Γ’ μέρος: Πλεόνασμα ενδοτισμού και πλήρης έλλειψη φαντασίας
- Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Μια εύκολη απολογία, που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών για να διασκεδάσουν την παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, είναι η ανεξέλεγκτη τροπή που θα μπορούσε να πάρει μια θερμή αντιπαράθεση με την Τουρκία. Υπονοώντας ότι τελικά μπορεί να χάσουμε πολύ περισσότερα από αυτά που επιχειρήσαμε να προστατέψουμε.
Από μόνη της αυτή η θεωρία των «λελογισμένων παραχωρήσεων», που βαφτίζεται αναίσχυντα «πολιτική υπευθυνότητα», υποκρύπτει τα στοιχεία του φόβου και της ηττοπάθειας. Πράγματι, οι στρατιωτικές συγκρούσεις μπορεί να καταστούν ανεξέλεγκτες. Στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου, όπου είχα την τύχη να βρεθώ ως μεταπτυχιακός φοιτητής με αντικείμενο τη Θεωρία του Πολέμου (War Studies), το πρώτο πράγμα που μαθαίναμε είναι ότι οι αναμετρήσεις με… πραγματικά πυρά δεν υπακούν σε σχεδιασμούς επί χάρτου με διαβήτη και μοιρογνωμόνιο. Από τη στιγμή που θα ακουστεί το πρώτο «μπαμ», διαχέεται αυτό που ο Κλάουζεβιτς ονομάζει «ομίχλη του πολέμου». Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει με βεβαιότητα ούτε τη διάρκεια ούτε το επίπεδο κλιμάκωσης της αναμέτρησης. Και, βεβαίως, δεν μπορεί να μαντέψει με μαθηματική βεβαιότητα τον νικητή.
Είναι επίσης αλήθεια ότι το «θέατρο πολέμου» στο Αιγαίο δεν ευνοεί τις ελληνικές αμυντικές επιδιώξεις σε ένα επεισόδιο μικρής διάρκειας και μέτριας έντασης. Οι Τούρκοι μπορούν σχετικά εύκολα να αποσπάσουν ένα εδαφικό όφελος, έστω συμβολικού χαρακτήρα (π.χ., μια ακατοίκητη βραχονησίδα) και η Ελλάδα για να απαντήσει θα πρέπει να ανεβάσει την κλιμάκωση των επιχειρήσεων, πυροβολώντας στο ψαχνό. Από κει και πέρα ανοίγει το παιχνίδι και, μέχρι να επέμβουν σε ρόλο διαιτητή υπέρτερες δυνάμεις, μπορεί να έχει προκύψει ένας μίνι ελληνοτουρκικός πόλεμος ευρείας κλίμακας.
Όλα αυτά σωστά είναι, αλλά δεν απαντούν στο ερώτημα «τι κάνει μια εκλεγμένη και θεωρητικώς ανεξάρτητη κυβέρνηση, όταν ο εχθρός προκαλεί σε καθημερινή βάση με έμπρακτη αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας σε θάλασσα και στεριά;». Κάθεται με σταυρωμένα χέρια και διαμηνύει ότι δεν θα «τσακωθεί» για λίγες δεκάδες μέτρα; Μα, αν είναι αυτή η «υπεύθυνη στάση» για τις κυβερνήσεις, η νεότερη Ελλάδα θα είχε μείνει στην Ελασσόνα. Και, δίνοντας λίγα λίγα τα μέτρα στη στεριά και τα μίλια στη θάλασσα, εύκολα εκεί θα μπορούσε να γυρίσει.
Υπάρχει επομένως μια λεπτή κόκκινη γραμμή που χωρίζει την υπευθυνότητα από τη δειλία, τον ενδοτισμό και, τελικά, τη μειοδοσία. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι η σημερινή «υπεύθυνη» κυβέρνηση θέλει να εξαντλήσει κάθε μέσο ειρηνικής αναχαίτισης της τουρκικής επιβουλής για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Δεν υπάρχει άλλο μέσο αποτροπής της τουρκικής απειλής, πλην της «φινλανδοποίησης» και του κατευνασμού, που αναφέραμε στα δύο προηγούμενα άρθρα; Είναι μονόδρομος διασφάλισης της ειρήνης μια αναγκαστική «μοιρασιά», μέσω προσφυγής στην… καρμανιόλα της Χάγης; «Ασφαλώς όχι» είναι η απάντηση. Μόνο προδότες, που δεν σέβονται τα ιερά και τα όσια των προγόνων τους, μπορούν να ισχυριστούν ότι ήρθε η ώρα να παραχωρήσουμε «ειρηνικά» όσα κατακτήθηκαν με αίμα.
