Πρωτοφανή παρέμβαση στην πολιτική εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας επιχειρεί η Κομισιόν, αποστέλλοντας στην Αθήνα έγγραφο αίτημα υποβολής στοιχείων για το επενδυτικό – βιομηχανικό σκέλος προγραμμάτων της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού, πριν δρομολογήσει διαδικασίες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Η επιστολή, που συντάχθηκε προ δεκαπενθημέρου από τη Γενική Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επικεντρώνεται στα προγράμματα των αντισταθμιστικών οφελών της αναβάθμισης των μαχητικών F-16 και των βιομηχανικών συνεργασιών των φρεγατών Belharra.
Ωστόσο, σύμφωνα με έγκυρες πηγές στις Βρυξέλλες, η επιστολή αποτελεί μόνον την αρχή μίας σειράς παρεμβάσεων στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα, εν μέσω μάλιστα της κλιμακούμενης κρίσης με την Τουρκία. Σε αυτό το πλαίσιο ήδη εξετάζονται όλες οι πρωτοβουλίες στον τομέα των αμυντικών προμηθειών και επενδύσεων, ναρκοθετώντας τον προγραμματισμό του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, σε άλλα δύο κεφάλαια:
• Πρώτον, ως προς τη μεταβίβαση της κυριότητας των Ναυπηγείων Ελευσίνας, για τα οποία η κυβέρνηση δεν επιθυμεί προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού, προσβλέποντας στην υποστήριξη από τον αμερικανικό επενδυτικό φορέα DFC. Η ελληνική πλευρά είχε ζητήσει, στα μέσα Σεπτεμβρίου, από τον διευθύνοντα σύμβουλο της DFC Ανταμ Μπόιλερ ολοκλήρωση των διαδικασιών μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2020, χωρίς να υπάρξει σχετική ανταπόκριση.
• Δεύτερον, ως προς το ενδεχόμενο απευθείας ανάθεσης και υπογραφής διακρατικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ για την προμήθεια τεσσάρων νέων φρεγατών και τον εκσυγχρονισμό παλαιότερων μονάδων επιφανείας του ελληνικού Στόλου. Η συγκεκριμένη εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού ανατρέπει ντε φάκτο τη δημόσια εξαγγελία του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη για προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού προμήθειας φρεγατών που θα προσέλκυε το ενδιαφέρον, τουλάχιστον, πέντε χωρών.
Κατά τις ίδιες πηγές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην παρούσα φάση, επιθυμεί να λάβει πληροφορίες για όλες τις πτυχές της συμφωνίας του υπουργείου Εθνικής Αμυνας με τη Lockheed Martin για την αναβάθμιση 84 μαχητικών F-16 (πρόγραμμα LOA GR-D-SNY).
Το συνολικό κόστος του προγράμματος είναι 1,58 δισεκατομμύρια δολάρια, περιλαμβάνοντας, πέραν των εργασιών στην κρατική ΕΑΒ, συμμετοχή ελληνικών ιδιωτικών εταιριών και συνεισφορά της Lockheed Martin στην ανάπτυξη βιομηχανικών προγραμμάτων. Η επιστολή της Κομισιόν χρησιμοποιεί πάντως τον όρο «αντισταθμιστικά οφέλη» που έχουν καταργηθεί βάσει ευρωπαϊκής Οδηγίας του 2009 και ελληνικού νόμου του 2011, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι η σημερινή κυβέρνηση είχε προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Οι αποφάσεις για τον εκσυγχρονισμό και τις συνακόλουθες βιομηχανικές «παροχές» ελήφθησαν εντός των ορίων του άρθρου 346 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο επιτρέπει στα κράτη-μέλη να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των ουσιωδών εθνικών συμφερόντων τους στα συμβόλαια αμυντικών προμηθειών κατά παρέκκλιση ορισμένων διατάξεων περί ανταγωνισμού.
Παράλληλα, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν η άσκηση κριτικής και η κίνηση προκαταρκτικής διαδικασίας από την Κομισιόν κατά της Ελλάδας με αναφορά σε «επιλεγμένο προμηθευτή» δύο φρεγατών Belharra, κατονομάζοντας τη γαλλική Naval Group. Η Κομισιόν παραβλέπει το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν υπέγραψε τελικά σύμβαση με τη Naval Group, προχωρώντας ουσιαστικά σε δίκη -παλαιότερων- προθέσεων του Μαξίμου. Γιατί, όπως είναι δημόσια γνωστό, ο κ. Μητσοτάκης αναίρεσε, στις αρχές Σεπτεμβρίου, το δίδυμο σχέδιο προμήθειας των Belharra και υπογραφής συμφωνίας «Στρατηγικής Συνεργασίας στα Θέματα Ασφάλειας» με τη Γαλλία, η οποία προέβλεπε και ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να ζητείται από την ελληνική κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις έπειτα από τόσες εβδομάδες για μία ανύπαρκτη σύμβαση.
Άλλωστε η ίδια η Naval Group συνεργάστηκε απευθείας με ελληνικές ιδιωτικές εταιρίες χωρίς εμπλοκή των υπουργείων Εθνικής Αμυνας και Οικονομικών. Δεν είναι σαφές αν η Κομισιόν θα «αντικαταστήσει», μέσω άλλης επιστολής, τη Naval Group με την Dassault που θα προμηθεύσει, μάλλον μέσω του γαλλικού δημοσίου, μαχητικά Rafale την Πολεμική Αεροπορία.
Ασφαλώς, εκτός από την αμιγώς νομική εξέλιξη της υπόθεσης, μέγιστη σημασία έχει και ποιος είναι ο φορέας που κίνησε την ιδιότυπη διαδικασία κατά της Ελλάδας, επιβαρύνοντας τις σχέσεις της κυβέρνησης με την Ε.Ε. και τις διαπραγματεύσεις της με μεγάλες εταιρίες της διεθνούς αμυντικής βιομηχανίας.
Η Κομισιόν είναι γνωστό πως ερευνά πιθανές νομικές παραβιάσεις από τα κράτη-μέλη της είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελιών από νομικά και φυσικά πρόσωπα. Στην επιστολή δεν αποκαλύπτεται αν υπήρξε καταγγελία ή όχι. Είναι δε ίσως περίεργο ότι για τη Lockheed Martin γίνεται αναφορά σε «πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή», χωρίς να διευκρινίζεται η προέλευσή τους, ενώ για τη Naval Group υιοθετείται η διατύπωση περί «δημόσια διαθέσιμων πληροφοριών».
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη