Πέρασαν δύο χρόνια και τρεις μήνες από τον Ιούλιο του 2018, από τότε που η Αθήνα αποφάσισε να απελάσει δύο Ρώσους διπλωμάτες εξαιτίας της «ζωηρής» δράσης τους στη βόρειο Ελλάδα.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Ηταν Ιούλιος του 2018. Πρέπει να πέρασαν παραπάνω από τρία χρόνια επίσης από την τελευταία επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στην ελληνική πρωτεύουσα. Ο δε πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επικοινώνησε με τον πρόεδρο Πούτιν στην καρδιά της ελληνοτουρκικής κρίσης το περασμένο καλοκαίρι, καθυστερημένα, έναν ολόκληρο χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία.
Ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας φτάνει στην Αθήνα στις αρχές της άλλης εβδομάδας, λοιπόν, του Αγίου Δημητρίου του απελευθερωτού της Θεσσαλονίκης μας (κατά πάσα πιθανότητα), και το ερώτημα που σχηματίζεται στα χείλη όλων είναι το εξής: Γιατί τώρα; Προς τι η επίσκεψη; Γιατί το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών υπενθυμίζει (με tweet) με αφορμή την επέτειο για τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου την καταλυτική συμμετοχή του στην καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και συνακόλουθα τη συμμετοχή του μαζί με την Αγγλία στην ανακήρυξη της εθνικής μας ανεξαρτησίας; Γιατί η ρωσική πρεσβεία στις αντιπαραθέσεις της με την αμερικανική επικαλείται εσχάτως τα φιλορωσικά αισθήματα του ελληνικού λαού;
Aς είμεθα ρεαλιστές. Η Ρωσία είναι μια βαθιά συντηρητική δύναμη. Κάθε της κίνηση στη σκακιέρα της περιοχής είναι ζυγισμένη και υπολογισμένη, δεν γίνεται ποτέ τυχαία. Στη φάση που διανύουν τα εθνικά μας θέματα έχει παρέμβει δύο φορές με ανακοινώσεις της πρεσβείας υπέρ των ελληνικών και εναντίον των τουρκικών θέσεων: Μόλις πρόσφατα ο πρέσβης Αντρέι Μάσλοβ υποστήριξε το δικαίωμά μας να επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, ενώ μήνες νωρίτερα τάχθηκε υπέρ της άποψης ότι τα νησιά μας έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Και το πράττει αυτό όταν οι σχέσεις της Ρωσίας με την Τουρκία και ειδικότερα οι σχέσεις Πούτιν – Ερντογάν βρίσκονται, παρά τις διακυμάνσεις, στο υψηλό δυνατό επίπεδο.
Αν και κάποτε Ρωσία – Τουρκία ήταν ανταγωνιστικές δυνάμεις και ενεπλάκησαν επανειλημμένως σε μεταξύ τους συρράξεις (19ος αιώνας), μετά το 2004 οι σχέσεις αναπτύχθηκαν ραγδαία, χωρίς να εμποδίζονται από την τότε προσέγγιση Ρωσίας – Ελλάδος για τους αγωγούς. Τα πλέον κεντρικά κτίρια της νέας Μόσχας ανοικοδομήθηκαν από τουρκικές κατασκευαστικές εταιρίες, το εμπόριο και ο τουρισμός στη Μαύρη Θάλασσα αναπτύχθηκαν ραγδαίως, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ ήταν ανεπιθύμητες στη Μαύρη Θάλασσα για ένα διάστημα με κοινή απόφαση Μόσχας – Αγκυρας. Ο ίδιος ο Ερντογάν -δεν είναι ευρύτερα γνωστό αυτό- στήριξε προσωπικά τον Πούτιν σε μια δύσκολη στροφή του: Έκλεισε τα σύνορα της Τουρκίας στους ένοπλους αντάρτες Τσετσένους αυτονομιστές που έβρισκαν εκεί καταφύγιο. Και ο Ρώσος ηγέτης τού το ανταπέδωσε με το παραπάνω, ενημερώνοντάς τον εγκαίρως για το «δυτικό» πραξικόπημα. Τι συμβαίνει, λοιπόν;
Η απάντηση είναι, νομίζω, απλή: Η Γιάλτα. Η απόφαση των ΗΠΑ να καταστήσουν την Ελλάδα αεροπλανοφόρο τους και στην ουσία να αποτελέσουν τα ελληνικά λιμάνια της βορείου Ελλάδος τα μετόπισθεν της Ουάσινγκτον στον νέο Ψυχρό Πόλεμο αναγκάζει τους Ρώσους να ξεπαγώσουν τις παγωμένες μας σχέσεις. Η μετατροπή της Αλεξανδρούπολης και της Καβάλας σε νατοϊκούς σταθμούς, εκτός από κόμβους μεταφοράς φυσικού αερίου, είναι κρίσιμη απόφαση. Η πρώτη γραμμή των αμερικανικών δυνάμεων βρίσκεται στην Ουκρανία και τη Ρουμανία, και τα μετόπισθεν αυτών στη βόρειο Ελλάδα. Πλέον αυτής της διαπίστωσης για τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδος μετά την αγκίστρωση της Αμερικής στον ελληνικό Βορρά, η Ρωσία -πάλι η Γιάλτα, ιδού γιατί μας θυμίζει η Μόσχα τη συμμετοχή της στο Ναυαρίνο- αναπτύσσεται ραγδαίως και επεκτείνει την επιρροή της στη θάλασσα της Μεσογείου. Και δεν νομίζω ότι ενθουσιάζεται ιδιαίτερα με την προοπτική να μετατραπεί αυτή η θάλασσα σε θάλασσα του Ερντογάν.
