μεγαλύτερο βάρος στα προγράμματα στον δημόσιο κι όχι στον ιδιωτικό τομέα. Προτεραιοποιεί τους μακροχρόνια ανέργους και τις ευάλωτες ομάδες, ενώ σχεδιάζει στοχευμένα προγράμματα για επιστήμονες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόγραμμα για τους 5.500 νέους επιστήμονες στο δημόσιο, όπου δεν προβλεπόταν κατάρτιση και σχεδιάστηκε ως ένα αμοιβαία επωφελές πρόγραμμα για το δημόσιο και τους ανέργους.
Ταυτόχρονα, το Υπουργείο Παιδείας θεσμοθέτησε το 2018 ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη λειτουργία των κέντρων κατάρτισης, όπως την υποχρέωσή τους να παρέχουν προγράμματα πιστοποιημένα από τον ΕΟΠΠΕΠ. Εφάρμοσε, για πρώτη φορά, διαδικασία ελέγχων και κυρώσεων στους φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης και ξεκίνησε την ενσωμάτωσή τους στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου για την καλύτερη εποπτεία τους.
Συνέχισε ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει καταρτίσεις; Ασφαλώς. Όμως, όπως έδειξε κι ο πρόσφατος τραγέλαφος, υπάρχουν καταρτίσεις και «καταρτίσεις». Μπορείς να καταρτίσεις έναν μακροχρόνια άνεργο – απόφοιτο Γυμνασίου ή να επεκτείνεις την κατάρτιση σε δυναμικούς παραγωγικούς κλάδους, όπως η μεταποίηση, η βιομηχανία και το IT οδηγώντας σε αμοιβές που φτάνουν μέχρι και τα 1500 ευρώ για κατόχους διδακτορικού (πάντα μέσω διαφανών διαδικασιών) ή να βαφτίσεις «κατάρτιση» τα online εγχειρίδια τύπου google translate on acid που μαθαίνουν σε μηχανικούς να ανοίγουν τον υπολογιστή τους, ίσα ίσα για να δικαιολογηθούν 85 εκατομμύρια σε ΚΕΚ που έχουν προνομιακή σχέση με τον Υπουργό και το κυβερνών κόμμα.
Η τεράστια διαφορά όμως είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιλήφθηκε ποτέ τις καταρτίσεις ως το μοναδικό εργαλείο αντιμετώπισης της ανεργίας. Και βρέθηκε απέναντι στην αντίληψη που ισχυρίζεται πως για την ανεργία ευθύνονται οι άνεργοι. Γι’ αυτό επανέφερε μια σειρά από εργασιακά δικαιώματα, ενίσχυσε το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και στο τέλος της ημέρας κατάφερε να μειώσει την ανεργία κατά 10 μονάδες.
Το πρόβλημα τώρα είναι το εξής. Οι συνθήκες της οικονομίας αρχίζουν να θυμίζουν την περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης ΝΔ και μια νέα κρίση ανεργίας φαίνεται ξανά στον ορίζοντα. Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό ότι για την αντιμετώπιση της βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης όχι μόνο το ίδιο κόμμα αλλά ακόμα κι ο ίδιος Υπουργός που κατόρθωσαν να φτάσουν την ανεργία στο ιστορικό υψηλό του 27%. Η συνταγή τους τότε ήταν να καθαρίσουν τα θεσμικά εμπόδια που επέτρεπαν τη διατήρηση μόνιμων θέσεων εργασίας και να κάνουν κανόνα την ευελιξία, τα vouchers, τη μαύρη κι αδήλωτη εργασία. Το πρώτο επεισόδιο για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής μπορεί να βγήκε λίγο γκροτέσκο κι άγαρμπο αλλά δεν θα τους πτοήσει. Η σάρωση μισθών και δικαιωμάτων και η γενίκευση της ελαστικής εργασίας αυτή τη φορά δεν θα έρθει ως «καινοτομία» όπως πριν μια δεκαετία, αλλά ως «εθνική ανάγκη» για την ανάκαμψη από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Μόνο που για να δουλέψει αυτή η στρατηγική, δεν θα βρεθεί κανένας σοβαρός επιστήμονας με κύρος κι αξιοπρέπεια να την υπερασπιστεί απέναντι στην ελληνική κοινωνία, παρά μόνο σερίφηδες που θα κουνάνε το δάχτυλο σε όσους δεν αντέχουν να ζουν με 400 ευρώ ανασφάλιστοι.
Με λίγα λόγια, οι «Τσιόδρες» στερεύουν, από δω και πέρα θα έχει μόνο «Χαρδαλιάδες».
Η Μάνια Καββαθά διετέλεσε διευθύντρια του γραφείου της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Έφης Αχτσιόγλου από το 2016 ως το 2019.