Εάν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει ξανά τις εκλογές, οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ θα παραμείνουν σχεδόν ίδιες.
- Από τον Μιχάλη Ψύλο
Εάν κερδίσει ο Μπάιντεν, ναι, δεν θα είναι εύκολη σχέση και ορισμένα νέα προβλήματα θα προστεθούν στα τρέχοντα θέματα, αλλά οι δεσμοί δεν θα σπάσουν εντελώς». Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με την άποψη αυτή που διατυπώνει το αμερικανικό περιοδικό «Foreign Policy». Άλλωστε, όπως έλεγε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Αμερικανός τότε υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον, «οι αποτελεσματικοί Αμερικανοί ηγέτες δεν φροντίζουν μόνο τα δικά τους συμφέροντα – νοιάζονται επίσης πραγματικά για τα συμφέροντα των συμμάχων τους». Και -δυστυχώς- η Τουρκία αποτελεί σημαντικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρύτερη περιοχή της Μέση Ανατολής, όποια κι αν είναι η δική μας άποψη.
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει επίσης να πούμε ότι η σχέση του Τούρκου προέδρου Ερντογάν με τον υποψήφιο των Δημοκρατικών για την αμερικανική προεδρία Τζο Μπάιντεν είναι, σήμερα τουλάχιστον, η χειρότερη δυνατή. Τον περασμένο Δεκέμβριο ο Μπάιντεν είχε χαρακτηρίσει τον Ερντογάν «αυτοκράτορα», λέγοντας ότι θα βοηθήσει τους αντιπάλους του να τον απομακρύνουν από την εξουσία. Αν και στη συνέχεια ο υποψήφιος των Δημοκρατικών έσπευσε να διορθώσει τα λεγόμενά του, το ρήγμα υπάρχει και είναι βαθύ. «Δεν ταιριάζεις με αυτό το έθνος, ανόητε άντρα!» έγραψε χαρακτηριστικά η φιλοκυβερνητική «Yeni Safak», κάνοντας σφοδρή επίθεση κατά του Μπάιντεν.
Ο εκπρόσωπος του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, καταφέρθηκε επίσης με δριμύτητα εναντίον του Μπάιντεν μέσω twitter, λέγοντας: «Οι μέρες που έδιναν παραγγελίες στην Τουρκία έχουν τελειώσει και όσοι το τολμήσουν θα το πληρώσουν».
Τις απόψεις του Μπάιντεν για την Τουρκία ανέλυσε πρόσφατα η τουρκική φιλοερντογανική εφημερίδα «Sabah»: «Ο Τζο Μπάιντεν θέλει να απομονωθεί η Τουρκία, σε συνεργασία με τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ανατολική Μεσόγειο. – Αξιώνει την απόσυρση των ρωσικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία και, σε αντίθετη περίπτωση, απαιτεί κυρώσεις. -Ο Μπάιντεν είναι εναντίον της αποθήκευσης αμερικανικών πυρηνικών όπλων στην αεροπορική βάση Ιντσιρλίκ, στη νοτιοανατολική Τουρκία. – Είναι εναντίον των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Τουρκίας στη Συρία και δήλωσε ότι οι Κούρδοι αντάρτες της Συρίας προδόθηκαν από τις ΗΠΑ. – Ο Δημοκρατικός υποψήφιος έχει εκφράσει επίσης την ανησυχία του σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία. – Κατέκρινε την απόφαση Ερντογάν να μετατραπεί η Αγία Σοφία σε τζαμί. – Έχει δεσμευτεί, τέλος, ότι θα αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων».
Επτά θέσεις που, αν ο Μπάιντεν διατηρήσει και ως πρόεδρος, θα είναι casus belli για τον Ερντογάν. Είναι φυσικό λοιπόν ο Τούρκος πρόεδρος να έχει ποντάρει όλα τα χαρτιά του στον πρόεδρο Τραμπ και να βιάζεται, με συνεχείς επιθετικές ενέργειες, να εξασφαλίσει κάποια τετελεσμένα πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Μπάιντεν προηγείται σημαντικά. Όπως γράφουν οι «Financial Times», «η απόφαση για υποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή δεν είναι βέβαια μόνο του Τραμπ, καθώς την ίδια πολιτική ακολουθούσε και ο Μπαράκ Ομπάμα. Όμως, η μη συνεκτική πολιτική Τραμπ και η συμπάθειά του για τους ισχυρούς άνδρες έδωσαν το μήνυμα σε όλους να αρπάξουν ό,τι μπορούν».
Ο Τζο Μπάιντεν, ως αντιπρόεδρος του Ομπάμα, είχε επισκεφθεί την Τουρκία τέσσερις φορές. Πραγματοποίησε την πρώτη του επίσκεψη τον Δεκέμβριο του 2011, κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, και τη δεύτερη αμέσως μετά τους αμερικανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον βάσεων του Ισλαμικού Κράτους, τον Νοέμβριο του 2014. Λίγο νωρίτερα, πάντως, ο Μπάιντεν σε ομιλία του στο Χάρβαρντ τον Οκτώβριο του 2014 είχε χαρακτηρίσει την Τουρκία ως την πιο προβληματική χώρα στη Μέση Ανατολή. Μετά τις αντιδράσεις της Αγκυρας, ο Μπάιντεν τηλεφώνησε τότε στον Ερντογάν για να ζητήσει… συγγνώμη. Η τρίτη επίσκεψη του Μπάιντεν στην Άγκυρα έγινε τον Ιανουάριο του 2016 για συντονισμό της αμερικανοτουρκικής δράσης κατά του Ισλαμικού Κράτους και η τέταρτη μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, τον Αύγουστο του 2016. Τότε, μάλιστα, ο Μπάιντεν ζήτησε για δεύτερη φορά συγγνώμη από τον Ερντογάν, γιατί, όπως είπε, δεν έφτασε αρκετά σύντομα μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος.