Αν και οι Αμερικανοί ανέτρεψαν τον Καραμανλή, γιατί φοβήθηκαν ότι ο Πούτιν θα πατήσει το πόδι του στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή μέσω του South Stream, ο ρους της Ιστορίας δεν άλλαξε. Καθυστέρησε μόνον ολίγο. Η Μόσχα απέκτησε στρατηγικά ναυτικά ερείσματα στη Συρία, στη Λιβύη, στην Αίγυπτο, στον Λίβανο, στην Αλγερία. Τίποτε δεν μπορεί να γίνει πλέον στην περιοχή αν δεν ερωτηθεί και αυτή, κυρίως αυτή. Αρα, στην πραγματικότητα, αν δεν μας διαφεύγει κάτι, η Ελλάδα ενδιαφέρει τη Ρωσία αυτόν τον καιρό α) ως παράγων που επιδρά στη σχέση της με την Αμερική, η οποία προσπαθεί με βάσεις σε Ουκρανία, Ρουμανία, Σκόπια και Αλεξανδρούπολη να την περιορίσει στην αυλή της και β) ως παράγων αποτροπής της διεύρυνσης της τουρκικής επιρροής στη θάλασσα της Μεσογείου. Των περιοχών του Καστελορίζου, της Κρήτης και της Κύπρου ειδικότερα. Εξ ου και η θετική της στάση στα 12 μίλια, που, αν εφαρμόζονταν υπέρ ημών με τη συναίνεση και των ΗΠΑ (όνειρο θερινής νυκτός), θα περιόριζαν δραματικώς την Τουρκία στις ακτές της.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο Σεργκέι Λαβρόφ έρχεται να μας… θερμομετρήσει. Να διαπιστώσει από πρώτο χέρι σε επίπεδο Μητσοτάκη και Δένδια έως πού είμαστε διατεθειμένοι να το τραβήξουμε με την Τουρκία. Η κλασική ανάγνωση που κάνουμε στην Αθήνα για κινήσεις σαν και αυτές είναι ότι η Μόσχα χαίρεται, ενθαρρύνει και προβοκάρει τις διαμάχες μεταξύ χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, γιατί τη συμφέρουν. Ακριβές. Και μεταξύ χωρών-μελών του ΝΑΤΟ και μεταξύ χωρών-μελών του ευρώ, όπως είδαμε στο πρόσφατο παρελθόν. Στην προκειμένη περίπτωση όμως η σκέψη έχει και συνέχεια: Δεν θα απείχε πολύ από την πραγματικότητα η σκέψη ότι σε μια πιθανή διαμάχη, στα όρια της σύρραξης μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας, η Μόσχα θα ήθελε να επικρατήσουμε εμείς. Όχι γιατί κατ’ ανάγκη μάς αγαπά. Εχει χίλιους λόγους να μη μας «αγαπά» μετά το ναυάγιο της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ το 2014. Αλλά διότι δεν «αγαπά» την επέκταση της ναυτικής παρουσίας της Τουρκίας στη Μεσόγειο Θάλασσα.
Η Ελλάς είναι, λοιπόν, σφήνα στις αμερικανορωσικές σχέσεις μέσω Αλεξανδρούπολης και σφήνα στις ρωσοτουρκικές μέσω Καστελορίζου, Κρήτης και Κύπρου. Και μην ξεχνάμε ποτέ ότι οι Ρώσοι πάντα αναζητούσαν ένα αγκυροβόλιο για τις δυνάμεις τους είτε στη Σύρο (κατελήφθη από τις ΗΠΑ) είτε στη Λέρο ή στα Κύθηρα. Τυχαία λέτε ότι «έδεσε» στο λιμάνι του Πειραιά το ανθυποβρυχιακό πλοίο «Vice Αdmiral Koylakov»;
Ίσως, όπως έγραψαν και ορισμένοι καλοί φίλοι στις εφημερίδες τους, να πλησιάζει η ώρα για μια νέα κανονικότητα στη σχέση μας με τους Ρώσους. Χωρίς βεβαίως να ξεχνάμε ποτέ που ανήκομεν: Εις την Δύσιν και εις την Γιάλτα. Λίγη φαντασία στις κινήσεις μας αρκεί για να κερδίσουμε πολλά σε αυτή τη φάση. Την έχουμε, υποθέτω.