Όλους ο Άρης σκότωσε κι έμειναν τα ξελέχια οι ψεύτες και οι χορευτές, στο χοροπήδημ’ άριστοι, που αρπαχτήρες είν’ αρνιών ντόπιοι και ειρφίων». Ομήρου «Ιλιάς», ραψωδία Ω, στ. 260-262, έμμετρη μετάφραση Κώστας Δούκας, εκδ. Αιγηίς, Αθήνα: 2017
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Σ’ αυτό το απόσπασμα από το πρώτο σωζόμενο ελληνικό έπος ο Πρίαμος θρηνεί τον χαμό του Εκτορα μεμφόμενος την αχρησία και αχρηστία των εννέα γιων του που απέμειναν στη ζωή. Στην «Ιλιάδα» (ραψωδία Ω, στ. 249-251) αναφέρονται ονομαστικά: «Κι αυτός τους γιους καλούσε μαλώνοντας τον Ελενο, Πάρι, Αγάθωνα, Πάμμονα κι Αντίφωνο, Πολίτη δυνατόφωνο, Δηίφοβο και Ιππόθοο και τον εξαίσιο Δίο». Οι ίδιοι του οι γιοι θεωρούνται (μάλλον καθ’ υπερβολήν) από τον βασιλέα του Ιλίου αχρείοι, ψεύτες, κατάλληλοι μόνο για χορούς και διασκεδάσεις και… ζωοκλέφτες. Ο Έκτωρ που χάθηκε και διασύρθηκε από τη μάνητα του Αχιλλέα, που ήθελε να εκδικηθεί για τον χαμό του Πατρόκλου, στη συνείδηση του Πριάμου αποτελούσε σύμβολο ήθους, πολεμικής αρετής, σωφροσύνης, δικαιοσύνης και αυταπάρνησης.
Η Τροία έπεσε παρά την ύπαρξη του Έκτορος. Το δικό του ηθικό, πνευματικό αλλά και σωματικό – πολεμικό πλεόνασμα δεν μπόρεσε να ισοσκελίσει τον θείο ισολογισμό της μοίρας. Οι Αχαιοί έπρεπε να καταλύσουν το βασίλειο του Πριάμου και αυτό έγινε τελικά. Η μοίρα θα είχε πάρει, ωστόσο, πολύ νωρίτερα το μερτικό της από τα σπλάχνα του Ιλίου και δεν θα είχε μείνει ούτε ο ηρωικός απόηχος των μαχών και του προτύπου του Έκτορος αν κάποιος απ’ όλους δεν κατόρθωνε να ξεχωρίσει τόσο πολύ. Ακόμα και η συντριβή, η καταβολή από δυνάμεις υπέρτερες πρέπει να γίνεται με τρόπο αντάξιο εκείνου που χάνεται.
Κάπως σαν τον Πρίαμο και την Εκάβη έχει ξεμείνει η Ελλάδα από ενάρετους μαχητές, από ηγήτορες ανδρείους, των οποίων η ζωή θα αποτελούσε παράδειγμα. Ξεμείναμε κι εμείς με τα ξελέχια, τους ψεύτες και τους χορευτές, που στο χοροπήδημα (και τις κυβιστήσεις) είναι άριστοι, μα και κατσικοκλέφτες. Σε μια πατρίδα ρημαγμένη από την αναξιοκρατία, το θεσμοθετημένο πλιάτσικο από φτωχούς και πλούσιους ξένους και τους ντόπιους άρπαγες κι ενώ μόνο για λίγο καιρό δεν βλέπουμε τα σύννεφα του πολέμου να μαυρίζουν τον ορίζοντά μας κυβερνούν οι άριστοι της αχρηστίας, οι κορυφές του βυθού, ο αφρός της αβύσσου.
Ηγεσία σημαίνει να διδάσκεις με τον τρόπο της δικής σου ζωής και όχι να αξιώνεις θυσίες από τους πολλούς την ίδια στιγμή που απολαμβάνεις προνόμια που διαθέτουν ελάχιστοι. Οι πράξεις της κατεστημένης πολιτικής και πνευματικής «ελίτ», σημαδεμένες από την ξέπνοη παραίτηση από την προσπάθεια, την ολιγοπιστία, την υποταγή σε όποιους και ό,τι θεωρούν «ισχυρό» δίνουν το στίγμα της εποχής. Οι δηλώσεις πόθεν έσχες των «ιδεαλιστών», βαρυφορτωμένες με καταθέσεις, αρμαθιές κλειδιών ακινήτων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ομόλογα, τραπεζικές θυρίδες και οχήματα πολυτελείας λιμνάζουν στις συνειδήσεις των Ελλήνων σαν βουρκόνερα γεμάτα με τα παράσιτα της αμφισβήτησης κι ύστερα της απόρριψης όλου του συστήματος – και στο τέλος της ίδιας της πατρίδας. Όταν βλέπει κάποιος τον θρίαμβο της αθλιότητας σ’ έναν τόπο ταυτίζει ό,τι βλέπει με τον φορέα του, το άγιο χώμα που κουβαλάει το περιττό το βάρος με το ίδιο το ανόσιο βάρος.
Τον τρόπο να ζούμε και να πεθαίνουμε δεν θα τον μάθουμε σε τηλεοπτική εκπομπή, σε ιστοσελίδα ή από κούφια ρητορεία σε Βουλή και τηλεόραση. Θα τον καταλάβουμε κοιτάζοντας γύρω μας. Αν το βλέμμα ταξιδέψει στο τοπίο, στις ακτές, στα δάση, στις κρήνες, στα άλση, στις πόλεις και στους ανθρώπους μας κι ύστερα πάει πιο πέρα, εκεί όπου ζουν όσοι θέλουν να μας στερήσουν όλα τούτα, θα καταλάβουμε τον τρόπο και το νόημα ζωής και θανάτου τα οποία αρμόζουν σε Ελληνες.
Αν η εσωτερική όραση ταξιδέψει πίσω στον χρόνο, αναλογιστεί όσα προηγήθηκαν και υπολογίσει πόσα θα ακολουθήσουν, τότε γίνεται εύκολα κατανοητή η αποστολή κάθε Ελληνα που μετέχει της Παιδείας, της Ιστορίας και του Πολιτισμού μας.
Δίπλα μας είναι η μαύρη τρύπα που καταπίνει τις ελευθερίες, τους ανθρώπους και τους πόρους της περιοχής. Ονομάζεται Τουρκία. Κι εμείς, αντί για Έκτορες, Αχιλλείς και Οδυσσείς, αναθέτουμε τη διαχείριση οσίων και ιερών σε αχρείους, ψεύτες χορευτές και σε Θερσίτες.