Το 2021 θα είναι, εκτός απροόπτου, έτος εκλογών.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Ο πρωθυπουργός, συστηματικός μελετητής των δημοσκοπήσεων, γνωρίζει άριστα ότι στην εποχή των κρίσεων η έννοια του πολιτικού χρόνου έχει αλλάξει. Τα δύο χρόνια στην εξουσία μετρούν για τρία. Και η κοινωνική κόπωση των δύο διπλασιάζεται. Κατά συνέπεια, οι επιλογές του είναι δύο. Ή επιλέγει την εξάντληση της τετραετίας και το ρίσκο να φτάσει χωρίς επαρκείς δυνάμεις σε μια διπλή αναμέτρηση απλής και ενισχυμένης αναλογικής το 2023, με τον κίνδυνο να τεθεί μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου εκλογών ζήτημα προσώπου πρωθυπουργού ως προϋπόθεση για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας, ανεξαρτήτως πρωτιάς, ή οδηγεί τον τόπο σύντομα σε εκλογές, καθώς το τοπίο μοιάζει εξαιρετικά καλό γι’ αυτόν:
Η αντιπολίτευση είναι ανύπαρκτη και προσπαθεί να συνεννοηθεί, ώστε να κατέλθει ενιαία σε ένα σχήμα ήττας (Τσίπρας – Παπανδρέου – Γεννηματά), οι διαφορές στις δημοσκοπήσεις, μολονότι φθίνουσες, παραμένουν μεγάλες, η πανδημία ίσως αρχίσει να υποχωρεί την άνοιξη, λεφτά προς διανομή τώρα με το Ταμείο Ανάκαμψης υπάρχουν -επιστρεπτέες προκαταβολές, ενοίκια και δάνεια έως 50.000 ευρώ χορηγούνται αφειδώς και δωρεάν-, ενώ οι διερευνητικές στα Ελληνοτουρκικά θα αξιοποιηθούν σε πρώτη φάση πριν από τις εκλογές ως σόου υπερήφανου ελληνικού πατριωτισμού.
Ο λογαριασμός θα έρθει έπειτα. Και, βεβαίως, υπάρχουν και οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις εντός του έτους «Ανεξαρτησίας» που διανύουμε, ως το απαραίτητο φοντάν. Πέραν αυτών, δεν υποτιμώνται καθόλου και οι προειδοποιήσεις που φτάνουν στο Μαξίμου από όλη την αγορά: το νωρίτερο την άνοιξη, το αργότερο το φθινόπωρο θα αποτυπωθούν στην αγορά εργασίας οι συνέπειες της νέας οικονομικής κρίσης. Χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται ήδη αντιμέτωπες με το φάσμα της χρεοκοπίας, ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι θα εγγραφούν στις λίστες ανεργίας. Ενας λόγος παραπάνω για να επισπεύσει τις αποφάσεις του ο κ. Μητσοτάκης. Έχει λόγους για να βιάζεται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και στη βάση αυτού του σχεδιασμού, λοιπόν, πρέπει να ιδωθεί και ο χθεσινός ανασχηματισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ανασχηματισμός ισορροπιών, συμπόρευσης με συγκεκριμένες δυνάμεις της αγοράς, συσπείρωσης και εκλογικής προοπτικής. Ανασχηματισμός «εργασίας». Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης υπηρετεί στην πραγματικότητα το πολιτικό σχέδιο του πρωθυπουργού να διαθέτει μια πλήρως ελεγχόμενη κοινοβουλευτική ομάδα μετά τον πρώτο και δύσκολο γύρο των εκλογών, κατά τις οποίες στις τριεδρικές κυρίως περιφέρειες θα χαθούν, λόγω αναλογικής, έδρες για τη Ν.Δ. Ο πρώτος βουλευτής (και ο δεύτερος, όπου είναι δυνατόν) σε αυτούς τους νομούς πρέπει να είναι πρόσωπο εμπιστοσύνης του κ. Μητσοτάκη. Ζητούμενο, η εξαφάνιση των απείθαρχων προς την ηγετική ομάδα. Η επετηρίδα πρέπει να ανατραπεί.