Ο Ασλί Αϊντιντασμπάς, ανώτερος συνεργάτης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, που παρακολουθεί στενά τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ουάσινγκτον, πιστεύει τα εξής: «Η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα αλλάξει ριζικά με πρόεδρο τον Μπάιντεν, αν και θα δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη δημοκρατία. Ο πρόεδρος Τραμπ άφηνε τον Ερντογάν ανενόχλητο στο εσωτερικό της Τουρκίας να κάνει ό,τι θέλει για να τον έχει μαζί του. Μια κυβέρνηση του Μπάιντεν θα εξακολουθήσει να συνεργάζεται με τον Ερντογάν και θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει τις σχέσεις για να κρατήσει την Τουρκία στο ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία είναι πολύ σημαντική και πολύ κρίσιμη για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ». Ο αξιωματούχος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων αποδίδει, μάλιστα, τους υψηλούς τόνους κατά του Μπάιντεν από πλευράς Άγκυρας στο γεγονός ότι «ο Ερντογάν θέλει να ενισχύσει περαιτέρω την εγχώρια αφήγηση ότι η Τουρκία περιβάλλεται από εχθρούς που θέλουν να τον ανατρέψουν, και ότι για τα οικονομικά δεινά της χώρας δεν φταίει η τουρκική κυβέρνηση, αλλά η επίθεση από το εξωτερικό. Αυτό βέβαια μπορεί να λειτουργεί στην εκλογική βάση του Ερντογάν, αλλά όχι πιο πέρα».
Τι πιστεύουν, όμως, οι ίδιοι οι Αμερικανοί για την εξωτερική πολιτική ενός προέδρου Μπάιντεν;
Το έγκυρο «Foreign Affairs» γράφει ότι «ο Μπάιντεν είναι ένα γέννημα της αμερικανικής μηχανής εξωτερικής πολιτικής». Διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Κογκρέσο και αργότερα, ως αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα, ήταν στην εξωτερική πολιτική «ο πιο ισχυρός αντιπρόεδρος των ΗΠΑ στην Ιστορία, εκτός από τον προκάτοχό του Ντικ Τσέινι».
«Τα κακά νέα είναι ότι ο Μπάιντεν δεν ήταν πάντα, αν όχι ποτέ, επιτυχημένος στην παγκόσμια σκηνή. Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι έκανε χειρότερα για την Αμερική τα πράγματα στο Ιράκ μετά τον πόλεμο, προσέγγισε πολύ διάφορους αυταρχικούς ηγέτες και, ως Νο 2 του Ομπάμα, δεν είχε να επιδείξει ποτέ ένα μεγάλο επίτευγμα εξωτερικής πολιτικής στο Κογκρέσο. Γι’ αυτό και οι ελπίδες πολλών ειδικών για την ικανότητα του Μπάιντεν να βγάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την παγκόσμια τρύπα που έσκαψε ο Τραμπ είναι λίγες» εκτιμά το αμερικανικό περιοδικό.
Πολλοί ανησυχούν, μάλιστα, για το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα εκατοντάδες στελέχη των φιλοπόλεμων «νεοσυντηρητικών» Ρεπουμπλικάνων του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους τζούνιορ έχουν ενταχθεί στο στρατόπεδο του Μπάιντεν και στηρίζουν ανοιχτά την υποψηφιότητά του. Οι «νεοσυντηρητικοί» δεν έχουν σταματήσει, άλλωστε, να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην εξουσία για την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, κάτι που -πρέπει να παραδεχτούμε- με τον Τραμπ υποχώρησε κάπως, δίνοντας τη θέση του στον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο.
Περισσότεροι από 70 πρώην αξιωματούχοι Εθνικής Ασφάλειας με επικεφαλής τον Τζον Μπέλιντζερ, ηγετικό στέλεχος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας υπό τον Τζορτζ Μπους και τον Κεν Γουάινστιν, σύμβουλο Εσωτερικής Ασφάλειας, υποστηρίζουν με δήλωσή τους τον Μπάιντεν, κατακρίνοντας «τη ζημιά που λένε ότι ο Τραμπ έχει κάνει στην εθνική ασφάλεια και την παγκόσμια φήμη της Αμερικής».
Το σίγουρο είναι ότι, ανεξάρτητα από την έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών και «τη νέα παγκόσμια αταξία, όπως αυτή προέκυψε από τα ερείπια της Pax Americana, η Ευρώπη δεν μπορεί να στηρίζεται πλέον στις ΗΠΑ για την επίλυση του αδιεξόδου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας», όπως γράφουν οι «Financial Times». Οι προσπάθειες από αναθεωρητικές δυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία, να υποσκάψουν το status quo στην περιοχή και η υποχώρηση των ΗΠΑ από τις παλιές τους δεσμεύσεις θα πυροδοτούν συνεχώς μια νέα αστάθεια…