Η «υπευθυνότητα» της πολιτικής του ενδοτισμού είναι πέρα για πέρα προσχηματική. Στην πράξη, εκτός από τον φόβο του πολιτικού κόστους ενός «ατυχούς» για την Ελλάδα πολεμικού επεισοδίου που διακατέχει τους ψοφοδεείς πολιτικούς μας, υπερισχύει η εξάρτηση από ξένα συμφέροντα, που δεν επιτρέπουν μια «δυναμική» απάντηση στις προκλήσεις της γείτονος.
Τα συμφέροντα αυτά -με προεξάρχουσα στην Ευρώπη τη Γερμανία- έχουν φροντίσει τα τελευταία χρόνια να στραγγαλίσουν τον αμυντικό προϋπολογισμό της Ελλάδας, μειώνοντας την αποτρεπτική της ικανότητα και, βεβαίως, καθιστώντας ακόμη δυσκολότερη την απόφαση των κυβερνήσεων να πατήσουν τη σκανδάλη για να υπερασπιστούν «ημέτερο έδαφος».
Το πώς επέτρεψαν διαδοχικές κυβερνήσεις σε ξένους να έχουν λόγο στις δικές μας αμυντικές δαπάνες, με ορθάνοιχτο μάλιστα το μέτωπο της απειλής στο Αιγαίο, είναι ασφαλώς κάτι που θα κρίνει η Ιστορία. Η Ιστορία θα κρίνει, επίσης, το ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δέχτηκαν να γεμίσουν τη χώρα με αλλόθρησκους μετανάστες, αλλοιώνοντας την πληθυσμιακή και εθνολογική της σύσταση, επειδή κάποιοι άλλοι αποφάσισαν ότι κάθε τυχοδιώκτης ή προβοκάτορας ισλαμοκανίβαλος δικαιούται «διεθνή προστασία».
Ένα τρίτο ερώτημα αφορά την τραγική αβελτηρία της ελληνικής διπλωματίας, που, αντί να αναζητήσει εγκαίρως συμμαχίες σε περιφερειακό επίπεδο, σέρνεται πίσω από τις πρωτοβουλίες της Άγκυρας, χωρίς να δημιουργεί προϋποθέσεις απάντησης.
Καλό θα είναι να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Στον βαθμό που η Ελλάδα πράγματι επιθυμεί να αναχαιτίσει την τουρκική επέκταση, χωρίς -έστω- να διακινδυνεύσει πολεμική σύρραξη, μπορεί και οφείλει να προχωρήσει στα παρακάτω απλούστατα μέτρα:
1. Άμεση και κάθετη αύξηση των αμυντικών δαπανών και ανασύσταση της πολεμικής βιομηχανίας, που μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τον εθνικό Προϋπολογισμό ειδικά τώρα, που, σύμφωνα με τον Μητσοτάκη, θα γίνουμε πλούσιοι…
2. Άμεση αναστολή χορήγησης ασύλου για όσο διάστημα συνεχίζονται οι τουρκικές προκλήσεις και στον βαθμό που η Άγκυρα αρνείται, με διάφορα προσχήματα, να δεχτεί τις επαναπροωθήσεις.
3. Άμεση οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο (έστω και με «εκπτώσεις») και σύναψη αμυντικού συμφώνου αμοιβαίας συνδρομής με το Ισραήλ, με αντάλλαγμα την ελληνική αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του εβραϊκού κράτους, πριν ολοκληρωθεί η διαφαινόμενη στροφή προς την Τουρκία.
Αυτές οι «αναίμακτες» πρωτοβουλίες αρκούν για μια εντυπωσιακή αναβάθμιση της ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας μέσα σε λίγους μήνες. Δεν απαιτούν «ρίσκο», απαιτούν μόνο πολιτική βούληση. Μόνο που η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και οι προηγούμενες, δεν πρόκειται να τις πάρει. Και, αν η τουρκική καταπάτηση μας βρει με τα παντελόνια κατεβασμένα, ο ιστορικός του μέλλοντος πολύ φοβούμαι ότι θα αναρωτιέται πώς, έπειτα από τέτοια εθνική κατάπτωση, δεν προέκυψε ένα Γουδή. Είτε στην εκδοχή της «επανάστασης» είτε στην εκδοχή της «τιμωρίας»…