Η εξέγερση όταν αδικείσαι δεν είναι λάθος, είναι νιάτα. Η παθητικότητα και ο συμβιβασμός είναι γερατειά, πρόβα θανάτου
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Οι συμμορίες της παρατάξεως Σόρος έκαιγαν επί μήνες ολόκληρες πόλεις στην Αμερική, με πρόσχημα τη στυγερή δολοφονία Αφροαμερικανού, που έγινε από την αστυνομία της Μινεάπολης στην πολιτεία της Μινεσότα (στην οποία πολιτεία κυβερνήτης είναι ο δημοκρατικός Tim Walz και δήμαρχος της πόλης είναι ο δημοκρατικός Jacob Frey). Οι «ευαίσθητοι» επικυρίαρχοι των ΗΠΑ έβλεπαν τις πόλεις να καίγονται και σφύριζαν αδιάφορα και εμμέσως πλην σαφώς ενθάρρυναν τους βανδαλισμούς.
Όταν οι οπαδοί του Τραμπ, του οποίου η εκλογή θεωρούν ότι κλάπηκε με νοθεία, που έγινε σε βάρος του σε αρκετές πολιτείες, μπουκάρουν στο Καπιτώλιο (θέλοντας να διαμαρτυρηθούν για την αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος), παρουσιάζονται σαν διάβολοι με ουρά, ναζί, σχιζοφρενείς, γραφικοί, παρακρατικοί, ακροδεξιοί. Και το ακόμα πιο γελοίο: τους ρίχνουν τον λίθο του αναθέματος ορισμένοι «δικοί» μας και μερικές «δικές» μας, που έπλεκαν το εγκώμιο στις αγέλες, οι οποίες έκαιγαν την Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008. Ακόμα και με τους Μποτσαραίους και τους Κολοκοτρωναίους είχαν παραλληλίσει τους βανδάλους.
Η Ashli Babbit, η 44χρονη βετεράνος της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ, που δολοφονήθηκε, άοπλη ούσα, από ένοπλους σωματοφύλακες στο κτίριο του Καπιτωλίου, δεν… υπάρχει για καμία από τις διχαλωτές γλώσσες που καταδικάζουν κάθε βία που δεν προέρχεται από τα συμφέροντα τα οποία τους ταΐζουν. Δεν έχει ταυτότητα, δεν έχει οικογένεια, δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει καν δίκιο!
Ένα από τα εντυπωσιακότερα (στην αθλιότητά τους) σχόλια για τη δολοφονία της Ashli Babbit δημοσιεύτηκε σε άρθρο της ιστοσελίδας newsit (ένθετη εικόνα) και αναφέρει τα εξής: «Η Ashli Babbit είναι η γυναίκα που έχυσε χωρίς κανέναν λόγο το αίμα της γιατί πίστεψε τα λόγια ενός φανατικού που τυχαίνει να είναι ακόμα πρόεδρος των ΗΠΑ». Δηλαδή, το θύμα «μόνη του έχυσε το αίμα του». Σαν να λέμε ότι ήταν σαμουράι κι έκανε χαρακίρι για χάρη του… αυτοκράτορα και όχι ψηφοφόρος παράταξης που θεώρησε ότι παραβιάστηκε το πνεύμα και το γράμμα του αμερικανικού Συντάγματος. «Βρε, πού πάμε, πού πάμε;», όπως είπε και ο Βασίλης Αυλωνίτης στην ελληνική ταινία «Η ωραία των Αθηνών» (παραγωγής του 1954).