Ο ανασχηματισμός υπηρετεί, επίσης, ακόμα δύο συναφείς αναγκαιότητες.
Η πρώτη, να εκλεγούν σε περιφέρειες που ο κ. Μητσοτάκης δεν διαθέτει ούτε έναν βουλευτή της απολύτου επιρροής του δικά του πρόσωπα: στο Υπόλοιπο Αττικής ο Στέλιος Πέτσας, στην Α΄ Αθηνών ο Κυριάκος Πιερρακάκης, στη Στερεά Ελλάδα ο Γιάννης Οικονόμου, στο Υπόλοιπο ο Γιώργος Κώτσηρας, στα Ιωάννινα ο Γιώργος Αμυράς και άλλοι. Η δεύτερη, να κλείσουν οι όποιες πολιτικές τρύπες έχουν ανοίξει στην επιρροή της Ν.Δ. στην περιφέρεια λόγω έλλειψης εκπροσώπησης. Βεβαίως, ο ανασχηματισμός υπηρετεί πριν και πάνω από άλλο, εικονικά έστω, το στοίχημα της ενότητας. Απαγορεύεται να πάει η παράταξη σε εκλογές με την υπόνοια ότι τελούν υπό διωγμό βουλευτές προερχόμενοι από παραδοσιακές εσωκομματικές συνιστώσες. Γι’ αυτό και οι θυσίες ήταν περιορισμένες (Βρούτσης – Κουμουτσάκος) και όχι της ίδιας εμβέλειας αν ο πρωθυπουργός απομάκρυνε από την κυβέρνηση τον Χρήστο Σταϊκούρα ή τον Βασίλη Κικίλια, όπως επέμεναν στο περιβάλλον του. Η εκκαθάριση θα επιχειρηθεί να γίνει μέσω του κομματικού μηχανισμού μετά την προκήρυξη των εκλογών, στη μάχη της σταυροδοσίας. Τούτων δοθέντων, εκτιμώ ότι ο χθεσινός ανασχηματισμός είναι περισσότερο πολιτικός, περισσότερο εκλογικός -έχει ισχυρό «άρωμα» λαϊκής έως λαϊκότατης Δεξιάς- και λιγότερο μεταρρυθμιστικός και διορθωτικός.
Όταν γίνεσαι πρωθυπουργός, άλλωστε, και γνωρίζεις τη λειτουργία του κράτους από μέσα, γίνεσαι συντηρητικός και λιγότερο ενθουσιώδης στις εισηγήσεις τρίτων για σαρωτικές αλλαγές. Αν υπάρχει κάτι στο οποίο ίσως θα έπρεπε να σταθούμε περισσότερο όσον αφορά τη λειτουργία της κυβέρνησης, αυτό είναι ότι στον δρόμο προς τις εκλογές το επιτελικό κράτος θα αρχίσει να φθίνει, γι’ αυτό και ζητεί βοήθειες με υφυπουργοποιήσεις. Η ευθύνη θα απομακρυνθεί από το Μέγαρο Μαξίμου και θα διακτινιστεί στα υπουργεία. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Σε γενικές γραμμές -καταλήγω-, χωρίς να γίνει κάτι φοβερά εντυπωσιακό, οι χειρουργικές αποφάσεις του πρωθυπουργού υπηρετούν άριστα τη στρατηγική της συγκυρίας. Η Ν.Δ. «επιστρέφει» με την υπουργοποίηση 12 μελών της Κ.Ο. (παλαιά εισήγηση Δημητριάδη), η πασοκοποίηση ανακόπτεται προσώρας, οι τεχνοκράτες αναχωρούν, οι εκλογές έρχονται. Έπειτα βλέπουμε.