Εικόνα αποτυχίας των περισσότερων εκδοχών ταχείας και ειρηνικής επίλυσης της ελληνοτουρκικής κρίσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, εξάντλησης όλων των αξιοπρεπών εναλλακτικών λύσεων της Αθήνας παρουσιάζουν οι επαφές με τους ξένους μεσολαβητές.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Αν και η σύγχρονη ιστορία των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακές διακυμάνσεις ραγδαίας κλιμάκωσης και αιφνίδιας εξομάλυνσης, όπως η -εντός 24ώρου- λύση στην κρίση του Μαρτίου 1987 και ο -εντός 7ώρου- συμβιβασμός στα Ίμια του Ιανουαρίου 1996, στην παρούσα περίοδο δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο στοιχείο που να προοιωνίζεται ήπιες εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χ. Μάας, κατά τις προηγούμενες συνομιλίες του με τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη και τον ομόλογό του Ν. Δένδια στις 21 Ιουλίου, είχε καταδικάσει τις τουρκικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ και φέρεται ότι είχε συμπληρώσει πως η Ε.Ε. και το Βερολίνο δεν θα ανέχονταν η Άγκυρα να προβεί καν σε απλή εξαγγελία παρόμοιων ερευνητικών κινήσεων εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, η Τουρκία εξέδωσε την πρώτη NAVTEX με διάρκεια μέχρι τις 2 Αυγούστου (η οποία αναιρέθηκε στις 27 Ιουλίου εν όψει της έναρξης των διερευνητικών επαφών) και προχώρησε στις δύο νεότερες NAVTEX, κατόπιν της νόμιμης συμφωνίας Ελλάδας – Αιγύπτου, από τις 9 μέχρι 27 Αυγούστου. Χθες, ο κ. Μάας και τα άλλα μέλη της γερμανικής αντιπροσωπίας ήταν πολύ πιο συγκρατημένα και δεν έδωσαν ελπίδες σύντομης εξομάλυνσης στις συναντήσεις τους με την ελληνική ηγεσία.
Προηγουμένως, οι τηλεφωνικές συνομιλίες της Γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκ. Μέρκελ με τον κ. Μητσοτάκη και τον Τούρκο πρόεδρο Ρ. Τ. Ερντογάν, στις 13 Αυγούστου, είχαν παρουσιάσει την εντύπωση επιστροφής σε διαδικασία διαλόγου, χωρίς να υπάρξει έμπρακτη συνέχεια. Το Βερολίνο δεν παρουσίασε ρεαλιστικές προτάσεις άρσης του αδιεξόδου, καθώς και το ίδιο αφενός παραδέχεται ότι η συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου είναι απολύτως νόμιμη και αφετέρου επικρίνει την υπογραφή και κύρωσή της στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Πέραν των νέων επισκέψεων του κ. Μάας στην Αθήνα και την Άγκυρα, η γερμανική διπλωματία εμφανίζεται να μη θέλει πια να επωμιστεί όλες τις μεσολαβητικές ευθύνες. Το Βερολίνο ήταν ικανοποιημένο από την υποστήριξη που παρείχε η Ουάσινγκτον στις πρωτοβουλίες του, αλλά πλέον δεν επιθυμεί να εμφανίζεται ως αποκλειστικός συνομιλητής των αντιμαχόμενων πλευρών, με σαφές κόστος σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων.
Από την πλευρά του, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ βρισκόταν, ασφαλώς, σε διαρκή, αλλά πιο διακριτική επικοινωνία με την Αθήνα και την Άγκυρα. Το αρνητικό στοιχείο είναι ότι και η Ουάσινγκτον έκρινε αντιπαραγωγική την επιλογή του χρόνου ανακοίνωσης της συμφωνίας Ελλάδας – Αιγύπτου. Η θετική πλευρά είναι ότι η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ν. Δένδια και Μ. Πομπέο και οι επαφές με τον πρεσβευτή στην Αθήνα Τζ. Πάιατ έδειξαν συναντίληψη ως προς τις συνέπειες της συνεχιζόμενης έντασης στη διάλυση της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Αλλωστε, παρά τους παραδοσιακούς δεσμούς του κ. Μητσοτάκη με τη Γερμανία, η κυβέρνηση συνειδητοποιεί πια (και το έχει μεταφέρει επισήμως προς Αμερικανούς συνομιλητές της μετά τη δεύτερη τουρκική NAVTEX) ότι η Ουάσινγκτον είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να αποτρέψει τα χειρότερα.
Κατόπιν όλων αυτών, το ανησυχητικό συμπέρασμα είναι ότι, αν και οι διαβουλεύσεις της κυβέρνησης με τον λεγόμενο ξένο παράγοντα πρόσφεραν πρόσκαιρες ενδείξεις αποκλιμάκωσης, καμιά από αυτές δεν καρποφόρησε. Επίκεντρο του προβλήματος ήταν και παραμένει το γεγονός ότι η τουρκική πλευρά έχει επισήμως ενημερώσει την ελληνική πως δεν πρόκειται να παραιτηθεί από την άσκηση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» της ακόμα και κατά τη διάρκεια του διμερούς διαλόγου.
Το παράλογο μήνυμα εστάλη ταυτόχρονα με την πρόωρη άρση της πρώτης NAVTEX και τα -κατά την τουρκική άποψη- «κυριαρχικά δικαιώματα» περιλαμβάνουν τους ερευνητικούς πλόες του «Oruc Reis» και βοηθητικών σκαφών, καθώς και τη ναυτική συνοδεία τους. Το περίεργο της υπόθεσης είναι ότι η Άγκυρα δεν μετέφερε το ίδιο μήνυμα προς τους ξένους μεσολαβητές, αλλά ούτε και η Αθήνα τούς ενημέρωσε εγκαίρως για την εν ψυχρώ διατύπωση των τουρκικών απειλών. Ως αποτέλεσμα, Αμερικανοί και Γερμανοί αξιωματούχοι αξιολόγησαν μόνο τη μία πλευρά των γεγονότων, κάνοντας λόγο περί τουρκικής διαλλακτικότητας και ελληνικής βιασύνης με την Αίγυπτο.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να τάσσεται υπέρ της επανάληψης των άτυπων (και, επομένως, πιο ασφαλών) διερευνητικών επαφών με κατάληξη τη Χάγη «για το σύνολο» των θεμάτων θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στη ΝΑ Μεσόγειο. Ωστόσο, όλες οι άλλες πλευρές (ΗΠΑ, Γερμανία και η ίδια η Τουρκία) τις αντιλαμβάνονται πια σαν «διαπραγματεύσεις» ευρύτερης θεματολογίας.